Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε;

Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2022

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου Ἱεροθέου

Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε;

Διανύουμε τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καί αἰσθανόμαστε τήν μεγά­λη χαρά τῆς ἑορτῆς τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀκριβέστατη, κατά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί στόν Χριστό ὁμολογοῦμε δύο γεννήσεις, ἡ πρώτη γέννηση εἶναι κατά τήν θεία φύση Του ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώ­νων, καί ἡ δεύτερη γέννηση εἶναι κατά τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.

Ἔτσι, ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τήν κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί τό ὄνομα Χριστός εἶναι τῆς ὑποστάσεως, καί δέν λέγεται μόνον γιά μιά φύση, ἀλλά σημαίνει καί τίς δύο φύσεις. Γιατί ὁ Ἴδιος ἔχρισε τόν ἑαυτό Του, ὡς Θεός δίνοντας τό χρῖσμα στό σῶμα μέ τήν θεότητά Του, καί λαμβάνοντας τό χρῖσμα ὡς ἄνθρωπος, καί τό χρῖσμα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ θεότητα, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμα­σκηνό. Εἶναι ὄντως μεγάλο μυστήριο, τό πῶς ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό, θεία καί ἀνθρωπίνη σέ μιά ὑπόσταση, γι’ αὐτό τό ὄνομα Χριστός εἶναι ὄνομα τῆς ὑποστάσεως, καί ὄχι τῆς μίας ἀπό τίς δύο φύσεις.

Ἔτσι, τό ὄνομα Χριστός δηλώνει κυρίως τό συναμφότερον, δηλαδή τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τόν Θεάνθρωπο, μόνον τήν Θεότητα ἤ τήν ἀνθρωπότητα, πάντο­τε, ὅμως, δυνάμει τοῦ τρόπου τῆς ἀντιδόσεως.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριον, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», καί, φυσικά, εἶναι μεγάλο δῶρο τό νά λεγόμαστε Χριστιανοί, ἀφοῦ μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ «διά τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ἐφ. γ΄, 17).

Αὐτήν τήν μεγάλη ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρίν διαβαστῆ τό ἀποστολικό κείμενο ἀπό τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου, προ­τάσσεται ὁ ψαλμικός στίχος «πᾶσα ἡ γῆ προσκυ­νησάτωσάν σοι καί ψαλάτωσάν σοι» (Ψαλμ. 65, 4). Δηλαδή στρεφό­μαστε στόν Χριστό καί τοῦ λέμε, ὅτι ὅλη ἡ γῆ ἄς σέ προσκυνήση καί ἄς ψάλη γιά σένα ὕμνους. Καί συγχρόνως λέμε καί ἄλλο ψαλμικό χωρίο: «Ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ, πᾶσα ἡ γῆ» (Ψαλμ. 97, 4), δηλαδή, ἄς ἀναπέμπη ὅλη ἡ γῆ στόν Θεὀ ἀλαλαγμούς χαρᾶς.

Πράγματι, σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς ὑπάρχουν Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι αὐτές τίς ἡμέρες ἑορτάζουν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέ ποικίλους τρόπους, μέ λατρευτικές συνάξεις καί ἄλλες ἑορτα­στικές ἐκδηλώ­σεις, καθώς ἐπίσης μέ ἰδιαίτερους τρόπους στά σπίτια τους. Λεγόμαστε ὅλοι Χρι­στιανοί, καί ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τήν κατά σάρκα Γέν­νηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τό ἐρώτημα, ὅμως, πού ἀνακύπτει εἶναι: Ποιόν Χριστό ἑορτάζουμε; Ἑορ­τά­ζουμε τόν Χριστό ὅπως τόν διακηρύσσει τό Εὐαγγέλιο καί οἱ Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, δηλαδή ἡ Καινή Διαθήκη, καί τόν ὁμολόγησαν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνό­δων ἤ τόν Χριστό τῶν ἀπόψεών μας καί τῶν παθῶν μας; Καί τελικά ποιοί εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ Χριστιανοί καί τί πιστεύουν γιά τόν Χριστό;

Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζεται πανηγυρικά σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς, στήν δύση καί τήν ἀνατολή, τόν βορρᾶ καί τόν νότο, ἀλλά, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τά πράγ­ματα, θά διαπιστώσουμε ὅτι πολλῶν Χριστιανῶν ἡ θεολογία περί τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετική.

Ἄλλοι Χριστιανοί ἑορτάζουν μόνον τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή βλέπουν μόνον τήν Γέννησή Του στήν Βη­θλε­έμ τῆς Ἰουδαίας καί τόν αἰσθάνονται μόνον ὡς ἄνθρωπο, ἔχοντας μόνον τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἄλλοι Χριστιανοί ἑορτάζουν μόνον τήν θεία φύση Του, ἀφοῦ πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορρο­φήθηκε ἀπό τήν θεία φύση. Καί ἄλλοι δυτικοί Χριστιανοί ἔχουν διάφορες ἀπόψεις γιά τόν Χριστό τήν διδασκαλία Του καί τό ἔργο Του. Ἀκόμη καί πολλοί Ὀρθό­δοξοι Χριστιανοί ἑορτά­ζουν τά Χριστού­γεννα, καί ὑμνοῦν τόν Χριστό, Τόν ὁποῖον ἐγκλείουν μέσα σέ ἐθνικι­σμούς καί τόν ἀναμειγνύουν σέ πολιτικές καί πο­λε­μικές σκοπι­μό­τητες.

Ὅμως, τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπουν αὐτές τίς ἡμέρες νά ἑορτάσουμε τόν Χριστό ὅπως ἀποφάσισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καταδι­κά­ζοντας ἄλλες ἀπο­σπασματικές καί ἀπομο­νωμένες αἱρετικές ἀπό­ψεις. Προτρεπόμαστε νά ἑορτάσουμε τόν Χριστό, ὡς τέλειο Θεό καί ὡς τέλειο ἄνθρωπο, πού ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του «ἀσυγχύτως, ἀτρέ­πτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», καί ἔχει δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν στήν μία ὑπόστασή Του. Αὐτό προσδιορίζεται μέ τήν λέξη Χρι­στός, πού συνιστᾶ μέγα μυστήριο.

Τελικά, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι παγκόσμιο, παντοῦ ὑπάρ­χουν Χριστιανοί πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν τόν ἑορτάζουν πραγματικά, ἀφοῦ βλέπουν τόν Χριστό ἀποσπασματικά, αἱρετικά καί κατά τίς ἀτομικές τους ἀπόψεις, ἐκκοσμικευμένα, σύμφωνα μέ τά ἐθνικά τους φρο­νήματα καί τά πάθη τους. Ἔτσι, ὁ Χριστός μέ τήν θεία ἐναν­θρώπησή Του ἔσωσε τό γένος μας ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο, ἀλλά οἱ Χριστιανοί δέν σώζονται ὅλοι, ἄν καί Τόν ἑορτάζουν καί Τόν πανηγυρίζουν, ἀφοῦ ἔχουν ἀτομικές δικές τους ἀπόψεις γιά τόν Χριστό, οἱ ὁποῖες ἀπόψεις προσδιορίζονται ἀπό τίς αἱρέσεις τους, τίς ἰδεολογίες τους καί τά πάθη τους.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς κατά τήν Δευτέρα Του παρουσία θά τόν δοῦν μέσα στήν δόξα Του, ἐνῶ τώρα πολλοί Τόν πλάθουν μέ τήν φαντασία τους. Σέ ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς μᾶς δίνεται ἠ εὐκαιρία νά ἑορτάσουμε τήν κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό ἐπιτάσσει ἡ παράδοσή μας, ὅπως τό περιγράφουν οἱ Πατέρες μας στίς συνοδικές ἀποφάσεις τους καί στίς ὁμιλίες τους, ὅπως μᾶς προτρέπουν τά τροπάρια πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, δηλαδή νά Τόν ἑορτάσουμε ὡς Χριστό, πού ἔχει δύο φύσεις καί δύο θελήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του, καί γι’ αὐτό λέγεται Χριστός.

Στήν ἐποχή μας ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι «ἕνα μεῖγμα ἀπό Χριστιανούς, πρώην Χριστιανούς καί μή Χριστιανούς», δηλαδή εἶναι «ἕνας κόσμος μετα­χριστιανικός», (π. Συμεών τοῦ Ἔσσεξ), ἀλλά καί προχριστιανικός, εἶναι ἕνας κόσμος πού διακρίνεται ἀπό τόν «σχετικισμό», ὅτι, δηλαδή, ὅλα εἶναι σχετικά, καί προσπαθοῦν νά ἐντάξουν καί τόν Χριστό μέσα σέ αὐτήν τήν σχετικότητά τους. Ἔτσι, ὁ Χριστός δέν ἑορτά­ζεται ἀληθινά, ἀλλά κίβδηλα.

Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά εἴμαστε πραγματικοί Ὀρθό­δοξοι Χριστιανοί, ὅπως τό ψάλλουμε στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας αὐτές τίς ἡμέρες, γιατί διαφορετικά θά ἑορτάζουμε «Χριστούγεννα χωρίς τόν ἀληθινό Χριστό» μέ αἰώνιες συνέπειες.

 

 

 

Mιά θαυμαστή εἰκόνα -«Βότρυς ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί»

Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στούς ἀνθρώπους σέ ὅλους τούς αἰῶνας, ἄλλαξε τόν ροῦ τῆς ἀνθρωπότητος, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι Τόν ἀγάπησαν καί θυσιάσθηκαν γι’ Αὐτόν. Ἐπίσης, ὑμνωδοί, ποιητές, ἁγιογράφοι, θεολόγοι, διδάσκαλοι, μουσικοί ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ καί συνέθεσαν διάφορα ἔργα, καί ἀκόμη συνθέτουν. Ἐκπλήσσεται κανείς ἀπό τούς ὕμνους καί τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων, πού προέρχονται ἀπό αὐτούς πού Τόν ἀγάπησαν πολύ.

Αὐτήν τήν ἁγιασμένη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω μιά θαυμαστή εἰκόνα, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ καί ἀναπτύσσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἕνας μεγάλος Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.

Ἑρμηνεύει ἕναν στίχο ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἆσμα Ἀσμάτων», στό ὁποῖο φαίνεται ἡ νύμφη νά λέγη στόν νυμφίο της: «Βότρυς τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί» (Ἄσμα Ἀσμάτων, α΄, 14), πού σημαίνει «ὁ ἀγαπημένος μου εἶναι σταφύλι πού ἀνθίζει στόν ἀμπελώνα στό Ἐγγαδδί», δηλαδή στό εὔφορο χωράφι.

Στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά ἀμπελῶνα καί γιά τσαμπί σταφυλῆς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται σέ ἄνθος, σέ σταφύλι καί σέ οἶνο-κρασί, τά ὁποῖα προσφέρονται ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι ὁ Νυμφίος σέ κάθε ἄνθρωπο πού εἶναι νύμφη του.

Ἑρμηνεύει ὅτι διπλή εἶναι ἡ εὐχαρίστηση πού προέρχεται ἀπό τό σταφύλι. Ἡ μιά εὐχαρίστηση εἶναι αὐτή πού προέρχεται ἀπό τό ἄνθος, τό ὁποῖο χαροποιεῖ τήν ὄσφρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εὐωδία, καί ἡ ἄλλη εἶναι ὁ ὥριμος καρπός, πού εὐχαριστεῖ τόν ἄνθρωπο εἴτε μέ τήν βρώση τοῦ σταφυλιοῦ εἴτε μέ τήν χαρά τοῦ οἴνου στά γεύματα.

Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς προσφορᾶς τοῦ σταφυλιοῦ, ὡς ἄνθους, ὡς καρποῦ καί ὡς οἴνου προσαρμόζεται ἄριστα στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, ὅπως ὁ Ἴδιος τό εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε΄, 5). Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν ἐμφανίζεται τό ἴδιο σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ καθένας Τόν δέχεται μέ διαφορετικό τρόπο, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτει στόν καθένα μέ διαφορετικό τρόπο τήν σοφία, τήν ἡλικία καί τήν Χάρη Του, ἀνάλογα μέ τήν διάθεσή του.

Ἔτσι, ὁ Χριστός φαίνεται στούς ἀνθρώπους «ἤ νηπιάζων ἤ προκόπτων ἤ τελειούμενος», δηλαδή ἀποκαλύπτεται ὡς νήπιος, ὡς ὥριμος καί ὡς τέλειος. Ὁ Χριστός ὅταν εὐωδιάζη ὡς ἄνθος μέ τήν Γέννησή Του, δίνει τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἀπολαύση ὁ ἄνθρωπος τό σταφύλι∙ καί ὅταν τρώγεται ὡς σταφύλι μέ τό Πάθος Του, ὑπόσχεται τήν μελλοντική ἀπόλαυση τοῦ οἴνου. Ἡ νύμφη, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τοποθετεῖ στήν καρδιά του τό ἄρωμα πού θά φέρη καρπό, καί κατά τό πάθος, ὅταν θά ἀγωνισθῆ μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἀναβλύση τόν οἶνο.

Τό Γαδί (Ἐγγαδδί), δηλαδή τό εὔφορο χωράφι πού ἀναπτύσσεται ἡ ἄμπελος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά εὔφορο χωράφι εἶναι καί ἐκεῖνος στόν ὁποῖο τό θέλημά του συμφωνεῖ μέ τόν νόμο τοῦ Κυρίου καί τόν μελετᾶ ἡμέρα καί νύκτα. Σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ὁ σπόρος γίνεται δένδρο ἀειθαλές καί δίνει καρπό στόν κατάλληλο καιρό. Καί αὐτό τό κλῆμα, ὁ Χριστός, φυτεύεται στό βάθος τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν κάνει νά ὀσφραίνεται τήν εὐωδία Του, νά γεύεται τήν βρώση Του καί νά μεθᾶ ἀπό τόν οἶνο.

Ἀπό ὅσα εἴπαμε καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅπως στήν ἀνθρώπινη γνώση ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί, ἔτσι καί στήν θεία γνώση ὑπάρχουν διαδοχικοί βαθμοί. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τόν Χριστό ὡς εὐῶδες ἄνθος, ἔπειτα ὡς δυνατή καί εὐχάριστη βρώση πού τόν τρέφει καί ἔπειτα ὡς οἶνον πού τόν μεθᾶ πνευματικά. Ἑπομένως, ὡς Χριστιανοί πρέπει νά ἀναπτυσσόμαστε πνευματικά, νά αἰσθανόμαστε ποικιλοτρόπως τόν Χριστό. Νά μή μένουμε στήν γνώση τῆς νηπιακῆς καί παιδικῆς ἡλικίας, δηλαδή νά μήν εἴμαστε νήπιοι πνευματικά πού θά χαιρόμαστε μόνον μέ τήν εὐωδία τοῦ ἄνθους, ἀλλά νά προοδεύουμε μέχρι νά αἰσθανθοῦμε τόν Χριστό ὡς εὐχάριστο σταφύλι καί δυνατόν οἶνο, κατά τόν λόγο τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ «καί οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμ. 103, 15).

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά βλέπουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν Γέννησή Του ὡς ἀνθρώπου, καί ἔτσι νά ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ὁ Χριστός δέν προσφέρεται γιά νά μᾶς κάνη χαρούμενους γιά μιά ἤ λίγες ἡμέρες, οὔτε ἐνηνθρώπησε γιά νά θεσπίση μιά κοσμική ἑορτή, ἀλλά προσφέρεται σέ ὅλους μας γιά νά γίνη διαδοχικά εὐωδία τοῦ ἄνθους, εὔχυμο σταφύλι καί δυνατός οἶνος, γιά νά μᾶς μεθύση πνευματικά. Ἡ Ἐκκλησία θέλει Χριστιανούς πού νά φθάσουν μέχρι τήν πνευματική μέθη, δηλαδή τήν μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστό.

Ἄν ζοῦμε ἔτσι, τότε ἡ ψυχή μας ὡς νύμφη τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου θά τοῦ λέη: «Βότρυς τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί».

Εὔχομαι εὐλογημένα καί εὐφρόσυνα Χριστούγεννα

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ἀπό τήν Πασχαλινή Ἐγκύκλιο: «Τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς»

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ

(Ἀπό τήν Πασχαλινή Ἐγκύκλιο γιά τήν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου)

Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό Πάσχα, εἶναι κεντρική ἑορτή σέ ὅλο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος καί εἶναι τό τέλος τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλά καί ἀρχή μιᾶς ἄλλης περιόδου πού καταλήγει στήν μεγάλη ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτή τήν ἑορτή πανηγυρίζουμε σήμερα καί ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καί κάθε Κυριακή, πού εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Πολλά γεγονότα ἔγιναν κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Ὁ Χριστός ἐμφανιζόταν στούς Μαθητές Του, πού εἶχαν προετοιμασθῆ κατάλληλα γιά νά Τόν δοῦν Ἀναστάντα καί ἡ ἐμφάνιση αὐτή νά συντελέση στήν σωτηρία τους.

Τήν πρώτη ἡμέρα, ἀργά τό ἀπόγευμα, ὁ Ἀναστάς Χριστός ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητές Του, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, καί τήν ἑπομένη Κυριακή ἐμφανίσθηκε πάλι στούς μαθητές Του, στό Ὑπερῶο, παρόντος τοῦ Θωμᾶ. Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἐπιθυμοῦσε νά βάλη τόν δάκτυλόν του στόν τύπο τῶν ἥλων καί τήν χεῖρα του στήν πλευρά Του γιά νά βεβαιωθῆ γιά τήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι γνωστόν ὅτι τά καρφιά τῆς σταυρώσεως δημιούργησαν πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ λόγχη ἄνοιξε τήν πλευρά Του ἀπό τήν ὁποία ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Τό νά δῆ ὁ Θωμᾶς τίς πληγές πού προξενήθηκαν ἀπό τόν Σταυρό καί νά τίς ψηλαφήση τό θεωροῦσε ὡς βεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός, μέ τήν ἐμφάνισή Του, μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες προσκάλεσε τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ νά ψηλαφήση τίς πληγές στό σῶμα Του καί στήν πλευρά Του. Αὐτή εἶναι ἡ ἄκρα ταπείνωση-κένωση τοῦ Χριστοῦ, τό νά δεχθῆ νά ψηλαφηθῆ, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο μέ τό νά τοῦ ἱκανοποιῆ ὅλους τούς ἱερούς πόθους του. Γι’ αὐτό σέ ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας γράφεται: «Χαίρεις ἐρευνώμενος», δηλαδή ὁ Χριστός χαίρεται ὅταν ἐρευνᾶται. Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς μόλις εἶδε τόν Χριστό καί ἄκουσε τήν πρόσκλησή Του νά Τόν ψηλαφήση ἀνεφώνησε: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄, 19-29). Πρόκειται γιά τήν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θέα τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου δέν ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ψηλάφησε τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνον καταγράφεται ἡ ὁμολογία του.

