Γράφτηκε στις .

Αντισυνοδικός καί αντιεραρχικός τρόπος ζωής

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Απόσπασμα από τήν Εισήγηση τού Σεβασμιωτάτου στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.

*

Ο αντισυνοδικός τρόπος ζωής είναι τό νά ενεργή κανείς εντελώς ατομικά καί ανεξάρτητα από τίς αποφάσεις τών Οικουμενικών καί Τοπικών Συνόδων, καί νά παρακάμπτη τήν «συνοδική διαγνώμη». Αυτό μπορεί νά παρατηρηθή είτε στόν Πρόεδρο είτε στά διάφορα δυναμικά μέλη τής Ιεραρχίας, αλλά καί στό όλο πλήρωμα τής Εκκλησίας.

Αυτός ο αντισυνοδικός καί αντιεραρχικός τρόπος ζωής εκφράζεται μέ τίς αιρέσεις, τά σχίσματα καί τίς παρασυναγωγές.

Αιρέσεις είναι η απομάκρυνση από τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράσθηκε συνοδικώς από τίς Τοπικές καί Οικουμενικές Συνόδους καί οπωσδήποτε η διάσπαση από τήν θεία Λειτουργία. Κατά τόν Μ. Βασίλειο ονομάζουμε «αιρέσεις τούς παντελώς απερρηγμένους καί κατ' αυτήν τήν πίστιν απηλλοτριωμένους». Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α', 9).

Η θεία Ευχαριστία συνδέεται αναπόσπαστα μέ τήν ορθή δόξα, τήν ορθή γνώση, τήν αληθινή πίστη καί τήν αληθινή ζωή. Ο άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου-Λυώνος, αφού γράφει ότι μέ τήν βρώση τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού μετέχουμε τής ζωής, στήν συνέχεια αποφαίνεται: «Ημών δέ σύμφωνος η γνώμη (η πίστη, η θεολογία) τή ευχαριστία, καί η ευχαριστία βεβαιοί τήν γνώμην». Επομένως καί στό θέμα αυτό η Ιεραρχία εικονίζει καί εμπνέεται από τήν θεία Ευχαριστία, έχει δηλαδή ορθή δόξα.

Οι αποφάσεις τής Ιεραρχίας συντονίζονται στήν διδασκαλία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, γι' αυτό καί τά μέλη της πορεύονται «κατά τάς τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα», όπως γράφεται επανειλημμένως στό «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας». Καί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στήν ενότητα τής ορθοδόξου διδασκαλίας πού εκφράζεται από τούς Προφήτες, τούς Αποστόλους καί τούς Πατέρες, διά μέσου όλων τών αιώνων: «Τί γέ άλλο ή ότι τελειότης εστι σωτήριος έν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δ’ ών τό άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού καί τών κτισμάτων αυτού».

Σχίσματα είναι η διάσπαση τής ενότητος τής Εκκλησίας από μικρές, διοικητικές ή τυπικές αφορμές. Κατά τόν Μ. Βασίλειο χαρακτηρίζουμε «σχίσματα τούς δι' αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς καί ζητήματα ιάσιμα πρός αλλήλους διενεχθέντας». Ο Απόστολος Παύλος γράφει πρός τούς Γαλάτες: «ο δέ ταράσσων υμάς βαστάσει τό κρίμα, όστις άν ή» (Γαλ. ε', 10). Ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λυώνος, παρατηρεί ότι αυτοί πού δημιουργούν τά σχίσματα είναι κενοί τής αγάπης τού Θεού καί ενδιαφέρονται γιά τήν δική τους ωφέλεια καί «μή τήν ένωσιν τής Εκκλησίας». Αυτοί οι άνθρωποι υψώνουν μικρές αιτίες, τέμνουν, διαιρούν καί όσον εξαρτάται από αυτούς αναιρούν «τό μέγα καί ένδοξον σώμα τού Χριστού». Καί καταλήγει: «Ουδεμία δέ τηλικαύτη δύναται πρός αυτών κατόρθωσις γενέσθαι, ηλίκη τού σχίσματός εστιν η βλάβη».

Παρασυναγωγές είναι η παραγνώριση τής ιεραρχικής δομής τής Εκκλησίας καί η παραθεώρηση τών Επισκόπων καί τού Πρώτου ή Προέδρου στήν Εκκλησία. Κατά τόν Μ. Βασίλειο χαρακτηρίζουμε «παρασυναγωγάς τάς συνάξεις, τάς παρά τών ανυποτάκτων Πρεσβυτέρων ή Επισκόπων, καί παρά τών απαιδεύτων λαών γινομένας».

Καίτοι υφίσταται διαφορά μεταξύ αιρέσεων, σχισμάτων καί παρασυναγωγών, όμως υπάρχει καί σχέση μεταξύ τους, αφού, κατά τόν άγιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη, «καί η παρασυναγωγή είδός εστι σχίσματος, άνευ αιρέσεως, αγκαλά καί αυτό κακώς διηρημένον καί διαμένον, εις αίρεσιν μεταγίνεται». Όπως επίσης καί «οι Σχισματικοί σχισματοαιρετικοί εισι», διότι «δέν είναι κανέν σχίσμα, ή μή πρότερον αίρεσιν αναπλάση, ίνα ορθώς δόξη τής Εκκλησίας χωρισθήναι… Τό σχίσμα κακώς διαμένον, γίνεται αίρεσις, ή καταφέρεται εις αίρεσιν…».

Πάντως, τίς αιρέσεις, τά σχίσματα καί τίς παρασυναγωγές δημιουργούν φίλαυτοι καί φίλαρχοι Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί πού δέν σέβονται τό συνοδικό καί ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρεται σέ μιά τέτοια περίπτωση πού απασχόλησε τήν πρώτη Εκκλησία: «Έγραψα τή Εκκλησία αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυτών Διοτρεφής ουκ επιδέχεται ημάς. διά τούτο, άν έλθω, υπομνήσω αυτού τά έργα ά ποιεί, λόγοις πονηροίς φλυαρών ημάς καί μή αρκούμενος επί τούτοις, ούτε αυτός επιδέχεται τούς αδελφούς καί τούς βουλομένους κωλύει καί εκ τής εκκλησίας εκβάλλει» (Γ' Ιω. 9). Στά σχίσματα καί τίς διαιρέσεις αναφέρεται καί ο Απόστολος Παύλος στούς Χριστιανούς τής Κορίνθου γράφοντας: «Παρακαλώ δέ υμάς, αδελφοί, διά τού ονόματος τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα τό αυτό λέγητε πάντες, καί μή ή εν υμίν σχίσματα. ήτε δέ κατηρτισμένοι εν τώ αυτώ νοΐ καί εν τή αυτή γνώμη» (Α' Κορ. α', 10).

Είναι πολύ χαρακτηριστική η επιστολή τού Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου πρός τόν Αλέξανδρο (Κωνσταντινουπόλεως), πού παρατίθεται ως πρώτο κείμενο στά Πρακτικά τής Α' Οικουμενικής Συνόδου καί ερμηνεύει τά πάθη τού Αρείου καί τών ομοφρόνων του, οι οποίοι δημιουργούσαν προβλήματα στήν Εκκλησία. Αναφέρεται στήν «φίλαρχον τών μοχθηρών ανθρώπων καί φιλάργυρον πρόθεσιν», πού μέ ποικίλες αιτίες επιβουλεύονται τίς άλλες παροικίες καί επιτίθενται «τή εκκλησιαστική ευσεβεία». Αυτοί οι άνθρωποι αποσκιρτούν από τήν «ευσέβειαν», καταπατούν τόν φόβο τής κρίσεως τού Θεού, «στρηλατούμενοι υπό τού ενεργούντος εν αυτοίς διαβόλου εις τήν προκειμένην αυτοίς ηδονήν». Χρησιμοποιούν διαφόρους τρόπους γιά νά εξαπατήσουν τούς Χριστιανούς πού έχουν απλή καί ακεραία πίστη, υποκρινόμενοι «πρός απάτην οι γόητες» καί «διά γραμμάτων ψευδών» κεκομψευδόμενοι. Μέ τίς απόψεις τους καί αρνούμενοι τήν θεότητα τού Χριστού, «χριστομάχον συνεκρότησαν εργαστήριον».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γνώρισε προσωπικά τέτοιες αντιεκκλησιαστικές νοοτροπίες γι’ αυτό σέ επιστολές του, μετά τήν παραίτησή του από τόν θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρεται στίς κακές εντυπώσεις του από τήν νοοτροπία αυτών πού ενεργούν αντισυνοδικώς καί μέ τόν τρόπο αυτό προσδιορίζουν τήν ατμόσφαιρα τέτοιων Συνόδων.

Σέ μιά επιστολή παρακαλεί νά βοηθήση στήν καλή εξέλιξη τής Συνόδου: «Επειδή δέ πάλιν σύνοδος, άγων πάλιν, καί τούτο εν μέσοις εχθροίς πάντα τηρούσιν επιμελώς τά ημέτερα, δός χείρα τή κοινή καταστάσει, ως μέρος ών τής εκκλησίας ου τό φαυλότατον, καί μή περιίδης πάντα καταναλωθήναι τώ εμπρησμώ τώ νύν περιέχοντι τήν Εκκλησίαν».

Σέ άλλη επιστολή καταγράφει τόν προβληματισμό του γιά τόν τρόπο τής συγκροτήσεως τής Συνόδου: «Επειδή πάλιν Σύνοδος επισκόπων, ουκ οίδα δι’ ό,τι καί όπως συναγομένων».

Αλλού, εκφράζει τόν φόβο του γιά τήν εξέλιξη τής Συνόδου πού επρόκειτο νά συνέλθη: «Επειδή πάλιν σύνοδος επισκόπων, καί δέος πάλιν μή καί νύν αισχυνθώμεν, πικρόν καί ταύτης λαβούσης τέλος, ώσπερ τής πρότερον».

Σέ άλλη επιστολή του αναφέρεται στίς ταραχές πού συνδέονται μέ συνόδους καί παρακαλεί τόν παραλήπτη τής επιστολής, κοσμικό άρχοντα, νά ενδιαφερθή γιά τήν ειρηνική έκβασή της: «Όσα γε εστιν επί σοί, ειρηνικόν γενέσθαι τό τέλος τοίς συνελθούσι νύν επισκόποις αγωνισάμενος. Τό γάρ συνιέναι μέν πολλάκις, μηδέν δέ πέρας ευρίσκεσθαι τών κακών, αλλ’ αεί προστιθέναι ταραχαίς ταραχάς, μείζονος τής αισχύνης, ό καί αυτός γινώσκεις».

Σέ επιστολή εκδηλώνει τήν αποστροφή του σέ συναντήσεις καί συνόδους Επισκόπων: «Πάντα σύλλογον φεύγειν επισκόπων, ότι μηδεμιάς συνόδου τό τέλος είδον χρηστόν, μηδέ λύσιν κακών μάλλον εσχηκυίαν ή προσθήκην. Αεί γάρ φιλονεικίαι καί φιλαρχίαι».

Είναι απόλυτος σέ άλλη επιστολή του: «Συνόδους γάρ καί συλλόγους πόρρωθεν ασπαζόμεθα, εξ ού μοχθηρών πεπειράμεθα τών πολλών, ούτω γάρ ειπείν μέτριον».

Βεβαίως, η εμπειρία τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου δέν γενικεύεται καί δέν απολυτοποιείται, αλλά δείχνει ότι μιά Σύνοδος, γιά νά είναι αληθινή καί νά σέβεται τό συνοδικό καί ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, πρέπει νά αποτελήται από μέλη πού σέβονται τήν όλη Παράδοση τής Εκκλησίας, τήν θεολογία καί τήν κανονικότητά της. Οι Αρχιερείς είναι φορείς τής μαρτυρικής αρχιερωσύνης τού Χριστού, ζούν τό μυστήριο τής κενώσεως τού Χριστού μέ ό,τι αυτό συνεπάγεται, είναι διάδοχοι τού θρόνου τών Αποστόλων καί είναι, συγχρόνως, μέτοχοι τού τρόπου ζωής τους. Γι' αυτό δέν πρέπει νά διακρίνονται από τά πάθη τής φιλαυτίας, τής φιλοπρωτίας καί τής εριστικότητος.–