Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, 18 Μαρτίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, 18 Μαρτίου

Ὁ ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 313 ἡ τὸ 315 μ. Χ. καὶ ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς λαμπρότερες φυσιογνωμίες τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα. Ὡς Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος στὰ Ἱεροσόλυμα διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐρύτητα τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου. Τὸ 349 ἡ τὸ 350 μ. Χ. διεδέχθη τὸν ἀποβιώσαντα Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μάξιμο τὸν Β . Ἡ χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο ἔγινε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Καισαρείας Ἀκάκιο, στὸν ὁποῖο ὑπαγόταν τότε ἡ Ἐπισκοπῇ τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Καισαρείας Ἀκάκιος ἦταν ἀρειανὸς καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιήση τὸν ὅρο «ὁμοούσιος», ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἂ οἰκουμενικὴ Σύνοδος, δημιουργήθηκε ἡ ὑπόνοια ὅτι ἦταν καὶ αὐτὸς ἀρειανός. Ἀλλὰ τὴν ὑπόνοια αὐτὴν ἀνέτρεψε ἡ Β Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία τὸν ἀποκαλεῖ μεγάλον ἀγωνιστὴ κατὰ τῶν ἀρειανών. Οἱ ἀγῶνες του ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν ἀρειανὼν ἔγιναν αἰτία νὰ ἐξορισθῆ τρεῖς φορὲς καὶ νὰ ζήση δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια στὴν ἐξορία. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὅμως τὰ πέρασε στὴν ἕδρα του καὶ παράλληλα μὲ τοὺς ἀντιαιρετικοὺς ἀγῶνες ὀργάνωσε τὸ ποιμαντικὸ καὶ κατηχητικὸ ἔργο τῆς Ἐπισκοπῆς του. Μᾶς ἄφησε ἔργα, τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη τῶν εἰδικῶν, ἀποτελοῦν «τὰ πολυτιμότερα ἀποκτήματα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας». Τὸ κυριότερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι οἱ Κατηχήσεις του. Πρόκειται γιὰ εἰκοσιτέσσερις ὁμιλίες, ποὺ ἐκφωνήθηκαν στὴν βασιλικὴ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπευθύνονται πρὸς τοὺς φωτιζομένους καὶ τοὺς νεοφωτίστους. Ἡ πρώτη φέρει τὸν τίτλο «Προκατήχησις» καὶ ἀποτελεῖ κατὰ κάποιο τρόπο τὸν πρόλογο ἡ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν Κατηχήσεων ποὺ ἀκολουθοῦν.

Τὸ 387 παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχὴ τοῦ «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Διαβάζοντας κανεὶς προσεκτικὰ τὶς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθανθῇ ὅτι οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς συγχρόνους Χριστιανοὺς ἀνήκουμε μᾶλλον στὴν τάξη τῶν Κατηχουμένων ἀντὶ τῶν πιστῶν. Καὶ αὐτὸ διότι ἀγνοοῦμε βασικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ κυρίως ἐπειδὴ ὁ τρόπος ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς μας δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἁρμόζει σὲ πραγματικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Προσευχόμαστε καὶ ἐκκλησιαζόμαστε, οἱ περισσότεροι, μᾶλλον τυπικά, ἂν ἐξομολογούμαστε τὸ κάνουμε ἀπὸ συνήθεια καὶ χωρὶς εἰλικρινῆ μετάνοια, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε τὶς «μεγάλες» μέρες ὅπως τὸ ἀπαιτεῖ τὸ ἔθιμο, χωρὶς νὰ πολυκαταλαβαίνουμε τὸ πόσο σοβαρὴ ὑπόθεση εἶναι ἡ Μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀπροϋπόθετα. Δηλαδή, γιὰ νὰ κοινωνήση κανεὶς χρειάζεται νὰ πληρὴ ὁρισμένες βασικὲς προϋποθέσεις. Θὰ πρέπη νὰ εἶναι βαπτισμένος, ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχη λάβει τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του καὶ νὰ ἔχη προετοιμασθῆ κατάλληλα, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις του.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ πόσον συχνὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνῇ, αὐτὸ τὸ κανονίζει ὁ Πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ καθενός. Καλὸν εἶναι νὰ ρωτᾶ κανείς, γιατί τὰ λάθη στὴν πνευματικὴ ζωὴ στοιχίζουν ἀκριβά. Βέβαια, ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ κάνη ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ θὰ πρέπη νὰ εἶναι καὶ προετοιμασμένος νὰ λογοδοτήση γιὰ τὶς πράξεις του καὶ νὰ ὑποστῇ τὶς συνέπειές τους, σύμφωνα μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο.

Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι, βέβαια, γιὰ ὅλους ἡ ἴδια, ἀλλὰ ἐνεργεῖ στὸν καθένα διαφορετικά. Γι' αὐτοὺς ποὺ μεταλαμβάνουν μετὰ ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία, ὅπως προανεφέρθη, γίνεται φῶς, ποὺ τοὺς φωτίζει, ἐνῷ γιὰ ὅσους κοινωνοῦν χωρὶς ἐπίγνωση, προετοιμασία καὶ εὐλογία γίνεται φωτιά, ποὺ τοὺς καίει. «Ἄνθραξ γὰρ ἐστί, τοὺς ἀναξίους φλέγων».

Ἐπίσης, καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος πρέπει νὰ τελῆται μετὰ ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία. Σὲ ἐκείνους ποὺ βαπτίζονται σὲ μεγάλη ἡλικία θὰ πρέπη νὰ γίνεται κατήχηση ἀπὸ ἔμπειρο Κατηχητή. Ἐπειδὴ στὰ νήπια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κατήχηση πρὶν τὸ βάπτισμα, γι' αὐτὸ θὰ πρέπη οἱ γονεῖς καὶ ὁ ἀνάδοχος, ποὺ ἔχουν τὴν ἄμεση εὐθύνη, νὰ φροντίσουν νὰ τὰ συνδέσουν ἐγκαίρως μὲ τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὰ μάθουν νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ νὰ κοινωνοῦν συχνά. Ἄλλωστε γι' αὐτὸ βαπτιζόμαστε, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ νὰ ἔχουμε μέσα μας, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μας, τὸν Χριστό.

Πρὶν τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, διαβάζονται ἀπὸ τὸν Ἱερέα οἱ ἐξορκισμοί, ἐπειδή, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, σύμφωνα μὲ τὴν διδακαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὶν τὸ βάπτισμα ἐμφωλεύει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ἐξέλθη γιὰ νὰ κατασκηνώση στὴν καρδιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διὰ τοῦ Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος συνθάπτεται καὶ συνανίσταται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γίνεται μέλος τοῦ εὐλογημένου Σώματος Τοῦ, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ διὰ τοῦ Χρίσματος λαμβάνει τὴν δωρεὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ νοῦς του φωτίζεται. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ Βάπτισμα ὀνομάζεται καὶ φώτισμα.

Ἡ θεία Χάρις «δὲν ἐκπειράζεται» καὶ δὲν ἀποκτᾶται μὲ κανέναν ἄλλον τρόπο παρὰ μόνον μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα (ἅγιος Κύριλλος). Παραμένει δὲ στὴν καρδιὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ νικήση τὰ πάθη του, νὰ τηρῇ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μετανοῆ εἰλικρινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Διάφορετικά δὲν ἐνεργεῖ στὴν καρδιὰ μὲ ἀποτέλεσμα ὁ νοῦς νὰ σκοτίζεται. «Ἡ μὲν Χάρις στοὺς ἐν Χριστῷ βαπτισθέντας ἔχει δωρηθεῖ μυστικῶς· ἐνεργεῖ δὲ σύμφωνα μὲ τὸν ἀγῶνα ποὺ κάνει ὁ καθένας νὰ ἐφαρμόζη τὶς θεῖες ἐντολές. Καὶ κρυφὰ μὲν ἡ Χάρις δὲν σταματᾶ νὰ μᾶς βοηθᾶ, σὲ μᾶς δὲ ἐπαφίεται τὸ νὰ ποιοῦμε τὸ ἀγαθὸ σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις μας» (ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής).

Συμπερασματικά, θὰ πρέπη νὰ τονισθῇ ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία τίποτα δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀπροϋπόθετα, ἐπειδὴ ἡ θεία Χάρις «δὲν ἐκπειράζεται» καὶ ὁ Θεὸς «οὐ μυκτηρίζεται».–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