Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Η Μορφὴ τῆς Παναγίας στὴν ποίηση τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ

Τοῦ Κώστα Παπαδημητρίου

Σὲ λίγες μέρες θὰ ἔρθη ὁ Δεκαπενταύγουστος καὶ ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς κόσμος θὰ πλημμυρίση τὶς ἐκκλησιὲς καὶ τὰ μοναστήρια, γιὰ νὰ γιορτάση τὴ Μάνα τῆς Χριστιανοσύνης, τὴν Παναγία. Χιλιάδες πρόσωπα προσκυνητῶν, βουβά, χλωμά, συλλογισμένα, καταπονημένα, βασανισμένα, θὰ σηκώσουν εὐλαβικὰ τὸ βλέμμα τους ν’ ἀτενίσουν τὸ χαμόγελο Ἐκείνης, ποὺ χύνει βάλσαμο καὶ παρηγοριὰ σ’ ὅλων τὶς καρδιές.

Η Μορφὴ τῆς Παναγίας στὴν ποίηση τοῦ Κ. Παλαμᾶ

Ἡ κατανυκτικὴ ἀγάπη τοῦ λαοῦ μας, ἰδιαίτερα πρὸς τὴν Παναγία, ἡ λατρεία καὶ ἡ ἀφοσίωση τοῦ Ἕλληνα πρὸς τὴν Θεοτόκο, εἶναι ἀνάλογη πρὸς τὴν ἄπειρη στοργὴ ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τὰ μάτια Ἐκείνης πρὸς ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ δὲν χρειάζονται ὑψηλονόητοι καὶ βαθυστόχαστοι θρησκευτικοὶ στοχασμοὶ γιὰ νὰ νιώση κάποιος τὴ θαλπωρὴ τῆς ματιᾶς Της, ὅταν σὲ κοιτάζη. Τὸ γονάτισμα τοῦ ἁπλοϊκοῦ προσκυνητῆ μπροστὰ στὴν εἰκόνα Της εἶναι ἡ πιὸ γνήσια μεταφυσικὴ διάσταση τῆς ψυχῆς του.

Αὐτὸ τὸ γονάτισμα καὶ ἡ ἀφοσίωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι φαινόμενο ποὺ πάει πέρα ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ πίστη, πέρα ἀπὸ τὸ δόγμα. Ἡ Παναγία σκλαβώνει μὲ τὸ βλέμμα Της καὶ τοὺς ἄπιστους ἀκόμα. Μιὰ ματιὰ ρίχνει, ὑψώνει τὸ χέρι Της, σὰν γιὰ νὰ σ’ εὐλογήση καὶ νιώθεις μέσα σου τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνεσαι ἕνα ψυχικὸ τίναγμα, μιὰ μυστικὴ συγκίνηση ποὺ σὲ πλημμυρίζει μὲ ἀνείπωτη χάρη. Σὲ κοιτάζει ἀπὸ τὴν εἰκόνα Της ἡ Μεγαλόχαρη καὶ ἡ ματιὰ Τῆς σὲ γεμίζει καρτερία, ἐλπίδα καὶ στοργή.

Τὴν εἰκόνα καὶ τὴ ματιὰ τῆς Παναγίας ὕμνησαν οἱ λογοτέχνες. Καὶ ὄχι μόνον οἱ ἀληθινοὶ πιστοί, αὐτοὶ ποὺ ἔμειναν ἄγγιχτοι ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς ἀμφιβολίες τοῦ ὑλισμοῦ, μὰ καὶ ἐκεῖνοι οἱ κομματιασμένοι ἀπὸ ἀμφιβολίες καὶ ἀντιφάσεις. Ἀνάμεσα στοὺς δεύτερους καὶ αὐτὸς ὁ μεγάλος ἑλληνολάτρης ποιητὴς Κωστῆς Παλαμᾶς, αὐτὸς ὁ διχασμένος, ὁ ἐγκεφαλικός, πού, ὅπως τὸν κατηγόρησαν, τοῦ ἔλειπε ἡ λυρικὴ αἴσθηση τῆς μεταφυσικῆς. Κι ὅμως ὁ Παλαμᾶς βυθιζόταν ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ μέσα στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς του καὶ προσπαθοῦσε νὰ συλλάβη κάποια κρυφὰ μιλήματα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ μέσα του.