 

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ νά δῆ καί νά ψηλαφήση τίς πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀπιστία μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ἦταν ἐπιθυμία του νά περάση ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς στήν πίστη ἐκ θεωρίας.

 

Στά τροπάρια, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας γράφεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ὁμολόγησε τόν Χριστό, ἀφοῦ προηγουμένως ψηλάφησε τίς πληγές τοῦ Σώματος πού δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Σταυρό. «Ὁ δέ ψηλαφήσας καί ἰδών ὡμολόγησέ σε εἶναι Θεόν οὐ γυμνόν καί ἄνθρωπον οὐ ψιλόν (ἁπλοῦν)». Σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς «ψηλαφήσας τήν πλευράν ἐθεολόγει τόν σαρκωθέντα», ἐγνώρισε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔπαθε στήν σάρκα καί ἐκήρυξε τόν ἀναστάντα Θεό. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται μέ τήν ὅραση καί τήν ψηλάφηση τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Ἰωάννης, πού ἀνέπεσε στό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀνέλκυσε ἀπό ἐκεῖ τόν βυθό τῆς θεολογίας, ἐνῶ ὁ Θωμᾶς ἀξιώθηκε τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας ἀπό τήν ψηλάφηση, δηλαδή γνώρισε τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς μυσταγώγησε σέ αὐτό. Ἀκόμη, σέ ἄλλο τροπάριο γράφεται ὅτι ὁ Θωμᾶς τοποθετώντας τήν χεῖρα του στήν πύρινη πλευρά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν καταφλέχθηκε ἀπό τήν ψηλάφηση, ἀλλά μεταβλήθηκε ἡ δυσπιστία τῆς ψυχῆς του σέ εὐπιστία.

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ νά δῆ καί νά ψηλαφήση τίς πληγές στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀπιστία μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ἦταν ἐπιθυμία του νά περάση ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς στήν πίστη ἐκ θεωρίας. Δέν ἤθελε μόνον νά ἀκούη ἀπό τούς Μαθητές ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀλλά ἤθελε νά Τόν δῆ καί νά διαπιστώση τήν Ἀνάσταση μέ τίς αἰσθήσεις του. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἐμπειρία, σχέση πνευματική, ψηλάφηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀφηρημένο σύστημα, ἀλλά ὁλόκληρη ζωή· ὁ Χριστός δέν εἶναι ἰδεατός, ἀλλά Θεάνθρωπος πού ἔχει ἀναστημένο Σῶμα, τό ὁποῖο λάμπει ἀπό τό Φῶς τῆς θεότητος καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά Τόν ψηλαφήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού συνίσταται στά Μυστήρια, ἐκφράζεται ἀπό τά δόγματα καί τούς ἱερούς Κανόνες καί συγκροτεῖται σέ ἕνα συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικό πολίτευμα. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρική, εἶναι «τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς». Κοινωνοῦμε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς δέ οἱ Κληρικοί ὅταν λειτουργοῦμε τό πιάνουμε στά χέρια μας, ἀσπαζόμαστε τόν Σταυρό, τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων, τίς ἱερές εἰκόνες. Καί ὅταν ὁ Χριστιανός προσεύχεται μέ δύναμη πνευματική, ἀγγίζει τήν αἰωνιότητα, συμμετέχει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὁ Ἀναστάς Χριστός δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού ἔζησε κάποτε, ἀλλά εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού εἶναι πάντα μαζί μας. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, ἀλλά βιώνεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κάποιοι ἄνθρωποι πού πιστεύουμε θεωρητικά στόν Θεό, ἀλλά εἴμαστε τά μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του. Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά Τόν ψηλαφήσουμε καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀνταποκρινόμαστε σέ αὐτήν τήν πρόσκληση. Αὐτό εἶναι «τό μυστήριο τῆς ἐπαφῆς», τό μυστήριο τῆς θείας ἐπικοινωνίας.
Εὔχομαι σέ ὅλους χρόνια πολλά καί ἀναφωνῶ: «Χριστός Ἀνέστη».

 

Ἐ­γκύ­κλιος Χριστουγέννων: Ἄς ἑορτάσουμε «τά τῆς ἰατρείας»

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Χριστούγεννα 2020 

 Ἱ­ε­ρό­θε­ος

ἐ­λέ­ῳ Θε­οῦ Ἐ­πί­σκο­πος καί Μη­τρο­πο­λί­της

τῆς Θε­ο­σώ­στου Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου

Πρός τούς Κλη­ρι­κούς, μοναχούς καί λα­ϊ­κούς

τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἡ σημερινή ἑορτή, πανή­γυ­ρη λαμπρά, ἀπό πλευρᾶς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως διασώζεται στίς ὁμιλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καί στούς ὕμνους τῶν ἁγίων ὑμνογράφων. Τί καί ἄν ὅλα τά ἐξωτερικά εἶναι θλιβερά; Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε «τά τῆς Θεοφανείας» καί τά τῆς δικῆς μας ἀνακλήσεως καί ἐπανόδου στόν Θεό. Ἐάν ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη τρέμη μπροστά στόν θάνατο ἀπό τήν πανδημία τοῦ ἰοῦ, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πανη­γυ­ρίζουμε βλέποντας τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου τοῦ Θεοῦ καί τίς συνέπειες πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἐπειδή ἡ σημερινή ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι διαποτισμένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία, γι’ αὐτό, συντονι­ζό­μενος μέ τήν ἱερά ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς, θά σᾶς προ­σφέρω ἕναν λόγο πνευματικῆς ἰάσεως ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος σέ ὁμιλία του στά «Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος» παρουσιάζει ὅλο τό θεολογικό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τόν λόγο αὐτόν θά ἀποσπάσω μερικά χωρία, τά ὁποῖα θά σᾶς τά παρουσιάσω ὡς ἕνα ἑόρτιο πανηγυρικό καί θεολογικό «γεῦμα», γιά νά ἀναθαρρήση ἡ ψυχή μας, ἀπό τίς θλίψεις ὅλων αὐτῶν τῶν ἡμερῶν.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἡ Εὔα στόν Παράδεισο «τῆς ἐντολῆς ἐπελάθετο τῆς δοθείσης καί ἡττή­θη τῆς μικρᾶς γεύσεως», δηλαδή ξέχασε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φάγουν ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί νικήθηκε ἀπό τήν μικρή γεύση. Ἔτσι ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Παράδεισο «καί τούς δερματίνους ἀμ­φιέννυται χιτῶνας», «ἴσως τήν παχυτέραν σάρκαν καί θνη­τήν καί ἀντίτυπον», δηλαδή ἐνδύθηκε τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶναι ἡ πιό βαρειά σάρκα, ἡ φθαρτή καί ἀντί­θετη, καί ὁμολογεῖ: «φεῦ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας». Ἀδυνάτησε, ἀσθένησε ἡ ἀνθρώπινη φύση καί μέσα σέ αὐ­τήν εἰσέρρευσε ὁ θάνατος ὡς μέγα θηρίον, γιά νά κατατρώγη τά πάντα.

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πολλά ἁμαρτή­ματα παιδεύτηκε μέ τόν νόμο, τούς Προφῆτες, τίς εὐεργεσίες, τίς ἀπειλές, τίς τιμωρίες, τίς πλημμύρες, τίς πυρκαϊές, τούς πολέμους, τίς νίκες, τίς ἧττες, τά σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τόν ἀέρα, τήν γῆ, τήν θάλασσα, μέ τίς ἀνέλπιστες μεταβολές ἀν­θρώπων, πόλεων καί λαῶν, τά ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν στό νά ἐξαφανισθῆ ἡ κακία, τελικά «ἰσχυροτέρου δεῖται φαρμά­κου ἐπί δεινο­τέροις τοῖς ἀρρωστήμασιν», δηλαδή ὁ ἄνθρω­πος εἶχε ἀνάγκη ἀπό κάποιο ἰσχυρότατο φάρμακο γιά νά θεραπευθῆ. Καί ἕνα τέτοιο ἰσχυρότατο φάρμακο, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἦταν ἀπαραίτητο γιά τίς φοβερότερες ἀσθένειες, δηλαδή τίς ἀδελφοκτονίες, τίς μοι­χεῖες, τίς ἐπιορκίες, τίς ἀνώμαλες ἐπιθυμίες, καί τό χειρό­τερο καί μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά κακά, τήν εἰδωλολατρεία καί τήν μετατόπιση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν Δημιουργό στά δημιουργήματα.

Αὐτό τό ἰσχυρότατο φάρμακο γιά τίς μεγάλες ἀσθέ­νειες εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ πρωταρχική μας εἰκόνα. Γι’ αὐτό ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός «ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ», δηλαδή εἰσέρχεται στήν δική του εἰ­κόνα, τόν ἄνθρωπο, ἐνδύεται σάρκα πρός χάρη τῆς σαρκός καί μέ ψυχή πνευματική πρός χάρη τῆς ψυχῆς μας, καθαρίζοντας ἔτσι τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιό του, καί γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ ἐμᾶς, χωρίς τήν ἁμαρτία.

Ἔτσι, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του γίνεται ἰατρός γιά τήν πεπτωκυῖα φύση μας, καί συγχρόνως γίνεται πνευματικό φάρμακο καί πνευματικό ἐμβόλιο. Προσέλαβε τήν φύση μας γιά νά τήν θεραπεύση, εἰσέρχεται μέσα μας γιά νά μᾶς ἀναπλάση, νά δώση ὑγεία στήν ἄρρωστη θνητή φύση μας, ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς.

Ὁ Χριστός, ὡς ἰατρός, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «συγκύπτει ἐπί τά πάθη, καί δυσωδίας ἀνέχεται, ἵνα δῷ τήν ὑγιείαν τοῖς κάμνουσι», δηλαδή σκύβει μέ κατανόηση ἐπάνω στίς πληγές μας καί ἀνέχεται τήν δυσωδία, γιά νά δώση τήν ὑγεία σέ ἐκείνους πού ἀσθενοῦν. Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιά νά πῆ ὅτι ὁ Χριστός σκύβει ἐπάνω στόν βόθρο γιά νά βγάλη τό ζῶο πού ἔχει πέσει μέσα σέ αὐτόν.

Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέννων. Ἑορτάζουμε τήν πνευματική μας ἀναγέν­νηση, τήν πνευματική μας ἀνάπλαση. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἑορτάσωμεν, μή πανηγυρι­κῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως· μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπό­του! μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας· μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως». Δηλαδή νά ἑορτάσουμε ὄχι μέ δημόσιες πανηγύρεις, ἀλλά μέ τρόπο θεϊκό, ὄχι μέ τρόπο κοσμικό, ἀλλά μέ ὑπερκόσμιο, ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τοῦ δικοῦ μας, τοῦ Δεσπότου μας, ὄχι τά σχετικά μέ τήν ἀσθένεια, ἀλλά τά σχετικά μέ τήν θεραπεία, ὄχι τά τῆς δημιουργίας μας, ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας μας.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ διάβολος στόν Παράδεισο πέταξε τόν δικό του δη­λη­τη­­ριώ­δη ἰό μέσα στήν ψυχή μας καί αὐτός ὁ ἰός ἀπό τότε κατατρώγει τήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Ὅμως, δέν ὑπῆρχαν ἀποτε­λε­­σμα­τικά καί κατάλληλα πνευματικά φάρμακα καί πνευ­ματικά ἐμβόλια γιά νά ἀντιμετωπίσουν τό κατα­στρε­πτικό του ἔργο. Παντοῦ ἐπικρατοῦσαν οἱ συνέπειες τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, πού εἶναι οἱ ἁμαρτίες, τά πάθη, ὁ θάνατος. Βασανι­ζόταν ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.

Ὅταν ἔφθασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἦλθε ὁ πραγματικός Ἰατρός, ὁ Χριστός, πού εἶναι τό ἰσχυρότατο φάρμακο καί τό ἰσχυρό­τατο πνευματικό ἐμβόλιο, τό ὁποῖο λαμβάνουμε μέ τά Μυστήρια, ἰδιαιτέρως τό λαμβάνουμε κατά δόσεις μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Μεταλήψεως τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά νικήσουμε τόν θάνατο, τόν πνευ­ματικό καί σωματικό.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Πνευματικό Νοσοκομεῖο, ὅπου δρᾶ Αὐτός ὁ μεγάλος Ἰατρός, ὁ Χριστός, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ πνευματικοί ἰατροί, τά πνευματικά φάρμακα καί τά πνευματικά ἐμβόλια γιά νά νικήσουμε τόν μεγα­λύτερο ἐχθρό μας πού εἶναι ὁ πνευματικός θάνατος. Εἶναι δέ πολύ ἐπικίνδυνο νά χωρίζη κανείς τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο καί ὡς κοινωνία θεώσεως, ἀπό τόν ἱερό θεσμό της. Ὅπως εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά χωρίζη κανείς ἕνα Νοσοκομεῖο, πού ἀσχολεῖται μέ τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀπό τήν διοικητική του λει­τουρ­γία. Μπορεῖ σέ ἕνα Νοσοκομεῖο τά διοικητικά του ὄργανα νά κάνουν κάποιο λάθος, ἀκόμη καί κάποιος ἰατρός νά μή θεραπεύη σωστά, ἀλλά δέν καταργοῦμε τό Νοσοκομεῖο, οὔτε ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτό, οὔτε ἀναζητᾶμε θεραπεία ἐκτός τοῦ Νοσοκομείου.

Τήν περίοδο αὐτήν πού διερχόμαστε τούς περισ­σότερους ἀνθρώπους ἔχει καταλάβει θλίψη, ἀπελπι­σία, ἀπό­γνωση ἀπό τήν μεγάλη ὑγειονομική κρίση, καί ὅλοι ἀνα­μένουν κάποιο νέο φάρμακο καί κάποιο νέο ἐμβόλιο κατά τοῦ νέου ἰοῦ, καί εὐχόμαστε στόν Θεό καί γι’ αὐτό. Ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας χειρότερος ἰός, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία θεραπεύεται ἀπό τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἐνηνθρώπησε γιά νά γίνη γιά μᾶς φάρμακο καί ἐμβόλιο, τά ὁποῖα χορηγοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά νικήσουμε καί ἐμεῖς ἐν Χριστῷ τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο.

Αὐτά ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες καί πρέπει νά πανηγυρίζουμε θεϊκῶς. Καί νά μή στενοχωρούμαστε γιά «τά τῆς ἀσθενείας», ἀλλά νά χαιρόμαστε γιά «τά τῆς ἰατρείας» ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τοῦ Ὁποίου τό ἄπειρο ἔλεος νά εἶναι μαζί σας.

Μέ πατρικές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν ἐορτὴ τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου

'Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἀπέστειλε ἑορταστική ποιµαντορική ἐγκύκλιο γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἀναγνώσθηκε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς σὲ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Μητροπόλεως. Παρά τό ὅτι ἔχει παρέλθει ἡ ἑορτή καὶ τά µεθέορτα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου δηµοσιεύουµε τήν Ἐγκύκλιο, γιατί ἡ τιµή τῆς Θεοτόκου δέν περιορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία µας µόνο στόν Δεκαπενταύγουστο, ἀλλά διαποτίζει ὅλο τό Ἐκκλησιαστικό ἔτος, ὅλο τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, 

Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ύπεραγίας Θεοτόκου εἶναι µία µεγάλη θεοµητορική ἑορτή, ὁ δέ λαός µας τήν ἔχει χαρακτηρίσει ὡς τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Μέσα στό κέντρο τοῦ καλοκαιριοῦ, µέ τίς ζέστες καί πολλές φορές µέ τόν καύσωνα, ἡ ἑορτή αὐτή ἀποτελεῖ µιὰ πνευματική ἀναψυχή πού μᾶς παρηγορεῖ ὅλους. Λέγεται Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ γιατί, ἐπειδή ἡ Παναγία συνδέεται στενά µέ τόν Υἱό της και Θεό της, ἀφοῦ αὐτή ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος, γι’ αὐτό καί ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό, κατά ἀναλογία, συνέβη καί µέ τήν Παναγία, τήν Μητέρα Του. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν δόξα τῆς Παναγίας πού εἶναι δόξα τοῦ Υἱοῦ της, ἐπειδή αὐτή ἔγινε Μητέρα Του. Ἡ ἴδια της ἔλαβε τήν Χάρη τοῦ Θεου, ἀνακαίνισε τόν ἑαυτό της, ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Χριστό καί γι’ αὐτό ἔκανε τήν μεγαλύτερη Ἱεραποστολή στήν Οἰκουμένη. Καταλαβαίνουµε καλά ὅτι ἡ προσφορά στόν κόσµο, τούς ἀνθρώπους, τήν κοινωνία δέν εἶναι θέµα ἰδεολογίας, ἀλλά συνδέεται µέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ προσώπου. 

Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως σέ µία ὁμιλία του λέγει ὅτι ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ οὐράνια σταγόνα ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν Παναγία, ἀνέδειξε τά µεγαλεῖα της σέ ἀχανές πέλαγος. Ἔτσι, τό πέλαγος των θαυµασίων τῆς Παναγίας ὀφείλεται στήν οὐράνια σταγόνα πού ἐδρόσισε ὁλόκληρο τόν κόσµο ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς, εὐρισκόµενοι µέσα στὸ πέλαγος τῶν θαυμασίων τῆς Παναγίας, δροσιζόµαστε, ξεκουραζόµαστε καί γενικά αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τονίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Γερμανός ὅτι πανηγυρίζοντας καί ψάλλοντας τά µεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου αἰσθανόμαστε ἀκόρεστη τήν πανδαισία τῆς πνευµατικῆς ἡδονῆς. 

Κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα ἑορτάζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν νέκρωση τοῦ θανάτου. Ἀλλά καί κατά τήν σηµερινή ἑορτή πού εἶναι τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἑορτάζουμε τήν βίωση τῆς ἀναστάσεως, τήν νέκρωση τοῦ θανάτου στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας µας. Ἄλλωστε, ἡ Παναγία 
εἶναι ἡ πρώτη πού γεύθηκε τούς καρπούς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Μετά τόν Χριστό εἶναι τό μεγαλύτερο πρόσωπο µέσα στήν ἱστορία. Στὰ τροπάρια πού ψάλαμε σήµερα φαίνεται αὐτή ἡ µεγάλη δόξα τῆς Παναγίας µας. Σέ ἕνα τροπάριο ὁ ἱερός ὑμνογράφος λέγει: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιµήσει σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα, πᾶσα ἡ κτίσις, εὐφραίνεται ᾠδήν σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος». 

