Skip to main content

Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καὶ ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς (Β )

Του Κώστακ Δ. Παπαδημητρίου

Από κάποιες σκέψεις που τον ξεστρατίζουν σε πονηρούς και ακόλαστους συλλογισμούς προέρχεται η εσωτερική του δοκιμασία που τον βασανίζει, αλλά και τον ανεβάζει σε κόσμους πνευματικούς. Καθώς συμβαίνει με την εξωτερική και επιδερμική χαρά που στην αρχή σ’ ευχαριστεί κι ύστερα σε ταπεινώνει αντίθετα η άλλη, η πνευματική χαρά, πρώτα σε δυσκολεύει, ώσπου να τη γευτής, ύστερα όμως σε ανυψώνει, σε εξαγνίζει, σε μεταρσιώνει και σε κάνει να προσδοκάς και να ελπίζης, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική πορεία του ανθρώπου.

Δεν είναι εύκολα να ζη πάντοτε ο άνθρωπος σύμφωνα με το νόμο του Θεού. «Βλέπω», θα πη ο Απόστολος Παύλος, «εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου...». Το κακό είναι η στάση που παίρνει ψυχικά ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία. Η βασική και θεμελιακή αμαρτία είναι η εμμονή και παραμονή σ’ αυτήν και η προσπάθεια να αποσπασθής από τον Θεό και να αυτονομηθής από αυτόν. Αν τελειώνης μια αμαρτία, την ξεχνάς και τραβάς για την άλλη. Η ορθή θέση του Χριστιανού είναι να μην ξεχνά την αμαρτία του, αυτή να συνέχη το νου του και οι τύψεις του γι’ αυτήν να τον συγκρατούν, ώστε να μην την επαναλαμβάνη. Να θυμάται τα λόγια της Κασσιανής: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας...» η το του Ψαλμού: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστιν δια παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και από τη σκέψη του Παλαμά δεν απομακρύνεται. Και με μια τέτοια κασσιανική στροφή η αμαρτία του γίνεται θεμέλιο για τον θρησκευτικό έρωτα. Και όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στον «Παλαμά» του, «Τότε η αμαρτία γίνεται σκληρός πυρήνας που χωρίς αυτόν δεν θάνοιγαν τα φτερά του πόθου προς το γαλήνεμα των ουρανών... Μέσα σ’ αυτό το διαλεκτικό σύμπλεγμα διακινείται η ζωή του και ξετυλίγεται ο κασσιανισμός του ποιητή. Μα τελικά η αμαρτία και του ίδιου του ποιητή αδερφώνεται με την αθωότητα... Ο Παλαμάς βρήκε ένα νέο ρίγος στη διατύπωση του πιο ανθρώπινου συντριμμού. Κάποτε «ο απολωλός έχει μια χάρη που δεν την έχει ο αναμάρτητος. Μέσα απ' τα κάγκελα της αμαρτίας του ο αμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ως τα βάθη του είναι του, νιώθει το κρίμα του, τη μοίρα του κι ένας καημός την ομορφαίνει που δένεται με την νοσταλγία. Σε μακρινό λυκόφως υποφώσκει κατάβαθα στη μνήμη της ψυχής το φάσμα της χαμένης καλοσύνης, της σβησμένης ιδέας...Ο έρωτας γι’ αυτήν ξυπνά την ανάμνηση της ιδέας, η αμαρτία γίνεται πηγή του έρωτα, δακρύων νοσταλγικών (για το καλό). Έτσι αδερφώνεται έρωτας και αμαρτία στη συνείδησή του». ( Κ. Τσάτσου, «Παλαμάς» σελ. 31)

Σε αρκετά ποιήματά του ο Παλαμάς δίνει στην προσευχή του κασσιανικό και φλογισμένο τόνο. Στη ζοφερή και κολασμένη ψυχική του ροπή αντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ιδιαίτερα αυτός ο κασσιανικός του παραδαρμός και το αυτομαστίγωμα φαίνεται στο έργο του «Εκατό φωνές» στο τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία και Μοναξιά», στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», αλλά και στο «Στερνό λόγο» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ποιημάτων του , που ο ίδιος ονομάζει «Κασσιανικά» και στα οποία μας «αποκαλύπτει φανερά τον εσωτερικό σπαραγμό της ψυχής του και την απόγνωσή του και αυτοτιμωρούμενος επίμονα σκαλίζει τα οδυνηρότερα τραύματα του ηθικού του κόσμου και βγάζει προς τα έξω τον αυτοδιασυρμό του, την εξομολόγηση και τις τύψεις της βασανισμένης του ψυχής» (Ιωάν. Συκουτρή «Μελέται και άρθρα» σελ. 509)

Αισθάνεται στα κατάβαθα του εγώ του πως είναι ένας αμαρτωλός, αισθάνεται τύψεις να τον βαραίνουν και να τον ελέγχουν και σε κείνες τις ώρες της συνειδησιακής του κρίσης δέεται με πόνο ψυχής κάτω από το βάρος του ξεπεσμού του, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου, υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και γεμίζει όλο το είναι του από την προσδοκία της συγχώρεσης. Αυτό του φέρνει δάκρυα στα μάτια, τον εξαγνίζει, τον γαληνεύει εσωτερικά.