Ὁ ἴδιος παραδέχεται τὸν δυαδισμό του σὲ ἑλληνολάτρη καὶ χριστιανό. Ἀποκαλυπτικὸς εἶναι στὸ ποίημά του «Ἀπόκριση» στὴν «Ἀσάλευτη ζωὴ» (κέφ. ΣΤ` «Ἅπαντα» τόμ. 10 σέλ. 451). Ἐκεῖ ἐξηγεῖ τὴν ὅλη πνευματική του πορεία ποὺ σημαδεύτηκε ἀπὸ μιὰ διαρκὴ καὶ ἐπίπονη πάλη ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά του. Γράφει: «Ὁ ποιητής μου εἶναι, ἡ πιὸ σωστὰ φαίνεται, νὰ εἶναι Ἑλληνολάτρης, μὰ ἡ λατρεία τοῦ πιὸ πολὺ τοῦ νοῦ θρησκεία ἀποτέλεσμα καὶ σημάδι μιᾶς μόρφωσης. Ἡ καημένη του καρδιά του λέει κάτι ἄλλο: ....Τοῦ λέει ἡ συνείδησή του πὼς δὲν εἶναι ἄδολη ἐθνική, πὼς ἴσα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ ρόδου τὸν μεθᾶ καὶ τὸ λιβάνι, πὼς μαζὶ μὲ τὴν Παρθένα τὴν Ἀθηνᾶ, ποὺ συχνὰ πυκνὰ ἔρχεται στὴν ἄκρη τοῦ κοντυλιοῦ του, ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα τοῦ παρουσιάζεται καὶ τὴν τραγουδᾶ πιὸ γκαρδιακὰ καὶ εἰλικρινέστερα....» Τὸ ἴδιο ἐννοεῖ καὶ στὴ «Φοινικιά», σὲ αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ ποίημα τῆς «Ἀσάλευτης ζωῆς»..

«...Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μου, ποιός νὰ τὸ πιστέψει, μιὰ κολασμένη καὶ μιὰ θεία, ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη...»

Καὶ αὐτός, λοιπόν, ὁ δύσπιστος καὶ κριματισμένος ἄνθρωπος-ποιητὴς γυρεύει τακτικὰ καὶ ἐναγώνια τὴν λυτρωτικὴ σκέψη. Σὲ πολλὲς στιγμές, σὲ ὧρες συνειδησιακῆς κρίσης, ἐκφράζει τὴ γνήσια μεταφυσικὴ διάσταση τῆς ψυχῆς του, ἀτενίζει τὸν οὐρανὸ καὶ δέεται μὲ πόνο ψυχῆς. Στὰ «Κασσιανικὰ» τοῦ ποιήματα, ὅπως τὰ ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος, ἀποκαλύπτει παραστατικὰ τὸ σπαραγμὸ τῆς ψυχῆς του, τὸ παράδερμά του ἀπὸ τὴν κλίση τοῦ πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ αὐτοτιμωρούμενος σκαλίζει τὰ τραύματα τοῦ ἠθικοῦ του κόσμου. Τότε εἶναι ποὺ βλέπει ἀόρατο ἕνα χέρι πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του νὰ τὸν εὐλογῇ:

Κι ἀπάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου ἀόρατο ἕνα χέρι

κάποιο μεγάλο χέρι μ’ εὐλογοῦσε...» («Ἑκατὸ φωνές»)

Εὔγλωττα ἐξομολογητικοὶ εἶναι καὶ οἱ στίχοι του σὲ μιὰ μύχια προσευχή του πρὸς τὴν Παναγία στὸ ποίημά του «Μυστικὴ παράκληση», ποὺ εἶναι μιὰ δραματική, καθαρὰ θρησκευτικὴ ἔκφραση τῆς ψυχῆς του. Νὰ μερικοὶ στίχοι του:

«Δέσποινα,

κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου

δὲ φτάνει νὰ σκεπάσει

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,

μονάχα ἐσένα πίστεψα

καὶ λάτρεψα μονάχα ἐσένα,

κι ὡς τώρα μὲσ’ στὰ αἰματοστάλαχτα

μιᾶς ὀργισμένης δύσης

Δέσποινα, στήριξέ μὲ ἐσύ

καὶ μὴ μ’ ἀφήσεις.....

Ἡ Παναγία γιὰ τὸν Παλαμᾶ εἶναι στήριγμα, καταφυγὴ καὶ παρηγοριά. Ἡ γλυκειὰ καὶ ταπεινὴ μορφή της εἶναι γι’ αὐτὸν λιμάνι ἐξαγνισμοῦ, πρόσωπο ἱερό, ποὺ ἐμπνέει ἐλπίδα καὶ ἀνακούφιση στὸν μικρὸ καὶ τὸν ἀδύνατο. Συνεχίζει στὴν «Μυστικὴ Προσευχή» του:

«....Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ στὸν ἀνήμπορο

καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς

καὶ φτάσε καθὼς φτάνεις στοὺς ἁμαρτωλούς

καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς σκλάβους

ἡ Ἁγία Ἐλεοῦσα......»

