Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ρωμηοί και Τούρκοι αδελφοί

του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Στην Καθημερινή της 9/12/2007 δημοσιεύθηκε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός ζεύγους Τούρκων που έχουν βαπτισθή Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Την συνέντευξη πήρε ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μασσαβέτας, ο οποίος στην εισαγωγή της συνέντευξης τους περιγράφει ως εξής: «Κομψοί, μορφωμένοι, πολυταξιδεμένοι, το ζεύγος Αχμέτ και Νετζλά Οζγκιουνές ανήκουν στους χιλιάδες Τούρκους που επέλεξαν, τα τελευταία χρόνια, να αλλάξουν θρησκεία, και στους ελάχιστους που δεν κρατούν την επιλογή τους αυτή κρυφή. Θέλησαν να μιλήσουν στην «Κ» για την εσωτερική αναζήτηση που τους οδήγησε στην Ορθοδοξία και για το τι σημαίνει να είσαι Τούρκος και Χριστιανός, λίγους μήνες πριν μετοικήσουν στο εξωτερικό».

Πρέπει να επισημανθή ότι δεν έγιναν Χριστιανοί, επειδή πρόκειται να μετοικήσουν στο εξωτερικό η επειδή έζησαν στο παρελθόν σε «χριστιανικές» χώρες, στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Δεν προέρχεται, δηλαδή, η επιλογή τους αυτή από έναν κοινωνικό υπολογισμό• από την επιθυμία τους να μη διαφέρουν από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Η ένταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αποτέλεσμα δικής τους προσωπικής αναζητήσεως, ελεύθερης από τέτοιου είδους υπολογισμούς. Δεν έχουν επίσης, απ’ όσο οι ίδιοι γνωρίζουν, μέσα στους προγόνους τους κάποιους Χριστιανούς. Αυτό λέγεται γιατί, όπως επισημαίνεται στην συνέντευξη, «άρθρα στον τουρκικό Τύπο που αναφέρονταν στις πρόσφατες βαπτίσεις μουσουλμάνων υποστήριζαν ότι οι περισσότεροι έχουν ελληνική η αρμενική καταγωγή, και άρα “επιστρέφουν στις ρίζες τους”».

Αυτή η αιτιολόγηση των Τούρκων αρθρογράφων έχει μεγάλη αξία για την εθνολογία η την πολιτική, γιατί δείχνει την αίσθηση που έχουν οι ίδιοι οι Τούρκοι για την εθνική προέλευση των πολιτών του Κράτους τους, όμως, στο σημείωμά μας αυτό το ενδιαφέρον στρέφεται αλλού, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, το οποίο έχει να μας δώση σημαντικά στοιχεία για τις βαθιές αναζητήσεις των ανθρώπων, η έκφραση των οποίων, στην δική μας περίπτωση, έχει μια σύνδεση και με την εορτή των Χριστουγέννων, την οποία διερχόμαστε.

Ρωτήθηκαν αν επηρεάσθηκαν στην Αμερική και την Ευρώπη από τον εκεί Χριστιανισμό, ώστε να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το Ισλάμ. Η απάντησή τους ήταν χαρακτηριστική.

