Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τὸ «εὐαγγέλιο» τοῦ Ἰούδα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(δημοσιεύθηκε στὸ «Βῆμα», 15-4-2006)

Εἶναι γνωστὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰούδα ποὺ ἀπὸ μαθητὴς ἔγινε προδότης τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ περιγράφουν τὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ σύνολη ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Βέβαια, διὰ μέσου τῶν αἰώνων δόθησαν πολλὲς ἑρμηνεῖες γιὰ τὰ αἴτια τῆς προδοσίας του ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ φθάνουν μέχρι καὶ τὶς μεσσιανικὲς καὶ ἐθνοφυλετικές του ἀπόψεις.

Τὸ «εὐαγγέλιο» τοῦ Ἰούδα, ποὺ μεταφράστηκε ἀπὸ τὰ κοπτικὰ καὶ δημοσιεύθηκε πρόσφατα, δημιούργησε μιὰ σειρὰ συζητήσεων γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Ἰούδα στὴν ἀποστολικὴ ὁμάδα καὶ τὴν παράδοση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπιδιώκεται νὰ ἀπενοχοποιηθῇ ὁ Ἰούδας καὶ ἀπὸ προδότης νὰ μεταβληθῆ σὲ ἥρωα. Στὸ βάθος γίνεται μιὰ προσπάσθεια νὰ ἐξανθρωπισθῆ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ χαρακτῆρας τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Τρία σημεῖα θὰ ἤθελα νὰ τονίσω πάνω στὸ θέμα αὐτό.

1. Γνωστικισμὸς καὶ «εὐαγγέλιο» τοῦ Ἰούδα

Τὸ «Εὐαγγέλιο» αὐτὸ τοῦ Ἰούδα, ὅπως ἔχει ἤδη γραφῆ, εἶναι προϊὸν τῶν διαφόρων γνωστικῶν συστημάτων ποὺ ἐμφανίσθηκαν πρὶν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἐνεργοποιήθηκαν στὶς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἄλλο, βέβαια, εἶναι ὁ ἀγνωστικισμὸς ποὺ βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ δυϊσμοῦ καὶ εἶναι δημιούργημα κυρίως τῶν τελευταίων χρόνων, καὶ ἄλλο ὁ γνωστικισμός.

Κατὰ τὸν ἀείμνηστο Καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου, τὰ γνωστικὰ συστήματα ἀναπτύχθηκαν στοὺς χώρους τῆς ἑλληνικῆς διασπορᾶς καὶ διακρίνονταν ἀπὸ ἕνα συγκρητισμό, γιατί συνεδύαζαν στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τῶν ἀνατολικῶν θρησκευτικῶν δοξασιῶν καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων. Πρόκειται γιὰ «παραθρησκευτικὰ καὶ παραφιλοσοφικὰ» συστήματα. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ γνωστικοὶ παρέλαβαν καὶ ἀπὸ αὐτὸν μερικὰ ἄλλα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ἐκφράσθηκε ὁ λεγόμενος Χριστιανικὸς γνωστικισμός.

Ἔτσι, ὅταν ἐξέλιπαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ Ἀπόστολοι, τότε ἐμφανίσθηκαν μερικοὶ φιλοσοφοῦντες Χριστιανοὶ ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἀπόρρητη καὶ μυστικὴ γνώση καὶ ἑρμήνευαν κατὰ διάφορο τρόπο τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων. Οἱ γνωστικοὶ πολεμοῦσαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ πιθανὸν σὲ αὐτοὺς ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔγραφε στοὺς Κολασσαείς: «Βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγὼν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστὸν» (Κόλ. β , 8). Διασώζονται πολλὰ τέτοια γνωστικὰ κείμενα, ὅπως τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀληθείας, περὶ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θωμᾶ, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Φιλίππου, ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Παύλου, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κλπ.

Ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ἀντέδρασε στὶς θεωρίες τοῦ γνωστικισμοῦ ποὺ ὑπονόμευαν τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διασώθηκε διὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν. Εἶναι χαρακτηστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λυῶνος, ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως» στὸ ὁποῖο ἀνατρέπει τὶς ἀπόψεις τῶν γνωστικῶν καὶ κάνει λόγο γιὰ ψευδώνυμη γνώση καί, βεβαίως, συνέδεσε τὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία. Τόνισε ἰδιαιτέρως ὅτι ἡ πραγματικὴ γνώση μεταδίδεται ὄχι μὲ διαφόρους φιλοσοφοῦντας ἀνθρώπους, ποὺ παρουσιάζονται ὡς προφῆτες, ἀλλὰ μὲ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος κατήρτισε τοὺς πρώτους ἐπισκοπικοὺς καταλόγους.