Πόσο ἐξομολογητικὸς καὶ πόσο δραματικὰ ἐνδοσκοπούμενος δείχνεται καὶ στὴ θερμὴ ἱκεσία του στὴν Παναγία στὸ ποίημά του «Ἤθελα», ποὺ περιλαμβάνεται στὴ μεταθανάτια συλλογή του, ποὺ τὴν ἐξέδωσε ὁ γιός του Λέανδρος μὲ τίτλο: «Βραδινὴ φωτιά»:

«...Καὶ τὰ γόνατά της ν’ ἀγκαλιάσω

καὶ τὰ χέρια της νὰ γλυκοσκεπαστώ

καὶ νὰ τῆς ξομολογηθὼ καὶ νὰ τῆς ξεσκεπάσω

ὅ,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό

ὅ,τι ντρέπομαι νὰ πῶ κι ὅ,τι φοβᾶμαι,

κάποιες ἄκαρπες, ἄθλιες ἁμαρτίες,

ὅ,τι σκληρὸ μὲ τυραννᾶ κι ὅ,τι θέλω νὰ’ μαί

τὶς ἄγριες κυνηγῆτρες μου Ἐρινύες...»

Κατανυκτικὸς ὕμνος στὴν Παναγία εἶναι καὶ οἱ παρακάτω στίχοι τοῦ ὅπου ἐξυμνεῖ τὴ στοργικὴ καὶ ἐλπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει ἀπὸ τὴν εἰκόνα της ἡ Μεγαλόχαρη τὴν παρέλαση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καὶ ἡ ματιά της μεταδίδει καρτερία καὶ ἐλπίδα:

«Ἡ σκέπη καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐσύ, τ’ ἀγγέλου ἐσὺ καὶ ἡ δόξα,

μὲ τὴ χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη ἡ κτίση!

Μητέρα τῶν ἀνέλπιδων κι ὅλου τοῦ κόσμου σκέπη,

κάτω ἀπὸ σὲ καὶ οἱ ἀνέλπιδοι κι ὅλος ὁ κόσμος ἴσοι!

Μπρὸς στὴν εἰκόνα σοῦ γυρτὸς ὁ κόσμος μὲ τὸ στόμα

τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο ἀπ’ τόνομά σου

κι ἀπὸ τὴ σκέψη σου, Κυρά, κι ἀπὸ τ’ανάβλεμμά σου,

μ’ ἕνα τροπάρι μυστικό, μὲ μιὰ πνιχτὴ μουρμούρα

δυὸ ἀπέραντα μονόλογα: Χαῖρε Χαριτωμένη!...»

Ἀλλὰ καὶ στὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» ζωγραφίζει ζωντανὰ τὴν πιὸ ἁγνὴ καὶ αὐθεντικὴ μορφή της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στοὺς προσκυνητές:

«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι ἀπάνω ἐδῶ ἀραγμένη

μακριάθε, ἀνέγγιχτη, ἄχαρη καὶ σὰν πνιγμένη μέσα

σ’ ἕνα φακιόλι κόκκινο, σ’ ἕνα μαντὸ γεράνιο

χωρὶς κοντάρι καὶ σκουτάρι, οὐδὲ γοργόνειο σκιάχτρο

μ’ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά, τὸ χέρι στὴν καρδιά της,

μιὰ σιταράτη, μιὰ γλυκειά, μιὰ ταπεινὴ σὰ χήρα

σὰν κουρασμένη, σὰ φτωχιά, σὰν ἔρμη, σὰν κλαϋμένη,

μηδὲ κοντή, μηδὲ ψηλή, μὰ σὰ νὰ βρίσκεται ὅλο

σὲ ψήλωμα ποὺ ξετυλιέται, ἀγάλια, ἀγάλια, θάμα.

Μόνο ἅπλωνε τὰ χέρια της κι ὅσοι μπροστά της πέφταν

καὶ κάτω ἀπὸ τὸ χέρι της γονατιστοὶ λυγίζαν,

μόνο ἡ ματιά της κοίταζε κάτω ἀπ’ τὴ ματιά της

μάρμαρα ἀνθρώπων καὶ θεοὶ ραγίζανε καὶ λιώναν...»

Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τοῦ ὀγκωδεστάτου ἔργου του ὁ Παλαμᾶς, ὅταν βρίσκεται μπροστὰ στὴν ἁγία μορφὴ τῆς μεγάλης Κυρᾶς, ἐγκαταλείπει τὶς ἀμφιβολίες του. Ἡ μορφή της τοῦ γαληνεύει τὴν ψυχὴ καὶ οἱ στίχοι του στάζουν κατάνυξη καὶ τρυφερότητα.

  • Προβολές: 2786