Γράφτηκε στις .

Κωνσταντίνου Π. Χαραλαμπίδη: Θεομητορικὲς ἀπεικονίσεις στὴ Ρώμη δύο αἰῶνες πρὶν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου

Κωνσταντίνου Π. Χαραλαμπίδη, Ὀμότιμου Καθηγητοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Ἔφεσο τὸ 431 ἐσημείωσε ἀξιομνημόνευτο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν λατρευτικῶν τιμῶν πρὸς τὴ Θεοτόκο. Μὲ τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου καὶ τὴ δογματικὴ διακήρυξη γιὰ τὴν παρθένο Μαρία ὡς Θεοτόκο καὶ μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἄρχισε ἕνα νέο κῦμα – θὰ λέγαμε – λατρευτικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τιμὴ τῆς μητέρας τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Κωνσταντίνου Π. Χαραλαμπίδη: Θεομητορικές απεικονίσεις στη Ρώμη δύο αιώνες πριν την Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου

Ἡ θεολογικὴ αὐτὴ ἐπιτυχία στὴν Ἔφεσο ἔδωσε καὶ στὴ Ρώμη μία ἀσυνήθιστη ἄνθηση γιὰ νέες θεομητορικὲς ἐκδηλώσεις. Ἔτσι ὁ πάπας Σίξτος Γ΄ (432-440), ὁ διάδοχος τοῦ Κελεστίνου Α', ποὺ καταπολέμησε μὲ γενναιότητα τὴ νεστοριανικὴ αἵρεση, ἔθεσε ἀμέσως σὲ ἑτοιμότητα τὰ μεγαλεπίβολα σχέδιά του γιὰ ἀνοικοδόμηση τοῦ πρώτου μεγάλου θεομητορικοῦ κτιρίου, τὴ βασιλικὴ τῆς S. Maria Maggiore (Θεοτόκος ἡ Μείζων) μὲ τὴ θριαμβευτικὴ ἁψῖδα, τῆς ὁποίας τὰ πολύτιμα ψηφιδωτὰ ἐξαίρουν τὴ θεία μητρότητα τῆς παρθένου Μαρίας. Ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ θεομητορικοῦ μνημείου προστέθηκαν μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων καὶ ἄλλα τέτοια μνημεῖα στὴ Ρώμη, ὅπως ἐκκλησίες, εὐκτήριοι οἶκοι, ναΐδρια σὲ πλατεῖες καὶ προσκυνητάρια κατὰ μῆκος τῶν ρωμαϊκῶν ὁδῶν. Κοντὰ στοὺς ἀρχιτέκτονες τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν προσκυνημάτων προστέθηκαν καὶ ἄλλα συναφῆ καλλιτεχνικὰ ἐπαγγέλματα, ὅπως τῶν τοιχογράφων, τῶν ψηφιδογράφων, τῶν γλυπτῶν, τῶν χρυσοχόων καὶ τῶν χαρακτών. Καμία πόλη στὸν χριστιανικὸ κόσμο δὲν γνώρισε τέτοια καλλιτεχνικὴ ἄνθηση θεομητορικῶν μνημείων ὅπως ἡ Ρώμη κατὰ τὴ μακρὰ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἱστορία της.

Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν βέβαια μετὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 431 ἡ Θεοτόκος εἶχε τὴν πρέπουσα μερίδα ἐκδήλωσης τιμῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ λαό. Οἱ πρῶτες σαφεῖς μαρτυρίες γιὰ τὴ Θεομήτορα στὴ Ρώμη ἀναφέρονται στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, φιλοσόφου καὶ μάρτυρα καὶ εἶναι μεταγενέστερες τῶν μισῶν τοῦ Β΄ αἰῶνα. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς αὐτὸς συγγραφεὺς ποὺ γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ εἰδωλολάτρες γονεῖς καὶ ἀφοῦ μεταστράφηκε στὸν χριστιανισμό, μετέβη στὴ Ρώμη καὶ ἐγκαινίασε ἐπιτυχῶς δική του σχολή. Σ΄ αὐτὴν ἐδίδαξε τὶς βιβλικὲς ἀλήθειες καὶ ἐμαρτύρησε περὶ τὸ ἔτος 165, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου. Μελετῶντας τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναγνώρισε στοὺς προφητικοὺς λόγους τὴν προαγγελία τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ συγκρίνοντάς την μὲ τὴν Εὔα, ἐκήρυττε ὅτι ἐὰν ἡ Εὔα ἦταν μητέρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ Μαρία ὡς ἡ νέα Εὔα κατέστη μὲ τὸν Χριστὸ ἡ αἰτία τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας.

