Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος


Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν 7η Φεβρουαρίου 2008. ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος τόν ἕως τότε Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο μέ σημαντική ἀπόλυτη πλειοψηφία (δεύτερη ψηφοφορία), πρώτη φορά ἀπό τήν ἰσχύ τοῦ νέου Κατασταστικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας.

Τό γεγονός αὐτό προξένησε χαρά κυρίως σέ ὅσους τόν γνωρίζουν καί ἐκτιμοῦν τήν προσωπικότητά του, τήν ποιμαντική του διακονία, τήν προσφορά του στήν Ἐκκλησία καί τήν ἰδιαίτερη εὐαισθησία τήν ὁποία διαθέτει.

Ἔχω τήν τιμή νά συγκαταλέγομαι μεταξύ αὐτῶν. Τόν γνωρίζω ἀπό πολλά χρόνια. Ἡ γνωριμία μας ἄρχισε πρίν ἀπό εἴκοσι πέντε (25) περίπου χρόνια, σέ μιά δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς μου, ὅταν ἐξαναγκάσθηκα νά ἀναχωρήσω ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ὅπου ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκῆρυξ, μετά τήν ἐκδημία τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός μου Μητροπολίτου Καλλινίκου.

Πράγματι, τήν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θηβῶν κ. Ἱερώνυμος μέ ἀντιμετώπισε μέ εὐαισθησία, ἀγάπη καί ἐκκλησιαστικό ἦθος. Θυμᾶμαι ὅτι τήν Μεγάλη Δευτέρα τοῦ ἔτους 1987, ὅταν ἔφυγα στενοχωρημένος ἀπό τήν Ἔδεσσα, μέ δέχθηκε μέ πολλή ἀγάπη στήν Λιβαδειά, μέ φιλοξένησε στό Μητροπολιτικό οἴκημα, παρέμεινα γιά μεγάλο χρονικό διάστημα στήν Μητρόπολη κοντά του καί μέ παρηγόρησε ἀπό τόν πόνο πού αἰσθάνθηκα μέ τήν ἀποχώρησή μου ἀπό τήν Ἔδεσσα. Αἰσθάνομαι ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέ συγκεκριμένο πρόσωπο, διορθώνει τά λάθη πού κάνουν ἄλλα πρόσωπα. Ἀπό τότε ἔχουμε μιά διαχρονική ἀδιατάρακτη ἐπικοινωνία καί τοῦ συμπαραστάθηκα καί ὡς μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί γενικά ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο μποροῦσα, στήν δοκιμασία τήν ὁποία πέρασε.

Ἀπό τήν πολυχρόνια ἐπικοινωνία πού ἔχω μαζί του καταθέτω τήν μαρτυρία ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἔχει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἕνα πολύ σημαντικό χάρισμα. Ὅταν συνομιλῆ μέ κάποιον, περισσότερο ἀκούει καί λιγότερο μιλᾶ. Ἀκούει μέ τήν σιωπή του καί ὅταν ὁμιλῆ, δέν προφασίζεται τόν σοφό, τόν θεολόγο κλπ., ἀλλά περισσότερο εἶναι ἀνθρώπινος καί ἐξομολογητικός. Σέβεται τόν κάθε συνομιλητή του, τόν τιμᾶ, καί μέ ἰδιαίτερους τρόπους τόν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετος ἀπέναντί του καί ὅτι ἔχει κάποια ἀξία. Δηλαδή, κάνει τόν ἄλλο νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ στάση του ἱκανοποιεῖ τήν σύγχρονη ἀνάγκη πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι νά βροῦν κάποιον πού νά τούς ἀκούση, νά ἔχη τό χάρισμα καί τήν τέχνη τῆς ἀκροάσεως.

Βέβαια, αὐτό συνδέεται καί μέ τό γεγονός ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος λειτουργεῖ συνοδικά, ὄχι μόνον στήν διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀλλά καί στίς διαπροσωπικές του σχέσεις, ἀφοῦ σέβεται τά χαρίσματα τῶν ἄλλων, τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά σέ κάθε ἕναν. Οἱ ἄνθρωποι πού ἐπικοινωνοῦν μαζί του εἶναι διαφορετικῶν χαρακτήρων καί ἀντιλήψεων, ἀλλά ἔχουν ἕνα κοινό σημεῖο, τό ὅτι ἔχουν ἀναφορά σέ ἐκεῖνον. Μέ τήν πραότητα καί τήν σύνεσή του, εἴτε προλαβαίνει κρίσεις, εἴτε θεραπεύει ἐκρηκτικές καταστάσεις.

