Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Μνήμη ἀειμνήστου Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Κήρυγμα κατὰ τὸ Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ ἀειμνήστου π. Θεοκλήτου στὴν Ναύπακτο, στὶς 26 Φεβρουαρίου 2006)

Ἡ περικοπὴ τῆς Μελλούσης Κρίσεως ποὺ ἀκούσθηκε σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας, μιὰ ἑβδομάδα πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαροκοστής, ἔχει πολλὰ πνευματικὰ νοήματα καὶ ὠφελεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες» καθόρισαν νὰ διαβάζεται σήμερα Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω ἡ περικοπὴ αὐτή. Θὰ μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ ἐπιλέξω καὶ νὰ παρουσιάσω δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νοήματα.

Μνήμη αειμνήστου Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Τὸ πρῶτον ὅτι μᾶς διακηρύσσεται τὸ μεγάλο χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου τὸ ὁποῖο τόσο πολὺ ἔχουν ἐξυμνήσει οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὴν γνώση ὅτι κάποια στιγμή –μιὰ συγκεκριμένη ἡμέρα καὶ ὥρα ποὺ ἀγνοοῦμε– θὰ πεθάνουμε, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι μιὰ πανανθρώπινη ἀλήθεια ποὺ τὴν βλέπουμε καθημερινά, τόσο στὴν φύση, ὅσο καὶ στὴν κοινωνία, μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀγαπητῶν μας προσώπων, ἀλλὰ κυρίως δυὸ ἄλλες πραγματικότητες.

Ἡ μία εἶναι ἡ φθαρτότητα καὶ ἡ θνητότητα ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεώς μας καὶ ἐκδηλώνεται μὲ τὶς ἀρρώστιες, τὴν γήρανση καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματός μας. Συνεχῶς στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι (βλ. Ἂ Πέτρ. β , 11). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διαλαλεῖ: «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἄ ?ὠάν. β , 17). Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς παροικίας, τῆς ἐξορίας ἔκανε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο νὰ γράψη: «Ἀποδημία ὁ παρὼν βίος ἐστί. Μὴ πολίτης εἰ. Ὀδίτης εἰ... Ὀδίτης καὶ ὁδοιπόρος».

Ὁλόκληρος ὁ βίος μας εἶναι μιὰ ἀποδημία. Δὲν εἴμαστε πολῖτες, ἀλλὰ ὀδίτες καὶ ὁδοιπόροι. Καὶ συνεχίζει λέγοντας ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχω αὐτὴν τὴν πόλη, γιατί «ἡ πόλις ἄνω ἐστι. Τὰ παρόντα ὁδὸς ἐστιν». Γι' αὐτὸ καὶ «ὁδεύομεν πρὸς τὴν ἡμέραν». Κυρίως δὲ αὐτὴ ἡ αἴσθηση ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στὸν Γέροντα Σωφρόνιο δόθηκε μιὰ τέτοια καταπληκτικὴ ἐμπειρία τοῦ χαρίσματος τῆς μνήμης τοῦ θανάτου μὲ τὴν φράση: «ματαιότης πασῶν τῶν ἐπὶ γῆς κτήσεων».