Στο κεφάλαιο «Ο πυρισμός του εγώ» της «Ποιητικής» του, ενδοσκοπούμενος για να δείξη πως η ζωή του διχάζεται ανάμεσα σε ορέξεις και πράξεις καθαρά υλιστικές από το ένα μέρος και από το άλλο σε ανατάσεις καθαρά μεταφυσικές της ψυχής, γράφει: «..Αισθάνομαι πως δύο ιδεατές γυναίκες, πότε η μία πότε η άλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στη φαντασία μου. Η μια βακχίδα καλεί οργιαστικά, η άλλη μεγαλόχαρη, κρατεί το χέρι της απλωμένο πάντα από πάνω μου σε μια χειρονομία που μου ευαγγελίζεται ζωή μιας αγνείας παραδείσιας». Απ τήν πρώτη ξεκινά αμαρτωλός και ακόλαστος για να υποταχθή στη δεύτερη μετανοημένος και συντριμμένος με θερμές ικεσίες συγχώρεσης και εξιλασμού. Το τυραννικό, το βασανιστικό αίσθημα της αμαρτίας και της αναμενόμενης τιμωρίας είναι εκείνο που τον κάνει να στρέφη διαρκώς το βλέμμα του προς τον ουρανό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της ενοχής, η βαθειά τύψη είναι η αρχή της μετάνοιας.

Ο καθημερινός εσωτερικός του διάλογος με τον πιο μύχιο εαυτό του δημιουργεί μια συναισθηματική στάση που της έδωσε το όνομα Κασσιανισμό και που αποτελεί για τον Παλαμά μια μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικά θρησκευτικά βιώματα. Με τον Κασσιανισμό του ο Παλαμάς προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Ο «οίστρος της ακολασίας», που η Μοναχή Κασσιανή ετόνισε στο πύρινο άσμα της προς τον Νυμφίον και που κατέκαιε τα σπλάχνα της, χρησίμευσε σα θείο πιοτό να θερμάνη και την καρδιά του Παλαμά και να τον καταστήση ένα «πολύαυλον εκκλησιαστικόν όργανον», όπως τον χαρακτήρισε ο Ν. Λούβαρης.

Και ο Λεωνίδας Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Ο Κωστής Παλαμάς ως εθνική και θρησκευτική προσωπικότης» θα γράψη:

«Με συναρπάζει η θρησκευτική ιδιοτυπία του Παλαμά, το βάθος των θρησκευτικών του ενοράσεων, το πλάτος της θρησκευτικής του πίστεως, το ύφος της θρησκευτικής του εξάρσεως, το πλέγμα των εσωτέρων θρησκευτικών συγκινήσεων εις τα τρίσβαθα της ψυχής του, ο πόθος του, ο πόνος του και η προσπάθειά του για λύτρωση. Αναμόχλευσε τα απύθμενα τρίσβαθα της ανθρωπίνης προσωπικότητας. Ολόκληρος, ο ζωντανός και ο γραπτός, ο ολοζώντανος Παλαμάς, κάτω από κάθε του λέξη και στίχο και στροφή. Η γραμμή των απομνημονευμάτων του παρουσιάζει ανάγλυφη την εσωτερική πηγαία σχέση θρησκείας και ζωής, σε όλες της ζωής τις εκδηλώσεις, και σ’ αυτές ακόμα που δεν φαίνονται αμέσως, να είναι ειδικά αρωματισμένες από την θρησκευτική πνοή, που μοσχοβολάει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική έξαρσις»

Το καλύτερο εκ μέρους μας μνημόσυνο για τον εθνικό ποιητή που ετίμησε το Έθνος, την Εκκλησία μας και την Ιστορία μας, που σαν τανύπτερος αετός ξεπέρασε εκστατικός από θαυμασμό τις ψηλοκορφές του Ολύμπου και των θεών της αρχαίας Ελλάδας για να φτάση μέχρι του να ψαύση ευλαβικά τα κράσπεδα του θρόνου του αληθινού Θεού της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, του Θεού της Χριστιανικής Ελλάδας, είναι να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε επιστημονικά την θρησκευτική ιδιοτυπία της προσωπικότητάς του.

Τέτοια τιμή ανήκει δίκαια στον Παλαμά. Πολύ μεγαλύτερο όμως ταιριάζει στη μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανή που με το ομώνυμο, το αριστούργημα της βυζαντινής υμνολογίας και τα άλλα όπως: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον», «Εξέλθετε εξέλθετε και λαοί», «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ήπλωσας τα παλάμας» κ.α., ενεργοποίησε το ποιητικό ταλέντο του Παλαμά και έγραψε πάμπολλους σχετικούς στίχους. Έχασε βέβαια η Κασσιανή τις γήϊνες τιμές τότε. Έχασε έναν γαμπρό βασιλιά και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κέρδισε όμως τον ουράνιο Νυμφίο, έκανε και κάνει χιλιάδες Χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά σ’ αυτόν τον Νυμφίο, παρακαλώντας για την σωτηρία τους και άφησε πίσω ένα άγιο παράδειγμα και μια άγια φήμη που θυμίζει σ’ όλους μας, ιδιαίτερα τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, πως όλα τα αγαθά του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής «υπέρ ης Χριστός απέθανεν».–

  • Προβολές: 2844