Skip to main content

«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Β)

του Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου, Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας

Εκ του βίου του Μητροπολίτου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρού Χριστοφόρου (+1958), τα παραλειφθέντα. Επί τη συμπληρώσει πεντηκονταετίας από της κοιμήσεως αυτού.

*

(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Διηγείται λοιπόν και πάλιν:

Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρὸς Χριστόφορος (+1958)«Κάποτε με έστειλεν ο Αρχιεπίσκοπος στην Κομαντατούρα (σημ. ευρίσκετο, αν ενθυμούμαι καλώς, πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, στην οδό Πανεπιστημίου). Ανεκοίνωσα στον διερμηνέα τον λόγο της παρουσίας μου. Μου πρόσφερε κάθισμα έως ότου με καλέση εις τα ενδότερα ο διοικητής. Περιμένοντας άκουσα άθελά μου κάποιες έντονες συνομιλίες μεταξύ γερμανών αξιωματικών. Δεν εγνώριζα την γλώσσα τους, ούτε επιθυμούσα να την μάθω. Όμως μέσα στον διάλογό τους ηκούετο συχνά πυκνά η λέξις «Καντιώτης». Απόρησα. Ερωτώ τον διερμηνέα. «Τι συμβαίνει, για ποιόν Καντιώτη ομιλούν;» Μου απαντά: «Για κάποιον κληρικό που υπηρετεί στην Κοζάνη ως ιεροκήρυξ». «Για τον Αυγουστίνο;», ξαναρωτώ. «Ναι, μου λέγει, και ετοιμάζονται να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν. Έχουν καταγγελίες ότι ξεσηκώνει το λαό σε ανταρσία». Έμεινα εμβρόντητος. «Αυτό είναι δεινή και κακοήθης συκοφαντία, είπα, θα αναφερθώ στον διοικητή». Εισήλθα στο γραφείο του διοικητού συνοδεία του διερμηνέως. Αφού εξέθεσα τις υποθέσεις για τις οποίες είχα αποσταλεί, έφθασα στον Καντιώτη.

«Είναι επαναστάτης», μου φωνάζει νευριασμένος ο διοικητής. «Θα συλληφθή και θα εκετελεσθή με συνοπτικές διαδικασίες». «Είναι καθαρή συκοφαντία», απήντησα. «Ο Καντιώτης είναι εκλεκτός κληρικός και ενδιαφέρεται μόνον για το ποίμνιο. Έχει οργανώσει συσσίτια για τους λιμοκτονούντας και τίποτε άλλο».

Με άκουσε με πολλή προσοχή, ομολογουμένως. Στο τέλος μου λέγει: «Εγγυάσθε εσείς γι’ αυτόν;» «Και βεβαίως εγγυώμαι» απάντησα. «Τότε λαμβάνω σοβαρώς υπ’ όψη την εγγύησίν σας. Διατάσσω αμέσως την ακύρωσι της συλλήψεώς του». Περιχαρής απάντησα με ένα «ευχαριστώ πολύ», με χαιρέτησε χιτλερικά και δια χειραψίας. Έφυγα πετώντας.

Προσθέτω εγώ: Και έτσι ζη έως της σήμερον υπερεκατονταετής ο πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος....

Άλλο τώρα: Διηγείται μοι αυτός...

«Κάποιο πρωΐ με ειδοποιούν ότι οι κύριοι τάδε, τάδε και τάδε, αξιοπρεπείς κατά πάντα, επιθυμούσαν να με επισκεφθούν εις το γραφείον μου διακριτικώς και προς εσπέραν μετά τας λύχνων αφάς.