Ο Αχμέτ είπε: «Η οποιαδήποτε επιρροή από τον χριστιανισμό στην Αμερική και την Ευρώπη μόνο αρνητική θα μπορούσε να είναι. Δεν αισθανόμουν καθόλου άνετα με τους εκεί χριστιανούς». Και εξηγεί τον λόγο, ο οποίος θέλει κάποια ερμηνεία: «Με απωθούσαν», λέει, «από τον χριστιανισμό, γιατί τον έχουν μετατρέψει σε ψυχοθεραπεία. Πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία για να χαλαρώσουν. Αλλά η θρησκεία στοχεύει να γεμίση κάποιο άλλο κενό». Ο Αχμέτ δείχνει ότι έχει καταλάβει την διαφορά μεταξύ της κοσμικής ανθρωποκεντρικής ψυχοθεραπείας και της θεραπείας της ψυχής που προσφέρει ο Χριστός με την Εκκλησία Του. Η Χριστιανική Ορθόδοξη «ψυχοθεραπεία» δεν αποβλέπει, σαν σε κύριο στόχο, στην εξισορρόπηση των εσωτερικών μας συγκρούσεων, στην εξουδετέρωση των ενοχών και την κατασίγαση των τύψεων. Δεν επιδιώκει, δηλαδή, απλά και μόνο την «χαλάρωσή» μας με το κατευναστικό χάπι μιας θολής πίστης, με ισορροπία ψυχολογική, χωρίς πνευματικές εντάσεις, χωρίς πόνους, που απαιτούν διαρκή διάθεση μετανοίας και εγρήγορση. Πριν απ’ όλα «η θρησκεία στοχεύει να γεμίση κάποιο άλλο κενό». Με την θεολογία της γεμίζει το κενό του νοήματος, που βασανίζει την ψυχή του ανθρώπου. Ειδικά η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη δίνει υψηλό νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη και αντί για ψυχολογική χαλάρωση δημιουργεί ένταση πνευματική, η οποία ξυπνά, ενεργοποιεί και ενοποιεί τον διασπασμένο άνθρωπο στην επιδίωξη του υψηλού στόχου του θεολογικού νοήματος. Σ’ αυτήν την κίνηση τον θεραπεύει, του δίνει ζωή και δίψα για αληθινή ζωή, καθώς και γεύσεις μιας βαθιάς ειρήνης, που δεν είναι βυθισμός σ’ έναν ψυχολογικό η ψυχοσωματικό ύπνο, ούτε ινδουϊστικής μορφής χάσιμο του εαυτού μέσα σε μια ανύπαρκτη παγκόσμια συνείδηση. Είναι ανάπτυξη προσωπικής σχέσης με τον Θεό της ειρήνης, που έγινε άνθρωπος, χωρίς να παύση να είναι τέλειος Θεός. Η σχέση μαζί Του ζωοποιεί το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο άνθρωπος στέκεται ενώπιόν Του ως άλλος, γεμίζοντας από την δική Του δόξα, η οποία διαχέεται σε όλους τους ανθρώπους με τα μυστήρια και την άσκηση των εντολών του Χριστού, οι οποίες περιγράφουν τον αυθεντικό τρόπο της ύπαρξής μας. Ο Χριστιανισμός που συνάντησε ο Αχμέτ στην Δύση είναι υποταγμένος σε εγκόσμιους στόχους. Έχει χάσει την πρακτική θεολογική του προοπτική. Ακόμη και η θεραπεία που προσφέρει η που αναζητούν σ’ αυτόν οι πιστοί του, είναι μια αμφίβολη ψυχοσωματική χαλάρωση, για να μπορούν να ζουν καλά σ’ αυτήν την ζωή, στον παρόντα αιώνα.

Σύμφωνα με τον Αχμέτ «Στην Ευρώπη, ο χριστιανισμός έχει μετατραπεί σε πανηγύρι εκκαθαρισμένο από θρησκευτικές αναφορές. Ας πάρουμε τα Χριστούγεννα ως παράδειγμα: πολύς κόσμος δεν εύχεται πια «Καλά Χριστούγεννα», αλλά «Καλές γιορτές». Στην Ευρώπη, ο κόσμος έχει μια πολύ επιφανειακή σχέση με τον χριστιανισμό. Δεν έχουν γνώση του μηνύματος και της πνευματικότητάς του».

