Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Η Εκκλησία «ζωτικό μέρος τής κοινωνίας»

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Γράφηκε στήν εφημερίδα Καθημερινή (1-11-2009): «Ο κόσμος αλλάζει τόσο ριζικά, πού οι αποφάσεις τών Εκκλησιών θά κρίνουν άν θά επιζήσουν ως ζωτικά μέρη τής κοινωνίας». Αυτή είναι η κατάληξη άρθρου τού Ν. Κωνσταντάρα μέ τίτλο: «Τό δίκοπο σπαθί τού Βενεδίκτου».

Ο αρθρογράφος αναφέρεται στό κάλεσμα πού απηύθυνε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' πρός τούς δυσαρεστημένους Αγγλικανούς, μέ τό οποίο τούς καλεί νά ενταχθούν στόν Καθολικισμό, δηλαδή νά περάσουν κάτω από τήν δική του επιρροή. Αυτή η κίνηση τού Πάπα έδωσε αφορμή γιά ποικίλα σχόλια, κυρίως στό εξωτερικό, ενώ δέν φαίνεται νά έγινε ευρέως γνωστή παρ’ ημίν.

Στό παραπάνω δημοσίευμα τής Καθημερινής ο αρθρογράφος σημειώνει: «η πρωτοβουλία τού Βενεδίκτου ανατρέπει τή μακρόχρονη προσπάθεια συμφιλίωσης τών δύο Εκκλησιών [Παπικής καί Αγγλικανικής] –καί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καί γιά τούς ορθοδόξους, οι οποίοι συμμετέχουν σέ έναν δικό τους μακρύ διάλογο μέ τή Ρώμη».

Η εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος (20-11-2009) σχολίασε τό παραπάνω δημοσίευμα τής Καθημερινής ως εξής: «Όντως, ήτο έκπληξις καί απροσδόκητος η κίνησις αυτή τού Πάπα, νά προσκαλέση τούς “δυσαρεστημένους” Αγγλικανούς, διά νά ενταχθούν εις τήν Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Καί βεβαίως πολλοί διερωτώνται: πού προσβλέπει ο Πάπας διά τήν κίνησίν του αυτήν; Ασφαλώς τό «πρωτείον» δέν απουσιάζει τών ενδοτέρων προθέσεων τού Πάπα. Μήπως καί οι Διάλογοι τών Παπικών μετά τών Ορθοδόξων, δέν έχουν ως κύριον θέμα των τό «πρωτείον»; Μέχρις ότου υποχωρήσωμεν καί τελικώς υποκύψωμεν δεχόμενοι τό χάπι τού παπικού “πρωτείου”. Αλλά έχουν γνώσιν οι φύλακες».

Είναι σαφές ότι ο Πάπας Βενέδικτος έδειξε τό πώς αντιλαμβάνεται τήν «ένωση τών Εκκλησιών». Κι αυτό δέν τό καταλαβαίνουν μόνον κάποιοι «φανατικοί». Τό καταλαβαίνουν καί δημοσιογράφοι πού δείχνουν φιλικά διακείμενοι σέ οικουμενιστικές ενέργειες τού παρελθόντος. Γιά παράδειγμα, ο Ν. Κωνσταντάρας στό δημοσίευμά του διαπιστώνει: Μετά τήν κίνηση τού Πάπα Βενεδίκτου πού «τάραξε τά νερά», «η συζήτηση θά φέρη τούς Χριστιανούς πρό τού διλήμματος πού γεννάει η εποχή: θά συνεχιστούν οι διαχωρισμοί, μέ όλο καί μικρότερες αλλά “καθαρότερες” ομάδες νά αναζητούν λύσεις στό παρελθόν; Ή θά αναβιώσει τό πνεύμα τής συμφιλίωσης ανάμεσα στίς Εκκλησίες, πού είδαμε στή βραχύβια άνοιξη τής δεκαετίας τού ?60;». Καί κλείνει τό κείμενό του μέ αναφορά στό παρόν καί τό μέλλον τών «Εκκλησιών» –σέ αντίθεση μέ τήν στροφή τών «καθαρών» ομάδων στό παρελθόν– γράφοντας: «Ο κόσμος αλλάζει τόσο ριζικά, πού οι αποφάσεις τών Εκκλησιών θά κρίνουν άν θά επιζήσουν ως ζωτικά μέρη τής κοινωνίας». Πίσω από αυτήν τήν κατακλείδα μπορεί κάποιος νά διαβάση ως άποψη τού αρθρογράφου, τό ότι στόν κόσμο πού αλλάζει ριζικά, άν θέλουν οι Εκκλησίες νά επιζήσουν ως ζωτικά μέρη τής κοινωνίας, θά πρέπη μέ τίς αποφάσεις τους νά φέρουν μιά νέα άνοιξη, σάν τήν «άνοιξη» τής δεκαετίας τού 60.

Η εξάρτηση τής «ζωτικότητας» τών «Εκκλησιών» από τίς αποφάσεις τους, δηλαδή, από τίς αποφάσεις τών Ποιμένων τους, θεωρούμε ότι χρειάζεται έναν σύντομο σχολιασμό. Στήν συνέχεια λοιπόν θά διατυπώσουμε δύο παρατηρήσεις, πού τίς θεωρούμε σημαντικές.

Πρώτον, δέν μπορούμε νά μιλάμε γιά Χριστιανικές «Εκκλησίες», άν θεωρούμε τήν Εκκλησία Σώμα Χριστού. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική. Δέν είναι πολλές. Κι’ αυτή η Μία Εκκλησία είναι εκείνη πού κρατά ανόθευτη τήν πίστη τών Αποστόλων καί τών Προφητών, τήν πίστη πού εκφράζουν οι όροι τών Οικουμενικών Συνόδων. Δηλαδή, είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία τού Χριστού, η οποία δέν δέχθηκε εξελίξεις καί προσθήκες «τή άπαξ παραδοθείση τοίς αγίοις πίστει».

Τόν πληθυντικό «Εκκλησίες» τόν χρησιμοποιούμε πολλές φορές συμβατικά μέ τήν αρχαιοελληνική σημασία του, εννοώντας δηλαδή συναθροίσεις λαού, πιό ειδικά συναθροίσεις πιστών, όταν μιλάμε γιά κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες ή γιά ομάδες αποσχισμένες από τήν Μία Εκκλησία ή ακόμη γιά συσσωματώσεις αιρετικών ομολογιών.

Δεύτερον, η Εκκλησία δέν κατασκευάζεται από ανθρώπους. Είναι δώρο τού Θεού στό ανθρώπινο γένος, όπως δώρο τού Θεού είναι όλη η κτίση, καθώς καί η ύπαρξη τού καθενός μας. Άλλωστε, ο κόσμος δημιουργήθηκε γιά νά γίνη Εκκλησία τού Ζώντος Θεού. Τήν Εκκλησία, λοιπόν, δέν τήν «οικοδομούμε» εμείς. Σ’ αυτήν, σύμφωνα μέ τήν έκφραση τού απ. Παύλου, συνοικοδομούμαστε «εις κατοικητήριον τού Θεού εν Πνεύματι» (Εφ. 2,22) ή, σύμφωνα μέ τήν διατύπωση τού απ. Πέτρου, «ως λίθοι ζώντες» οικοδομούμαστε «οίκος πνευματικός» (Πέτρ. 2,5).

Στήν Εκκλησία μετέχουμε. Μετέχουμε τού δώρου τής ζωής πού μάς παρέχει. Μέσα στήν Εκκλησία η Ζωή τού Χριστού μάς δίνεται ως δώρο καί γίνεται ζωή μας. Γι’ αυτό είναι αδικαιολόγητο τό άγχος γιά τό «άν θά επιζήσουν [οι Εκκλησίες στό μέλλον] ως ζωτικά μέρη τής κοινωνίας». Άλλωστε, οποιαδήποτε θρησκευτική συσσωμάτωση πού δέν γεννήθηκε από τήν «ευδοκία τού Πατρός», έχει μέσα της τά σπέρματα τής καταστροφής καί ως εκ τούτου είναι ευλογία η διάλυσή της, όσο καί άν ακούγεται «αντιδραστικός» αυτός ο λόγος. Ενώ η Μία Εκκλησία, τό Σώμα τού Χριστού, δέν έχει σπέρματα καταστροφής, αλλά ζωή πού δέν εξαρτάται από εμάς.

Οπότε τό θέμα γιά έναν ορθόδοξο πιστό δέν είναι τό πώς θά επιζήσουν οι «Εκκλησίες», αλλά τό πώς η Ζωή πού μάς δωρίζεται μέσω τής Μίας Εκκλησίας τού Χριστού θά γίνη ζωή μας.

Σ’ αυτό τό σημείο ερχόμαστε αντιμέτωποι μέ τήν σκληρή πραγματικότητα, η οποία μάς αναγκάζει νά δούμε όσα διατυπώσαμε προηγουμένως μέσα στήν πνευματικά στεγνή καθημερινότητα. Νά δούμε, δηλαδή, τό πώς φθάνει η αλήθεια καί η ζωή τής Εκκλησίας στόν σύγχρονο «καθημερινό» άνθρωπο, κυρίως τόν νέο καί σκεπτόμενο, πού θέλει πειστικές απαντήσεις καί απτά παραδείγματα.

Πρέπει νά ομολογήσουμε ότι σέ πολλούς νέους ανθρώπους, αλλά καί σέ μεγαλύτερους σκεπτόμενους, παρεμβάλλονται πολλά εμπόδια στήν σχέση τους μέ τήν Εκκλησία, τά οποία ποικίλουν από άνθρωπο σέ άνθρωπον καί τά οποία είναι πολύ εύκολο καί βολικό γιά εμάς νά τά θεωρήσουμε προφάσεις.

Κατά τήν γνώμη μας, πού διαμορφώθηκε από συζητήσεις μέ πονεμένους καί προβληματιζόμενους ανθρώπους, βασικό εμπόδιο στήν σχέση τους μέ τήν Εκκλησία είναι ο συσχηματισμός τών Κληρικών μέ τήν νοοτροπία τού κόσμου. Αυτό δέν λέγεται μόνο μέ αφορμή τήν ύπαρξη σκανδάλων, οικονομικών ή στενά ηθικών, σάν καί αυτά πού ταλάνισαν τελευταία τήν Ορθόδοξη Εκκλησία στήν Ελλάδα. Ως πιό σημαντικό εμπόδιο θεωρείται αυτό πού μπορεί νά ονομασθή «ιερατικός επαγγελματισμός». Δηλαδή, η μηχανική τελετουργία τών μυστηρίων η τυποποιημένη, χωρίς πόνο, εκφορά τού κηρύγματος. Γεγονότα πού «κωλύουν» τήν αίσθηση τής χάριτος τών μυστηρίων από τόν λαό πού τά παρακολουθεί καί αποδυναμώνει, επίσης, τήν δύναμη τού εκκλησιαστικού κηρύγματος.

Πολλοί βλέπουν τόν Κλήρο σάν μιά επαγγελματική τάξη πού υπερασπίζεται τά δικαιώματά της, οπότε θεωρούν ότι δέν μπορούν νά αναπτύξουν μαζί του έναν ελεύθερο καί ουσιαστικό διάλογο. Εκ τών προτέρων θεωρούν ότι γνωρίζουν τίς απαντήσεις πού θά πάρουν.

Προφανώς μιά τέτοια άποψη είναι αρκετά απλουστευτική καί ίσως σέ ένα βαθμό προϊόν προκαταλήψεων. Όμως δέν πρέπει νά τήν παραθεωρήσουμε, αλλά νά τήν δεχθούμε ως αίτημα γιά άνοιγμα ανιδιοτελούς διαλόγου, χωρίς προκαταλήψεις, μέ κάθε άνθρωπο πού τόν επιζητεί.

Μέ λίγα λόγια, οι άνθρωποι ζητούν από τήν Εκκλησία ανθρώπους χωρίς ατομικά δικαιώματα καί συμφέροντα. Ζητούν τούς γυμνούς από κάθε κοσμική εξουσία. Γι’ αυτό καί η Εκκλησία δέν έχει ανάγκη από αποφάσεις καί «πολιτικούς» σχεδιασμούς σχέσεων μέ ετεροδόξους καί ετεροθρήσκους, προκειμένου νά είναι «ζωτικό μέρος τής κοινωνίας». Έχει ανάγκη από μάρτυρες τής Ζωής πού δωρίζει. Από ανθρώπους πού έχουν υπερβή τό ατομικό τους θέλημα καί ζούν τήν πραγματικότητα μέ τίς απογοητεύσεις, τίς δυσκολίες καί τίς χαρές της, έχοντας ανοιχτό τόν πνευματικό τους ορίζοντα, χωρίς γραμμή πού νά τούς περιορίζη στό ενθάδε.

Εν κατακλείδι, η Εκκλησία, γιά τήν σχέση της μέ τόν κόσμο, έχει ανάγκη από ανθρώπους πού μπορούν καί αγαπούν ανυπόκριτα, γιατί ζή μέσα τους διά τής μνήμης καί τής κοινωνίας τών μυστηρίων ο Χριστός, τόν Οποίο έχουν αδιάλειπτο Διδάσκαλο σέ κάθε πτυχή τής ζωής τους.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3200