Ἡ προσωπικότητά του σχετίζεται καί ἐκφράζεται ἀπό δύο ἰδιότητες πού ἔχει, τοῦ ἀρχαιολόγου καί τοῦ θεολόγου. Ὡς ἀρχαιολόγος ἀσχολεῖται μέ ἰδιαίτερη εὐαισθησία καί ἀγάπη μέ τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία καί τά μνημεῖα τοῦ παρελθόντος, ἀγαπᾶ ἀκόμη καί τίς πέτρες τῶν μνημείων, ἀλλά καί ὅλη τήν ζωή τοῦ παρελθόντος. Ὡς θεολόγος, ὅμως, ἀσκεῖ ποιμαντική διακονία, ἀγαπᾶ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τόν ἀπασχολεῖ ὁ πονεμένος καί βασανισμένος ἄνθρωπος καί ἀσχολεῖται ἰδιαίτερα μαζί του. Αὐτός ὁ συνδυασμός ἀρχαιολόγου καί θεολόγου-ποιμένος διακρίνει τήν ἔκταση τῆς προσωπικότητός του.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού τόν χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι ἀσχολεῖται καί μέ τό λογικό καί μέ τό ἄλογο ποίμνιο. Δηλαδή, ἐκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐνδιαφέρεται προσωπικά γιά τά ζῶα, δημιούργησε μιά μονάδα ἐκτροφῆς ζώων, ἐνδιαφέρεται προσωπικά γι' αὐτά, δηλαδή ἔχει σχέση μέ τήν ὅλη δημιουργία, λογική καί ἄλογη, μέ τήν ζωή καί τήν φύση. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ θεολογία, ἡ ποιμαντική καί ἡ οἰκολογία συνδέονται μεταξύ τους. Ὅταν ἔχη δυσκολίες ἀπό τό λογικό ποίμνιο, καταφεύγει, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ ἴδιος, στό ἄλογο ποίμνιό του. Ὅπως γνωρίζει προσωπικά πολλούς ἀνθρώπους τοῦ ποιμνίου του, ἔτσι γνωρίζει καί κάθε ζῶο. Μιά φορά τόν συνόδευσα στό ποιμνιοστάσιό του καί διεπίστωσα ὅτι καλοῦσε τά «ζωντανά» μέ τά ὀνόματα πού τούς εἶχε δώσει καί ἐκεῖνα τόν ἀνεγνώριζαν.

Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν ἐξέλεξε στόν θρόνο τῶν Ἀθηνῶν καί στήν προεδρία τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιατί, ἐκτός των ἄλλων, ἤξερε τίς ἀπόψεις του πάνω σε ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά ζητήματα, τίς ὁποῖες διετύπωνε μέ εὐθύτητα καί εὐγένεια στίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας καί τίς ἐξέφραζε σέ κείμενα καί συνεντεύξεις του. Ἔχει ἀναφερθῆ γιά τό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ἐκκοσμίκευσή της, γιά τήν ποιμαντική της διακονία, γιά τίς σχέσεις μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κλπ. Δηλαδή, γιά ὅσα θά κληθῆ νά ἀντιμετωπίση καί νά ἐκφέρη τήν ἄποψή του, πού εἶναι ἀφομοιωμένα μέσα στήν σκέψη του καί ἑπομένως εἶναι ὥριμα μέσα του.

Ὅπως ἔγινε γνωστόν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος τήν περίοδο 1996-1998 συκοφαντήθηκε πολύ. Τήν συνοδική περίοδο 1996-1997 ἤμουν μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, καθώς ἐπίσης συμμετεῖχα σέ μερικές θυελλώδεις συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τήν περίοδο ἐκείνη καί ἀφ' ἑνός μέν γνωρίζω ἀπό κοντά τά προβλήματα πού ἀνέκυψαν, ἀφ' ἑτέρου δέ ἤμουν συμπαραστάτης του καί συνοδοιπόρος του. Μάλιστα, ἐπειδή τόν ὑπεστήριζα, δέχθηκα μερικά κύματα τῆς ἀναταραχῆς τῶν ἡμερῶν ἐκείνων.

