Γράφτηκε στις .

Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου: “Νὰ μὴν τὸ μάθη κανείς” ἤ, ἡ δωρεὰ τῆς “ὑπερέτρας”

Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Διαβάσαμε στὸ Περιοδικὸ "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" ἕνα κείμενο τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο του "Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα", ἐκδόσεις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος), τὸ ὁποῖο πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς πῇ καὶ νὰ μᾶς διδάξη.

Εἶναι γνωστὴ ἡ εὐλάβεια τοῦ λαοῦ μας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀνέγερση καὶ διακόσμηση Ἱερῶν Ναῶν διαφόρων μεγεθῶν, ἀπὸ μικρὰ εἰκονίσματα καὶ ξωκκλήσια, μέχρι μεγαλόπρεπους βυζαντινοὺς Ναούς.

Τὸ καλό, ὅμως, δὲν εἶναι καλὸ ἂν δὲν γίνη καὶ καλά, γι' αὐτὸ καὶ χρειάζεται προσοχὴ ὡς πρὸς τὴν ἐξέταση τῶν κινήτρων ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὶς εὐλογημένες κατὰ τὰ ἄλλα αὐτὲς πράξεις ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο. Διότι, ἄλλοτε περισσότερο, ἄλλοτε λιγότερο, τὰ κίνητρα μιᾶς δωρεᾶς εἶναι δυνατὸν νὰ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν εὐλάβεια καὶ νὰ φθάνουν, εὐτυχῶς σπάνια, μέχρι καὶ τὴν ματαιοδοξία.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πρέπει νὰ προσεχθῇ ἰδιαίτερα ἡ συνήθεια –ποῦ τείνει νὰ θεσμοποιηθῇ– σὲ κάθε τί ποὺ προσφέρεται στὸν Ναὸ καὶ γενικότερα στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀπαιτῆται ἡ ἀναγραφὴ καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ δωρητῆ, κάτι ποὺ δὲν παρετηρεῖτο παλαιότερα, ἴσως ἐπειδὴ ἠχοῦσε πιὸ ἔντονα στὰ αὐτιὰ τῶν τότε Χριστιανῶν, ὁ λόγος περὶ ἀνωνυμίας τῆς εὐεργεσίας.

Ὡς πρὸς τὰ κίνητρα, λοιπόν, τῆς δωρεᾶς, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνάρτηση ταμπελῶν κλπ. μὲ τὰ ὀνόματα κτητόρων καὶ δωρητῶν, ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πῇ ὁ ἀείμνηστος π. Ἐπιφάνιος, ἤ, μᾶλλον, ἡ εὐλογημένη "ὑπερέτρα", ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσε σφόδρα νὰ μὴ χάση τὸν "μιστό" της –στὴν Βασιλεία τοῦ κατοικοῦντος καὶ λατρευομένου ἐν τῷ Ναῷ– ἐξ αἰτίας μιᾶς πρόσκαιρης μνημόνευσης.

"Αὐτὴ τὴ στιγμή μου ἔρχεται στὴ μνήμη τὸ παράδειγμα μιᾶς πολὺ ἁπλῆς γυναίκας τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχα συναντήσει κάποτε στὸ ἐξομολογητήριο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Δὲν τὴν γνώριζα, οὔτε τὴν γνωρίζω· οὔτε ἂν τὴν δῶ στὸ δρόμο θὰ τὴν θυμηθῶ. Θὰ πλησίαζε τὰ ἑβδομῆντα. Ἴσως νὰ τὴν ἔχη καλέσει ὁ Θεὸς τώρα. Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε, δὲν θυμᾶμαι πῶς ἦλθε τὸ θέμα γιατί αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ ἁμαρτίες, τὴν ρώτησα ἂν ἐργάζεται.

-Ὄχι, πάτερ μου, σταμάτησα· δὲν μπορῶ πιὰ ἄλλο νὰ ἐργάζωμαι.

-Καὶ πῶς ζῇς; Ἔχεις κάποια σύνταξι;

-Ὄχι, οὔτε σύνταξι ἔχω.

Μὲ κοίταξε λίγο ἔτσι καχύποπτα, ἀγράμματη ἡ καημένη, καὶ μοῦ λέει:

-Πνευματικὸς εἶσαι, θὰ σοῦ πῶ. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ πῇς πουθενά! Ἡ ἐνορία μας ἔκτισε ἕνα νέο ναό. Μεγάλο, καὶ ὡραῖο. Ἔγιναν πάρα πολλὰ ἔργα μέσα στὸ ναὸ· εἶχε μείνει τὸ τέμπλο. Οἱ ἱερεῖς εἶπαν, καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὅτι τώρα θ' ἀρχίσουμε τὸν ἔρανο γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ τέμπλο ξυλόγλυπτο. Ἐγὼ ἀπὸ μικρὴ κοπέλλα, ὅλη μου τὴν ζωή, ἐργαζόμουν "ὑπερέτρα" καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρνα, ἔφτιαξα ἕνα σπίτι. Ἔμενα σ' ἕνα δωματιάκι καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ νοίκιαζα καὶ ἔτσι ζοῦσα. Πάω, βρίσκω τὸν προϊστάμενο τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ λέω: "Πάτερ μου, πόσο θέλει νὰ γίνη τὸ τέμπλο;" Μοῦ εἶπε, ἑνάμισι ἑκατομμύριο -τῆς ἐποχῆς ἐκείνης βέβαια, (σημερινὰ χρήματα εἴκοσι- εἰκοσιπέντε ἑκατομμύρια δρχ.).

