Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Από την Βουλή στην Χρονογραφία του Θεοφάνους

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Η επικαιρότητα κάποιες φορές μας παραπέμπει στην ιστορία. Πιο σωστά, η δυσφορία που προκαλούν σύγχρονα γεγονότα, τα οποία δεν μπορούμε πάντα να τα αντιμετωπίζουμε με νηφαλιότητα και ορθή κρίση, μας οδηγεί για ανακούφιση, αλλά και εξοπλισμό με την πείρα του παρελθόντος, σε αναγνώσματα ιστορικά. Σ’ αυτά παρακολουθούμε το πως ο ιστορικός ―η ο χρονογράφος, με την πιο ελεύθερη και προσωπική ματιά― καταγράφει με επιστημοσύνη και σχετική απάθεια γεγονότα σημαντικά, χαρακτηρίζοντας την δράση προσώπων τα οποία θεωρεί ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών, αλλά και των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Όταν, επιπλέον, ο συγγραφέας που διαβάζουμε, διαθέτη την διεισδυτική ματιά του αμερόληπτου ερευνητή των πηγών, αλλά και του αγίου, του «πείρα μεμυημένου» στην γνώση του Θεού και του ανθρώπου, τότε το κείμενό του δεν είναι στεγνή καταγραφή γεγονότων, ούτε μονομερής εξιδανίκευση πτυχών της ιστορίας, αλλά μια εύχυμη και ταυτόχρονα απλή καταγραφή του ιστορικού γίγνεσθαι, που αφήνει να φαίνεται ο εσωτερικός ρυθμός της ιστορίας, το πνευματικό της υπόβαθρο, γι’ αυτό και το ιστόρημα η η χρονογραφία του είναι διδασκαλία ζωής, που αφορά όλα τα επίπεδα του ανθρώπινου βίου.

Τα παραπάνω διατυπώθηκαν έχοντας κατά νουν αφ' ενός μεν τις συζητήσεις που έγιναν στην Βουλή των Ελλήνων για την βία και την εγκληματικότητα, όπου τα «αρρωστήματα» του κοινωνικού μας σώματος αντιμετωπίσθηκαν με τις μεθόδους της ιδεολογοποιημένης πολιτικής ιατρικής του κοινοβουλευτισμού μας, αφ' ετέρου δε την Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνους του ομολογητού, μια πολύ σημαντική ιστορική πηγή για την χρονική περίοδο από το 284 έως το 813 μ.Χ., την οποία τελευταία αποσπασματικά φυλλομετρήσαμε στην τρίτομη έκδοσή της από τις εκδόσεις Αρμός.

Διαβάζοντας κάποιος τις αγορεύσεις των πολιτικών αρχηγών στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στην Βουλή διαπιστώνει ότι δεν απουσιάζει η γνώση των προβλημάτων, η προσπάθεια εντοπισμού των αιτίων της βίας και της εγκληματικότητας, η ειλικρινής διάθεση εξυγίανσης της ελληνικής κοινωνίας. Όμως όλα αυτά τελικώς υποσκάπτονται και δεν τελεσφορούν από δύο κυρίως κοινοβουλευτικές αγκυλώσεις: Πρώτον, την πειθαρχία στις ιδεολογικές αρχές του κόμματος και, δεύτερον, τον μεγάλο φόβο του πολιτικού κόστους, που έχει αναπτύξει πολύ την επιστήμη της επικοινωνίας και έχει υποτάξει την αλήθεια στην σκοπιμότητα. Οι ιδεολογικές αρχές των κομμάτων καθορίζουν τις προτεραιότητες στις πολιτικές τους δράσεις, την εύνοια κοινωνικών ομάδων, την καταπολέμηση η την εκμετάλλευση της πίστης, τους προσανατολισμούς της Παιδείας και της Οικονομίας κ.α. Από την άλλη μεριά το πολιτικό κόστος επιβάλλει τον εξοβελισμό κάθε πόνου και φόβου, κάθε δυσάρεστου μέτρου? θέλει την παράκαμψη του «ουαί» που είπε ο Χριστός «όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι».