Εδέχθην το αίτημά των, μη γνωρίζων όμως και τας προθέσεις των. Την κεκανονισμένην ώραν εμφανίζονται τρεις κύριοι καλώς ενδεδυμένοι και καλοταϊσμένοι, συνιστούν εαυτούς και κάθονται, κατόπιν προσκλήσεώς μου, πλησίον του γραφείου μου. Άρχεται η συζήτησις περί του καιρού, περί του κακού μας του καιρού, περί της ενεστώσης κρισίμου καταστάσεως και περί άλλα παρεμφερή. Ήλθαν κατόπιν εις επαίνους δια το πρόσωπόν μου, δια την προσφοράν μου εις την Αρχιεπισκοπήν και εις άλλα παρόμοια. Αντελαμβανόμην όμως ότι άλλος ήτο ο σκοπός της επισκέψεώς των. Οπότε και μεθ’ ώραν πολλήν μετά την πρώτην αλεκτοροφωνίαν, έρχονται στο θέμα:

«Ξέρετε ερχόμεθα εκ μέρους της Τεκτονικής Στοάς (σημ. 3ης Σεπτεμβρίου και Σουρμελή γωνία, δια τους μη ειδότας, και με πορτοπαράθυρα κλειστά. Νυκτικόρακες γαρ). Είμεθα και ημείς τέκτονες (σημ. γράφε μασώνοι) και επειδή έχουμε ως μέλη πολλούς κληρικούς αρχιερείς και αρχιμανδρίτας, σκεφθήκαμε μήπως και σεις θα επιθυμούσατε...Θα έχετε βοήθεια..Θα προαχθήτε συντόμως...Θα γνωρίσετε πράγματα άγνωστα σε σας..Θα μυηθήτε στους μεγάλους μύστες..Θα γίνετε και σεις μύστης... Θα γνωρίσετε το φως της αληθούς γνώσεως...Θα ζήτε στο φως...Θα γίνετε και εσείς φως...»

Είπαν, είπαν και τι δεν είπαν...Τους άκουα με υπομονή. Άρχισε να ξημερώνη. Τέλος σηκώθηκαν να φύγουν. Τους χαιρέτησα ψυχρά και τους είπα: «Ευχαριστώ για όσα κάνατε τον κόπο να μου πήτε. Μου είπατε ότι θα δω το φως. Σας διαβεβαιώ όμως ότι εμένα μου αρκεί το Φως του Χριστού! Χαίρετε!».

Και δεν είναι αυτό ομολογία πίστεως; Και δεν είναι ο Μητροπολίτης αυτός ομολογητής;

Κάποτε τον ρώτησα: «Και που βρήκατε τόσα χρήματα, ώστε να μπορήτε να δημιουργήτε τόσα συσσίτια σε όλη την Ελλάδα; Σώσατε τότε από τον εκ πείνης θάνατο παμπληθύν ανθρώπων. Πόθεν;».

Και τότε μου απεκάλυψεν ένα μυστικό. Μυστικό τρομερό, που αν απεκαλύπτετο τότε, από τον κατακτητή για πολλάς ημέρας θα κροτάλιζαν τα πολυβόλα.

«Μέσα στο Νομισματοκοπείον υπήρχαν δικοί μας άνθρωποι. Χριστιανοί με καρδιά, αποφασισμένοι για όλα. Δούλευαν ασταμάτητα, γιατί η αξία του χαρτονομίσματος έπεφτε συνεχώς (σημ. ήσαν χρήματα άνευ αξίας, διότι δεν είχαν αντίκρυσμα εις χρυσόν. Ο χρυσός είχε φυγαδευθή εις την Μέσην Ανατολήν). Εκατομμύρια, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια (σημ. δια να αγοράσης ένα κουτί σπίρτα, αν εύρισκες, ήθελες ένα καρότσι χαρτονομίσματα, τα λεγόμενα ράλληκα, εκ του ονόματος του τότε «πρωθυπουργού» Ι. Ράλλη.) Αυτοί, λοιπόν, έκαμαν το εξής τέχνασμα. Κανόνισαν οι μηχανές να τυπώνουν με τον ίδιο αριθμό δύο χαρτονομίσματα. Τα μεν πήγαιναν στην κυβέρνησι, τα δε λάθρα και κρυφά διωχετεύοντο στην Αρχιεπισκοπή. Ούτω πως υπήρχαν χρήματα για την Ε.Ο.Χ.Α. Όμως ο κίνδυνος αποκαλύψεως υπερέκειτο της κεφαλής ημών ως δαμόκλειος σπάθη»