-"Πάτερ μου, ἄκουσε, τοῦ λέω. Ἔχω ἕνα σπίτι· τὰ πιάνει αὐτὰ τὰ χρήματα ἀλλὰ ἀναλαμβάνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο νὰ μοῦ δίνη ἐνάμισυ χιλιάρικο τὸ μῆνα ποὺ παίρνω ἀπὸ τὰ ἐνοίκια γιὰ νὰ ζῶ; Ὅσο ζῶ. Μετὰ δὲν θὰ δώση τίποτε στοὺς κληρονόμους μου".

-"Τὸ ἀναλαμβάνει καὶ μὲ τὸ παραπάνω καὶ περισσότερα".

-"Ἀλλά, ἄκουσε -τοῦ λέω- δὲν θὰ τὸ ξέρη κανείς. Ἐγὼ καὶ σύ".

-"Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κάτι τέτοιο, διότι γιὰ νὰ τὸ ἀποφασίση τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο, πρέπει νὰ τὸ μάθη. Πῶς θὰ πάρη τέτοια ἀπόφαση; Ἑπομένως δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρατήσω τελείως μυστικό".

-"Καλά, θὰ πάρης, ὅμως, τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συμβούλους ἕναν- ἕναν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νὰ σοῦ ὑποσχεθοῦν ὅτι δὲν θὰ τὸ ποῦν σὲ κανέναν. Νὰ μὴν τὸ μάθη κανεὶς στὴν ἐνορία!".

-"Ἐν τάξει, αὐτὸ στὸ ὑπόσχομαι".

Πράγματι, πουλήθηκε τὸ σπιτάκι καὶ ἔγινε τέμπλο. Κι ἐγώ, πνευματικέ μου, ζῶ μ' αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνει τὸ συμβούλιο. Ἅ, μοῦ εἶπαν μερικοὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, ποὺ τὸ ἤξεραν "Αἵ, καημένη τώρα, τὸ ἔφτιαξες ποὺ τὸ ἔφτιαξες, δὲν ἀφήνεις νὰ βάλουμε καὶ τ' ὄνομά σου;". "Ὄχι, ὄχι -τοὺς λέγω- γιατί θὰ χάσω τὸ μιστό (!) μοῦ, ἅμα θὰ κάνετε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα".

Τώρα πάω στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ βλέπω τὸ τέμπλο καὶ κλαίω ἀπὸ τὴν χαρά μου καὶ λέω: Σ' εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, διότι ἀξίωσες ἐμένα, μιὰ φτωχὴ γυναῖκα, μιὰ ὑπερέτρα, ποὺ δὲν ἀξίζω τίποτε, ἕνα σκουπίδι, νὰ κάνω ἕνα τέτοιο ὡραῖο πρᾶγμα στὸ ναό σου. Καὶ τὸ βλέπω καὶ ἀγαλλιάζεται ἡ ψυχή μου. Αἵ, καὶ πιστεύω νὰ πάω στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ παρουσιάσω αὐτό, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο στὴ ζωή μου· νὰ πῶ: "Κύριέ μου, ἐγὼ τοὺς κόπους μου τοὺς ἔδωσα νὰ φτιάξω ἕνα ἔργο στὸ ναό σου· δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο".

Τόσο πολὺ μὲ συγκλόνισε τὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς γυναίκας, ποὺ εἶπα: Ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως πόσους θὰ κρίνη ἡ γριούλα αὐτὴ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς κληρικούς, ποὺ πολλὲς φορὲς βάζουμε φαρδύ-πλατὺ τὸ ὄνομά μας καὶ γράφουμε "τὸ τέμπλο ἢ ὁ ναὸς ἐγένετο ἐπὶ τάδε, ἐπὶ τάδε, ἐπὶ τάδε" καὶ ἀπὸ κάτω ἀρχίζουν οἱ λίστες τῶν δωρητῶν. Αὐτὴ ἡ ἁπλὴ γυναῖκα, χωρὶς νὰ ἔχη προχωρήσει πολὺ στὰ πνευματικά, ἔκανε μία τέτοια σκέψι, τὴν ὁποία οὔτε ἐμεῖς, οἱ τάχα προηγμένοι πνευματικῶς δὲν κάνουμε. Κολακευόμεθα νὰ γίνεται γνωστό, ὅτι δώσαμε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ἐπαναλαμβάνω, μερικὲς τέτοιες ψυχοῦλες, καθαρὲς ψυχές, "ὧν οὐκ ἥν ἄξιος ὁ κόσμος" (Ἐβρ. Ἰα' 38), τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θὰ μᾶς κρίνουν."

***

Ἀπρόσφορο ἔδαφος

..."Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου" (Μάτθ. ς΄, 3). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ διηγούμαστε στοὺς ἄλλους ὄ τιδήποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, πρὶν ἡ ψυχὴ στερεωθεῖ πλήρως στὴν ταπείνωση. Διαφορετικὰ ἡ καρδιὰ γίνεται ἀπρόσφορο ἔδαφος, ἂν ὄχι ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ ἄσκηση, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κενοδοξίας.

(Ἀρχιμ. Σωφρονίου: "Ἀγῶνας Θεογνωσίας")