Ας δούμε χαρακτηριστικές τοποθετήσεις από τις αγορεύσεις των πολιτικών αρχηγών, με σύντομους σχολιασμούς, χωρίς να παραπέμπουμε σε ονόματα.

—«Είναι σεβαστό το δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε νέου, να διεκδικεί, να αμφισβητεί, να παλεύει γι’ αυτά που πιστεύει. Διαχωρίζουμε απόλυτα τις ειρηνικές κινητοποιήσεις από τις βιαιότητες, τους βανδαλισμούς, τις καταστροφές». Αλλ’ όμως όταν μια κοινωνική ομάδα δυσφορή, πιέζεται και γι’ αυτό επαναστατεί, ποιός μπορεί να τιθασεύση τον θυμό της; Ερευνητές των κοινωνικών φαινομένων έχουν ισχυρισθή «ότι μια από τις μήτρες που γεννάει τη βία και την αυξάνει σήμερα είναι η οικονομική κρίση, είναι η δημιουργία στρατιών καταφρονημένων, απελπισμένων, καταστρεφόντων και αυτοκαταστρεφομένων».

—«Δεν μπορεί να χρησιμοποιούνται χώροι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ούτε ως ορμητήρια βίας, ούτε ως καταφύγια εξτρεμιστικών ομάδων». Είναι γνωστό ότι το πανεπιστημιακό άσυλο δόθηκε για την ελευθερία της επιστήμης και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Όμως μεταξύ των ιδεών που ελεύθερα μπορούν να διακινούνται είναι και αυτές που υποθάλπουν τον εξτρεμισμό και προτείνουν την βία. Γιατί οι ιδέες να διακινούνται ελεύθερα και να μην είναι ελεύθερη η εφαρμογή τους; Δυστυχώς, η ελευθερία της γνώμης και της δράσης μέσα στις ιδιοτελείς κοινωνίες που ζούμε δεν μπορεί πάντα να συνυπάρχη με την ειρήνη και την ομαλότητα.

—Τα αίτια των σύγχρονων ταραχών έχουν ρίζες και στο παρελθόν. «Σήμερα η προσφυγή στη βία από τη νεολαία, πολλές φορές, πάει να λύση τραύματα και ζητήματα και ματαιώσεις, που αφορούν στην οικογένεια, στους παππούδες τους του εμφυλίου... τούς πατεράδες και τις μανάδες της δικτατορίας... Τό παιδί μπαίνει μέσα στην κοινωνία έχοντας στοιχεία βίας τα οποία εντείνονται από τη διάρρηξη των δεσμών ανάμεσα στις γενιές και των δεσμών αλληλεγγύης μέσα στην κοινωνία». Αυτά, βέβαια, δεν δικαιώνουν την ανοχή στις καταστροφές και την νεανική βία. Από την άλλη μεριά όμως οι δεσμοί αλληλεγγύης απαιτούν συναισθηματική και πνευματική ωριμότητα. Προϋποθέτουν άνθρωπο με ανιδιοτέλεια στις διαπροσωπικές του σχέσεις και ειλικρινές άνοιγμα προς τον Θεό. Εφόδια που μπορεί να δώση ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο βλέπει τον μαθητή σαν μια ψυχοσωματική οντότητα και όχι σαν μια βιολογική μονάδα. Γι’ αυτό «χρειάζεται στο σχολείο ψυχολόγος, ολοήμερο σχολείο, εξατομικευμένη προσέγγιση, ένα σχολείο που να είναι πραγματικά ανοικτό στον φτωχό, ένα σχολείο που να μαθαίνει τη μάθηση», αλλά ?να συμπληρώσουμε? και που θα δίνη προοπτικές στην ύπαρξη του νέου ανθρώπου, προοπτικές που δεν θα μπορούν να ματαιωθούν από κανέναν εξωτερικό παράγοντα. Γι’ αυτό μαζί με τον ψυχολόγο χρειάζεται στο σχολείο ο διακριτικός θεολόγος, καθώς και η συνεργασία με τον ιερέα. Δεν συμβιβάζεται ο καημός για τους δεσμούς αλληλεγγύης και την ψυχολογική ισορροπία των μαθητών με τον πόλεμο εναντίον του μαθήματος των Θρησκευτικών και της σχέσης του σχολείου με την Εκκλησία.