Σέ κάθε µία ἀπό τίς λέξεις τοῦ τροπαρίου φαίνεται ἡ δόξα τῆς Παναγίας καί ἡ Χαρά τῆς κτίσεως ὁλοκλήρου. 
Γίνεται λόγος γιά Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ὄχι γιά θάνατο, ἡ ἀνάσταση του Χριστοῦ κατήργησε τό κράτος τοῦ θανάτου καί ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν δυνατότητα τῆς ζωῆς. Τώρα ὁ θάνατος τῶν δικαίων εἶναι ἕνας ὕπνος. Ὅπως τό βράδυ κοιµόµαστε γιά νά ξεκουρασθοῦµε γιά λίγες ὥρες καί νά ξυπνήσουμε ξανά καί νά συνεχίσουμε τίς ἐργασίες µας, ἔτσι συµβαίνει καί µέ τόν θάνατο τῶν ἁγίων. Αὐτό πολύ περισσότερο γίνεται µέ τήν Παναγία. Γι’ αὐτό καί γίνεται λόγος γιά μετάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀφοῦ, κατά τήν διδασκαλία πολλῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀναστήθηκε µετά τρεῖς ἡμέρες τό σῶμα τῆς Παναγίας, µέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καί µετέστη στόν οὐρανό. 

Ἡ Κοίµηση τῆς Θεοτόκου λέγεται καί εἶναι ἔνδοξη, γιατί τήν ὥρα ἐκείνη ἐμφανίστηκε ὁ Χριστός πού παρέλαβε τήν ψυχή της, ἦταν παρόντες οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, καί συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, µαζί µέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, τόν ἅγιο Τιμόθεο, τόν ἅγιο Ἱερόθεο καί τόν Ἅγιο Διονύσιο. Ὁλόκληρη ἡ οὐράνια καί ἐπίγεια ἱεραρχία ἦταν παροῦσα στήν κοίµηση τοῦ µεγαλυτέρου προσώπου τῆς Οἰκουμένης. Μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἀκόμη ἀγάλλονται, χαίρονται καί εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καί ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς κτίσεως, λογικές καί ἄλογες, ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη Κοίμηση τῆς Παναγίας µας. Νά λοιπόν, πού ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα σέ ἕναν ἄνθρωπο, αὐτό πού συνηθίσαµε νά ὀνομάζουμε θάνατο, εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως γιά ὁλόκληρη τήν κτίση. Ἕνα ἔνδοξο πρόσωπο συγκέντρωσε σάν μαγνήτης τήν προσοχή ὁλόκληρης τῆς φύσεως. 

Αἰῶνες τώρα τιμᾶται καί δοξάζεται τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας µας, αἰῶνες πανηγυρίζουµε µέ χαρά τήν Κοίµησή της. Αὐτή καθ’ αὐτή ἡ κοίµηση ἑνός ἀνθρώπου πού εἶναι γιά ὅλους ὑπόθεση λύπης καί στενοχώριας, στήν περίπτωση τῆς Παναγίας εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς. Ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη χαίρεται γιά τήν Κοίµηση τῆς Παναγίας, γιατί ἀκριβῶς στήν Κοίµησή της βλέπουµε καθαρά τήν ἀλλαγή πού ἔγινε στά πιό τραγικά γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνδέεται µέ τόν Χριστό πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, ὅταν ζῆ µέσα στό ἀναστημένο σῶμα Του πού εἶναι ἡ Εκκλησία, τότε ἀλλάζει ἡ προοπτική τῆς ζωῆς του. Ὅλα ἀποκτοῦν καινούργιο νόηµα καί περιεχόµενο. Ὁ θάνατος μετατρέπεται σέ ἔνδοξη κοίµηση, ἡ βιολογική ζωή ἐμπνέεται ἀπό τήν αἰώνια ζωή, καί ὅλες οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς γίνονται αἰτία ἀνακαινίσεως καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ὑπάρξεως. Ὅλα μεταμορφώνονται καί ἀλλάζουν. Ἡ ζωή παύει νά εἶναι βασανιστική. Γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρος ὁ ἀνθρώπινος βῖος γίνεται Πάσχα. 

Ἄς ζήσουμε αὐτό τό Πάσχα, ἀγαπητοί µου ἀδελφοί, στήν προσωπική μας ζωή, µέ τήν δύναμη τοῦ ἄρχοντος τῆς ζωῆς, τοῦ Χριστοῦ, καί τίς πρεσβεῖες τῆς Μητέρας τῆς ζωῆς, τῆς Παναγίας, µέσα στό ἀναστημένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

ΙΕΡΟΘΕΟΣ 

Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν Κατήχηση

immab 250x250

Ἀγαπητοί µου ἀδελφοί,

Μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀρχίζει καί ἐφέτος ἡ Κατήχηση στούς µαθητές καί μαθήτριες, πού εἶναι σοβαρό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, µέ τό ὁποῖο οἱ νέοι ἄνθρωποι μυοῦνται στόν εὐλογημένο θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Κανονικά, ἡ Κατήχηση προηγεῖται τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, διότι πρῶτα κανείς γνωρίζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὕστερα εἰσέρχεται σέ αὑτήν.

Ἐπειδή, ὅμως, µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου εἰσήχθηκε στήν Ἐκκλησία ὁ νηπιοβαπτισµός, δηλαδή βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος λίγο χρόνο µετά τήν γἐννησή του, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη νήπιο, γ’ αὐτό απὀ πολύ παλιά λειτούργησαν οἱ Κατηχητικές Σχολές καί γι’ αὐτούς πού προετοιµάζονταν νά βαπτισθοῦν, πού ἦταν σὲ ὥριμη ἡλικία, καὶ γιά τούς φωτισθέντες, δηλαδή γι’ αὐτούς πού εἶχαν βαπτισθῆ.

Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος δημιουργήθηκαν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τά Κατηχητικά Σχολεῖα, ἐπειδή οἱ νέες συνθῆκες ζωῆς ἐπέβαλαν τήν ἀνάγκη νά ἐνδιαφερθῆ ἡ Ἐκκλησία µας γιά τά παιδιά πού ἔχουν ἧδη βαπτισθῆ. Ἐπίσης, µέ τόν νηπιοβαπτισµό εἰσήχθηκε ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει νἁ κατηχήση τό παιδί πού βάπτισε. Ἀλλά λόγῳ τῆς ἐκκοσμίκευσης ὑποβαθμίσθηκε καί ὁ ρόλος τοῦ ἀναδόχου-νουνοῦ ἤ ἀναδόχου-νουνᾶς.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ Κατήχηση στά παιδιά εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἀναγκαία, καὶ πρέπει νά τεθῆ σὲ ὀρθόδοξα πλαίσια. Πεπειραµένοι, κατά βάση, Κατηχητές βοηθοῦν τά παιδιά νἁ γνωρίσουν ἀπό κοντά τήν Ἐκκλησία καί τήν ζωή της, νἁ ἀγαπήσουν τόν Χριστό πού ἔδειξε τήν µεγάλη ἀγάπη Του γιά μᾶς, θυσιαζὀµενος στὀν Σταυρό καί στήν συνέχεια ἀναστάς, νἁ μάθουν πῶς νἁ συμπεριφέρονται ὡς Χριστιανοί στἠν κοινωνία καί νά γίνουν καί χρηστοί πολίτες.

Πέρα ἀπό αὐτά, στἀ Κατηχητικά Σχολεῖα οἱ νέοι μαθαίνουν πῶς νά ἀντιμετωπίζουν τούς διαφόρους λογισμούς-σκέψεις, πῶς νά χειρίζονται τίς διάφορες προκλήσεις πού δέχονται ἤ θά δεχθοῦν στήν ζωή τους, πῶς νά καταρτίζουν τούς ἑαυτούς τους, ἀλλά καὶ πῶς νά γνωρίσουν τήν ἰδιαίτερη παράδοση τοῦ τόπου µας.

Τό κατηχητικὀ ἔργο εἶναι γεμάτο ὑγεία - ψυχική, πνευµατική - θά µποροῦσα νἁ προσθέσω καί ψυχολογική, Καὶ ἐπειδή ζοῦμε σέ µιά ἐποχή ἀνερµάτιστη πού οἱ ἄνθρωποι δέν μαθαίνουν πῶς νά αντιμετωπίζουν ὁριακές καταστάσεις τῆς ζωῆς τους, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιτυχίες καὶ ἀποτυχίες, οἱ άρνητικές καί θετικές προκλήσεις ἀπό τήν κοινωνία, τά σύγχρονα Φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ρεύματα, ἀλλά καί τήν σύγχρονη τεχνολογική ἐξέλιξη, γι’ αὐτό ἡ συμμετοχή τῶν παιδιῶν στά Κατηχητικἁ Σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατά πάντα ὠφέλιμη.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο, ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως παρακαλῶ τούς γονεῖς, συγγενεῖς καὶ δασκάλους καθηγητές τῶν παιδιῶν νά τά προτρέψουν νὰ πλησιάσουν αὐτόν τόν χῶρο τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων πού λειτουργοῦν σέ κάθε Ἑνορία, ὥστε τά παιδιά τους µαζί μέ τήν σωματική καὶ διανοητική ἀνάπτυξη, νά ἀναπτυχθοῦν πνευματικά, κοινωνικά καί ἐκκλησιαστικά.

Στίς ἡμέρες µας περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ὅλοι µας καὶ οἱ νέοι μας, ἔχουμε ἀνάγη τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διαθέτει καί µιά ἐκπληκτική ἱστορία καί πείρα, γιά νἁ μᾶς βοηθήση νά ἀγαπήσουμε πραγματικά τὀν Θεό καὶ τόν ἄνθρωπο καὶ νά γίνουμε τέλειοι κατἀ Χριστόν ἄνθρωποι.

Εὔχομαι καλή καί εὐλογημένη κατηχητική χρονιά.

Μέ πατρικὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ἐγκύκλιος γιὰ τὶς ἐκλογές

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 16

Πρός τούς Πανοσιολογιωτάτους Ιεροκήρυκας καί Αἰδεσιμωτάτους ᾿Εφημερίους τῆς καθ᾽ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

᾿Αγαπητοί Πατέρες καί ᾿Αδελφοί,

Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους σας, σέ λίγες ἡμέρες θά γίνουν ἐθνικές ἐκλογές στήν Πατρίδα µας γιά τήν ἀνάδειξη τῆς Κυβέρνησης πού θά μᾶς κυβερνήση στήν ἐπομένη τετραετία, καὶ τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ θά ἀσκῆ τόν δηµοκρατικό ἔλεγχο, σύµφωνα µέ τό Σύνταγμα. Καί, βέβαια, μέ τίς ἐκλογές αὐτές θά ἀναδειχθοῦν καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Νομοῦ µας στήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων.

Ἤδη βρισκόμαστε σέ προεκλογική περίοδο καί γίνεται προσπάθεια ἀπό ὅλους γιά τήν ἐπιτυχία τῶν σκοπῶν τους. Βεβαίως, ἡ ἀτμόσφαιρα θά ἠλεκτρισθῆ ἀκόμα περισσότερο, καί εἶναι ἐπόμενο οἱ συζητήσεις γύρω ἀπό τό θέµα αὐτό νά ἐνταθοῦν.

Γνωρίζουμε καλά ὅτι ἡ ὅλη διαδικασία τῶν ἐκλογῶν βρίσκεται µέσα στά πλαίσια τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν καί κανείς δέν ἔχει τὸ δικαίωµα νά διατυπώση διαφορετική ἄποψη. Ὁ λαός ἔχει τήν ἀπόλυτη εὐθύνη γιά τήν ἐπιλογή καί πολλές φορές ἔχει ἁποδειχθῆ ὅτι εἶναι ἀρκετά ὥριμος κατά τήν διαδικασία ἐπιλογῆς, καὶ μάλιστα µέ τήν ψῆφο του στέλλει μηνύματα σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις.

Εἶναι ἐπόμενο ὅτι στίς ἐθνικές ἐκλογές συμμετέχουν Κόμματα τά ὁποῖα διεκδικοῦν τήν ἐξουσία. Ἡ ὕπαρξη τῶν Κομμάτων προβλέπεται ἀπό τό Σύνταγμα, καὶ κινοῦνται µέσα σέ συνταγματικά πλαίσια, ἔχοντας διαφορετικές ἰδεολογικές καὶ πολιτικές ἀρχές καί διατυπώνοντας διαφορετικά προγράµµατα. Βεβαίως, ἔχουν τήν εὐθύνη τους στό νά παρουσιάζουν αὐτές τίς ἀπόψεις, θέσεις καὶ σκοπούς µέ ὑπευθυνότητα, σοβαρότητα, χωρίς νά φανατίζουν καί νά διαιροῦν τόν λαό, µέ ἐπιχειρήματα καὶ ὄχι µέ νεφελώδη συνθήματα. Αλλά δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού θά καθορίσουμε τό πλαίσιο τοῦ προεκλογικοῦ τους ἀγώνα.

Γεγονός εἶναι ὅτι τά κόμματα ἔχουν τίς ἀντιπαραθέσεις τους, καί µέχρι ἐνός σηµείου αὐτό εἶναι ἐπιβελημένο, ἀλλά ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ρόλο ἑνοποιητικό. Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά συντηρῆ τήν διαίρεση, ἀλλά νά εἰσέρχεται στήν διηρηµένη Κοινωνία καί νά τήν ἑνοποιῆ, νά τήν ὁδηγῆ δηλαδή στήν ἑνότητα, τήν εἰρήνη καὶ τήν ἀγάπη.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησία δέν ἐννοοῦμε µόνο τούς Κληρικούς, ἀλλά τό σύνολο τῶν λαϊκῶν καί των Κληρικῶν, πού εἶναι βαπτισµένοι καί βεβαιόπιστοι, πού ζοῦν συνειδητά µέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία, ὄχι µόνο σήμερα, ἀλλά πάντοτε, πρέπει νά βοηθᾶ στήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνευση τῆς κοινωνίας.

Ὑπάρχει, ὅμως, θέµα γιά τήν στάση τῶν Κληρικῶν κατά τήν προεκλογικἠ περίοδο.  Νομίζω ὅτι τό θέµα αὐτό εἶναι ξεκαθαρισµένο, ὅταν δοῦμε τήν ὅλη θεολογική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἑκκλησίας, τήν ἱστορία της, ἀλλά καί τό φιλανθρωπικό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ.

Ὁ Μητροπολίτης καί οἱ Κληρικοί τῆς κάθε Μητροπόλεως εἶναι πνευµατικοί Πατέρες ὅλων τῶν Χριστιανῶν, Μέσα ἀπό τό πρῖσμα αὐτό πρέπει νά κινοῦνται, νά συµπεριφέρονται καὶ νά ἐργάζονται. Ὁ πατέρας σέ µιά οἰκογένεια ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του, παρά τά λάθη τους καί τίς διαφορετικές ἐπιλογές, ἁκόμη δέ καὶ τίς πολιτικές θέσεις πού τυχόν ἔχουν. Ὁ ρόλος της πνευµατικῆς πατρότητος αἴρει τόν ἐγκλεισμό σέ κάθε σχετικότητά καὶ µερικοτήτα. Ἑπομένως, ὁ καλός Κληρικός κινεῖται πάνω ἀπό τίς διαιρέσεις τῆς κοινωνίας, ἐργάζεται πέρα ἀπό κάθε κομματικό σχηματισμό καὶ βεβαίως δέν διακρίνεται γιά τήν παραταξιακή συνείδηση.   Ἔτσι, διασώζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. ᾽Αλλοίμονο ἄν χαθῇ αὑτό στίς ἡμέρες µας.

Ἀπό διάφορες ἔρευνες ἔχει διαπιστωθῆ ὅτι ὁ κόσμος ἐμπιστεύεται τήν Ἐκκλησία περισότερο ἀπό ἄλλους ὀργανισμούς παρά τὰ ὅποια λάθη της, ἀκριβῶς ἐπειδή ἐργάζεται µέ τό γενικό, οἰκουμενικό καί φιλάνθρωπο αὑτό πνεῦμα. Πράγματι, ὅπου ὑπάρχουν Κληρικοί, πού διακρίνονται ἀπό μιά τέτοια καθολική συνείδηση, ἀποσποῦν τήν ἀγάπη καί τήν προσοχή ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ἰδεολογικῆς, κοµµατικῆς καί ἄλλης κοινωνικῆς προέλευσης.

Βεβαίως, ὁ Κληρικός ζῆ µέσα στήν κοινωνία, εἶναι ἕνα κοινωνικό, ἀλλά καὶ πολιτικό ὃν, μέ τήν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως, ἀφοῦ ζῆ σέ μιά πόλη, κοινωνία, καί συμμετέχει σέ ὅλες τίς δραστηριότητες τῆς κοινωνίας, τῆς πόλης, ἔχει ἀκόμη τήν δυνατότητα, ὡς ἐλεύθερος ἄνθρωπος, νά ἔχη τίς κομματικές του ἐπιλογές καὶ προτιμήσεις κατά τήν ἐξάσκηση τῶν ἀτομικῶν του δικαιωµάτων. Ὅμως, δέν ξεχνᾶ ποτέ ὅτι εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἱερεύς. Δηλαδή, στό πρόσωπό του συνδέονται δύο ἰδιότητες, ἡ µία τοῦ ἑλευθέρου πολίτου, πού ζῆ σὲ µιά δημοκρατική κοινωνία, καί ἡ ἄλλη τοῦ ἱερέως πού ἔχει ἕνα ἄλλο πολίτευμα καὶ εἶναι πατέρας ὅλων των Χριστιανῶν.

Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ Κληρικός, ὡς ἄνθρωπος, ἔχει τίς κομματικές του προτιμήσεις, ὅταν εὑρεθῆ ἑνώπιον τῆς κάλπης, ἀλλά ὡς ἱερεύς δέν ἔχει τό δικαίωµα νά ἀνήκη σέ µιά κομματική παράταξη καί ἔτσι νἁ τραυματίζη τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας. Γι αὐτό σᾱς προτρέπω πατρικἀ νά ἀπόσχετε ἀπό κάθε κομματική δραστηριότητα κατά τήν προεκλογική περίοδο, ἀλλά καί κατά ἤ µετά τίς ἐκλογές. Δέν πρέπει νά συμμετέχετε σέ κομματικές ἐκδηλώσεις, δέν πρέπει νά ἐκφράζετε δημοσίως τίς κομματικές σας προτιμήσεις, δέν πρέπει νά καταφέρεσθε κατά τοῦ ἀντιθέτου κόμματος, δέν πρέπει νά συμμετέχετε σέ διαπληκτισμούς καί σέ κομματικές συζητήσεις, καί γενικά δέν πρέπει νά προβαίνετε σέ καµµιά δηµόσια ἐνέργεια πού νά φανερώνη τήν κομματική σας προτίµηση. Ἐννοεῖται ὅτι δέν ἔχετε καί τό δικαίωµα νά καθοδηγῆτε καί κατευθύνετε τούς Χριστιανούς στό νά ψηφίσουν µιά κομματική παράταξη. Ὁ σκοπός τῆς δικῆς µας διαπαιδαγώγησης εἶναι νά καταρτίζουµε τούς Χριστιανούς στό νά ὠριμάζουν συναισθηµατικά, ψυχολογικά, πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά, ὥστε οτήν συνέχεια νά εἶναι ἐλεύθεροι γά κάνουν τίς δικές τους ἐπιλογές.

