Skip to main content

Ὁ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος (1945-1958)

του Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου

Η σημερινή εκδήλωση είναι ημέρα μνήμης. Ξαναφέρνουμε στη θύμησή μας κατά οργανωμένο και συστηματικό τρόπο τον μακαριστό Μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρό Χριστοφόρο, κατά κόσμον Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πενήντα (50) χρόνων από τον θάνατό του.

Ὁ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος (1945-1958)Υποχρέωση των ζώντων, «ημών των απολιπόντων» είναι να μην ξεχνάμε όσους προηγήθηκαν και ετίμησαν, κατά τεκμήριο, την αποστολή τους. Με αυτό το σκεπτικό συγχαίρομε την Μητρόπολη και τον Σεβασμιώτατο κ. Ιερόθεο για την σημερινή εκδήλωση τιμής και μνήμης.

Θα προσπαθήσουμε μέσα στα χρονικά όρια που έχουν τεθή να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα του αειμνήστου Ιεράρχη. Οι επιμνημόσυνες αναφορές, αρκετές φορές, ίσως διότι επικρατεί το αξίωμα «ο αποθανών δεδικαίωται», καταλήγουν σε «αγιογραφία», που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Θα προσπαθήσουμε μέσω πηγών, αφού δεν είχαμε προσωπική γνωριμία με τον αείμνηστο Μητροπολίτη, να αποδώσουμε κατά το δυνατόν την πραγματικότητα.

Ο Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1898 και ανατράφηκε ως μοναχογιός σε μια πολυμελή οικογένεια ανάμεσα σε πέντε αδελφές. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν έμπορος στο Αγρίνιο, ενώ η μητέρα του Βασιλική Παπαγιάννη-Γερμανού καταγόταν από τον Πλάτανο Ναυπακτίας.

Τις εγκύκλιες σπουδές του πραγματοποίησε στο Αγρίνιο, όπου απέδειξε τις μαθησιακές του δυνατότητες, οι οποίες ώθησαν τους γονείς του να τον στείλουν στο Πανεπιστήμιο. Η συγκομιδή ήταν πλούσια. Τρία πτυχία: Θεολογίας, Φιλολογίας και Παιδαγωγικής. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Ήδη στα 1925 δημοσιεύει άρθρα στα οποία κοντά στο όνομά του καταχωρεί τον τίτλο Δρ Θεολογίας. Από το 1918 μέχρι το 1923, πέντε (5) χρόνια, υπηρέτησε στον στρατό, από τα οποία τα 3,5 στην πρώτη γραμμή του Μικρασιατικού μετώπου.

Μετά την αποστράτευσή του διορίσθηκε καθηγητής και διευθυντής στο Ελληνικό Σχολείο Πλατάνου και ύστερα από τρίχρονη υπηρεσία μετατέθηκε ως διευθυντής στο Ελληνικό Σχολείο Αγρινίου μέχρι το 1929, οπότε καταργήθηκαν τα Ελληνικά Σχολεία. Λόγω των οικογενειακών του υποχρεώσεων παραιτήθηκε από την υπηρεσία, μετά όμως πέντε χρόνια αναδιορίζεται ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Αγρινίου.

Στη συνέχεια, ύστερα από πρόσκληση του τότε Μητροπολίτη Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού Παπανδρέου, υπηρετεί για τρία χρόνια στο Ιεροδιδασκαλείο Κορίνθου, όπου κατόπιν ειδικής εντολής του Δαμασκηνού ανέλαβε και την κατάρτιση των σπουδαστών των δύο ανωτέρων ακαδημαϊκών τάξεων ως Κατηχητών. Μετά υπηρέτησε στο Μεσολόγγι ως καθηγητής στο Γυμνάσιο και ως βοηθός στο Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή.

Το εξωδιδακτικό έργο του είναι επίσης πλούσιο, ιδιαίτερα στο Αγρίνιο, όπου ίδρυσε την «Χριστιανική Ένωση» και την «Φιλανθρωπική Εταιρεία», που κατά τον ιστορικό του Αγρινίου Θ. Θωμόπουλο «απετέλεσαν την αφετηρίαν κάθε κοινωνικής, μορφωτικής και φιλοπροοδευτικής κινήσεως στην πόλη. Τα «Κατηχητικά Σχολεία», το «Πτωχοκομείο», «Το Ορφανοτροφείο», το Νοσοκομείο «Άγιοι Ανάργυροι», οι ενοριακές Φιλόπτωχες Αδελφότητες κλπ. είναι δημιουργήματα του Αλεξανδροπούλου».