Ας γυρίσουμε όμως στο παρελθόν, διότι ταραχές σαν των περασμένων μηνών ?και ακόμη χειρότερες? δεν είναι άγνωστες στην ιστορία μας. Στην Χρονογραφία, λοιπόν, του Θεοφάνους διαβάζουμε: «Τω δ’ αυτώ έτει [6012 από κτίσεως κόσμου όπως απαριθμεί ο όσιος Θεοφάνης η 519 με 520 μ.Χ με την σημερινή χρονολόγηση] εδημοκράτησε το βένετον μέρος, εν πάσαις ταις πόλεσι ταραχάς εγείροντες και λιθασμούς και φόνους πολλούς απεργαζόμενοι. Επήρχοντο δε και τοις άρχουσιν... Καί έσφαζον ξίφεσι τους απαντώντας Πρασίνους και τους κατ’ οίκον κρυπτομένους ανιόντες εφόνευον, μη τολμώντων των αρχόντων εκδίκησιν των φόνων ποιήσαι. Ταύτα διεπράττοντο έως έτους έκτου Ιουστίνου του ευσεβούς»(σ.458).

«Το βένετον μέρος», δηλαδή το κόμμα των Γαλάζιων, στασίασε. Το ρήμα δημοκρατέομαι στους Βυζαντινούς δεν σημαίνει ζω με δημοκρατία, αλλά διεγείρω ταραχή, στασιάζω, προσπαθώ να επικρατήσω «επί του δήμου». Η περιγραφή του οσίου Θεοφάνους, αν εξαιρέσουμε τους φόνους, θυμίζει τα πρόσφατα γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό ότι απέναντι στην μεγάλη ταραχή οι άρχοντες αισθάνονταν αδύναμοι να κάνουν κάτι που θα τους έφερνε σε αντίθεση με τους εξεγερμένους? δεν τολμούσαν «εκδίκησιν των φόνων ποιήσαι». Δεν είχαν την ικανότητα και την ανδρεία να θεραπεύσουν τις αιτίες της ταραχής και με τον φόβο της τιμωρίας να αναχαιτίσουν την καταστροφική μανία των στασιαστών. Όμως το 6016 η 523 με 524 μ.Χ. ο «ευσεβής βασιλεύς Ιουστίνος εν πάση ικανότητι και ανδρεία της βασιλείας επιλαβόμενος σάκρας (διαταγές) πανταχού εν ταις πόλεσιν εξαπέστειλεν, ώστε τιμωρηθήναι πάντας τους αταξίας η φόνους ποιούντας, και τους εν Κωνσταντινουπόλει δήμους ειρήνευσε και φόβον έδειξε πολύν»( σ. 468).

Είναι χαρακτηριστική η σύνδεση της ειρήνευσης των δήμων της Κωνσταντινούπολης με το «φόβον έδειξε πολύν». Κι’ αυτό ήταν αποτέλεσμα της ικανότητας και της ανδρείας του ευσεβούς Ιουστίνου.

Στις μέρες μας όμως φοβόμαστε να «δείξουμε φόβο». Αυτή η φοβία έχει πολλές ερμηνείες: ψυχολογικές, πνευματικές, αλλά και πολιτικές. Θέλουμε όλα να γίνονται εύκολα και ανώδυνα, χωρίς να δυσαρεστούμε κανέναν, ούτε τον εαυτό μας, ούτε τους άλλους. Ο δίκαιος και υγιής φόβος έχει πολιτικό κόστος? κοστίζει ακριβά και στην φιλαυτία μας, αλλά και στις άρρωστες ανθρώπινες σχέσεις.

Το θέμα είναι ότι φοβόμαστε τον φόβο όχι μόνο μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής, αλλά και της εκκλησιαστικής. Είμαστε πολλοί που θέλουμε πνευματικές εμπειρίες, χωρίς βαθιά μετάνοια, θέωση, χωρίς κάθαρση, απόλαυση, χωρίς κόπο.

Όμως δεν είναι αυτή η φύση των πραγμάτων, ούτε μ’ αυτά συνάδουν οι εντολές του Χριστού.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2882