Ενθυμούμαι ότι, όταν ήτο συνοδικός το ‘55 η το ‘56 παρηκολούθει τακτικώς χωρίς διακριτικά αξιώματος, άνευ δηλαδή εγκολπίου και μπαστούνας, τα κηρύγματα του π. Αυγουστίνου Καντιώτη, ιεροκήρυκος τότε της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, εις την οδόν Μενάνδρου, στην αίθουσα του συλλόγου «Τρεις Ιεράρχαι», του αειμνήστου Βαρυμπομπιώτη. Αγαπούσε τον Αυγουστίνο και τον υπελήπτετο, καίτοι δεν συμφωνούσε με τις πολλές του ακρότητες. Αυτός ήτο ήπιος, διαλλακτικός, νηφάλιος. Ο Αυγουστίνος ήτο εκρηκτικός, απόλυτος, μακκαβαίος (μακάμπα, εβραϊστί η σφύρα).

Τώρα που σύρω αυτές τις γραμμές μου έρχεται στο νου και κάτι άλλο.

Ήτο συνοδικός στην Αθήνα. Η Ιερά Σύνοδος του ανέθεσε να κάμη μίαν εισήγησι για το βιβλίο του Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός». Κατά συγκυρίαν τον επεσκέφθην στο σπίτι του στην Ηλιούπολι για κάποια υπόθεσι της Μονής Προυσού, αν δεν απατώμαι. Είχε πυρετό και ήτο κλινήρης. Βαστούσε το βιβλίο και με κόκκινο μολύβι έσυρε γραμμές όπου έβλεπε κάτι μεμπτόν. Μου λέγει: «Αηδιάζω που το διαβάζω. Είμαι όμως αναγκασμένος. Δεν υπάρχει φράσις που να μην έχω τραβήξει κόκκινη γραμμή. Κοκκίνισα όλο το βιβλίο. Ούτε καν υποπτευόμουν ότι μπορεί να υπάρχη τέτοιο βλάσφημο βιβλίο...» Και όμως η Ι. Σύνοδος δεν ετόλμησε να προχωρήση.....

Και μία παράκλησις εκ μέρους του γράφοντος. Το 1958 εκοιμήθη εν Κυρίω. Κατά την επιθυμίαν αυτού ετάφη εν Αγρινίω. Κατά την ώραν της ταφής και πριν το φέρετρον καταβιβασθή εις τον τάφον, ο τότε ιεροκήρυξ εν Αγρινίω Αρχιμ. Βενέδικτος αφαιρεί αυτοβούλως από του τραχήλου το εγκόλπιον του Μητροπολίτου λέγων: «Αυτό είναι για την Χριστιανική Ένωσι». Ήμουν παρών και είδα αυτοψεί την βιαίαν αυτήν κίνησιν την ταράξασαν το λείψανον. Έχει μείνει εις την μνήμην μου αύτη η ουχί και τόσον ευγενής χειρονομία.

Παρακαλώ όθεν τους εν τη Χριστιανική Ενώσει Αγρινίου, όπως δια την ανάπαυσιν των ψυχών αμφοτέρων, παραδοθή το εν λόγω εγκόλπιον, εάν υπάρχη, εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ναυπάκτου, όπου δικαιωματικώς ανήκει. (σ.Ε.Π.: Σύμφωνα με την συνήθεια, τα αρχιερατικά διάσημα, μήτρα, εγκόλπιο κλπ., τα παραλαμβάνη ο προεξάρχων της εξοδίου Ακολουθίας Αρχιερεύς, όστις αν είη).

Αυτά είναι όσα ο γεροντικός μου νους διατηρεί. Και όταν ψάλλουμε τις Παρακλήσεις της Παναγίας, μου έρχεται πάντα στο νου η μορφή του και στα αυτιά μου ηχεί ο τρόπος που έψαλλε: «Εν ταις ζάλαις εφεύρον σε λιμένα, εν ταις λύπαις χαράν και ευφροσύνην...».

Προσπαθούσα σ’ όλη μου την ζωή να τον μιμηθώ, πλην όμως εις μάτην...

Μετ’ ου πολύ έρχομαι, άγιε μου Δεσπότη, να σε ακούσω στον ουρανό..

Απαρχαί του ,βη` έτους. (2008)

Πενήντα χρόνια μετά....

  • Προβολές: 2774