Αὐτό δέν λέγεται γιά νά γίνη μιά ἀναμόχλευση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τονίσω ὅτι ἡ ἀδικία καί ἡ συκοφαντία πού ἐκτοξεύθηκε σέ βάρος του τόν ὡρίμασε ἀκόμη περισσότερο, ἀντιμετώπισε τήν κατάσταση αὐτή μέ προσευχή στούς ἁγίους, ἐνίοτε δέ καί μέ παρρησία καί εὐθύτητα. Πάντως, ὅμως, δέν ἔκανε κακό στήν Ἐκκλησία.

Τό σημαντικό τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ὅτι καί μερικοί ἀπό τούς Ἱεράρχες πού εἶχαν ἐμπλακῆ τότε στίς διαμάχες, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, τώρα πρωταγωνίσθησαν στήν ὑποστήριξη καί ἐκλογή του. Καί αὐτό πρέπει ἰδιαιτέρως νά ἐπαινεθῆ. Αὐτό εἶναι τό ἦθος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού διακρίνονται γιά τήν ταπείνωση, τήν ἀναγνώριση τοῦ λάθους καί ὄχι τήν ὑπερηφάνεια ἤ τήν ἀλαζονεία καί τόν φαρισαϊσμό. Μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε γιά νά σωθοῦμε καί ὄχι γιά νά σώσουμε τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό μεσσιανισμούς, γιατί ὁ Σωτήρας της εἶναι ὁ Χριστός. Ἀκόμη, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά αἰσθανόμαστε ὡς καθαροί μέ σκοπό νά καθαρίσουμε τούς ἀκαθάρτους, ἀλλά ὡς ἁμαρτωλοί πού ζητοῦμε τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί, βεβαίως, τά τυχόν λάθη καί ἁμαρτήματα θεραπεύονται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία μέ τόν τρόπο πού ἐκείνη γνωρίζει, μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ πνευματικοῦ νόμου.

Διότι ἐκτός ἀπό τούς λεγομένους φυσικούς νόμους ὑπάρχουν καί οἱ πνευματικοί νόμοι πού εἶναι πιό ἄτεγκτοι καί ἀργά ἤ γρήγορα ἐφαρμόζονται καί ἐπαναφέρουν τήν δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία.

Κατά τόν ἱερό Νικόλαο Καβάσιλα, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας, ἀλλά εἶναι ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἀγάπη. Γι' αὐτό καί ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά ἀποκαλοῦμε τόν Θεό δίκαιο, μέ τήν ἔννοια τοῦ τιμωροῦ κλπ., γιατί μέ τήν ἐνανθρώπησή Του βλέπουμε τήν ἀγάπη Του καί ὄχι τήν δικαιοσύνη Του. Ἄν ἐνεργοῦσε περισσότερο ὡς δίκαιος, τότε ἔπρεπε νά τιμωρήση τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο καί ὄχι νά ἐνανθρωπήση ὁ ἴδιος καί νά σταυρωθῆ γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους.

Ἐπίσης, πρέπει νά ἐπισημανθῆ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἀντιμετώπιση τοῦ γεγονότος, κυρίως ἀπό τόν βασικό συνυποψήφιό του Σεβ. Μητροπολίτη Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εὐστάθιο, ἕναν Ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά τήν ὑψηλή πνευματικότητά του, τήν εὐγένειά του καί τήν μεγάλη προσφορά του στήν Ἐκκλησία. Τόν γνωρίζω ἀπό πολλά χρόνια καί ἐκτιμῶ καί τόν χαρακτήρα του καί τήν ἀγάπη του γιά τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία διαθέτει ἀνθρώπους σάν τόν ἀείμνηστο Χριστόδουλο καί σάν τόν νέο Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, καί ἄλλους, πού διαθέτουν πολυποίκιλα χαρίσματα καί μέ αὐτόν τόν τρόπο φανερώνει ὅτι εἶναι μιά μεγάλη Μάνα πού ἀναπαύει ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τίς πολυποίκιλες ἀπαιτήσεις τους.

Χαίρομαι γιά τήν ἐκλογή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου, γιατί ἀνέδειξε τό ἐκκλησιολογικό γεγονός, τό πῶς ἡ Ἐκκλησία διορθώνει τά πράγματα, καθώς ἐπίσης θά δείξη τό ἄλλο ἦθος καί τό ὕφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού ἔχει ἀνάγκη ὁ σύγχρονος πονεμένος καί βασανισμένος ἄνθρωπος.

Τοῦ εὐχόμαστε νά ἔχη ὑγεία, δύναμη καί ἔμπνευση στό ἔργο καί τήν διακονία πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός μέ τήν ψῆφο τῶν Ἱεραρχῶν.–

 

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