Οἱ ἐκλογές πού περιμένουμε εἶναι εὐκαιρία νά δοκιμασθῆ ἡ ἐλευθερία καί ἡ ὑπευθυνότητα κάθε κομματικῆς παρατάξης, ἁλλά κυρίως νά βεβαιωθῆ ἡ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα τῶν Κληρικῶν.

Σᾶς προτρέπω πατρικἀ, γιά ἄλλη µιά φορά, νά παραµείνετε ἔξω ἀπό τούς κομματικούς καί παραταξιακούς ἀγῶνες καί διαπληκτισμούς. Βέβαια, ἐννοεῖται ὅτι ὅποιος σᾶς καλέσει νά κάνετε ἁγιασμό, θά δεχθῆτε τήν πρόσκληση, χωρίς νά ἐξαιρέσετε κανένα, καί χωρίς νά ὁμιλήσετε καί ἐκφρασθῆτε δημοσίως γιά τήν συγκεκριµένη πολιτική παράταξη.

 

Ἐγκύκλιος γιὰ τὶς τελευταῖες Συνοδικὲς Ἀποφάσεις ποῦ ἀφοροῦν τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως

Ναύπακτος, 30 Ὀκτωβρίου 2012

Πρὸς τοὺς Κληρικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοὶ Πατέρες,

Σᾶς ἐνημερώνω ὅτι πρόσφατα ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν Συνεδρίαση τῆς 8ης Ὀκτωβρίου 2012, συνεζήτησε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ πρόβλημα ποῦ ἔχει ἀνακύψει ἀπὸ πολλῶν χρόνων μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ἡ ὁποία Μονὴ δὲν ὑπακούει στὶς Ἀποφάσεις Της, καὶ ἀπεφάσισε:

  1. Νὰ καταργήση τὴν ἀναστολὴ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας ποῦ εἶχε χορηγηθῇ γιὰ λόγους ἐπιεικείας σὲ τρεῖς Ἱερομονάχους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, π. Εἰρηναῖο Κουτσογιάννη, π. Συμεὼν Τσιρώνη καὶ π. Ρωμανὸ Κατραούρα, προκειμένου νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ χρονίζοντα κανονικά, διοικητικὰ καὶ διαχειριστικὰ προβλήματα στὴν Ἱερὰ Μονή, ὁπότε ὅλη πλέον ἡ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς θὰ τελῇ ὑπὸ τὸ πνευματικὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, συμφώνως μὲ τὶς Συνοδικὲς Ἀποφάσεις τοῦ Αὐγούστου 2011, ποὺ ἰσχύουν κατὰ πάντα. 
  2. Νὰ παραγγείλη στὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, νὰ διορίση Τριμελῆ Διοικητικὴ καὶ Διαχειριστικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ νὰ διοικῇ καὶ διαχειρίζεται τὴν Ἱερὰ Μονή, ἐπειδὴ κανεὶς ἀδελφὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς δὲν μπορεῖ νὰ συμμετάσχη στὴν διοίκηση καὶ διαχείρισή της, λόγῳ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας.
  3. Νὰ διαγράψη ἀπὸ τὸ Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τὸν Ἱερομόναχο Ἰγνάτιο Σταυρόπουλο καὶ τὸν Ἱεροδιάκονο Χρυσόστομο Τρομπούκη, γιὰ λόγους πνευματικούς, μὲ τὴν δυνατότητα ἀπερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως νὰ ἐγγραφοῦν σὲ ἄλλη Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Ἤδη οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔχουν κοινοποιηθῇ στὴν Ἱερὰ Μονή.

Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶναι ἀποτέλεσμα πολυχρονίου ἀνυπακοῆς τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς σὲ πάνω ἀπὸ ἑξῆντα (60) ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ αὐτὸ δείχνει παντελῆ ἀπουσία ὑπακοῆς στὴν ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή, ἤτοι τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς ποινῆς τῆς ἀκοινωνησίας, ἡ ὁποία στηρίζεται στοὺς ἱεροὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει προσδιορισθῇ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὸ ἔτος 2007, ὅταν ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τῆς ἀκοινωνησίας στοὺς πρώτους τέσσερεις ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση δὲν μποροῦν νὰ τελοῦν τὴν θεία Λειτουργία καὶ ὁποιαδήποτε ἱεροπραξία καὶ τελετὴ καὶ δὲν μποροῦν νὰ μετέχουν στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, στὸ ὁποῖο προσέφυγαν οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ κατὰ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας, ἔχει ἀποφανθῇ ὅτι:

«Ὅπως ἔχει κριθεῖ, τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, ποῦ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς λειτουργούς της, δὲν προβλέπεται ἀπὸ πολιτειακὸ νόμο. Ἀνάγεται στὴν ἐσωτερικὴ μυστηριακὴ σχέση κοινωνίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τοὺς λειτουργούς της, στὴ σχέση δὲ αὐτὴ οἱ τελευταῖοι αὐτοπροαιρέτως προσχωροῦν διὰ τῆς ἱερωσύνης. Τὸ ἐπιτίμιο αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς πνευματικὸ ὀργανισμὸ καὶ προβλέπεται ἀπὸ ἱεροὺς κανόνες πνευματικῆς φύσεως. [Κανὼν 5 Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανῶν 8 Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανόνες 2 καὶ 17 Συνόδου Ἀντιοχείας, Κανόνες 29 (37) καὶ 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.ά.]. Ἡ ἐπιβολὴ δὲ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας, ὡς πράξη πνευματικοῦ περιεχομένου μὴ προβλεπομένη ἀπὸ πολιτειακὸ νόμο καὶ συνεπαγομένη τὴν στέρηση τῆς μεταλήψεως τῆς θείας κοινωνίας, τὴν ἀδυναμία μεταδόσεως τῆς θείας κοινωνίας στοὺς πιστούς, καθὼς καὶ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ τῶν ἄλλων ἱεροπραξιῶν, δὲν εἶναι ἐκτελεστῆ διοικητικὴ πράξη... καὶ δὲν ὑπόκειται στὸν ἀκυρωτικὸ ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας» (Σ.τ.Ε. 685/2011).

Μάλιστα τὸ Σ.τ.Ε. στὴν παρεμφερῆ ἀπόφασή του στὴν αἴτηση τῆς Μονῆς γιὰ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου περὶ ἐκπτώσεως τοῦ πρώην Ἡγουμένου ἐκ τῆς θέσεώς του, ἀποφαίνεται ὅτι ἡ κανονικὴ ἐκκλησιολογικὴ σχέση τοῦ πιστοῦ-Κληρικοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία του παύει νὰ ὑφίσταται ἐφ' ὅσον ἰσχύει τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἀναγνωρίζει στὸν ἀκοινώνητο κὰν τὸ ἔννομο συμφέρον:

«Ἡ κτήση καὶ ἡ διατήρηση τῆς θέσεως τοῦ ἡγουμένου, γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ διττοῦ αὐτοῦ καθήκοντος, προϋποθέτει τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἱκανότητά του νὰ ἀσκεῖ τὰ πνευματικά του καθήκοντα, ἡ ὁποία ὅμως παύει νὰ ὑφίσταται σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία αὐτὸς καθίσταται ἀκοινώνητος λόγῳ ἐπιβολῆς τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας σὲ βάρος του, ποῦ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀδυναμία τοῦ νὰ τελεῖ θεία λειτουργία καὶ κάθε ἄλλη ἱεροπραξία καὶ νὰ μετέχει τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας (πρβλ. ΣτΕ 2979/1996 Ὁλομ.). Ἐν προκειμένῳ, τὸ ἄμεσο καὶ προσωπικὸ ἔννομο συμφέρον τοῦ πρώτου αἰτοῦντος... δὲν ὑφίσταται καὶ κατὰ τὸ χρόνο τῆς συζητήσεως τῆς ὑποθέσεως στὸ ἀκροατήριο τοῦ Δικαστηρίου, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος στερεῖται ἐκκλησιολογικῆς ἱκανότητας ἀσκήσεως πνευματικῶν καθηκόντων ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς λόγῳ διατηρήσεως, σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα, τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας...» (Σ.τ.Ε. 686/2011).

Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι ἡ Τριμελὴς Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ ποῦ θὰ διοικῇ καὶ θὰ δαχειρίζεται τὸ Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ διορισμό, θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀθανάσιο Λαουρδέκη, Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεμιστοκλῆ Τσιτσιρίκη καὶ Πρεσβύτερο π. Ἀνδρέα Χασαπογιάννη, καὶ τὸ ὁποιοδήποτε ἔγγραφο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν παλαιὰ διοίκηση τῆς ὡς ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς ἢ τὴν Ἀδελφότητά της εἶναι κανονικῶς καὶ νομικῶς ἄκυρο.

Ἐπίσης, δὲν θὰ ἔρχεσθε σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Ἱερομονάχους καὶ μοναχοὺς τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς εἴτε στὴν Ἱερὰ Μονὴ εἴτε στὴν Ἐνορία σας, συγχρόνως δὲ θὰ ἐνημερώσετε καὶ τοὺς Ἐνορῖτες σας ὅτι ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους Κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς θὰ ἔχη συνέπειες καὶ γι' αὐτούς, κατὰ τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται».

Εἶναι λυπηρὸ ποὺ τὰ πράγματα μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἔφθασαν στὸ σημεῖο αὐτό, ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνια ἀπείθεια τῶν ἀδελφῶν της καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως προαναφέρθηκε καὶ τὸ γνωρίζετε καλῶς. Ἀλλὰ ἡ εὐθύνη βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου τοὺς ἐγκαταβιοῦντες καὶ μέχρι πρότινος ὑπευθύνους στὴν Ἱερὰ Μονή, διότι δόθηκαν πολλὲς εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὴν κανονικὴ ὁδὸ καὶ τὶς ἀπέρριψαν.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στοὺς Χριστιανούς: «Πείθεσθε τοὶς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες ἀλυσιτελὲς γὰρ τοῦτο» (Ἐβρ. ιγ', 17). Στὴν Ἐκκλησία ὅλα πρέπει νὰ γίνωνται «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν» (Α Κορ. ἰδ', 40), δὲν εὐνοοοῦνται ἀποσχιστικὲς καταστάσεις, ἀναρχικὲς ἐνέργειες, προτεσταντικὲς νοοτροπίες καὶ ἀδιαφανεῖς διαχειριστικὲς πράξεις.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Τάξις οὔν τὸ πὰν συνεστήσατο. Τάξις συνέχει καὶ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια τάξις ἐν νοητοῖς, τάξις ἐν αἰσθητοῖς... Τάξις τῶν ὄντων ἐστι μήτηρ καὶ ἀσφάλεια».

Μὲ θερμὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης
Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τόν γάμο

Ὅπως ἔχετε ἐνημερωθῆ μόλις πρίν λίγες ἡμέρες, δηλαδή τήν 23η Ἰανουαρίου 2024 συνῆλθε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι ἡ Ἀνωτάτη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας, δηλαδή τήν θέσπιση τοῦ «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων μέ ὅλες τίς συνέπειες πού ἐπιφέρει αὐτό στό οἰκογενειακό δίκαιο.

Ἡ Ἱεραρχία συζήτησε ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό μέ ὑπευθυνότητα καί νηφαλιότητα, καί ἀπέδειξε γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά της καί στήν συνέχεια ὁμόφωνα ἀποφάσισε τά δέοντα πού ἔχουν ἀνακοινωθῆ.

Μιά ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε εἶναι νά ἐνημερώση τό πλήρωμά της, τό ὁποῖο θέλει νά ἀκούση τίς ἀποφάσεις της καί τίς θέσεις της. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ἡ Ἱεραρχία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἐσᾶς, γιά νά διατυπώση τήν ἀλήθεια γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα.

1. Θεολογία καί ποιμαντική

Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, μέ τό νά ὁμολογῆ τήν πίστη της, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν ἔζησαν οἱ ἅγιοί της, καί ποιμαντικό, μέ τό νά ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους στήν κατά Χριστόν ζωή. Αὐτό τό ἔργο της φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, καί ἱερούς κανόνας, πού καθορίζουν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινοῦνται ὅλα τά μέλη της, Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς τους, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν φιλαυτία καί νά ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία, δηλαδή ἡ ἰδιοτελής, φίλαυτη ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής ἀγάπη.

2. Ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἀγαθούς καί κακούς, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς∙ αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀποκλείη κανέναν, ὅπως δείχνει ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ. ι΄, 30-37). Τό ἴδιο κάνουν καί τά Νοσοκομεῖα καί οἱ ἰατροί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Ὅταν οἱ ἰατροί κάνουν χειρουργικές ἐπεμβάσεις στούς ἀνθρώπους, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη. Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονται διαφορετικά σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας∙ ἄλλοι τήν ἐπιθυμοῦν καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ἥλιος ἀποστέλλει τίς ἀκτίνες του σέ ὅλη τήν κτίση, ἄλλοι ὅμως φωτίζονται καί ἄλλοι καίγονται, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φύση αὐτῶν πού δέχονται τίς ἡλιακές ἀκτῖνες. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά της καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μικρούς καί μεγάλους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἐπιστήμονες καί ἀγραμμάτους, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη της, ἀρκεῖ, βέβαια, νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.

3. Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν γάμο

Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν γάμο ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διάταξη τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον , κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (Γεν, 1, 27-28).

Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό»∙ «ἡ ἱερότητα τῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας παραπέμπει στήν σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»∙ «ὁ χριστιανικός γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους»∙ «ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί ἐνήλικης ζωῆς».

Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ γάμου φαίνεται καθαρά στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές, στό ὁποῖο Μυστήριο ἡ ἔνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου εἶναι ἡ δημιουργία καλῆς συζυγίας καί οἰκογενείας, ἡ γέννηση παιδιῶν, ὡς καρπός τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἄνδρα καί γυναίκας, καί ἡ σύνδεσή τους μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μή ὕπαρξη παιδιῶν χωρίς τήν εὐθύνη τῶν συζύγων, δέν διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ συζυγία. Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους.

Ἐξ ἄλλου, ὅπως φαίνεται στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση αὐτῆς τῆς σύνδεσης δημιουργεῖ ἐκκλησιολογικά προβλήματα. Ἑπομένως, βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁ γάμος ὥστε οἱ σύζυγοι καί ἡ οἰκογένεια νά συμμετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν Μυστηρίων συνιστᾶ τήν ἐκκοσμίκευση. Ἡ Ἐκκλησία βασίζεται σέ αὐτήν τήν Παράδοση, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Ἁγίους, καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενον «ὁμοφυλοφιλικό γάμο».

4. Ἡ Πολιτεία γιά τόν «πολιτικό γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων

Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Ἄλλωστε καί ὅλοι οἰ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός.

Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, ἀποφάσισε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο». Καί αὐτή ἡ σαφής ἀπόφασή της στηρίζεται στό ὅτι «οἱ ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου καί οἱ συνευδοκοῦντες σέ αὐτό προωθοῦν τήν κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας καί τήν μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, τήν ἐξαφάνιση τῶν ρόλων τῶν δύο φύλων μέσα στήν οἰκογένεια καί θέτουν πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῶν μελλοντικῶν παιδιῶν τίς σεξουαλικές ἐπιλογές τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐνηλίκων».

Ἐπί πλέον ἡ θέσπιση τῆς «υἱοθεσίας παιδιῶν» «καταδικάζει τά μελλοντικά παιδιά νά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ἤ μητέρα σέ ἕνα περιβάλλον σύγχυσης τῶν γονεϊκῶν ρόλων», ἀφήνοντας δέ ἀνοικτό παράθυρο γιά τήν λεγόμενη «παρένθετη κύηση» πού θά δώση κίνητρα «γιά τήν ἐκμετάλλευση εὐάλωτων γυναικῶν» καί ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας. Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγῆ ὀρθόδοξα τά μέλη της, δέν μπορεῖ νά τά ἀποδεχθῆ, διότι διαφορετικά θά προδώση τήν ἀποστολή της. Καί τό κάνει αὐτό ὄχι μόνον ἀπό ἀγάπη στά μέλη της, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί στήν ἴδια τήν Πολιτεία καί τούς θεσμούς της, ὥστε νά προσφέρουν στήν κοινωνία καί νά συντελοῦν στήν ἑνότητά της.

Ἀποδεχόμαστε, βέβαια, τά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων τά ὁποῖα κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις τους, ἀλλά ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ», πού εἶναι θεοποίηση τῶν δικαιωμάτων, προκαλεῖ τήν ἴδια τήν κοινωνία.

5. Ἐθνικό καθῆκον γιά τήν οἰκογένεια

Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας καί τοῦ Ἐθνους. Σέ αὐτό πρέπει νά συντείνη καί ἡ Πολιτεία, ὅπως διαλαμβάνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα ὅτι «ἡ οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντηρήσεως καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους (ἄρθ. 21). Σύμφωνα δέ μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι νόμος τοῦ Κράτους (590/1977), «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς... τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας» (ἄρθ. 2).

Ἔτσι, προτρέπουμε τήν Πολιτεία νά προβῆ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Δημογραφικοῦ προβλήματος «πού ἐξελίσσεται σέ βόμβα ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ» καί εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν Ἐθνικό θέμα τῆς ἐποχῆς μας, τό ὁποῖο ὑπονομεύεται ἀπό τό πρός ψήφιση νομοσχέδιο, καί καλεῖται νά ὑποστηρίξη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες πού προσφέρουν πολλά στήν κοινωνία καί τό Ἔθνος.

Ὅλα τά ἀνωτέρω ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνακοινώνει σέ ὅλα τά μέλη της «μέ αἴσθημα ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἀγάπης», διότι ὄχι μόνον ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ἀλλά καί διότι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστῆ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. α΄, 24-32), καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.

Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ὑφίσταται ἡ βασική ἀρχή ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί μπορεῖ νά φθάση στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐάν συνεργήση στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτόν τόν ὑπεύθυνο λόγο ἀπευθύνει ἡ Ἱερά Σύνοδος σέ σᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς, τά μέλη της, καί σέ ὅλους ὅσοι ἀναμένουν τόν λόγο της, διότι ἡ Ἐκκλησία «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄ Ἰω. α΄, 1).

Ἐγκύκλιος τοῦ Πάσχα - Τό σταυροαναστάσιμο Πάσχα

Ἡ πορεία μας μέσα ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μὲ τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἔντονη πνευματικὴ ζωή, μὲ τὴν ὑπενθύμιση ὅλων τῶν πνευματικῶν νοημάτων κάθε Κυριακῆς, μᾶς ὁδήγησαν στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπου εἴδαμε τὴν ἀγάπη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ καὶ φθάσαμε στὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ αὐτὰ τὰ γεγονότα χρωματίζει τὴν ζωή μας καὶ τὴν νοηματοδοτεῖ, κυρίως ὅμως μᾶς δίνει προοπτικὴ καὶ μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιατί δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐξωτερικὰ γεγονότα, ἀλλὰ μυστηριακὰ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὰ συναντώμαστε μὲ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους Του.