2. «Πηγὴ» τῆς πίστεως

Πηγὴ τῆς πίστεώς μας δὲν εἶναι τὰ Εὐαγγέλια, ποὺ σίγουρα εἶναι αὐθεντικὰ καὶ θεόπνευστα, ἀλλὰ ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια ποὺ διασώζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκφράζεται μὲ τὰ μυστήρια της, τὴν ἐν γένει ζωὴ ποὺ διαθέτει, μὲ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὴν διδασκαλία της, ὅπως καθορίσθηκε καὶ ὁριοθετήθηκε ἀπὸ τὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία ποὺ ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἄρχισε νὰ ὑπάρχη ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, προϋπῆρχε ἀπὸ τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν συγκρότηση τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν ἄλλων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἄρχισαν νὰ γράφωνται ἀπὸ τὸ 52 μ.Χ. μέχρι τὸ τέλος τοῦ πρώτου αἰῶνος. Ἑπομένως, ἡ βάση τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι τὰ Εὐαγγέλια, ποὺ περιγράφουν μερικὰ ἀπὸ τὰ «σημεῖα», τὴν διδασκαλία, καὶ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ εἶναι αὐθεντικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὴ γράφει διὰ τῶν Ἀποστόλων τὰ Εὐαγγέλια καὶ αὐτὴ ἑρμηνεύει διὰ τῶν Πατέρων τὰ Εὐαγγέλια καὶ γενικὰ τὴν Ἁγία Γραφή.

3. Ἐκκλησία καὶ «ἄθικτα ἀρχεῖα»

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη ποὺ ξεχωρίζει ἂν κάποιο Εὐαγγέλιο εἶναι ἀληθινὸ ἡ ψευδές-ἀπόκρυφο. Εἶναι γνωστὸν ἀκόμη καὶ στοὺς πρωτοετεῖς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὅτι ἐνῷ ὑπάρχουν πολλὰ κείμενα –ἀπόκρυφα καὶ ψευδεπίγραφα– ποὺ ἀποδίδονται σὲ πολλοὺς Ἀποστόλους, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Πατέρων της καὶ τελικὰ μὲ τὴν 39η ἑορταστικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὕστερα ἀπὸ πολύχρονη διαδικασία, κατήρτισε τὸν «Κανόνα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδὴ καθόρισε ποιά βιβλία εἶναι θεόπνευστα καὶ ποιά ψευδεπίγραφα καὶ ἀπόκρυφα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεανθρώπινος Ὀργανισμὸς καὶ ἰσχύει ὅ,τι καὶ μὲ κάθε ὀργανισμό, δηλαδὴ κρατᾶ τὰ στοιχεῖα ποὺ χρειάζεται καὶ ἀπορρίπτει ὅ,τι εἶναι ἄχρηστο. Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἄχρηστα, ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἀλήθεια, συγκαταλέγεται καὶ τὸ λεγόμενο «εὐαγγέλιο» τοῦ Ἰούδα. Οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ τὸ μελετοῦν, ἀλλὰ δὲν προσφέρει τίποτε στὴν ἐμπειρία καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Σὲ μιὰ ἐποχή, ὅπως ἡ δική μας, στὴν ὁποία παρατηρεῖται ἕνας συγκρητισμός, μιὰ ἀνάμειξη πολλῶν ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων, εἶναι φυσικὸ νὰ υἱοθετοῦνται «εὐαγγέλια» ποὺ ἐκφράζουν ἡ καλλιεργοῦν αὐτὴν τὴν συγκρητιστικὴ νοοτροπία. Ὅσοι, ὅμως, ζοὺν στὴν Ἐκκλησία καὶ μετέχουν, κατὰ διαφόρους βαθμούς, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ διαθέτουν προσωπικὴ πείρα, δὲν κλονίζονται ἀπὸ ὁποιαδήποτε «εὐαγγέλια» ποὺ ἔρχονται στὸ φῶς, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε θρησκευτικά, εἴτε ἄλλης προοπτικῆς. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, διαβάση κανεὶς τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Συμεῶν τοῦ νέου Θεολόγου καὶ κυρίως τοὺς «θείους περὶ ἐρώτων ὕμνους», τότε θὰ ἀντιληφθῆ τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός, ποιό εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του, τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του, τί σημαίνει σωτηρία καὶ ποιά εἶναι ἡ ἐμπειρία τὴν ὁποία ἀποκτᾶ ὁ Χριστιανός, καὶ πὼς μπορεῖ νὰ μετάσχη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα δὲ ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος ἐπαναλαμβάνει τὸν λόγο τοῦ Γέροντος του, Συμεῶν τοῦ Εὐλαβοῦς: «Γνώθι Θεὸν καὶ οὐ δεηθήση βιβλίων».

Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐξαντλοῦν τὴν γνώση τους σὲ κείμενα, καὶ μάλιστα ἀγνώστου ἡ γνωστικῆς προελεύσεως, οὔτε κλονίζονται ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ζῶντες μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐντρυφοῦν στὰ «ἄθικτα ἀρχεῖα» καὶ ἀποκτοῦν τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, μετέχουν τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τοῦ διάφορα γνωστικὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς του καὶ τὴν ψευδώνυμη γνώση τους, μὲ τὴν ὁποία μετέφεραν λάθος τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔγραφε: «ἐμοὶ ἀρχεῖα ἐστὶν Ἰησοῦς Χριστός, τὰ ἄθικτα ἀρχεῖα ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ». Καὶ αὐτὰ τὰ «ἄθικτα ἀρχεῖα» διασώζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς πρὸς πνευματικὴ γνώση.