Ἡ φθαρτότητα ἀκόμη συνδέεται καὶ μὲ τὴν κτιστότητα. Τὸ κτιστὸν ἔχει μέσα του τὴν φθορά, ἐνῷ τὸ ἄκτιστο εἶναι ἄφθαρτο. Κάθε τί τὸ κτιστὸ εἶναι φθαρτὸ καὶ θνητό. Ἔτσι ὅταν οἱ ἅγιοι ἔρχονται σὲ ἐπαφῇ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο αἰσθάνονται τὴν διαφορὰ φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου καὶ γι' αὐτὸ ἀναπτύσσεται σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἡ μετάνοια, ὅπως τὸ βλέπουμε πάλι στὰ κείμενα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Ἡ ἄλλη πραγματικότητα εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι μετὰ τὸν θάνατο θὰ ἀκολουθήση ἡ κρίση καὶ θὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεων, τῶν λογισμῶν, τῶν ἐνθυμήσεων κλπ. Αὐτὸ γίνεται ἀμέσως μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀφοῦ «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἐβρ. θ , 27). Θὰ ἀκολουθήση δὲ καὶ πλήρης ἀπολογία κατὰ τὴν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Στὰ τροπάρια τῆς σημερινῆς ἡμέρας φαίνεται αὐτὴ ἡ ἀλήθεια: «βίβλοι ἀνοίγονται καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύονται». Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι θὰ πεθάνουμε, ἀλλά το ὅτι θὰ ἀκολουθήση λογοδοσία, ἀφοῦ εἴμαστε ὑπόλογοι στὸν Θεὸ γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε καὶ τὴν διακονία μας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ προσδίδει ἰδιαίτερη σημασία στὴν μνήμη τοῦ θανάτου, γιατί αὐτὸ συνδέεται καὶ μὲ τὴν αἰωνιότητα, μὲ τὸ «ἀεὶ εὖ εἶναι» καὶ τὸ «ἀεὶ φεῦ εἶναι».

Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου θεωρεῖται πολὺ σημαντικὴ κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Σιναΐτης γράφει ὅτι «ἡ ἐναργὴς τοῦ θανάτου μνήμη» εἶναι «περιεκτικὴ τῷ ὄντι πολλῶν ἀρετῶν». Καὶ ἀπαριθμεῖ μερικὲς ἀπὸ αὐτές, ὅπως τὸ ὅτι εἶναι «γεννήτρια παθῶν· προτροπὴ ἐγκρατῶς ἔχειν ἐκ πάντων· ὑπόμνησις γεέννης· μήτηρ εὐχῆς καὶ δακρύων· φυλακὴ καρδίας· ...κάθαρσις λογισμῶν ἐμπαθῶν ἐκ καρδίας, περιεκτικὴ πολλῶν ἐντολῶν δεσποτικῶν τυγχάνει». Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης προτρέπει: «Μνήμη θανάτου συγκοιμηθήτω σοι καὶ συναναστήτω σοι καὶ μονολόγιστος Ἰησοῦ εὐχή».

Τὸ δεύτερον πνευματικὸ νόημα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι ὅτι ἡ κρίση θὰ γίνη μὲ τὸ κριτήριο τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Ὁ Χριστὸς ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ πῇ: «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με...» (Μάτθ. κέ , 35). Ἡ ἀντίθετη ἀρνητικὴ κατάσταση θὰ χρεωθῇ στοὺς ἁμαρτωλούς, ὅτι, δηλαδή, δὲν ἦταν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοὺς ἐλεήμονες. Βεβαίως ἡ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης δὲν εἶναι μόνον ἡ προσφορὰ ἄρτου, ὕδατος κλπ. Καὶ αὐτὸ ἔχει τὴν σημασία του, ἀλλὰ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι κάτι εὐρύτερο. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ νέος Θεολόγος, ἑρμηνεύοντας τὸν μακαρισμὸ τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες», γράφει ὅτι δὲν εἶναι ἐλεήμονες ἐκεῖνοι ποὺ δίδουν χρήματα καὶ διατρέφουν πένητες, ἄλλωστε αὐτὸ τὸ κάνουν καὶ οἱ ἄθεοι, ἀλλὰ «οἱ πτωχεύσαντες διά τον πτωχεύσαντα δι' ἡμᾶς καὶ μηδὲν ἔχοντες δοῦναι, τῶν δὲ πτωχῶν καὶ χηρῶν καὶ ὀρφανῶν καὶ τῶν ἐν ἀσθενείᾳ νοερῶς ἀεὶ μεμνημένοι».

Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκουν οἱ ἅγιοι ποὺ ἐπτώχευσαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐγκατέλειψαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ζοῦν μὲ ἀκτημοσύνη, καὶ συγχρόνως ἔχουν ἀποκτήσει τὴν νοερὰ μνήμη καὶ δι' αὐτῆς ἐνθυμοῦνται αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη καὶ προσεύχονται γι' αὐτούς. Τότε ὁ Θεὸς δίδει σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη τὴν ὑγεία, τὴν εὐρωστία, τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι πολυτιμότερο ἀγαθὸ ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸ ὕδωρ. Αὐτὰ τὰ δύο πνευματικὰ νοήματα (μνήμη θανάτου καὶ πνευματικὴ ἐλεημοσύνη) ἔχουν ἐφαρμογὴ καὶ στὸν ἀείμνηστο π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ναύπακτο καὶ σήμερα ἐπιτελοῦμε τὸ ἱερὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του.

Τὸν γνωρίσαμε ἐδῶ καὶ σαράντα περίπου χρόνια καὶ διακηρύσσουμε ὅτι εἶχε ἔντονη μνήμη θανάτου. Ζοῦσε τυλιγμένος μέσα στὸ μοναχικό του ράσο καὶ τὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του, μὲ τὴν αἴσθηση τῆς παροδικότητος τῆς παρούσης ζωῆς. Καὶ αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου συνδεόταν μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία Μητέρα του, «τὴν μανούλα» του, ὅπως τὴν ἔλεγε, καὶ γι' αὐτὸ προέτρεπε τοὺς ἀκροατές του νὰ βρίσκονται κάτω «ἀπὸ τὰ φουστάνια τῆς Παναγίας».

Ἐπίσης, ὡς ἀκτήμων αὐτός, εἶχε ἕναν μεγάλο πνευματικὸν πλοῦτο, τὴν χωρητικότητα τοῦ νοός του καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποὺ ἔζησε. Μὲ τὸν πλοῦτον αὐτὸν ὑπῆρξε ἡ πνευματικὴ ἐλεημοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Φορτιζόταν μὲ πνευματικὲς ἐμπειρίες στὴν προσευχή, τὴν ἡσυχία, καὶ στὴν συνέχεια διοχέτευε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ στὶς συζητήσεις, τὶς ὁμιλίες, τὴν συγγραφή. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνέπαυε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀναζητοῦσαν τὴν αὐθεντικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἔτσι ἀποτελοῦσε τὴν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη πολλῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγιορείτας Πατέρας, ποὺ ἐξέφραζαν τὸ ἀληθινὸ ἡσυχαστικὸ «πνεῦμα» τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στὰ βιβλία του. Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ὠφεληθήκαμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία του καὶ τὴν ὅλη προσωπικότητά του εὐχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύση τὴν ψυχή του γιὰ τοὺς κόπους ποὺ κατέβαλε πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του, καὶ νὰ τὸν καταξιώση τῆς Βασιλείας Του.

Συγχρόνως θὰ πρέπη νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζουμε νὰ ἀποκτοῦμε κάθε μέρα περισσότερο τὸ χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τὴν ἐν Χάριτι αἴσθηση τῆς παροδικότητος τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ ὑπαρξιακοῦ καὶ παγκοσμίου θανάτου καὶ τότε θὰ γίνουμε ἡ πνευματικὴ ἐλεημοσύνη τῶν ἀνθρώπων, μὲ διαφόρους καὶ ποικίλους τρόπους. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ μνήμη τῆς φθαρτότητος καὶ τῆς θνητότητος κάνει ἀνθρωπινότερη τὴν ζωή, ἀφοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι περισσότερο ἐλεήμων στὸν συνάνθρωπό του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει ὅτι ὅπως εἶναι ἀδύνατον ὁ πεινασμένος νὰ μὴ μνημονεύη τὸ ψωμί, «οὕτως ἀμήχανον σωθῆναι τον ἐξόδου καὶ κρίσεως μὴ μνημονεύοντα». Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν εἴμαστε πολῖτες, ἄλλα ὀδίτες πρὸς τὴν ἄνω πόλη, καὶ ὅτι δὲν ἔχουμε «μένουσαν πόλιν, ἀλλά την μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἐβρ. ἰγ , 14).