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κάνουμε λόγο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ψάλλουμε πολλὰ τροπάρια ποῦ ἀναφέρουν αὐτὴν τὴν γλυκειὰ καὶ εὐλογημένη λέξη. Πάσχα στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα σημαίνει διάβαση, καὶ δηλώνει τὴν διάβαση τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, διὰ τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης. Ἡ διάβαση τῶν Ἑβραίων διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἦταν ἕνα μεγάλο καὶ θαυμαστὸ γεγονός. Ὁ Μωϋσὴς κτύπησε μὲ τὴν ράβδο του τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, αὐτὴ ἀνοίχτηκε στὰ δύο, σχηματίσθηκε ἕνα ὑδάτινο τεῖχος, ὁ ἀέρας ξήρανε τὸν βυθὸ καὶ μέσα ἀπὸ ἐκεῖ πέρασε ἕνας ὁλόκληρος λαός. Στὴν συνέχεια, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Μωϋσέως ἔκλεισε ἡ δίοδος αὐτὴ καὶ καταποντίσθηκε ὁ αἰγυπτιακὸς στρατὸς ποῦ καταδίωκε τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό.

Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ τὸ πανηγύριζαν λαμπρὰ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ δικοῦ τους Πάσχα καὶ ἐξέφραζαν ἔτσι τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Σὲ πολλὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν σημασία ποῦ ἔχει γιὰ τὴν χριστιανικὴ περίοδο. Τώρα γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς τὸ Πάσχα εἶναι μιὰ ἄλλη διάβαση, εἶναι διάβαση ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας στὴν ζωὴ τῆς ἀναγεννήσεως, διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ποῦ εἶναι ἡ νέα θαυματουργικὴ ἐρυθρὰ θάλασσα, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, τῆς ὁποίας ἀρχὴ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, διαβαίνουμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, ὅπως ψάλλουμε: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν ἐπινίκιον ἄδοντας».

Ὅπως τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα ἔχει διπλῆ ἔννοια, ἤτοι ἐλευθερία καὶ ζωὴ γιὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ θάνατο γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους, ἔτσι καὶ τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα εἶναι θάνατος τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου καὶ ζωὴ κατὰ Χριστόν, δηλαδὴ εἶναι ταυτόχρονα Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση. Ἡ λέξη Πάσχα δὲν ἔχει μόνον τὸ στοιχεῖο τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόνισε αὐτὴν τὴν ἔννοια πρὸς τοὺς Κορινθίους: «καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς» (Ἂ’ Κόρ. ἔ’, 7), δηλαδὴ τὸ δικό μας Πάσχα, ὁ δικός μας πασχάλιος Ἀμνὸς εἶναι ὁ Χριστὸς ποῦ θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Στὸ χωρίο αὐτὸ συνδέεται ἡ λέξη Πάσχα μὲ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί, βεβαίως, χωρὶς τὸν Σταυρὸ δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν λύπη. Ἡ χαρὰ ποῦ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὸν σταυρὸ εἶναι ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα καὶ ἡ λύπη ποῦ δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση εἶναι ἀπελπισία.

Μερικοὶ λένε ὅτι ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς στηρίζεται περισσότερο στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ δὲν ἀποδίδει τὴν ἀλήθεια, γιατί δὲν ξεχωρίζεται ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἡ Ἀνάσταση ἀπὸ τὸν Σταυρό. Στὴν θεολογία καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν πατερικὴ Παράδοση καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἑνωμένα ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν γνωστὴ προσευχὴ ποῦ λέμε αὐτὴν τὴν περίοδο καὶ ἀρχίζει μὲ τὰ λόγια «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασαμένοι...», ὑπάρχει ἡ φράση: «διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τὼ κόσμῳ».

Βέβαια, σταυρὸς εἶναι ὁ ἀγῶνας ποῦ γίνεται ἀπὸ μᾶς καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σταυρώσουμε τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μεταμορφώσουμε τὰ πάθη, γιὰ νὰ «νεκρώσουμε τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κόλ. γ', 5), ὁπότε ἔρχεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη ζωὴ εἶναι σταυροαναστάσιμη.

Πάντως, τὸ ὀρθόδοξο βίωμα εἶναι σταυροαναστάσιμο καὶ γεμίζει ὁλόκληρη τὴν ἐσωτερική μας ὕπαρξη. Σταυρωνόμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀνασταινόμαστε μαζί Του σὲ μιὰ καινούρια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας χαρὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ εὐφροσύνη, τὸ πραγματικὸ Πάσχα. Δὲν ἀναμένουμε μιὰ συναισθηματικὴ χαρὰ ποῦ προσφέρουν οἱ αἰσθήσεις καὶ ἡ ὑλικὴ εὐμάρεια, ἀλλὰ προσδοκοῦμε ἐκείνη τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ἀσκήσεως. Τὰ ἐξωτερικὰ ὑλικὰ ἀγαθά, οἱ κοινωνικὲς ἐπιτυχίες δὲν παραμένουν γιὰ πολύ, ἀλλὰ ἐξαφανίζονται πολὺ γρήγορα καὶ ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο ἀνικανοποίητο.

Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε κάποια ἐξωτερικὰ γεγονότα, κάποιες ἐξωτερικὲς καταστάσεις νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν χαρὰ ποῦ δίνει ὁ Χριστός. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ ξεπερνᾶμε ὅλες τὶς δυσκολίες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, νὰ περνᾶμε κάθε «ἐρυθρὰ θάλασσα» μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀρρώστια πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, στὴν θλίψη νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε, στὶς δύσκολες κατάστασεις νὰ ἐλπίζουμε, στὴν μοναξιὰ νὰ ἀγαπᾶμε. Τότε ὁ σταυρὸς μετατρέπεται σὲ ἀνάσταση, ἡ θλίψη σὲ χαρά, ὁ τάφος γίνεται δοξασμένο καὶ πασχάλιο μνημεῖο. Ἔτσι, τὸ Πάσχα ποῦ ἑορτάζουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες δηλώνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸν θρίαμβο τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ πολιτείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ἧττα ὅλων τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων καὶ καταστάσεων ποῦ μᾶς στενοχωροῦν καὶ μᾶς πιέζουν.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις εὔχομαι σὲ ὅλους σας καλὸ καὶ εὐλογημένο σταυροαναστάσιμο Πάσχα.

Μὲ θερμὲς ἀναστάσιμες εὐχές

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Εγκύκλιος Χριστουγέννων 2007

Αγαπητοί αδελφοί,

Κατά την θεία Λειτουργία της εορτής των Χριστουγέννων, και μάλιστα στο εισοδικό, δηλαδή στο τροπάριο που ψάλλεται κατά την Μικρά Είσοδο του Ιερέως με το Ευαγγέλιο, περιλαμβάνεται μια αγιογραφική φράση που αναφέρεται στον Χριστό: «συ ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Ο Μελχισεδέκ, που δηλώνει βασιλεύς Σαλήμ, ήταν ένας ιερεύς, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά, και όταν συνάντησε τον Αβραάμ «εξήνεγκεν άρτους και οίνον• ην δε ιερεύς του Θεού του υψίστου». Στην συνέχεια, ευλόγησε τον Αμβραάμ (Γεν. ιδ , 18-20).

Πρόκειται για ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Αγία Γραφή, παρουσιάζεται αποτόμως και χάνεται ξαφνικά, δεν αναφέρονται ούτε οι γονείς του, ούτε η γέννησή του, ούτε ο θανατός του, παρουσιάζεται χωρίς να έχη προκάτοχο και διάδοχο, και είναι βασιλεύς και ιερεύς που ορίσθηκε από τον Θεό και παραμένει στους αιώνες, αφού η ιερωσύνη του δεν προερχόταν από τον Ααρών. Συγχρόνως ο Μελχισεδέκ προσφέρει άρτον και οίνον και όχι άλλα θυσιαστικά δώρα, όπως προβλεπόταν στην Παλαιά Διαθήκη και επί πλέον ευλόγησε τον Αβραάμ, ως απεσταλμένος από τον Θεό. Η ύπαρξη του Μελχισεδέκ αναφέρεται και από τον Δαυΐδ στους ψαλμούς του (Ψαλμ. ρθ , 4).

Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του αναφέρεται σε αυτόν τον μυστηριώδη βασιλέα και ιερέα, που ερμηνεύεται βασιλεύς ειρήνης και δικαιοσύνης και είναι «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων, αφωμοιωμένος δε τω υιώ του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές» (Εβρ. ζ , 1 και εξ.) Ο Βασιλεύς αυτός, και ιερεύς, ο Μεχισεδέκ, που δεν προέρχεται από την ιερωσύνη του Ααρών, που μένει στον αιώνα και δεν έχει αρχή και τέλος, είναι τύπος του Χριστού. Με την εμφάνισή του στον Αβραάμ και με όλα εκείνα που έπραξε προτυπώθηκε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε η Καινή Διαθήκη ερμηνεύει τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί μέσα από την ενανθρώπηση του Χριστού κατανοούμε όλα εκείνα τα αινίγματα των Προφητών και τα δύσκολα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στην εμφάνιση του μυστηριώδους αυτού ανθρώπου στην Παλαιά Διαθήκη και τον συνδέει με τον Χριστό, αφού είναι τύπος του, και μάλιστα λέγει ότι αυτό αναφέρεται στις δύο γεννήσεις του Χριστού, θεία και ανθρωπίνη. Ο Χριστός είναι απάτωρ κατά την κάτω γέννηση, αφού γεννήθηκε από την Παναγία, χωρίς άνδρα, και αμήτωρ, κατά την άνω γέννηση, αφού γεννήθηκε από τον Πατέρα-Θεό χωρίς μητέρα. Αυτό που λέγεται ότι ο Χριστός είναι αγενεαλόγητος, αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις, την γέννηση στον ουρανό και την γέννηση στην γη. Η πρώτη γέννηση είναι «φρικτή», και ασύλληπτη, αλλά και η κάτω γέννηση «μυστικωτάτη» και «ακατάληπτος». Και στην συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι γνωρίζει ότι ο Χριστός γεννήθηκε, κατά την θεία Του φύση, από τον Πατέρα, αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο, επίσης γνωρίζει ότι γεννήθηκε κατά την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνει τον τρόπο. Ομολογείται η γέννηση κάθε φύσεως, αλλά σιωπάται ο τρόπος της γεννήσεως. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, τον τρόπο των γεννήσεων, αλλά δεν αμφιβάλλουμε για τις γεννήσεις.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγει ότι με την γέννηση του Χριστού, κατά την ανθρώπινη φύση απομακρύνεται η σκια και έρχεται η αλήθεια, «ο Μελχισεδέκ συνάγεται• ο αμήτωρ, απάτωρ γίνεται• αμήτωρ το πρότερον, απάτωρ το δεύτερον». Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι καθένας που νεκρώνει τα μέλη τα επί της γης και δεν έχει σχέση με την σαρκική ζωή, λόγω της θείας Χάριτος, και αυτός γίνεται απάτωρ, αμήτωρ και αγενεαλόγητος, σύμφωνα με τον μέγαν Μελχισεδέκ, και λόγω της συνάφειάς του με το Πνεύμα.

Έτσι, ο Χριστός είναι ο Ιερεύς-Αρχιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, αμήτωρ κατά την θεία Του γέννηση, απάτωρ κατά την ανθρωπίνη Του γέννηση και αγενεάλογητος. Επίσης, η Ιερωσύνη Του δεν συνδέεται με την Ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά Αυτός ο ίδιος είναι Ιερεύς, από Αυτόν αρχίζει η νέα Ιερωσύνη την οποία δίνει στην συνέχεια στους Μαθητές Του, Αυτός τελεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, Αυτός ευλογεί τον λαό Του, και παραμένει στον αιώνα Ιερεύς τελώντας το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ευλογώντας τον λαό Του, που συνδέεται με Αυτόν.

Ο Χριστός μετέδωσε την Ιερωσύνη Του στους Αποστόλους και εκείνοι στους διαδόχους τους, τους λεγομένους Αποστολικούς Πατέρας, και στην συνέχεια, δια των αγίων Πατέρων η Ιερωσύνη του Χριστού έφθασε μέχρις ημών, όπως μεταδίδεται η φλόγα από μια λαμπάδα στην άλλη λαμπάδα. Αυτή η Ιερωσύνη, παρά την αναξιότητά μας, είναι μεγάλη δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, διότι δι’ αυτής τελούνται τα άγια Μυστήρια, εξαιρέτως δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, μέσα στο οποίο ζούμε την Γέννηση, την Μεταμόρφωση, τα Πάθη, την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού, αλλά και το Μυστήριο της αγίας Πεντηκοστής, ανάλογα με την προετοιμασία μας και την πνευματική μας κατάσταση.

Αλλά και όλοι μας μπορούμε να έχουμε την πνευματική Ιερωσύνη όταν αγωνιζόμαστε να νικήσουμε τα πάθη, όταν προσευχόμαστε μέσα στο θυσιαστήριο της καρδιάς μας, όταν δοξάζουμε τον Θεό στην ζωή μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά στον Χριστιανό όπου κι αν ευρίσκεται να προσεύχεται, γιατί έχει μαζί του το θυσιαστήριο, δηλαδή την καρδιά του, και το μαχαίρι και το ιερείο-θύμα, γιατί ο ίδιος είναι «και Ιερεύς, και θυσιαστήριον και ιερείον». Η πνευματική ιερωσύνη δεν είναι αντίθετη με την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά και οι δύο συνδέονται με τον Χριστό, συνδέονται μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται πνευματικά.

Ο Χριστός, του Οποίου την Γέννηση εορτάζουμε σήμερα είναι Ιερεύς εις τον αιώνα, γιατί Αυτός ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας μας, Αυτός μας αγιάζει, Αυτός μας τροφοδοτεί με το Σώμα Του, Αυτός μας δίνει τα πάντα, Αυτός τελεί τα άγια μυστήρια μέσα στην Εκκλησία Του, αλλά και Αυτός θα τροφοδοτή και θα δοξάζη τους αγίους στην Ουράνια Βασιλεία. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και την δόξασε αιωνίως. Θέλει και την δική μας θέωση και δόξα.

Κατά την ετήσια εορτή των Χριστουγέννων μας δίνεται η δυνατότητα να δοξάσουμε αυτήν την Αρχιερωσύνη του Χριστού, την πηγή όλων των πνευματικών χαρίτων, και να γευόμαστε τα δώρα και τα αγαθά της. Αυτή η Ιερωσύνη είναι η μεγάλη δωρεά του Χριστού στην ανθρωπότητα, γι’ αυτό πρέπει να συνδεόμαστε μαζί της. Συνεχώς να τον δοξάζουμε και να του λέμε «συ (Κύριε) ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Εύχομαι σε όλους σας ένα καλό και ευλογημένο Δωδεκαήμερο.

Με θερμές ευχές

Ο Μητροπολίτης

Ο Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ἐγκυκλιος Χριστουγέννων 2012

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν μεγάλη δωρεὰ Του νὰ ἀγαπήση τὸν κόσμο, ἰδιαιτέρως τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ ἐκδηλώση αὐτὴ τὴν ἀγάπη πλούσια. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνηνθρώπησε, προσέλαβε τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση, τὴν θέωσε, χωρὶς νὰ ἐκστῇ τῆς θεότητός Του. Καὶ ἐπίσης δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ποὺ γέμισε τὴν ζωή μας μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα δῶρα, δηλαδὴ τὶς ἑορτὲς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἅγια Θεοφάνεια, τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες θὰ δοκιμάσουμε καὶ πάλι τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους μας, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις νὰ τὴν καταλάβουμε.

Ἡ Γέννησις τοῦ ΧριστοῦΑὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ λογικὰ καὶ ἐγωϊστικά, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει κανεὶς νὰ τὸ πλησιάση μὲ ταπείνωση, εὐλάβεια καὶ σεβασμό. Ἄλλωστε, κάθε μεγάλο γεγονὸς πλησιάζεται μὲ ταπεινὴ διάθεση, θυσιαστικὸ ἦθος, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἐπειδὴ ἡ κατανόηση τοῦ μυστηρίου δὲν εὐδοκιμεῖ στὴν ψυχρὰ λογική, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε ὅλο αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὴν ποίηση, τὰ τροπάρια ποῦ ψάλλουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἁγιογραφία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕνα ἄλλο εἶδος ποίησης, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία μᾶς φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἂν δοῦμε προσεκτικὰ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, μὲ τὶς ποικίλες ἐκφράσεις της, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι παρουσιάζει ἀφ' ἑνὸς μὲν τὴν Ἐκκλησία, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ζοῦμε μέσα σὲ αὐτήν.

Ὁ Χριστὸς ὡς βρέφος βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας καὶ τῆς προσοχῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποῦ ὑπηρέτησαν τὸ μυστήριο. Γύρω ἀπὸ τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ Παναγία Μητέρα, ὁ Ἰωσήφ, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι καὶ οἱ ἄγγελοι. Ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐκπορεύεται τὸ φῶς ποῦ φωτίζει ὅλους, καὶ τὴν ἄλογη κτίση. Ὑπερβαίνονται οἱ διαστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου καὶ ὅλοι ἔχουν κέντρο τὸν Χριστό.

Συγχρόνως, στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ περιγράφεται καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πλησιάζει κανεὶς τὸν Χριστό. Κατ’ ἀρχάς, ὁ Χριστὸς εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ταπείνωση, δὲν περιβάλλεται ἀπὸ κοσμικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ ὡς ταπεινὸ βρέφος μέσα σὲ μιὰ φάτνη ἀλόγων. Ἔπειτα, ἡ Παναγία ἀτενίζει τὸν Χριστὸ μὲ ἀνάλογη ταπείνωση καὶ εὐλάβεια. Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνήστωρ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ὑπακοὴ καὶ σεμνότητα. Οἱ ποιμένες προσκυνοῦν τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἁπλότητά τους, ἡ ὁποία τοὺς ἀξίωσε νὰ δεχθοῦν καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀγγέλου. Οἱ μάγοι προσφέρουν πολύτιμα δῶρα, ὕστερα ἀπὸ ἀναζήτηση καὶ δύσκολη πορεία. Οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦν τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καθαρότητά τους. Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα τῆς εἰκόνας τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δείχνει τὴν ταπείνωση, τὴν ἁπλότητα, τὴν καθαρότητα, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν σεβασμό.

