Skip to main content

Οι δύο Αλέξανδροι

τού Κώστα Παπαδημητρίου, συντ. Επιθεωρητού Α'/θμιας Εκπαίδευσης

«Ο Θεός έπλασε δύο παράλληλα πρόσωπα εκεί στό όμορφο νησί τής Σκιάθου καί πήρε μιά ψυχή, τή μοίρασε στά δύο καί φύτεψε τή μισή στόν έναν καί τήν άλλη μισή στόν άλλον Αλέξανδρο. Κι έτσι ό,τι λείπει απ' τόν έναν Αλέξανδρο, τόν Παπαδιαμάντη, τό συναντούμε στόν Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καί τό αντίστροφο», γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. («Τά πρόσωπα καί τά κείμενα» τόμ. 12, σελ. 174). Έτσι δέν μπορεί κανείς νά γράψη γιά τόν έναν καί νά μήν αναφερθή στόν άλλον. Η κοινή γνώμη τών Γραμμάτων τούς θεωρεί δίδυμους πνευματικούς, Διόσκουρους, μέσα στήν λάμψη τού ίδιου λογοτεχνικού φωτοστέφανου. Αλέξανδροι καί οι δύο, συμπατριώτες, συνασκητές, συναθλητές τού λόγου, αχώριστοι στήν πίστη, στήν πέννα καί στόν πατσιά, πού ήταν στήν εποχή τους «ακαδημία τής λογοτεχνικής μποεμίας», όπως χαριεντιζόμενος είπε ο Σπύρος Μελάς. (εφημ. «Ελεύθερον Βήμα» (27-10-1929).

Οι δύο ΑλέξανδροιΓιός παπά ο πρώτος, εγγόνι ο δεύτερος, ξαδέρφια στενά, μέ επιρροή εκκλησιαστικών ιδανικών πάνω τους, πού πηγάζουν από τήν ίδια βυζαντινή φλέβα, χριστιανοί από ανατροφή καί από ιδιοσυγκρασία, κάνουν άρωμα τής χριστιανοσύνης τους τό ελαφρό καί τό χαρμόσυνο καί τό σκορπίζουν στίς πλέον παγανιστικές γιορτές τής ελληνικής φύσης.

Μισούν τά εύκολα καί δεινά τού πολιτισμού καί οι δύο, συμφωνούν πώς ο πλούτος είναι δυστυχία καί ασκήμια, άν δέν διαχειρίζεται σωστά, η φτώχεια είναι ωραιότητα καί αρετή. Εξαίσιοι στήν περιγραφή τής φτώχειας, αμείλικτοι στήν ιδιοκτησία, τό ιδανικό τους η απλή ζωή. Η καλλιέργεια καί η γεύση τών καρπών τής γής. Θέλουν τήν ζωή χωρίς τήν αγωνία τής μεγάλης απόλαυσης, θέλουν τήν φυσική κατάσταση. Είναι απόκοσμοι. Θέλουν νά αγνοούν τίς βιοτικές μέριμνες, μέ τίς κακίες καί τά πάθη τους, μέ τίς μωρές φιλοδοξίες τους, μέ τά θέλγητρα πού αιχμαλωτίζουν τήν ζωή. Επιζητούν τήν μόνωση, τήν εσωτερική. Τούς είπαν κάποιοι ακοινώνητους καί μισάνθρωπους, γιατί παρεξήγησαν τίς ενοράσεις τους.

Είναι θαυμάσιοι ζωγράφοι τής φύσης καί τής αγροτικής ζωής. «Ξέρουν», γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, (εφημ. «Πατρίς» 17-1-1921), «νά μάς ηδονίζουν μέσα σέ παρθένους θάμνους, νά μάς πηγαίνουν πίσω από κατσίκια πλανηθέντα εις τήν κόψιν βράχων, νά μάς πλανούν εις ακρογιάλια καί ξηρονήσια, νά μάς κοιμίζουν υπό τά άστρα...».

Θαυμάσιο είναι τό διήγημα τού Μωραϊτίδη μέ τίτλο: «Μέ τά πανιά τού βοριά», όπου ο συγγραφέας τραγουδά τήν θάλασσα. Ταξιδεύει εκεί μέ μιά σκούνα. Άφθονες εικόνες θαυμαστές, βιβλικές καί μεθυστικές διηγήσεις φυσικών φαινομένων. Η κίνηση τής θάλασσας γίνεται λυρικό τραγούδι, ένα τραγούδι φυσιολατρείας καί δράσης από τήν Σκιάθο ως τήν Κωνσταντινούπολη. Τό ταξίδι καταλήγει σέ μιά εκκλησιά. Ο καπετάνιος αλλάζει τήν πατατούκα του μέ τό ράσο τού καλόγηρου. Εκεί ο συγγραφέας αρκείται νά βλέπη τό αργυρό μικρό ομοίωμα τής σκούνας του κρεμασμένο στόν πολυέλαιο τής εκκλησίας καί νά προσεύχεται. Δηλαδή η τρικυμία τής θάλασσας γίνεται προσευχή. Σ’ αυτό τό διήγημα κρύβεται ολόκληρος ο Μωραϊτίδης.