Η υπηρεσία του στο Ιεροδιδασκαλείο Κορίνθου ήταν καθοριστική για την μελλοντική σταδιοδρομία του. Εκεί συνεργάσθηκε στενά με τον Πρόεδρο της Εφορείας της Σχολής, τον Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Ο Δαμασκηνός εκτίμησε τις αρετές και τις ικανότητες του καθηγητή Γ. Αλεξανδρόπουλου και τον θυμήθηκε σε μια περίοδο που πάλι «όλα τα’ σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

Βρισκόμαστε στα 1942. Ο πληθυσμός βρίσκεται σε σκληρή δοκιμασία από τις αρχές της Κατοχής και ο καθημαγμένος λαός συσπειρώνεται γύρω από τον Δαμασκηνό, ο οποίος από τον Ιούλιο του 1941 επανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο και λόγω της θαρραλέας στάσης του αναδείχθηκε Εθνάρχης του και πάλι σκλαβωμένου λαού.

Ὁ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος (1945-1958)Ο Δαμασκηνός αναζητούσε μέσα στη φοβερή λαίλαπα ικανούς συνεργάτες, για να συνδράμουν στο τιτάνιο έργο του, που ήταν η διάσωση του λαού από την πείνα και τους αδυσώπητους διωγμούς των κατακτητών. Μεταξύ των πρώτων στις επιλογές του ήταν ο παλιός γνώριμος και συνεργάτης, καθηγητής Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος, από τον οποίο ζήτησε ο Αρχιεπίσκοπος να εισέλθη στις τάξεις του Κλήρου. Η απάντηση, όπως την καταγράφει ο ίδιος ο Χριστοφόρος είναι: «.......εξαιτούμενος ίλεων τον Κύριον, και τω κρίματι και τη προσταγή αυτού παραθέτων την προαίρεσίν μου και τον εαυτόν μου ολόκληρον, πειθαρχώ πεποιθώς εις την παντοκρατορικήν του καλούντος Θεού δύναμιν, την πάντοτε δια της αγάπης και της ευσπλαγχνίας ενεργούσαν...»

Προς υλοποίηση της απόφασής του στις 14 Μαρτίου 1942 προσέρχεται στο Μοναστήρι της Αμπελακιώτισσας, με το οποίο είχε στενούς δεσμούς χάρη στον αείμνηστο Ηγούμενο Ησαΐα. Στις 20 Μαρτίου κείρεται μοναχός λαμβάνοντας και το όνομα Χριστοφόρος. Την επομένη Διάκονος και την μεθεπομένη Πρεσβύτερος-Αρχιμανδρίτης.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός τον τοποθετεί αμέσως Μέγα Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, δηλαδή σε μία άκρως υπεύθυνη και νευραλγική θέση και στην ουσία ήταν το «δεξί χέρι» του Αρχιεπισκόπου.

Ο ίδιος ο Χριστοφόρος αναφέρει στον χειροτονητήριο, ως Μητροπολίτου, λόγο του: «Ηυτύχησα να ζήσω μαζί Σας, Μακαριώτατε, και να δουλεύσω εις το Ευαγγέλιον και εις την θεοφρούρητον Αρχιεπισκοπήν Αθηνών προστατευόμενος ως πειθαρχημένον και αφωσιωμένον τέκνον μέσα εις την πατρικήν αγκάλην Σας, εντρεφόμενος τοις λόγοις της πίστεως, της καλής διδασκαλίας, της μεγαθύμου καλωσύνης και χριστιανικής αυταπαρνήσεως που Σας χαρακτηρίζουν και ευχαριστημένος εδοκίμασα την χριστιανικήν χαράν και την εθνικήν υπερηφάνειαν του τέκνου που είδε τον αγαπητόν Πνευματικόν του Πατέρα να πονή μεν και να μοχθή, αλλά και να υψώνεται και να δοξάζεται προς δόξαν της Εκκλησίας του Χριστού. Με ηξίωσεν ο Θεός, και Σεις το ηθελήσατε, να ευρίσκωμαι από κάθε κληρικόν και από κάθε Έλληνα πλησιέστερον παρά το πλευρόν Σας και ενθυμούμαι τα συναισθήματα που εδοκίμασα, όταν ευρισκόμενος εκεί σιμά Σας έβλεπα με θαυμασμόν και καύχησιν, ως πονεμένος Πατέρας, στοργικά να παρηγορήτε, να βοηθήτε και να δένετε τας πληγάς ενός Λαού. Λαού ιστορικού, παλαίοντος κάτω από θηριώδεις κατακτητάς, φθίνοντος από την πείναν, η οποία κυρίως τους εκράτει επικινδύνως διηρημένους».

Η επί τριετία διακονία του κοντά στον Δαμσκηνό ήταν αρκετή για να φανούν οι ποιμαντικές και οργανωτικές ικανότητες του Χριστοφόρου, διότι ο επιστημονικός εξοπλισμός του ήταν αναμφισβήτητος. Με την μετάθεση του Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Γερμανού στην Ηλεία, ο Δαμασκηνός δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Πρότεινε στη Σύνοδο για την πλήρωση του κενού τον Χριστοφόρο, τον οποίον πλέον γνώριζε πολύ καλά και θεωρούσε άξιο να ποιμάνη τον λαό της περιφέρειας, από την οποία και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος καταγόταν.

Έτσι στις 19 Οκτωβρίου 1945 ο Χριστοφόρος εκλέγεται Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Στις 24 Οκτωβρίου 1945 χειροτονείται από τον Αρχιεπίσκοπο και Αντιβασιλέα Δαμασκηνό, Επίσκοπος. Μεταξύ των άλλων τονίζει στον χειροτονητήριο λόγο του: «....Κατά την στιγμήν αυτήν βλέπω να πραγματοποιήται πόθος μου παλαιός, χρονολογούμενος από των παιδικών μου χρόνων, και να πληρούται ζωηρά επιθυμία διακονίας εν τη Εκκλησία, η οποία εκ παίδων ενέπνεε την ζωήν μου και κατηύθυνε τα διαβήματά μου. Και χαίρω μεν διότι η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία, στοργική πρωτοβουλία της Υμετέρας Μακαριότητος, Θεία καθοδηγήσει της Αγίας Συνόδου και συμμαρτυρία Κλήρου και Λαού, εν ευμενεία πολλή κρίνουσα την εικοσιπενταετή σχεδόν ως θεολόγου λαϊκού και κληρικού εκκλησιαστικήν μου διακονίαν, με περιβάλλει σήμερον με τιμήν πολλήν, και με υψοί εν Εκκλησία Λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων. Αλλά....φοβούμαι. Φοβούμαι, Μακαριώτατε, πολύ, δια της αποστολής το μέγεθος, δια της αρχιερωσύνης το βάρος. Διότι η αρχιερωσύνη είναι αξίωμα ασυλήπτως μέγα, υψηλότατον και θειότατον».

Δια να του απαντήση ο Αρχιεπίσκοπος και Αντιβασιλεύς:

«Η κλήσις σου εις το Αρχιερατικόν αξίωμα συμπίπτει με μίαν εποχήν κατ’ εξοχήν κρίσιμον δια την Ελληνικήν Ιστορίαν. Ως να μη ήρκουν αι συνέπειαι του πολέμου και της Κατοχής αι οποίαι επεσώρευσον ερείπια και αφαντάστους καταστροφάς εις τον λαόν, έρχεται και η εσωτερική διαίρεση και αδιαλλαξία. Ούτω κινδυνεύομεν ο,τι δια πολλών αγώνων και με αίμα εις τα πεδία των μαχών εκερδίσαμεν να το χάσωμεν αλληλοσπαρασσόμενοι εν ειρήνη. Μη φοβείσαι όμως, αι αρεταί σου είναι ικαναί να σε βοηθήσουν να εκτελέσης τα δύσκολα καθήκοντά σου με κάθε δυνατήν πληρότητα. Έχω την ελπίδα η την βεβαιότητα μάλλον ότι θα φανής αντάξιος των σημερινών δυσκολιών. Πολλές φορές θα συναντήσης ωμήν την αχαριστίαν των ανθρώπων, αλλ’ όμως μη καμφθής και μη εκλείψη ο ενθουσιασμός σου. Έχεις όπλο μυστικό, αλλά πανίσχυρο, την Προσευχή. Σ’ αυτήν θα βρίσκης τον φωτισμό, την δύναμι και την ελπίδα. Πηγαίνεις, άλλως τε, να ποιμάνης έναν λαό που είναι κατ’ εξοχήν ευσεβής και ηρωϊκός, που ξέρει ν’ αγαπά το σωστό και το δίκαιο».

Η ενθρόνιση του Χριστοφόρου έγινε στην πόλη μας, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, στις 18 Νοεμβρίου 1945. Ήταν μια εποχή αστάθειας και ανωμαλίας. Η έξοδος από την σκλαβιά δεν ήταν, δυστυχώς, είσοδος στην ειρήνη και την εσωτερική ομαλότητα. Ο Χριστοφόρος κλήθηκε να ποιμάνη δύο επαρχίες καθημαγμένες από τα δεινά της Κατοχής και της εσωτερικής ανωμαλίας. Ως εκ τούτου ήταν λίαν δυσχερές το έργο του, το οποίο υπερέβαινε τα ποιμαντικά του καθήκοντα και ήταν πλέον έργο ζωής. Το πάθος και η αγωνία του φαίνεται στις αναφορές του προς την Πολιτεία για την επίλυση των επισιτιστικών και οικιστικών προβλημάτων των δύο επαρχιών.

Όταν πλέον επανήλθε η ομαλότητα, ο Χριστοφόρος κατέβαλε σύντονες και επίμονες προσπάθειες για την ανοικοδόμηση και οργάνωση των ενοριών και την συστηματοποίηση του ποιμαντικού έργου, καθώς και την ανοικοδόμηση και ανασύσταση των Μονών.

Έχει γραφή ότι ο Χριστοφόρος είχε «διαμαντένιο χαρακτήρα και ήθος, μετριοφροσύνη, μυστικισμό και ασκητική ιδιοσυγκρασία, την απλότητα του σοφού που δεν επαίρεται ποτέ, αλλά με την ανεπιτήδευτη ακτινοβολία του δημιουργεί κύκλο θαυμασμού και δέους γύρω του. Μειλίχιος άκουγε και τον πιο άσημο με προσοχή και δεν τσιγκουνευόταν χρόνο και προσπάθεια για να ανταλλάξη ιδέες και να σκορπίση παντού τα νάματα της απέραντης γνώσης του. Σεμνός πάντοτε, τίμιος, ειλικρινής, πράος, ευφυής, επιμελέστατος». Αυτά έχουν γραφή.

Στα δεκατρία (13) χρόνια της αρχιερατικής του ζωής ομολογουμένως κατέβαλε προσπάθειες, παρά τις εγγενείς δυσχέρειες, για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της Μητρόπολης, καθώς και την μεγιστοποίηση του ποιμαντικού του έργου.

Όμως του καταλογίζεται ευθύνη για την διάλυση της μοναστικής αδελφότητας της Παναγίας Αμπελακιώτισσας. Είναι ένα ζήτημα που αφήνει ερωτηματικά αναπάντητα, κυρίως για τον ρόλο τρίτων προσώπων στην υπόθεση κατά το διάστημα της ασθενείας του Χριστοφόρου. Έτσι υπάρχουν έγγραφα που κατά την γνώμη μου δεν συνάδουν με τον χαρακτήρα του Χριστοφόρου όπως τον γνώρισα.

Μια άλλη πτυχή της προσωπικότητας του Χριστοφόρου ήταν η συγγραφή. Στην εφημερίδα «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ» (31 Οκτ. 1945), που εξέδιδε ο Σπύρος Στεργίου με την ευκαιρία της χειροτονίας του Χριστοφόρου σε Μητροπολίτη, καταχωρείται πέραν της ειδησεογραφίας για την τελετή και εκτεταμένο βιογραφικό του νέου Αρχιερέα. Προφανώς τούτο είχε διανεμηθή από το γραφείο του Μητροπολίτη η στηριζόταν σε στοιχεία που προήλθαν από αυτό. Σε τούτο αναφέρεται ότι «έχει συγγράψει και δημοσιεύσει τας εξής εργασίας» και αριθμεί τέσσερις εργογραφικούς τίτλους, ήτοι: 1) Ιστορικήν πραγματείαν περί του ηθικού και θρησκευτικού χαρακτήρος των Ναυπακτίων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. 2) Εκλαϊκευμένον επιστημονικόν τεύχος υπό τον τίτλον «Ωφέλιμά τινα δια την κατηχουμένην νεολαίαν» 3) Πλείστας επιστημονικάς πραγματείας και διαφόρους κοινωνιολογικάς και χριστιανικάς μελέτας και άρθρα εις διαφόρους εφημερίδας και περιοδικά. 4) Την ιστορίαν της εν τη επαρχία Ναυπακτίας Ιεράς Μονής Αμπελακιωτίσσης.

Η πρώτη εργασία με τον τίτλο «Ιστορική ανασκόπησις του ηθικού και θρησκευτικού χαρακτήρος» συνταγμένη στην καθαρεύουσα της εποχής, δημοσιεύθηκε σε οκτώ συνέχειες από τον Ιανουάριο του 1925 στην μηνιαία εφημερίδα «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ», όργανο του Συνδέσμου Ναυπακτίων. Δυστυχώς, διασώθηκαν στο Αρχείο Βλαχογιάννη, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μόνον έξι συνέχειες, ενώ η τρίτη και η τελευταία λείπουν. Πρόκειται για μια προσπάθεια ιστορικής περιγραφής της Ναυπακτίας από τους μυθικούς χρόνους, και σκιαγράφησης του χαρακτήρα των Ναυπακτίων.

Η δεύτερη με τίτλο «Ωφέλιμά τινα δια την κατηχουμένην νεολαίαν», δυστυχώς, είναι παντελώς άγνωστη.

Η τρίτη εργογραφική ένδειξη αναφέρει πλείστες επιστημονικές πραγματείες, μελέτες και άρθρα.

Μέχρι τώρα δεν έχει δημοσιευθή ένας στοιχειώδης κατάλογος των δημοσιευμάτων για να τα γνωρίσουμε και να τα αξιολογήσουμε.

Η τέταρτη αναφέρεται στην Ιστορία της Ιεράς Μονής Αμπελακιωτίσσης. Παρ’ ο,τι σε κάποιες βιβλιογραφίες αναφέρεται η μελέτη ως εκδομένη, μπορούμε να τονίσουμε με ασφάλεια ότι ουδέποτε έγινε η έκδοση. Αλλού αναφέρεται η ύπαρξη του χειρογράφου, αλλά ο Χριστοφόρος για κάποιους λόγους δεν το εξέδωσε.

Το βέβαιο είναι ότι ο Χριστοφόρος ασχολήθηκε ως λαϊκός στη συγκέντρωση στοιχείων, όπως παλαιά έγγραφα, μεταφράσεις τουρκικών εγγράφων και ο,τι άλλο θα τον διευκόλυνε στη συγγραφή του έργου. Είναι εμφανής η προεργασία του για την συγγραφή της μελέτης. Μάλιστα τρεις επιστολές του, ενώ ακόμα ήταν λαϊκός, δύο το 1935 και μία τον Οκτώβριο του 1936 προς τον Ηγούμενο Ησαΐα ζητεί ο,τιδήποτε στοιχείο υπάρχει καθώς και φωτογραφίες. Επίσης, συμφωνήθηκε η αποστολή φωτογράφου του Αγρινίου για την λήψη καλλιτεχνικών φωτογραφιών. Στην τρίτη επιστολή (15 Οκτ. 1936) ο Αλεξανδρόπουλος αναφέρει ότι : «Η εκτύπωσις του βιβλίου δεν ήρχισεν ακόμη, αφ' ενός μεν λόγω των πολλών μου ασχολιών και των από διμήνου σχεδόν συνεχών αδιαθεσιών μου, αίτινες κατέληξαν ήδη εις το κρεββάτωμά μου, αφ' ετέρου δε εις τας πολλάς μεταβολάς που παρουσιάζει το στοιχειοθετικόν προσωπικόν του τυπογράφου, ένεκα των οποίων δεν λαμβάνω το θάρρος να το αρχίσω». Και πιο κάτω γράφει: «Φρονώ ότι δεν θα βραδύνη να γίνη η έναρξις, την οποία θα Σας αναγγείλω δια της αποστολής του πρώτου τυπογραφικού φύλλου. Γνωρίζω πόσον επείγει η έκδοσις του βιβλίου, δεν πρέπει να παραβιάσωμεν τα πράγματα». Σε μια παράγραφο της επιστολής αναφέρεται: «Η προσδοκωμένη δωρεά του τιθέντος υπό την επίδρασιν της χάριτος του Αγίου Κυρίου, εύχομαι να είναι γενναία και ταχεία».

Εάν πράγματι, το 1936 ήταν έτοιμη για το τυπογραφείο η συγγραφή και υπανεχώρησε ο χορηγός λόγω της κατάστασης της εποχής, δεν θα την εξέδιδε μέχρι το 1958 που ήταν Μητροπολίτης, όταν πίεζε τρίτους για την συγγραφή της Ιστορίας της Παναγίας της Προυσσιώτισσας και την περιγραφή της επαρχίας Ναυπακτίας;

Κατόπιν τούτων μπορεί να διατυπωθή η υπόθεση ότι δεν ολοκληρώθηκε η προσπάθεια συγγραφής για κάποιους λόγους. Δεν αποκλείεται να έγραψε κάποιο άρθρο για το μοναστήρι. Πάντως χειρόγραφο η δακτυλογραφημένο δεν εντοπίσθηκε στην Μητρόπολη πλην των εγγράφων από τα οποία φαίνεται η προετοιμασία της συγγραφής και τα οποία έχουμε σημοσιεύσει στα «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ» της Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών.

Έχει ακόμα γραφή ότι ο Χριστοφόρος εξέδιδε εκκλησιαστικό περιοδικό με τον τίτλο «Αγάπη» για το οποίο τίποτε δεν γνωρίζουμε, αφού δεν έχει επισημανθή κάποιο από τα τεύχη του.

Πέραν όμως αυτών ο Χριστοφόρος μπορεί να χαρακτηρισθή ως υμνογράφος, αφού τροποποίησε και συμπλήρωσε την Ιερά Ακολουθία της Παναγίας της Προυσιώτισσας και Ιερά Ακολουθία της Θεοτόκου με την συμπλήρωση 500 χρόνων από την εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας. Με την προτροπή του Χριστοφόρου εκδόθηκε η Ιστορία της Ιεράς Μονής Προυσιωτίσσης το 1957.

Επίσης, ύστερα από δύο εγκυκλίους (1950, 1952) προς τους εφημερίους της Ναυπακτίας συγκεντρώθηκε υλικό, ιστορικό και αρχαιολογικό, το οποίο το 1955 δημοσιεύθηκε στην Νέα Υόρκη από την Ναυπακτιακή Αδελφότητα με τον τίτλο «Περιγραφή της Επαρχίας Ναυπακτίας», το οποίο βοήθησε πολύ την μετέπειτα ιστορική έρευνα.

Μετά από μακρά ασθένεια ο Χριστοφόρος απεβίωσε στις 31 Μαρτίου 1958, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», σε μια ηλικία που θα μπορούσε να προσφέρη ακόμα πιο πολλά.

Προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα και να θίξουμε ακροθιγώς το σημαντικό έργο του, που πραγματοποιήθηκε μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Τούτο το έργο ήταν δημιουργικό, παραγωγικό, πνευματικό. Τα όποια λόγια μπορούν να επισημανθούν δεν μπορούν να το μειώσουν.

Στις μνήμες των Ναυπακτίων είναι ο Αρχιερεύς που τίμησε και αγάπησε το ποίμνιό του.

Ας είναι η μνήμη του αιώνια!

  • Προβολές: 3971