Αὐτὸ δείχνει πῶς καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πλησιάζουμε αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀλαζονεία, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ξένα στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καὶ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως δὲν παρουσιάζονται ὁ σκληρὸς Ἡρώδης, ποῦ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, οὔτε οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποῦ ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτάρκεια καὶ ὑποκρισία, οὔτε ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποῦ ζοῦσε κοσμικά. Τέτοιες νοοτροπίες βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μᾶς δείχνει καὶ τί εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ πῶς μετέχει κανεὶς σὲ αὐτήν. Ἂν προσέξουμε τὴν εἰκόνα θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὅλα εἶναι διατεταγμένα ὡσὰν νὰ γίνεται θεία Λειτουργία. Στὸ κέντρο ὁ Χριστὸς ποῦ βρίσκεται στὴν φάτνη, ὡσὰν ἄλλη Ἁγία Τράπεζα, καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν περιβάλλουν παρευρίσκονται ὡσὰν νὰ λειτουργοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση. Τελικά, αὐτὸ εἶναι τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ εὐχαριστιακὸ ἦθος ποῦ δημιουργεῖ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία. Ἔτσι πρέπει νὰ ζοῦμε γιὰ νὰ χαιρόμαστε τὴν παρουσία μας στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ νὰ ὠφελούμαστε πνευματικά.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Μέσα στὴν περίοδο τοῦ χειμῶνος, ἀλλὰ καὶ τὸν οἰκονομικό, κοινωνικὸ καὶ πνευματικὸ χειμῶνα, ποῦ δημιουργεῖ ψῦχος καὶ ψυχραίνει τὴν ψυχή μας, ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ἐκφράζουν ἡ ὑμνογραφία καὶ ἡ εἰκονογραφία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μιὰ πνευματικὴ ζεστασιά, μιὰ θαλπωρή, μιὰ νότα ἐλπίδας γιὰ ὅλους μας, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ὅμως, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἄνοιξη καὶ ζεστασιὰ τῆς ἑορτῆς δὲν πρέπει νὰ μείνη σὲ ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα, ἀλλὰ νὰ ἀγγίξη τὴν καρδιά μας, νὰ ἀλλάξη τὴν ζωή μας, νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία μὲ ταπείνωση, ὑπακοή, εὐλάβεια, καθαρότητα ψυχῆς, γιὰ νὰ ἀνατείλη μέσα στὴν ψυχή μας τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

Μὲ θερμὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπακτου καὶ Ἁγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐκκοσμικευμένα και Ἐκκλησιαστικά Χριστούγεννα

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Χριστουγέννων

 

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ροθέου

Εἶναι λαμπρά ἡ σημερινή ἑορτή. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοίμασε μέ ὅλη τήν ζωή της κατά τήν περίοδο τῶν σαράντα ἡμερῶν γιά νά ἑορτάσουμε τό γεγονός αὐτό μέ νηστεία, προσευχή καί μέ τήν θεολογία της. Ὅλα τά τροπάρια πού ψάλαμε ἀναφέρονται στήν ἑορτή καί αὐτά πού ψάλλουμε σήμερα παρουσιάζουν τήν θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Παράλληλα, ὅμως, ὅλον αὐτόν τόν καιρό δεχόμασταν καται­γι­στικά μιά ἄλλη ἑρμηνεία τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέννων, πού ἀπέχει πολύ ἀπό τό ἀληθινό θεολογικό νόημά της. Συμπλέκονταν τά δένδρα τῶν Χριστου­γέννων μέ τούς δυτικόφερτους «ἀϊβασίληδες», οἱ διακοπές μέ τούς κωμικούς τύπους τῆς παντομίμας ἤ τοῦ τσίρκου, τά ταξίδια μέ τίς διασκεδάσεις, δηλαδή συμπλέκονταν ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοσμική νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων.

Καί διερωτᾶται κανείς: Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Τί σχέση ἔχει ὁ Χριστός κάθε χριστια­νικῆς ἰδεολογίας μέ τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Τί σχέση ἔχει ὁ συναισθηματικός Χριστός τῶν ἐκκοσμικευμένων Χριστια­νῶν μέ τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας; Τί σχέση ἔχει ὁ Χριστός τῆς δεϊστικῆς νοοτροπίας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως τόν ὁμολογοῦν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;

Δυστυχῶς, ἡ δυτική καί ἀνατολική παράδοση ἐπη­ρεάζουν σέ μερικά σημεῖα καί τήν δική μας Ὀρθόδοξη παράδοση. Καί παρατηρεῖται τό γεγονός ὅτι ἄλλο νόημα δίνουμε στόν Θεάνθρωπο Χριστό πού πανηγυρίζουμε μέσα στούς Ὀρθο­δό­ξους Ναούς καί ἄλλο νόημα δίνουμε στόν Χριστό τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων στά καταστήματα, τίς ἀγορές, τίς πλατεῖες, τά σπίτια μας. Ὁπότε, παρατηρεῖται μιά σύγχυση, πού συνιστᾶ μιά ἀλλοτριωμένη ζωή.

Δυστυχῶς, ὁ πλουραλισμός, ὁ συγκρητισμός, ἡ ἐκκο­σμίκευση, ἡ ἀλλοτρίωση, πού κυριαρχοῦν σέ ὅλη τήν σύγχρονη ζωή ἐπηρεάζουν καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστια­νούς.

Ὅλα ὅσα ἀνέφερα μέχρι τώρα δέν πρόκειται γιά κά­ποιες μελαγχολικές σκέψεις, ἀλλά γιά μιά καταγραφή τῆς πραγ­μα­τικότητας πού ζοῦμε ὅλοι μας στήν καθημερινή ζωή.

Ὅμως, ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Χρι­στός τῆς Ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας, ὁ Χριστός τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν θέωσε ἀμέσως μετά τήν πρόσ­ληψή της, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», γιά νά δώση στόν ἄνθρωπο τό ἀληθινό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον «τοῦ μή ἀποθανεῖν», γιά νά νικήση τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο καί νά θεώση τόν ἄνθρωπο.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζουμε τά Χριστού­γεν­να μέ ἄλλη προοπτική, ἐντάσσουμε τήν ἑορτή μέσα στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στήν προοπτική τῆς ἐναν­θρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου τοῦ Θεοῦ καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώ­που. Καί αὐτό εἶναι μιά ἀντίδραση στό πνεῦμα τῆς ἐκκο­σμικεύσεως τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων πού δυστυχῶς ἐπικρατεῖ σήμερα στόν Χριστιανικό κόσμο.

Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος, τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., σέ ἕνα χωρίο του δίνει τό νόημα τοῦ μυστηρίου τῆς θεώσεως τοῦ ἀν­θρώπου. Γράφει: «Δόξα Θεοῦ ζῶν ἄνθρω­πος, ζωή δέ ἀνθρώπου ὅρασις Θεοῦ». Δηλαδή, ἡ δόξα, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ φαίνεται στόν ζωντανό κατά Θεόν ἄνθρωπο, καί ἡ πραγματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ὡς ὅραση Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἅγιοι ἔχουν μιά ζωή πού συνίσταται ἀπό τήν ὅραση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί αὐτοί εἶναι οἱ φυσικοί ἄνθρωποι.

Αὐτή ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας γιά τά Χριστούγεννα, εἶναι μιά διαφο­ρετική γλώσσα ἀπό αὐτήν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἀλλοτριωμένη γλώσσα τῆς δυτικῆς νοοτροπίας καί τῆς ἐμπορευματικῆς ἐκμετάλ­λευσης. Ἀλλά εἶναι ἡ πραγματική γλώσσα πού ἀναπαύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά ἐξακολουθοῦμε νά θεολο­γοῦμε γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, σύμφωνα μέ τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, χρησιμοποιώντας τήν μητρική θεολο­γική μας γλώσσα πού ἀνταποκρίνεται στό μυστήριο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, γιατί κάθε ψεύτικο εἶναι ἀνυπόφορο, ἐνῶ κάθε ἀληθινό εἶναι αἰώνιο.

Εὔχομαι ἔτη πολλά μέσα στόν θεολογικό πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κύριο ἄρθρο: Ὑποδοχὴ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου στὴν Ναύπακτο

Agios Polykarpos a

 Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς

Τ έ κ ν α   ἐ ν  Κ υ ρ ί ῳ   ἀ γ α π η τ ά,

Σήμερα ἑορτάζουμε τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία τό Ἅγιον Πνεῦμα κατῆλθε στούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς κατέστησε ἔνδοξα μέλη τοῦ Σώματός Του, καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι ὄντως μεγάλη αὐτή ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποία ἑορτάζουμε τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὁ Τριαδικός Θεός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία οὐσία μία ἐνέργεια, μία φύση, ἀλλά εἶναι Τρία Πρόσωπα. Στήν θεία Λειτουργία ψάλλουμε ὅτι προσκυνοῦμε «Πατέρα Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον».

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εὐλογοῦσαν τούς Χριστιανούς, τούς βάπτιζαν, μετέδιδαν σέ αὐτούς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πρός ἁγιασμό τους. Ἐπειδή, ὅμως, πληθύνονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν ἄλλους Ἐπισκόπους, πού εἶναι οἱ διάδοχοί τους, ὥστε νά εὐλογοῦνται καί νά ἁγιάζονται οἱ Χριστιανοί.

Οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων λέγονται Ἀποστολικοί Πατέρες. Αὐτοί ἔλαβαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζουν τούς Χριστιανούς, καί αὐτοί μετέδωσαν τήν Ἀρχιερωσύνη στούς διαδόχους τους, ὥστε νά στηρίζεται καί νά αὐξάνεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό λέγεται ἀποστολική διαδοχή πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδιάκοπη.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν τήν ὅλη ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἀδιάκοπη σειρά χειροτονιῶν μέχρι σήμερα. Αὐτά τά δύο γνωρίσματα ἰσχύουν γιά τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στήν ἐποχή μας. Φυσικά, ὅταν ἀμφισβητοῦνται αὐτά τά ὀρθόδοξα κριτήρια τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί διαδοχῆς, δέν ὑπάρχει μετάδοση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Μεταξύ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν διαδόχων τῶν Μαθητῶν καί Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ συγκαταλέγεται καί ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Ἐπίσκοπος Σμύρνης, ὁ ὁποῖος μαθήτευσε στούς Ἀποστόλους, εἰδικότερα στόν Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί ἐγκαταστάθηκε Ἐπίσκοπος στήν Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ πλούσια προσφορά στήν πρώτη Ἐκκλησία. Καί ὀνομάστηκε ὡς διδάσκαλος ὅλης τῆς Ἀσίας καί πατήρ τῶν Χριστιανῶν. Διασώζονται Ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου καί τό μαρτυρολόγιο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, στό ὁποῖο καταγράφεται τό μαρτύριό του καί ἡ δράση του ὡς Ἐπισκόπου.

Στήν Ἐπαρχία μας καί μάλιστα στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἀμπελακιώτισσας εἴχαμε τήν εὐλογία νά ἔχουμε τό δεξί χέρι τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου μέ τό ὁποῖο τελοῦσε τά ἅγια Μυστήρια, βάπτιζε, χειροτονοῦσε, τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τελοῦσε τά ἱερά Μυστήρια.

Ὅπως γνωρίζετε ἀνέκαθεν ὑπῆρχε ἔθιμο ἱερό καί εὐλογημένο νά μεταφέρουμε στήν Ναύπακτο τό ἱερό λείψανο τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης. Αὐτό ἦταν ὑπόθεση χαρᾶς καί εὐλογίας γιά ὅλη τήν περιφέρεια τῆς Ναυπάκτου. Μάλιστα, οἱ παλαιότεροι διηγοῦντο πολλά περιστατικά ἰάσεων, θεραπειῶν καί ἐπεμβάσεων τῆς θείας Χάριτος διά τῆς ἁγίας χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.

Τά ἱερά λείψανα τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί γίνονται σεβαστά ἀπό τούς εὐλαβεῖς Χριαστιανούς, γιατί τά σώματα τῶν ἁγίων γίνονται ναοί τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἔμψυχα θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς θείας Χάριτος πού κατοικεῖ σέ αὐτά. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ θαυματουργική ἐνέργειά τους. Δι’ αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζῶν, ἀλλά καί Θεός ζώντων. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τό λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.

Ὅμως, ἀπό τό ἔτος 2013 (Τετάρτη 13 Μαρτίου) πού ἐκλάπη ἀπό τήν Ἱερά Μονή τό εὐλογημένο λείψανο τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου περιπέσαμε σέ μεγάλη λύπη καί στερηθήκαμε αὐτῆς τῆς εὐλογίας. Κινήθηκαν ὅλες οἱ διαδικασίες γιά νά εὑρεθοῦν αὐτοί πού ἐσύλησαν τό ἱερό λείψανο, καί νά ἐπανέλθη στόν τόπο τῆς κατοικήσεώς του. Ὕστερα ἀπό πολλές ἐνέργειες ἀνακαλύφθηκε μέν ποιοί τό ἔκλεψαν, ἀλλά δυστυχῶς ἀνεχώρησαν ἀπό τήν πατρίδα μας καί δέν συνελήφθησαν γιά νά ἐπιστρέψουν τόν μεγάλο αὐτόν θησαυρό, τόν ὁποῖον σεβάστηκαν αἰῶνες, ἀκόμη καί οἱ κατά καιρούς κατακτητές.

Οἱ προσευχές μας ἦταν θερμές πρός τόν Θεό γιά νά ἐπανέλθη τό ἱερό λείψανο στήν Ἱερά Μονή Ἀμπελακιωτίσσης, κάναμε δεήσεις καί ἰκεσίες στόν Θεό καί τόν Ἅγιό μας, συνετέθη καί ἀπολυτίκιο τό ὁποῖο ψαλλόταν σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς, ἀπό τήν θλιβερά ἐκείνη ἡμέρα τῆς συλήσεώς του καί μέχρι σήμερα ψάλεται, καί ἀναμένουμε νά ἐπανέλθη τό ἱερό θησαύρισμα αὐτό.

Ὅμως, ὁ Θεός μᾶς λυπήθηκε καί μᾶς ἔστειλε ἕνα ἀπότμημα τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἀπό τίς κατά καιρούς ἀποσπάσεις τῶν τμημάτων τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, καί μέ ἰδιαίτερη χαρά ὅλης τῆς Ἐπαρχίας, καί ἰδιαίτερη ἀκολουθία ἐπανῆλθε στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης τήν Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Στήν συνέχεια, ὅμως, ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ δέν ἐπέτρεψε νά ἱκανοποιῆται πανδήμως ἡ μεταφορά τοῦ ἀποτμήματος τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο. Γράφω πανδήμως, γιατί μενονωμένως μεταφερόταν κατά καιρούς τό ἅγιο λείψανο στήν Ἐπαρχία μας.

Ἐπειδή ἐπανῆλθε ἡ κανονικότητα στήν κοινωνική καί ἐκκλησιαστική ζωή, γι’ αὐτό καθορίσαμε ἐφέτος νά ἔλθη τό ἀπότμημα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τῆς χειρός τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο μέ πάνδημη ὑποδοχή πρός εὐλογία ὅλων μας.

Αὐτό θά γίνη τό Σάββατο καί τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἤτοι τήν 11η Ἰουνίου ἐ.ἔ. Θά ὑποδεχθοῦμε τό ἱερό λείψανο τό Σάββατο 10 Ἰουνίου, ὥρα 18:30 στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, θά τελεσθῆ Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός, καί τήν ἑπομένη ἡμέρα, τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, θά γίνη τρισαρχιερατική θεία Λειτουργία γιά νά ὑμνήσουμε τόν Τριαδικό Θεό καί νά τιμήσουμε τόν Ἅγιό μας.

Τό πρόγραμμα ἔχει ἀναρτηθῆ στούς Ἱερούς Ναούς καί στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ὅσο καί στά τοπικά Μέσα Ἐνημερώσεως.

Παρακαλῶ ὅλοι νά προσέλθετε καί νά λάβετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ διά πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης, τοῦ Προστάτου ὅλης τῆς Ἐπαρχίας μας.

Εὔχομαι ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, νά σᾶς φωτίζη εὐλογῆ καί ἁγιάζη. Ἔτη πολλά καί ἁγιασμένα.

 

Μέ πατρικές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν...»

Ἀ γ α π η τ ά   μ ο υ   τ έ κ ν α   ἐ ν   Κ υ ρ ί ῳ,

Στήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς κάνουμε διάφορες σκέψεις γιά τόν χρόνο πού πέρασε καί γιά τόν χρόνο πού ἔρχεται. Οἱ σκέψεις εἶναι φιλοσοφικές, κοινωνικές, ἠθικές, οἰκονομικές καί γενικά σκέψεις γύρω ἀπό θέματα πού ἀπασχολοῦν κάθε ἄνθρωπο. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι τόσο τό παρελθόν ὅσο καί τό μέλλον ρίπτουν πολύ βάρος στό παρόν.

Αὐτήν τήν ἡμέρα εἶναι ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή: «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. ε΄, 15-16). Ὁ ἴδιος λόγος ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή: «Ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρός τούς ἔξω, τόν καιρόν ἐξαγοραζόμενοι» (Κολ. δ΄, 5).

Ἡ λέξη καιρός χρησιμοποιεῖται πολλές φορές στήν Ἁγία Γραφή καί ἔχει πολλές σημασίες, ἰδιαιτέρως ἐπισημαίνεται ὁ χρόνος, καί δηλώνει τόν κατάλληλο χρόνο, ἀλλά καί τήν κατάλληλη περίσταση καί εὐκαιρία. Στήν προκειμένη περίπτωση μέ τήν λέξη καιρός ἐννοεῖται ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας.

Τό ρῆμα πού προσδιορίζει τόν καιρό-χρόνο στά χωρία πού ἀναφέρθηκαν εἶναι τό ἐξαγοράζω, καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἐξαγοράζουν τόν χρόνο τῆς ζωῆς τους. Μέ τό ρῆμα αὐτό συνιστᾶται νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Αὐτό γράφεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί σέ ἄλλη ἐπιστολή: «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. στ΄, 2). Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας. Καί αὐτό πρέπει νά γίνεται, γιατί καί πάλι κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ὁ καιρός συνεσταλμένος ἐστιν» (Α΄ Κορ. ζ΄, 29), δηλαδή ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολύ λίγος. Αὐτό τό γνωρίζουμε ἀπό τήν πείρα μας, γιατί ὅλοι ἀποροῦμε γιά τό πόσο γρήγορα περνᾶ ὁ χρόνος, ὅτι τελικά ἡ ζωή εἶναι μικρή καί δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε ὅλους τούς στόχους μας.

Ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο αἰτιολογεῖται ἀπό τό ὅτι «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσίν». Βέβαια, οἱ ἡμέρες αὐτές καθ’ ἑαυτές δέν εἶναι καλές ἤ κακές, ἀγαθές ἤ πονηρές, οὔτε τά πράγματα εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά ἀγαθά ἤ πονηρά, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τά καθιστᾶ ἀγαθά ἤ πονηρά. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος μέ τούς λογισμούς του, τίς ἐπιθυμίες του, τίς πράξεις του καθιστᾶ τίς ἡμέρες ἀγαθές ἤ πονηρές.