Μετὰ τὸν Ἰουστῖνο, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο ἐπιβεβαιωνόταν ὅλο καὶ περισσότερο πιὸ ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τοὺς μετέπειτα πνευματικοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέμεναν στὴ Ρώμη γιὰ λιγότερο ἢ περισσότερο χρονικὸ διάστημα στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ Β΄ αἰῶνα ἐμφανίστηκε στὸ θεολογικὸ προσκήνιο ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (Λυὸν τῆς Γαλλλίας).

Στὶς εἰκονογραφικὲς παραστάσεις καὶ στὶς ἐπιγραφὲς ἐπίσης, ἡ Θεομήτωρ ἀναφέρεται πιὸ ἀργότερα, δηλαδὴ μεταξὺ τοῦ τέλους τοῦ Β΄ καὶ ἀρχῶν τοῦ Γ΄ αἰῶνα. Δύο ἀπὸ αὐτὲς τὶς παραστάσεις ἔχουν τὸ προνόμιο τῆς ἀπώτερης χριστιανικῆς ἀρχαιότητας, ὡς τοιχογραφίες στὴν κατακόμβη τῆς Priscilla, στὴ via Salaria τῆς Ἰταλικῆς πρωτεύουσας. Ἡ πρώτη ὑπάρχει στὴ λεγόμενη Cappella greca (ἑλληνικὸ παρεκκλήσιο) καὶ παριστὰ τὴ Θεοτόκο καθισμένη μὲ τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῷ οἱ τρεῖς Μάγοι μεταβαίνουν ἐπειγώντως μὲ τὰ δῶρα τους πρὸς τὴ Θεοτόκο. Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα ἐπαναλαμβανόμενο πολλὲς φορὲς στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ Γ΄ αἰῶνα σὲ ἀνάγλυφες παραστάσεις τῶν ρωμαϊκῶν σαρκοφάγων. Ἡ δεύτερη τοιχογραφία βρίσκεται στὴν ἀρχαία ζώνη τῆς κατακόμβης αὐτῆς, ὀνόματι Arenario καὶ συνιστᾶ μιὰ σκηνὴ περισσότερο μοναδική. Παρὰ τὶς ἀξιοσημείωτες φθορὲς ποὺ παρουσιάζει τὸ ζωγραφικὸ αὐτὸ ἔργο, ἐν τούτοις μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν καθισμένη καὶ βρεφοκρατοῦσα Θεομήτορα καὶ ἀριστερὰ ἀνδρικὴ μορφὴ ντυμένη μὲ ἱμάτιο, κρατῶντας εἰλητάριο στὸ ἀριστερὸ χέρι, ἐνῷ μὲ τὸ δεξὶ δείχνει ὀκτάκτινο ἄστρο, ποὺ λάμπει στὸ οὐρανό. Ὁρισμένοι μελετητὲς λέγουν, ὅτι εἶναι ὁ Ἠσαΐας ἢ ὁ Βαλαάμ, ἢ ἀκόμη ὁ Δαβίδ, σύμφωνα μὲ τὸν ψαλμὸ 109.

Τὰ δύο εἰκονογραφικὰ παραδείγματα τῆς κατακόμβης Priscilla θεωροῦνται προϊόντα λαϊκῆς τέχνης μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ ζωντανὴ ἀγάπη μὲ ἁπλότητα καὶ δροσερότητα τῶν πολιτῶν τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ρώμης πρὸς τὴ Θεοτόκο. Τὰ ἔργα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἀκόμη παραστάσεις κυρίων λατρευτικῶν τιμῶν. Γιὰ νὰ βροῦμε τὸ πρῶτο παράδειγμα τέτοιων τιμῶν πρέπει νὰ μεταβοῦμε πολὺ ἀργότερα στὸν χῶρο τῆς πασίγνωστης βασιλικῆς S. Maria Maggiore, τοῦ Β΄ αἰῶνα.-