Δυνατή απεικονίζεται καί η απλή ζωή στά διηγήματά του «Καλικάντζαρος», «Κουκίτσα» κ.ά. κάτι παρόμοια μέ «Τόν Χριστό στό Κάστρο» τού Παπαδιαμάντη.

Μάς παρουσιάζει τόν ιερέα καβάλα στό γαϊδουράκι του, χωμένο μέσα στό ζεστό σάλι πού τόν τύλιξε η πρεσβυτέρα του, τριγυρισμένον από λίγους νησιώτες, προπαντός ευλαβικές γριούλες, νά πηγαίνουν στά εξωκκλήσια ή μισογκρεμισμένες εκκλησιές, νά λειτουργήσουν. Οι αισθήσεις τους πάντα ανοιχτές καί άγρυπνες στό πανόραμα τής ελληνικής φύσης καί τής απλής ζωής.

Στό διήγημά του «Χριστούγεννα στόν ύπνο μου» γράφει καί τούτα: «Τά έθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις τήν καρδίαν τών ανθρώπων καί όταν καταργώνται, νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από τήν καρδίαν, ήτις πονεί καί οδυνάται μεταδίδουσα τόν πόνον εις όλον τό σώμα. Ο άνθρωπος όστις δέν έχει τό νεύρον τούτο δέν ανήκει εις έθνος. Είναι αλλότριος αυτού. Νομίζει πώς είναι εις τόν κόσμον όλον καί δέν είναι πουθενά. Είναι εις τόν αέρα, αεροβατεί...».

Οι δύο ΑλέξανδροιΑπόφευγαν καί οι δυό τίς στενές γνωριμίες τους μέ άλλους λογοτέχνες. Μεταξύ τους είχαν στενό δεσμό. Στά μυστικά τους δείπνα μάλιστα, τά γενναία τους ελληνικά φαγοπότια, τά συντροφευμένα μέ σιγαληνά ψαλμοτράγουδα καί χωρατά, πού θυμίζανε θυμάρι μαζί καί λιβάνι, ήταν πολύ δυσκολότερα οι δυό φίλοι νά δεχτούνε συντροφιά. Μεγάλη ήταν η χάρη σου νά καθίσης νά φάς μαζί τους τά παχιά λαδωμένα τους σαρακοστιανά καί νά τσουγκρίσης τίς γιομάτες «καντήλες πού θύμιζαν τίς αλησμόνητες καλογερικές "μακαριές". Άμα μάλιστα τύχαινε», γράφει ο Γ. Βλαχογιάννης, «νά φτάση στόν Πειραιά σκιαθίτικο καράβι κι αριβάρανε στήν ταβέρνα οι μεζέδες τού νησιού, αστακοουρές καί τέτοιες λιχουδιές λιαστές, μά δυσκολοχώνευτες, χωρίς τής ρετσίνας τό μπόλικο κατάβρεγμα, τότε θά ‘σουνα πολύ αδιάκριτος νά καλεστείς αδιάκριτα στό τραπέζι τους...» (εφημ. «Πολιτεία» 13-9-1925). Κι άλλες φορές πάλι, συγκεντρωμένοι, στοχαστικοί, αντάλλαζαν γνώμες καί περνούσε τίς πληροφορίες του ο ένας στόν άλλο μέ κατάνυξη συνωμοτική.

Καί πολλά άλλα συνέδεαν τούς δυό αυτούς μεγάλους διηγηματογράφους μας. Γεννήθηκαν καί οι δυό στή Σκιάθο κι έζησαν μέ τό θλιβερό προαίσθημα καί οι δυό νά πεθάνουν περιστοιχιζόμενοι από τούς δικούς τους καί νά αναπαυθούν γιά πάντα στήν γή πού τόσο αγάπησαν καί τραγούδησαν. Από Σκιαθίτες έγιναν μέ τό έργο τους Πανελλήνιοι. «Κάθε καλλιεργημένη χώρα», γράφει ο Καμπούρογλου, («Νέα εφημερίς», 24-4-1891) «θά εθεώρει εαυτήν ευτυχή ανακαλύπτουσα μεταξύ τών συγγραφέων της τούς δύο τούτους αστέρας, οι οποίοι δύνανται ν’ αποβώσι καύχημά της, εάν συναθροισθώσιν τά έργα τους... Τοιαύται ιδιοφυΐαι δέν βγαίνουν ως μανιτάρια καθ’ εκάστην...».

Διέφεραν όμως καί σέ πολλά οι δυό αυτοί μεγάλοι τής Νεοελληνικής διηγηματογραφίας. «Έπαιξαν βέβαια στήν ίδια ορχήστρα, αλλά μέ διαφορετικά όργανα. Ο Παπαδιαμάντης κρατούσε τόν γλυκύτερο αυλό πού έχει γνωρίσει ο νεώτερος πεζός λόγος. Ο Μωραϊτίδης κόντρα μπάσο» (Σ. Μελάς. ό.π). ... Ο Παπαδιαμάντης ήταν πέρα γιά πέρα φύση καλλιτεχνική. Η θρησκευτική πίστη ενεργούσε σ’ αυτόν ως ζωντανή πηγή έμπνευσης. Ο Μωραϊτίδης ήταν περισσότερο φύση ασκητική. Η θρησκευτικότητά του σοβαρότερη καί αυστηρότερη.

Καί φυσιογνωμικά διέφεραν. Έφεραν βέβαια καί οι δύο πλούσια καί κατάμαυρη γενειάδα, η μορφή όμως τού Μωραϊτίδη ήταν πιό πλατειά καί πιό ανοιχτή από τού Παπαδιαμάντη καί η φορεσιά του «πιό ευπρόσωπη». Σέ αντίθεση μέ τό μαύρο μακρύ παλτό τού Παπαδιαμάντη ο Μωραϊτίδης δέν αποχωριζόταν ποτέ τήν μαύρη στενή καί κοντή ζακέτα, τό μαύρο παλτό καί τό ημίψηλο καπέλο.

Διαφορετικοί ήταν καί στόν χαρακτήρα τους. Ο Παπαδιαμάντης, πού οι συνθήκες τής οικογενείας του δέν τού επέτρεψαν νά περατώση τίς σπουδές του, έβρισκε τήν ευτυχισμένη ώρα του ανάμεσα στούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους τής ειδυλλιακής ζωής καί εθέλγετο από τό εξωτερικό κάλλος τών θρησκευτικών εκδηλώσεων. Ενδιαφέρετο περισσότερο γιά τά πρόσωπα καί τίς εκδηλώσεις τους. Εμεινε εκείνος πού ήταν από τήν αρχή. Ήταν ένα παιδί μέ νούν, είπε κάποιος, πιό αισθαντικός καί πιό τρυφερός.

Ο Μωραϊτίδης είναι ο επιστήμονας, ο λεπτολόγος, ο παρατηρητής, ο θρησκευτικός μαχητής, η τραγωδία του βρίσκεται παρούσα σέ κάθε του κίνηση. Η καρδία του είναι ασήκωτη από έγνοιες. Κινείται πάντα από τόν έρωτα τού απόλυτου. Ίσως λιγότερο προικισμένος από τόν Παπαδιαμάντη καί ιδιόρρυθμος στήν γλώσσα του. Η ειδοποιός διαφορά πού αφήνει πίσω κατά τι ο Παπαδιαμάντης τόν Μωραϊτίδη είναι πού ο πρώτος μέ προσωπική του συμμετοχή προσεγγίζει ο ίδιος τό δράμα τών ηρώων του. Τόν βλέπεις νά στέκεται μέ άφωνη εγκαρτέρηση στήν αναπόφευκτα επερχόμενη σύγκρουση, πού είναι ως ένα σημείο καί μοίρα τού συγγραφέα. Η ζωή τών ηρώων του εισχωρεί καί στήν δική του. Καί η γλώσσα του έχει τό χάρισμα νά μεταγγίζη μέσα μας τήν πιό διεισδυτική θέρμη. Γι’ αυτό τόν επεσκίασε ο θαλερός πλάτανος τού διηγηματογράφου Παπαδιαμάντη. Είναι ασύγκριτες όμως οι σελίδες του, όσες κυρίως παρουσιάζουν ανθρώπινους χαρακτήρες. Εκείνες ξεπέρασαν τό χρόνο καθώς αποδίδουν καταστάσεις καί συμπεριφορές χαρακτηριστικές μιάς εποχής καί μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής καί βιοτικής στάθμης.

Τόν Παπαδιαμάντη τόν γνωρίζει κανείς περισσότερο μέσα από τό έργο του, τόν Μωραϊτίδη μέσα από τήν ζωή του. Τήν πίστη του ο Μωραϊτίδης δέν τήν εξαντλεί στήν τυπολατρεία καί τήν ευλάβεια. Εξουσιαστής του είναι τό απόλυτο. Τό δικό του δράμα εξαντλείται σ’ έναν απέραντο εσωτερικό μονόλογο ή σέ έναν διάλογό του μέ τόν Δημιουργό. Κυριαρχείται αποκλειστικά σχεδόν από τό συναίσθημα ότι πλησιάζει πρός τόν ουρανό καί αυτή η γραμμή τής ανατάσεως πρός τά υπερκόσμια δεσπόζει στό μεγαλύτερο μέρος τού έργου του. Τήν επίγεια ζωή τήν αισθάνεται σάν έκτιση ποινής μέ πόθο καί υπομονή αναμένοντας τό τέλος της. Εφάρμοζε πιστά τήν παρακάτω συμβουλή τού Μάρκου Αυρήλιου:

«Μή λησμονείς, έλεγε πρός τόν εαυτό του ο αβάπτισος εκείνος χριστιανός, μή λησμονείς ότι είσαι απλούς ταξιδιώτης. Τό πλοίον πού σέ μεταφέρει εις τήν πατρίδα σου προσορμίζεται εις ένα λιμένα, ημπορείς νά εξέλθης νά περιεργασθής τήν πολυθόρυβον αυτήν πόλιν, νά ίδης τήν αγοράν της, τά υψηλά της κτίρια, τά καταστήματα, τά θέατρα, τάς ασχολίας τών κατοίκων της. Ημπορείς ακόμη νά συνάψης συνομιλίας καί στιγμιαίας σχέσεις μέ τούς κατοίκους της, τούς άρχοντας ή τούς καπήλους, αλλά μή απατηθής καί επί μίαν στιγμήν καί προσηλωθής εις τίποτε από αυτά, τά παροδικά, τά ξένα, τά αδιάφορα. Έχε διαρκώς τήν προσοχήν σου εις τό πλοίον σου, καί μή απομακρυνθής πολύ από τόν λιμένα, διότι από στιγμής εις στιγμήν ο κυβερνήτης καλεί τούς επιβάτας του διά τό τέρμα τού ταξιδίου των».

Έζησε τήν ζωή του καί ποτέ δέν ελησμόνησε πώς ήταν ένας παροδίτης καί ποτέ δέν πήρε τήν προσοχή του από τήν αναμενόμενη πρόσκληση τού κυβερνήτη. Συνέχεια φρόντιζε νά καθαρίζη τήν ψυχή του καί σιγά σιγά άρχισε νά απαρνιέται τά εγκόσμια. Τώρα πιά δέν είναι ο λογοτέχνης πού δούλευε τόν τρόπο τής έκφρασής του. Είναι ο πιστός πού αναζητεί καί στόν λόγο του μιά πρόσθετη λύτρωση. Παλεύει μέσα του ο τεχνίτης τού λόγου μέ τόν πιστό. Δέν τόν ενδιαφέρουν τά άλλα βιβλία καί άρθρα του, ο καημός του είναι νά τυπωθή ο τόμος τών 400 σελίδων πού μέ πλούσια σχόλια αφιέρωσε στίς ομιλίες τού Μεγάλου Βασιλείου στίς αφιερωμένες στούς Ψαλμούς τού Δαβίδ, καθώς καί στά αφιερωμένα στόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο (Ναζιανζηνό) («Παρθενίας εγκώμιον» κ.ά). Απομακρύνεται από όλες τίς άλλες μελέτες του καί αγκιστρώνεται στά Πατερικά κείμενα καί σέ ύμνους πρός τόν Δημιουργό. Στήν άκρη η κλασσική φιλολογία, όπου τό πάν είναι ενσυνείδητο, τό πάν υποβάλλεται κάτω από τό φώς τής λογικής. Τόν ενδιαφέρει ο θρησκευτικός ύμνος, τό θυμίαμα, η προσευχή, τό αγγελικό σχήμα, η «εις Κύριον αποδημία». Δυστυχώς, ο θησαυρός τών έργων του, παράδεισος σωστός, έμεινε αθέατος από τούς πολλούς.

Ως καθηγητής στό Βαρβάκειο Γυμνάσιο μένει υποχρεωτικά στήν Αθήνα. Η μόνη απόλαυσή του είναι νά επισκέπτεται τά σκιαθίτικα καράβια στό λιμάνι τού Πειραιά. Πατώντας τήν κουβέρτα τών καραβιών τής πατρίδας του, έχει τήν συναίσθηση πώς πατεί τά αγαπημένα χώματά της. Έτσι «Τού βοριά τά κύματα», πού έγινε καί τίτλος τού βιβλίου του, τού φέρνουν τά χαιρετίσματα από τό αγαπημένο του νησί.

(συνεχίζεται στό επόμενο)

  • Προβολές: 2646