Βρισκόμαστε σέ καιρούς, σέ χρόνους, στούς ὁποίους οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Ἀκούγονται πολλά γιά τήν κατάσταση στήν Χώρα μας, γίνονται ἀναλύσεις πού φανερώνουν ὅτι τά οἰκονομικά, κοινωνικά καί ἐθνικά προβλήματα εἶναι αὐξημένα καί πρόκειται νά ἐπιδεινωθοῦν. Δέν ἀναφέρομαι μόνον στά οἰκονομικά προβλήματα, ἀλλά καί στά πολιτιστικά, τά ἐκκλησιαστικά, τά ἐθνικά. Μερικοί ἀπό αὐτούς πού διευθύνουν τά πράγματα τῆς Πατρίδας μας ἐνεργοῦν μέ ἐπιπολαιότητα καί ἀλλοιώνουν τόν πολιτισμό μας, τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας, ὑπονομεύουν θεσμούς καταξιωμένους μέσα στήν ἱστορία, ὅπως ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια, καί γενικά δημιουργοῦν προβλήματα στό ἴδιο τό Γένος μας.

Γιά ὅλα αὐτά, καί γιά τήν σωτηρία μας πρέπει νά ἐξαγοράζουμε τόν καιρό, πού σημαίνει νά εἴμαστε δημιουργικοί στήν θέση πού κατέχουμε, νά προσευχόμαστε στόν Θεό –γιατί τά περισσότερα ἀπό τά προβλήματα δέν λύνονται μέ ἀνθρώπινα μέσα– νά ἐλπίζουμε γιά τήν διόρθωση τῶν πραγμάτων, νά μετανοοῦμε γιά ὅσα διαπράξαμε στό παρελθόν καί νά λαμβάνουμε ἀποφάσεις γιά τήν ἀξιοποίηση τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος.

Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί πολλοί ἀπό τούς συνανθρώπους μας ἐνεργοῦν ὡς «ἄσοφοι», εἶναι ἀπερίσκεπτοι, ἀνόητοι, «παίζουν ἐν οὐ παικτοῖς», πειραματίζονται γιά ἀξίες πού δοκιμάσθηκαν αἰῶνες, πράγμα πού φαίνεται κυρίως σέ θεολογικά θέματα πού μᾶς ἀποκαλύφθηκαν ἀπό τόν Θεό, παραβαίνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πολλά ἄλλα. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποκτήσουμε πνευματική σοφία καί νά μή συμπεριφερόμαστε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί».

Μέ τήν προτροπή νά ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας, νά τόν ἀξιοποιοῦμε μέ τόν καταλληλότερο τρόπο γιά ὅλα τά θέματα, κυρίως γιά τά πνευματικά ζητήματα, νά μετανοοῦμε, σᾶς εὔχομαι ὁ νέος χρόνος νά εἶναι εὐλογημένος.

Μέ θερμές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ


+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς

 

Κύριο ἄρθρο: Ἀναβαθμοί

Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,

Μέ τήν παροῦσα ποιμαντορική Ἐγκύκλιο θά ἤθελα νά σᾶς ἐνημερώσω ἐπισήμως ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε τόν Πρωτο­σύγ­κελλο τῆς Ἱερᾶς Μητρο­πόλεως Ἀρχιμ. Καλλίνικο Γεωργᾶτο σέ Μητροπολίτη Κα­στορίας, μέ τίς ψήφους τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας καί χειροτονή­θηκε σέ Μητροπολίτη ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθη­νῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τούς Μητροπο­λίτας, τόσο ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ὅσο καί ἀπό τήν Ἱεραρ­χία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Δοξάζω τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά πού μοῦ ἐπιφύλαξε. Τήν προηγούμενη χρονιά ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Καλλινίκου Ἐπισκόπου Ἐδέσσης, πνευματικοῦ μου πατρός καί ἐφέτος ἀνεδείχθη Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης ὁ Πρωτοσύγκελλός μας, πού τὀν γνώριζε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί φέρει τό ὄνομά του.

Ἡ ἀνά­δειξη ἑνός Ἐπι­σκόπου καί Μητροπολίτου εἶναι μεγάλη δωρεά γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Θεός ἔδωκε στήν Ἐκκλησία «πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 28). Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἑνώνονται ἁρ­μο­νικά τά μυστήρια μέ τά χαρίσματα καί αὐτό γίνεται πρός δόξαν Θεοῦ.

Ὁ νέος Μητροπολίτης Καστορίας, ἐνῶ κατάγεται ἀπό τήν Ἔδεσσα, εἶναι πνευματικός καρπός τῆς Ἱερᾶς Μητρο­πόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, γιατί ἐδῶ γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε ἐκκλη­σιαστικά, δηλαδή ἐδῶ ὑπηρέτησε ὡς Διάκονος, Ἱερεύς, Ἱεροκήρυκας καί Πρωτοσύγ­κελλος. Μέσα στά πλαίσια τῶν καθη­κόντων του περιερχόταν ὅλες τίς Ἐνορίες καί τά Μονα­στήρια, ἀσχολήθηκε μέ τήν κατήχηση τῶν νέων, μέ τίς Κατασκη­νώσεις, μέ τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί ἔκανε μέ ἀπόλυτη ὑπακοή ὅ,τι τοῦ ἀνέθετα γιά τήν καλή λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Τόν γνωρίσατε καί ἐσεῖς ἀπό κοντά καί εἴδατε τά χαρίσματά του τά ὁποῖα διέθεσε στήν Ἐκκλησία, τό φιλακόλουθο, τόν ζῆλο γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀγόνων Ἐνοριῶν καί ὅλων τῶν Ἱερέων, τήν οὐσιαστική του ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία.

Ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως βεβαιῶ γιά τήν ἀγάπη του στόν Θεό, τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους, καί γιά τήν θυσιαστική του προσφορά. Αὐτό μέ ἔκανε νά τόν προτείνω στόν Μακα­ριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀνάδειξή του σέ Μητροπολίτη. Καί πράγματι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τήν συντριπτική πλειοψηφία της τόν ἀνέδειξε Μητροπολίτη Καστορίας. Δοξάζω τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά. Σέ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση.

Σέ μᾶς τώρα ἀπομένει νά προσευχόμαστε, ὥστε ὁ Θεός νά τόν ἐνδυναμώνη στήν νέα θέση πού τόν ἀνέδειξε, ὅπου θά ἐκδιπλώση ὅλα τά χαρίσματά του, γιά νά ποιμάνη τούς Κληρικούς καί λαϊ­κούς πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας Του μέ ὀρθόδοξη πίστη, ἐκκλησιαστικό φρόνημα, θυσιαστική ἀγάπη, ταπείνωση, καί πρό παντός διάκριση, πού εἶναι ἡ μεγα­λύτερη τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, γιά τήν Ἱερά Μητρόπολή μας καί εἰδικότερα γιά μέ­να ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ π. Καλλινίκου θά εἶναι στέρηση ἑνός ἱκανοῦ, χαρι­σματούχου Κληρικοῦ. Παρά ταῦτα ἡ πορεία μας συνεχίζεται, τά προβλήματα ἀναμένουν λύσεις, οἱ Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί θέλουν καθοδήγηση στά προβλήματα πού ἀναφύονται, καί γι’ αὐτό ὁ κάθε Μητροπολίτης χρειά­ζεται συνεργούς στό πολυυπεύθυνο αὐτό ἔργο.

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο στήν θέση πού κατεῖχε μέχρι τώρα ὁ Ἀρχιμ. π. Καλλίνικος Γεωργᾶτος, διόρισα ὡς Γενικό Ἀρχιε­ρατικό Ἐπίτροπο τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Θωμᾶ Βαμβίνη, Ἐφη­μέριο τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, Κληρικό μέ πολλά φυσικά καί ἐπίκτητα προσόντα, πεπειραμένο στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, θεολογικά κατηρ­τισμένο καί ἱκανό στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα εἶχε τίς μισθολογικές καταστάσεις τῶν Ἐφημερίων καί Διακόνων καί κατεῖχε τήν θέση τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ναυπάκτου.

Ὁ Πρωτ. π. Θωμᾶς Βαμβίνης θά ἐνεργῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού τοῦ ἔθεσα, θά ὑπογράφη ἀντί ἐμοῦ ἔγγραφα, καί γενικῶς θά ἐνεργῆ μέσα στά ὅρια τῶν καθηκόντων πού τοῦ ἀνέθεσα. Ἐννοεῖται ὅτι θά τοῦ ἀποδίδεται ὁ ἁρμόζων σεβασμός καί τιμή καί ὡς Πρεσβύτερο Κληρικό καί ὡς ἐντολοδόχο μου, τόσο στίς λατρευτικές συνάξεις ὅσο καί στόν διοικητικό τομέα.

Εὔχομαι ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ καί νά σᾶς ἐνισχύη στό ἔργο πού ὁ καθένας ἔχει μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί φυσικά ὅλοι πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί «ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. ιγ΄, 17), ὥστε νά φανοῦμε καλοί διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, καί νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο τοῦ Ἀμπελῶνος τό «εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κε΄, 21).

Μέ διάπυρες εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασἰου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐγκύκλιος 98

Κύριο ἄρθρο: Ἄνθρωπος - Μετάνθρωπος

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς

Ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἑορτάσαμε πρίν λίγες ἡμέρες, συνδέεται μέ τήν ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἑορτάζουμε σήμερα, μαζί μέ τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους καί τήν ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, διότι ἡ περιτομή, σύμφωνα μέ τόν νόμο πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στήν Παλαιά Διαθήκη γινόταν ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν γέννηση τῶν ἀρσενικῶν παιδιῶν.

Ἔτσι καί ὁ Χριστός ὑποβλήθηκε σέ αὐτήν τήν ὀδυνηρή διαδικασία καί αὐτό συνδέεται μέ τήν ἄκρα ταπείνωση καί κένωσή Του, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Γέννησή Του μέχρι τόν Σταυρό ἦταν ζωή κενώσεως. Γεννήθηκε ὡς πτωχός σέ ἕναν στάβλο ἀλόγων ζώων καί πέθανε μόνος Του στόν Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ.

Ὅλα αὐτά τά ἔκανε ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μετά τήν πτώση του καί τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο περιπλανιόταν χωρίς τόν ἀληθινό Θεό καί βασανιζόταν ποικιλοτρόπως, λατρεύοντας τά εἴδωλα καί πιστεύοντας σέ ἰδέες καί φαντασίες.

Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ τιμή καί δόξα. Τόν ἔκανε νά ἔχη σῶμα καί ψυχή, ἀλλά καί νά ἔχη τήν Χάρη Του καί ἔτσι ἦταν ὁλοκληρωμένος. Καί ὅμως μετά τήν ἁμαρτία παρέμεινε μόνον μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα, χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐκτός ἀπό τίς ἐξαιρέσεις τῶν Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καί Δικαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκάλυψη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά δώση νέαν ζωή στόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἐπαναφέρη στήν προηγούμενη δόξα Του καί νά τόν ἀνεβάση ψηλότερα, νά τόν προσλάβη καί νά γίνη μέλος τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του. Μεγάλη τιμή γιά τόν ἄνθρωπο!

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκπλήσσονται βλἐποντας τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφωνεῖ: «Τί τό καινόν τοῦτο περί ἐμέ μυστήριον; Μικρός εἰμι καί μέγας, ταπεινός καί ὑψηλός, θνητός καί ἀθάνατος, ἐπίγειος καί οὐράνιος. Ἐκεῖνα μέν τοῦ κάτω κόσμου, ταῦτα δέ μετά τοῦ Θεοῦ• ἐκεῖνα μετά τῆς σαρκός, ταῦτα μετά τοῦ πνεύματος».

Ὁ ἄνθρωπος κατά τόν ἴδιον ἅγιο εἶναι «τό τιμιώτατον Θεῷ κτῆμα καί οἰκειότερον», γι’ αὐτό καί προτρέπει νά «γνωρίσωμεν ἡμῶν τό ἀξίωμα». Εἶναι μεγάλο ἔργο νά γνωρίσουμε τό ἀξίωμά μας, τήν δόξα μας. Χρειάζεται νά τό σπουδάσουμε σέ ὅλη τήν ζωή μας.

Ὁ Χριστός γιά νά μᾶς φανερώση τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν ἐξυψώση προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή ψυχή καί σῶμα, καί τήν θέωσε, καί ἔτσι μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουμε κατά Χάρη Θεοί, ὁλόκληροι μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα.

Ἐν τούτοις, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν ἄλλη πορεία, ἀφοῦ ἀποσποῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί διασποῦν τόν ἴδιο σέ πολλά κομμάτια. Ἄλλοι ταυτίζουν τόν ἄνθρωπο μόνον μέ τό σῶμα του, ἀναπτύσσοντας τήν σωματολατρεία, ἄλλοι ταυτίζουν τόν ἄνθρωπο μόνον μέ τήν λογική του καί καταλήγουν στήν λογικοκρατία, ἄλλοι τόν ταυτίζουν μόνον μέ τήν ψυχή του, τήν ὁποία ὅμως ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν θεολογική ἑρμηνεία της καί καταλήγουν στήν ψυχανάλυση καί ψυχολογία καί πολλά ἄλλα.

Τόν τελευταῖο καιρό παγκοσμίως, ὡς συνέχεια τῆς βιοτεχνολογίας, κατασκευάζουν ἕναν ἄνθρωπο ρομπότ, χωρίς σῶμα, χωρίς ψυχή, χωρίς Ἅγιον Πνεῦμα, ἁπλῶς κάνουν ἕνα σῶμα κατασκευασμένο ἀπό ὕλη, καλωδιωμένο καί συνδεδεμένο μέ ὑπολογιστές, πού εἶναι κατάργηση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά ἕνα «διαδίκτυο τῶν σωμάτων», γιά μιά «εἰκονική πραγματικότητα».

Ἔτσι, γίνεται λόγος γιά τόν «μετάνθρωπο» καί ὅλη αὐτή ἡ κίνηση ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς «μετανθρωπισμός». Εἶναι ἕνα κίνημα πού ὑποστηρίζει ὅτι ἔτσι «ἐνισχύεται ἡ διάνοια καί ἡ φυσιολογία μέ τεχνολογικά ἐνθέματα καί μέσα τῆς γενετικῆς». Ἔτσι, μπορεῖ κανείς «νά χρησιμοποιεῖ βιονικούς βραχίονες, βιονικά πόδια καί μάτια». Καί δέν γίνεται λόγος μόνον γιά τόν «ἐπαυξημένο» ἄνθρωπο, ὡς «βελτιστοποίηση τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδόσεων», ἀλλά καί γιά τήν προσπάθεια καταργήσεως τοῦ θανάτου μέ τήν «ψηφιακή ἀθανασία».

Ἡ νοοτροπία αὐτή τοῦ μετανθρωπισμοῦ ἀποδεσμεύεται τελείως ἀπό τήν θεολογία τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἐπίσης, ἀπομακρύνεται τελείως ἀπό τήν θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου Θεοῦ καί τῆς θεώσεώς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη ἀποδιώκεται ὅλο τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχῆς καί σώματος. Ἐπί πλέον ἀλλοιώνεται ὅλη ἡ διδασκαλία γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων.

Τί σχέση ἔχει ὁ μετανθρωπισμός μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ; Τί σχέση ἔχει ἡ κίνηση τοῦ μετανθρωπισμοῦ μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν θέωση ὅλου τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα; Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού θεωρεῖται αὐτή ἡ κίνηση ὡς ἀλαζονική καί ἑωσφορική νοοτροπία, ὡς εἰδωλοποίηση τῆς ζωῆς.

Ἀλλά ὁ μετανθρωπισμός εἶναι ἀντίθετος καί μέ τίς βασικές ἀρχές τοῦ οὑμανισμοῦ-ἀνθρωπισμοῦ, διότι ἔτσι χάνεται καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάση τόν ἄνθρωπό του ὡς ἄνθρωπο, καί νά ἔχει στοιχειώδεις ἀνθρώπινες ἐπαφές μαζί του.

Δεχόμαστε τήν ἐπιστήμη ὅταν ὡφελῆ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τήν δεχθοῦμε ὅταν ὁδηγῆ τόν ἄνθρωπο στόν ἀπανθρωπισμό του καί ἀρνεῖται τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά φοβερές συνέπειες γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Σήμερα εἶναι ἕνας νέος χρόνος, ἀλλά πρέπει νά εἶναι νέος καί ὡς πρός τίς ἀντιλήψεις, διότι διαφορετικά νομίζουμε ὅτι εἴμαστε νέοι ἄνθρωποι πού ζοῦμε σέ νέο χρόνο, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ὀπισθοδρόμηση στήν εἰδωλολατρεία ἀπό τήν ὁποία μᾶς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός.

Σᾶς εὔχομαι καλή χρονιά, μέ ἀγάπη, ὑγεία καί ἐλευθερία ἐν Χριστῷ, νά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ πατρικές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Βασιλειάδα: «Ἡ νόσος φιλοσοφεῖται»

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Πρωτοχρονιᾶς 2021

Ἱερόθεος

ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου

Πρός τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς
τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Στήν ἀρχή κάθε ἔτους βλέπουμε τό παρελθόν καί ἀτενίζουμε στό μέλλον, μετανοοῦμε γιά τά λάθη καί τίς ἁμαρτίες πού κάναμε τό προηγούμενο ἔτος καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τό νέον ἔτος, σκεπτόμαστε τά προβλήματα πού προέκυψαν τό προηγούμενο ἔτος, ἀναλογιζόμαστε καί τούς ἀποχωρισμούς ἀγαπητῶν μας ἀνθρώπων ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, κυρίως ἐξαιτίας τοῦ νέου ἰοῦ, ἀλλά καί προσευχόμαστε στόν Θεό νά φωτίση αὐτούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν σωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων νά βροῦν τά κατάλληλα φάρμακα γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματός μας.

Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων καί εὔχεται καί γι’ αὐτήν, ὄχι γιατί αὐτό εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά γιά νά συντελῆ καί αὐτή πρός τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Πρέπει νά ἐπικρατῆ ὁ συντονισμός μεταξύ ὑγείας τοῦ σώματος καί ὑγείας τῆς ψυχῆς. Φυσικά, μεγαλύτερο ἀγαθό εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί ὑπερβαίνη τό ἄγχος καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.

Σήμερα, τήν πρώτη Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, ἐκτός ἀπό τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού συνιστᾶ τήν ἄκρα ταπείνωση καί κένωση τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἱερά μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί συνεδύαζε πράξη καί θεωρία, θεολογία καί ποιμαντική, φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, πνευματική ἰατρική καί σωματική ἰατρική, κοινωνική δράση καί μοναχική παιδεία, διδασκαλική προσφορά καί λειτουργική πράξη. Γενικά, ἦταν ἕνας ὁλοκληρωμένος θεολόγος, πνευματικός πατέρας καί λειτουργός.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἵδρυσε ἕνα φιλανθρωπικό κέντρο, τήν λεγομένη «Βασιλειάδα», ἡ ὁποία προσέλαβε τό ὄνομά της ἀπό τόν ἱδρυτή της. Πρόκειται γιά μιά ὁλόκληρη πολιτεία, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά πολλοί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, ὅπως πτωχοί, ἐγκαταλελειμμένοι γέροντες, διερχόμενοι, ἄστεγοι καί πολλοί πάσχοντες, καί μέσα σέ αὐτήν τήν φιλάνθρωπη πολιτεία κυρίαρχος καί πρωταγωνιστικός ἄνθρωπος ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος.