Αυτή η παρατήρηση του Αχμέτ είναι πολύ επίκαιρη. Δείχνει την πραγματικότητα του δυτικού εορτασμού των Χριστουγέννων, που είναι ένας εορτασμός αφυδατωμένος θεολογικά. Είναι μια γιορτή με θρησκευτική αφετηρία, που συν τω χρόνω έχασε την θεολογική της αναφορά. Οι Ευρωπαίοι κυβερνήτες, που αρνούνται τις χριστιανικές καταβολές της Ευρώπης, ανάβουν περιχαρείς τα φώτα σε χριστουγεννιάτικα δένδρα, εύχονται «καλές γιορτές», συνήθως χωρίς ούτε στο άκρο της διάνοιας η του λόγου τους να συνδέεται το «πανηγύρι» αυτό με το μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού, με τους καρπούς της ενανθρωπήσεως του Χριστού, καθώς και με τον τρόπο που γεύεται ο άνθρωπος τους καρπούς αυτούς. Γενικά, «Στην Ευρώπη, ο κόσμος έχει μια πολύ επιφανειακή σχέση με τον χριστιανισμό. Δεν έχουν γνώση του μηνύματος και της πνευματικότητάς του», χωρίς, βέβαια, να απουσιάζουν και από εκεί τα ανήσυχα πνεύματα, που αναζητούν την αλήθεια για την ανθρώπινη ζωή και πολλά απ’ αυτά βρίσκουν την Ορθοδοξία, όπως την βρήκαν ο Αχμέτ και η Νετζλά, ενώ ζούσαν μέσα στο πλαίσο του Ισλάμ.

Το πρόβλημα είναι ημών των Ορθοδόξων που ερωτοτροπούμε πνευματικά με την Δύση. Όχι με τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων της, αλλά με την εκκοσμίκευση και την χαλάρωση της υγιούς πνευματικής έντασης, λόγω της απώλειας του θεολογικού νοήματος της ανθρώπινης ζωής.

Βέβαια, ακόμη δεν χάθηκε ο πνευματικός πλούτος της πίστης μας. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου για το αν διαφέρουν οι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης (όπου ζουν ο Αχμέτ και η Νετζλά) και γενικά οι Ορθόδοξοι από τους δυτικούς Χριστιανούς, πήρε την απάντηση:

«Νετζλά: Είμαστε πολύ πιο κοντά στην ουσία και την παράδοση του χριστιανισμού.

Αχμέτ: Είμαστε πολύ πιο πιστοί.

Νετζλά: Εμείς οι δύο τουλάχιστον τηρούμε όσα επιτάσσει η θρησκεία μας. Πηγαίνουμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και διαβάζουμε τις Γραφές για κάποια ώρα μαζί κάθε βράδυ. Και προσευχόμαστε».

Αυτοί που εμποτίζουν την ζωή τους με τα νοήματα της Αγίας Γραφής, που γεύονται την χάρη της προσευχής και τρέφονται με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ελκύουν επί γης την ειρήνη του Θεού και υπερβαίνουν τις φυλετικές και εθνικές διακρίσεις, χωρίς να αρνούνται την φυλή η το έθνος τους. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν ο Αχμέτ και η Νετζλά. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα της συνέντευξής τους, που μιλά για την σχέση τους με τους Ρωμηούς της Πόλης, με το οποίο κλείνουμε το σημείωμά μας:

«— Διατηρείτε σχέσεις με την εδώ ρωμαίικη κοινότητα;

Αχμέτ: Διατηρούμε στενές σχέσεις, καθώς τους συναντούμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Η ρωμαίικη κοινότητα περιλαμβάνει πολύ συμπαθητικά άτομα και έχουμε δημιουργήσει φιλίες. Καθένας έχει και κάτι να μας δώση. Οι λειτουργίες γίνονται εκ περιτροπής σε κάποια εκκλησία. Πηγαίνουμε συχνά στις εκκλησίες στο Νιχώρι. Ο Λάκης Βίγκας, πρόεδρος της κοινότητας, βάζει τη Νετζλά να διαβάζη το Πάτερ Ημών στα τουρκικά».

Έτσι Ρωμηοί και Τούρκοι, χωρίς να χάνουν την εθνική τους ετερότητα, ζουν ως πραγματικοί «εξ αίματος Χριστού» αδελφοί, μέσα στο ένα σώμα της Εκκλησίας του Χριστού.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2946