Περιγραφή αὐτῆς τῆς φιλάνθρωπης πολιτείας κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο λόγο του στόν φίλο του Βασίλειο, ἀπό τόν ὁποῖον θά παρουσιάσω μερικά στοιχεῖα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Καλόν φιλανθρωπία καί πτωχοτροφία, καί τό τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας βοήθημα», δηλαδή εἶναι καλό ἡ φιλανθρωπία καί ἡ διατροφή τῶν πτωχῶν καί ἡ βοήθεια στήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια πρός τόν σκοπό αὐτόν. Παρουσίασε ὡς πρότυπο φιλανθρωπίας τήν «Βασιλειάδα», γι’ αὐτό προτρέπει τόν ἀκροατή νά βγῆ λίγο ἔξω ἀπό τήν πόλη καί νά δῆ «τήν καινήν πόλιν», δηλαδή τήν καινούρια πόλη, πού εἶναι, ὅπως γράφει, τό ταμεῖο τῆς εὐσέβειας, τό κοινό θησαύρισμα ὅσων εὐποροῦν, στό ὁποῖο ἀποθέτουν τά περισσεύματα τοῦ πλούτου τους καί τά ἀπαραίτητα, μέ τίς παραινέσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος παρακινοῦσε τούς πλουσίους καί ὅλους τούς Χριστιανούς νά καταθέτουν ἐκεῖ ἤ τά περισσεύματά τους ἤ τά ἀπαραίτητα ὑλικά ἀγαθά γιά νά βοηθηθοῦν ὅσοι τό εἶχαν ἀνάγκη.

Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει καί τόν τρόπο λειτουργίας τῆς «καινῆς αὐτῆς» πόλεως. Σέ αὐτήν «νόσος φιλοσοφεῖται, καί συμφορά μακαρίζεται, καί τό συμπαθές δοκιμάζεται», δηλαδή στήν «Βασιλειάδα» ἡ ἀσθένεια ἀντιμετωπίζεται φιλοσοφικά, ἐννοεῖται θεολογικά, ἡ συμφορά γίνεται ἀντικείμενο μακαρισμοῦ καί δοκιμάζεται ἡ συμπάθεια πρός τούς ἄλλους.

Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ ἀσθένεια δέν ἀντιμετωπίζεται μόνον μέ φάρμακα, ἀφοῦ ὁ κάθε ἄρρωστος δοκιμάζεται ἀπό ἐνοχές, θλίψεις, ἀπογοητεύσεις, ἀλλά καί τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὁπότε χρειάζεται μιά ὁλόκληρη ποιμαντική ἐπιστήμη γιά νά ἀντιμετωπίση τόν ἄνθρωπο ὅταν ἀσθενῆ. Γι’ αὐτό στό φιλανθρωπικό αὐτό ἵδρυμα τό πιό θαυμαστό ἀπό ὅλα ἦταν «ἡ σύντομος τῆς σωτηρίας ὁδός», ἡ εὐκολότατη «πρός οὐρανόν ἀνάβασις». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ «νόσος φιλοσοφεῖται καί ἡ συμφορά μακαρίζεται».

Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι στήν πόλη αὐτή ἔβλεπε κανείς ἕνα φοβερό καί θλιβερό θέαμα πού προερχόταν ἀπό τούς λεπρούς. Τότε ἡ λέπρα ἦταν ἀθεράπευτη. Γι’ αὐτό ἔβλεπε κανείς ἀνθρώπους πού ἐκδιώκονταν ἀπό τίς πολιτεῖες, τά σπίτια τους, τίς ἀγορές, τίς πηγές, ἀπό τούς ἀγαπητούς τους ἀνθρώπους. Αὐτούς τούς συγκέντρωνε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πόλη αὐτή. Καί ἔβλεπε κανείς αὐτό τό φοβερό θέαμα νά εἶναι ἄνθρωποι «νεκροί πρό θανάτου» καί πεθαμένοι στά περισσότερα μέρη τοῦ σώματος, πού τά κατέτρωγε ἡ λέπρα καί ἀναγνωρίζονταν περισσότερο ἀπό τά ὀνόματά τους, παρά ἀπό τά σώματά τους. Αὐτοί οὔτε μποροῦσαν νά συμμετέχουν σέ συναθροίσεις καί σέ συνάξεις, γιά νά τραγουδοῦν κατά ζεύγη, οὔτε νά συμπονοῦνται ἀπό τούς ἄλλους ἕνεκα τῆς νόσου, πού ἦταν μεταδοτική, ἀλλά περισσότερο νά μισοῦνται ἀπό τούς συνανθρώπους τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅμως, ἔπειθε ὅλους νά μή καταφρονοῦν τούς λεπρούς αὐτούς, οὔτε νά προσβάλλουν τόν Χριστό πού εἶναι ἡ κοινή κεφαλή ὅλων μέ τήν ἀπανθρωπία, ἀλλά νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στίς συμφορές τῶν ἄλλων.

Δέν δίδασκε μόνον τούς ἄλλους νά βοηθοῦν τούς λεπρούς, ἀλλά ὁ ἴδιος ἔδινε τό παράδειγμα. Καί ἐνῶ ἡ λέπρα τότε ἦταν ἀθεράπευτη καί μολυσματική ἀσθένεια, ὁ Μέγας Βασίλειος πού ἦταν εὐγενής καί καταγόταν ἀπό εὐγενεῖς ἀνθρώπους καί ἦταν «ὑπέρλαμπρος», δέν ἀπαξίωνε νά τιμᾶ τήν νόσο τῆς λέπρας μέ τά χείλη του, δηλαδή «ὡς ἀδελφός ἠσπάζετο» τούς λεπρούς, γιά νά δείξη τήν ἀγάπη του σέ αὐτούς.

Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος, κατά τήν περιγραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἦταν ἀνυπέρβλητος καί ἀγαποῦσε τούς ἀρρώστους, ἀλλά περισσότερο ἀγαποῦσε τούς λεπρούς καί τούς φιλοῦσε, παρά τήν μολυσμαστική αὐτή ἀσθένεια, γιά νά τούς δείχνη τήν ἀγάπη του καί τήν φιλανθρωπία του. Γνώριζε ὅτι ὁ ἄρρωστος χρειάζεται τήν ἀγάπη μας καί τήν συμπαράστασή μας.

Δέν εἶναι εὔκολο νά μιμηθῆ κανείς τό παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅταν συγκρίνη τίς ἀνάλογες περιπτώσεις τῶν ἡμερῶν μας μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, πού ὁμοιάζει κάπως μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τῆς λέπρας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μᾶς καταλαμβάνει φόβος καί τρόμος μπροστά στόν θάνατο καί ἀποφεύγουμε τούς ἀρρώστους, κυρίως ὅσους προσβλήθηκαν ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ζοῦμε σέ δύσκολη ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἡ ἀρρώστια καί ὁ θάνατος θερίζουν ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, συγγενεῖς καί φίλους. Θά πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό νά φωτίση τούς ἁρμοδίους στό νά βρεθοῦν κατάλληλες θεραπεῖες, καί κυρίως νά μή χάσουμε τήν ἀνθρωπιά μας. Πάνω ἀπό ὅλα νά μή ἀπολυτοποιοῦμε τήν ζωή μας ἐδῶ στήν γῆ, ἀφοῦ ἐδῶ εἴμαστε προσωρινοί καί ὁδεύουμε πρός τήν οὐράνια πατρίδα μας, κατά τό ἀποστολικό «οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄, 14). Νομίζω, αὐτήν τήν περίοδο εἶναι κατάλληλη ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου:

«Χάρισαί μοι, Κύριε, τοῦ γνῶναι τήν ἀλήθειάν Σου πρό τοῦ ἀπελθεῖν με ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης. Παράτεινον τάς ἡμέρας μου, ἕως ἄν προσφέρω Σοι μετάνοιαν ἀληθινήν. Μή ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου, καί ὅταν εὐδοκήσῃς θεῖναι πέρας τῇ ζωῇ μου προγνώρισόν μοι τόν θάνατόν μου, ἵνα ἡ ψυχή μου ἑτοιμασθῇ πρός συνάντησίν Σου. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ μεγάλῃ καί ἱερᾷ δι’ ἐμέ, γενοῦ μετ’ ἐμοῦ Κύριε, καί ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με ἀπό παντός ἁμαρτήματος φανεροῦ ἤ κρυφίου, ἀπό πάσης ἀνομίας κεκρυμμένης ἐν ἐμοί, καί ἀξίωσόν με προσφέρειν σοι καλήν ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματός Σου».

Ὁ Μέγας Βασίλειος νά μᾶς φωτίζη καί νά μᾶς ἐμπνέη, ποιμένες καί ποιμαινομένους.

Μέ πατρικές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ - Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων

Ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων εἶναι μιά ζεστή εὐλογημένη ἡμέρα, γιατί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά μᾶς συναντήση, ὕστερα ἀπό τήν ἀποστασία μας καί τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Παράδεισο.

Ἤμασταν πληγωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί Αὐτός ἦλθε ὡς ἰατρός νά μᾶς θεραπεύση, ἤμασταν στήν ἐξορία καί Αὐτός ἦλθε ὡς φίλος στόν τόπο μας, ἤμασταν ἀπελπισμένοι καί Αὐτός μᾶς ἔφερε ἐλπίδα, εἴχαμε βαθύτατο πόνο ψυχικό καί σωματικό καί Αὐτός μᾶς ἔδωσε χαρά. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀγαπήση ἕναν τέτοιον Θεό πού ἀγαπᾶ, πού γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σέ ἕνα σπήλαιο, πού περνᾶ μέσα ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων, πού ἐξαναγκάζεται νά ζήση ὡς μετανάστης στήν Αἴγυπτο, νά βιώση ὅλες τίς τραγικές συνθῆκες ζωῆς πού ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος καί τελικά θυσιάζεται γιά νά μᾶς σώση;

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας αἰσθάνονται μέσα τους τήν μεγάλη, τρυφερή, ἐκστατική, θυσιαστική καί γνήσια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό τούς ἀπελευθερώνει ἀπό κάθε ὑποδούλωση, θλίψη, ἀπελπισία, δυσκολία. Ὅταν κανείς ξέρη ὅτι κάποιος τόν ἀγαπᾶ πραγματικά, δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ τίς ἐξωτερικές στενοχώριες, τά ἐξωτερικά προβλήματα. Αὐτό τό βλέπουμε στούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, αὐτό τό διαβάζουμε σέ ὅλα τά κείμενα τῶν ἁγίων.

Πρόσφατα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε τήν ἁγιοκατάταξη ἑνός εὐλογημένου ἱερομονάχου, τοῦ π. Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του ἦταν γιά ἕνα μικρό διάστημα μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί τελικά κοιμήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος τό ἔτος 1991. Στό ἐνδιάμεσο διάστημα ἔζησε τόν περισσότερο καιρό στήν Ἀθήνα καί τήν Ἀττική, ὑπηρέτησε ὡς Ἱερέας στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, πλησίον τῆς πλατείας Ὁμονοίας καί γνώρισε τόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀλλά τά ἀντιμετώπιζε ὅλα αὐτά μέ τήν βαθειά ἀγάπη πρός τόν Χριστό, συγχρόνως αἰσθανόταν καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Θά ἤθελα αὐτήν τήν εὐλογημένη ἡμέρα νά σᾶς παρουσιάσω μερικούς λόγους του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος:

«Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς τό ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτός ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.

Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιά χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιά πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: "Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον". Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού δίνεται στούς "καθαρούς τῇ καρδίᾳ"....

Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτε δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον;

Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι ἄλλος ἔρως. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά-σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρωτας, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τή βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.

Μόνο σ' ἕνα σημεῖο σταματᾶ ὁ κορεσμός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φτάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφτασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ δέν τό νιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα, αὐτήν τήν θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκητές. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ' αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ....

Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: "Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ...". Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζουμε καί νά Τόν πλησιάζουμε. Πέφτουμε; Ἁμαρτάνουμε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχουμε κοντά Του, ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίνει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: "Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με". Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπ' τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.

Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσουμε τόν σεβασμό μας σ' Ἐκεῖνον».

Αὐτά πού ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς ἑνός ὑγιοῦς καί αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ πόθος ἑνός ἁγίου καί μέ αὐτόν ξεπερνιοῦνται ὅλα τά προβλήματα, εἶναι τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἄς ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, ἄς αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη Του, ἄς προσευχόμαστε σέ Αὐτόν, ἄς ἀνταποκριθοῦμε ἔστω καί στό ἐλάχιστον στήν δική Του ἀγάπη, καί τότε θά ἑορτάζουμε Χριστούγεννα στήν καρδιά μας αἰώνια.

Με θερμές ευχές και ευλογίες

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2022
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχω τήν µεγάλη χαρά νά ἀπευθυνθῶ σὲ ὅλους ἐσᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας καί νά σᾶς ἀπευθύνω τάν θριαμβευτικό χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». 
 
Αὐτός ὁ χαιρετισμός δείχνει  ὅτι ἐάν ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν κάποιο θνητό ἀρχηγό καί ἱδρυτή, ὁ Χριστιανισμός πού δέν εἶναι µιά ἁπλή θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία, ἔχει κεφαλή τόν Ἀναστάντα Χριστό πού μένει στὀν αἰῶνα ζῶν καί ζωογονεῖ τά µέλη τοῦ ἐνδόξου Σὠματός Του. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει: «Μή φοβοῦ' ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ἄδου» (Ἀπ. α’, 17-18). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑμνοῦμε καί δοξάζουµε τόν Ἀναστάντα Χριστό σέ ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καί κάθε Κυριακή πού εἶναι τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. 
 
Αὐτό αἰσθανόμαστε κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, γιατί εἵμαστε µέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού διατηρεῖ τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὀρθή ζωή, ἔχει τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ ὁ Σεσαρκωµένος Λόγος στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
 
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλῶς πάνω ἀπό κάθε θρησκεία, ἀλλά εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί µέσα σἐ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τελοῦνται ὅλα τά ἅγια Μυστήρια, µέ ἀποκορύφωμα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή δέν εἶναι µιά συναισθηματική ζωή, δέν εἶναι κάποια ἤθη καὶ ἔθιμα, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική καὶ ἀναστάσιμη ζωή. Μέσα στἠν Ἐκκλησία ἀποβάλλουμε τήν ἀπελπισία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, τήν θλίψη καί τήν κατήφεια, τόν ἀτομισμό καί τήν φιλαυτία, καὶ γεµίζουµε ἀπό πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα καὶ ζωή. 
 
Ἔπειτα, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλά ἐμπειρική, σταυροναστάσιµη. Ἐνῶ ἡ φιλοσοφία ἱκανοποιεῖ τήν φαντασία καί τόν ἀνθρώπινο στοχασμό, ἡ θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί γι αὐτό ἁγιάζει ὅλον τόν ἄνθρωπο. Κάθε φιλόσοφος προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύση τό γιατί ὑπάρχει ὁ κόσµος, ποῦ ὀφείλεται τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν, γιατί νά κυριαρχῆ ὁ θάνατος µέσα στήν φύση καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, καί ὅπως εἶναι φυσικό δίνονται πολλές ἀπαντήσεις, ὅσοι εἶναι καί οἱ φιλόσοφοι καὶ φιλοσοφοῦντες. Ὅμως, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ζοῦν µέσα στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διακατέχονται ἀπό τήν δύναμη τῆς ζωῆς καί τῆς ἀναστάσεως καί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐλπίδα, ζοῦν τό ὅτι ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί µεταγγίζει αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ζωή στούς φίλους Του. 
 
Οἱ ἄνθρωποι πού κλείνονται στὀν ἑαυτό τους διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καὶ τὀν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν εἶναι µόνο ἕνα συνταρακτικό γεγονός πού ἔρχεται στὁ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά ὑφίσταται µέσα στήν ὕπαρξή µας ἀπό τήν πρώτη στιγµή τῆς συλλήψεώς µας µέ τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τῆς φθορᾶς, τῶν ἀσθενειῶν καί τοῦ θανάτου. Ἀκόμη πολλοί ἄνθρωποι αἰσθάνονται σάν νά βρίσκονται µέσα σὲ ἕναν προσωπικό ἄδη, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ θλίψη, ὁ πόνος, τό σκοτάδι τῆς ἐρήμωσης, ἡ μοναξιά, ἡ ἀπόγνωση καί ἀπελπισία. 
 
Ὅμως, ὅσοι πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦν ἐν Χριστῷ τήν ἀναστάσιμη ζωή µέσα στἠν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀποδιώκουν τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀπομακρύνουν τήν θλίψη καί τήν ἀπελπισία καί εἶναι φωτεινοί ἄνθρωποι, δυνατοί ἀκόμη καί στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς τους. Αὐτό γίνεται γιατί ἐπικαλοῦνται τόν Ἀναστάντα Χριστό καί Ἐκεῖνος ἔρχεται µέσα στόν προσωπικό τους ἄδη καί τούς γεμίζει μέ φῶς καὶ εἰρήνη. 
 
Σήµερα, αὐτή τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἶναι πλημμυρισμένα στὸ οὐράνιο Φῶς, ὅλα εἶναι χαρούμενα. Πρέπει, ὅμως, νά εὐχόμαστε αὐτή ἡ πνευματική χαρά νά µήν εἶναι πρόσκαιρη, νά µή συνδέεται μέ μερικές ἡμέρες τὀν χρὀνο, ἀλλά νά συνοδεύη πάντα τήν ζωή µας, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νά μεταμορφώση ὅλη τήν ζωή µας σὲ µιά ἀναστάσιμη ἑορτή. Πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἀρρώστιες, τίς πτώσεις, τήν στέρηση τῶν ἀγαπητῶν µας ἀνθρώπων, τά οἰκογενειακά καί οἰκονομικά ζητήµατα μὲ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. 
 
Εὔχομαι σὲ ὅλους τούς ἀγαπητούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας νά ἔχουν σωματική ὑγεία, ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά κυρίως νά εἶναι γεμάτοι ἀπό τό Φῶς καί τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τότε δέν θά διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καί τόν πόνο, ἀπό τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τότε, ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά εἶναι µιά κοινωνική, ἐποχιακή καί συναισθηματική ἑορτή, ἀλλά θά εἶναι ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τῆς ἀκαταλύτου, ἑορτή ἐλπίδας, ἀγάπης καί ἰσχυροῦ νοήματος γιά τήν ζωή, θά εἶναι τό αἰώνιο Πάσχα. 
 
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί. 
 
Μὲ ἀναστάσιμες εὐχὲς
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
 
Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα