Skip to main content

Από τήν συζήτηση μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας: Θεία Κοινωνία καί Εξομολόγηση

Από τήν συζήτηση μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τήν πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση τού Σεβασμιωτάτου μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, στήν Λαύρα τού Αγίου Σεργίου (βλ. τεύχος 158).

*

Ερώτηση: Πόσες φορές τό χρόνο πρέπει κανείς νά κοινωνήση; Τό Μυστήριο τής εξομολογήσεως συνδεέται υποχρεωτικά μέ τήν θεία Κοινωνία;

Η θεία Κοινωνία δέ συνδέεται απόλυτα μέ τήν εξομολόγηση. Στήν αρχαία Εκκλησία οι άνθρωποι είχαν Χάρη Θεού μέσα τους, βρίσκονταν στόν φωτισμό τού νού καί βέβαια προσεύχονταν καί κοινωνούσαν συχνά. Όταν κάποιος διέπραττε μιά αμαρτία, σήμαινε ότι έχανε τήν Χάρη τού Θεού, οπότε εξερχόταν από τόν Ναό καί ήταν μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Γιατί δέν μπορεί κανείς νά έχη τήν Χάρη τού Θεού καί νά αρνήται τό Χριστό. Όταν κανείς αμαρτάνη καί ιδιαίτερα μέ μιά σαρκική αμαρτία –δέν εννοώ τόν εν Χριστώ γάμο– δείχνει ότι προτιμάει τήν σαρκική ηδονή από τόν Χριστό καί επομένως αρνείται τόν Χριστό στήν πράξη. Αυτό τόν καταβιβάζει στήν τάξη τών μετανοούντων καί θά έπρεπε ύστερα από μιά διαδικασία νά φθάση καί πάλι στόν φωτισμό τού νού.

Στόν Μέγα Βασίλειο καί σέ άλλους Πατέρες βλέπουμε ότι υπήρχαν τέσσερεις τάξεις Χριστιανών. Πρώτον, οι προσκλαίοντες, πού κάθονταν έξω από τόν Ιερό Ναό καί ζητούσαν τήν συγχώρηση από τούς Χριστιανούς πού εισέρχονταν σέ αυτόν. Δεύτερον, οι προσπίπτοντες, πού παρέμεναν μέχρι τά αναγνώσματα τής θείας Λειτουργίας καί αποχωρούσαν μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Τρίτον, οι συνιστάμενοι πού παρέμεναν μέχρι τό τέλος τής θείας Λειτουργίας χωρίς νά κοινωνούν. Καί τέταρτον οι κοινωνούντες τών Αχράντων Μυστηρίων. Δηλαδή, όταν κανείς διέπραττε μία αμαρτία, έπρεπε νά περάση μιά περίοδο μετανοίας καί η μετάνοια σήμαινε νά διέλθη ο άνθρωπος διά τής καθάρσεως στόν φωτισμό τού νού, νά αλλάξη ο νούς του, από σκοτισμένος νά γίνη φωτεινός. Μετά διάβαζε ο Επίσκοπος μιά ευχή καί ο άνθρωπος μπορούσε νά κοινωνήση.

Γι' αυτό καί λέγω ότι δέν συνδέεται απόλυτα η εξομολόγηση μέ τήν θεία Κοινωνία. Άν κανείς κάνη κάποια αμαρτία καί χρειάζεται νά εξομολογηθή, πρέπει νά εξομολογηθή. Εάν υπάρχουν μερικά αμαρτήματα, τά λεγόμενα συγγνωστά, αυτά συγχωρούνται μέ τήν ακολουθία τής Μεταλήψεως καί μέ τήν προσευχή «καί άφες ημίν τά οφειλήματα ημών», πού συμπεριλαμβάνεται στήν προσευχή «Πάτερ ημών».

Γιά τό πόσες φορές τό χρόνο θά κοινωνήση κανείς, αυτό τό καθορίζει ο Πνευματικός Πατέρας. Δηλαδή, πηγαίνουμε στόν Πνευματικό Πατέρα καί ανοίγουμε όλη μας τήν καρδιά, τού λέμε όλα τά προβλήματα πού έχουμε, τού αναφέρουμε τήν κατάστασή μας καί εκείνος θά μάς δώση τίς οδηγίες. Γίνεται καί εδώ ό,τι μέ τούς γιατρούς. Επισκεπτόμαστε τόν γιατρό, λέμε τήν ασθένειά μας καί ο γιατρός θά κάνη τήν διάγνωση καί θά μάς δώση φάρμακα καί οδηγίες. Γιά παράδειγμα θά μάς πή νά απέχουμε από μερικές τροφές, γιατί δέν αντέχει ο οργανισμός μας καί όταν θεραπευθούμε, τότε είμαστε ελεύθεροι νά καταναλώνουμε τήν συγκεκριμένη τροφή.

Μέσα από αυτό τό πλαίσιο πρέπει νά δούμε καί τήν θεία Κοινωνία, γιατί σέ άλλους η θεία Κοινωνία γίνεται φώς καί σέ άλλους γίνεται φωτιά.

Οι άγιοι Πατέρες λένε, ότι, όταν βάζουμε δυό αντικείμενα, δηλαδή τήν λάσπη καί τό κερί, κάτω από τόν ήλιο, τότε οι ακτίνες τού ηλίου σκληραίνουν τήν λάσπη καί λιώνουν τό κερί. Ίδιες είναι οι ενέργειες τού ηλίου, είναι, όμως, διαφορετική η ουσία τών αντικειμένων, γι' αυτό καί έχουν διαφορετικά αποτελέσματα. Κατά τόν ίδιο τρόπο, ο Θεός καί η θεία Κοινωνία γιά άλλους γίνεται Φώς καί γιά άλλους γίνεται φωτιά.

Στούς Ναούς τών Μοναστηριών ζωγραφίζουν τήν εικόνα τής Δευτέρας Παρουσίας. Στό επάνω μέρος είναι ο θρόνος καί από τόν θρόνο εξέρχεται τό φώς πού φωτίζει τούς αγίους καί από τόν θρόνο ρέει ο πύρινος ποταμός πού κατακαίει τούς αμαρτωλούς. Ο Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι η κόλαση είναι τό μαστίγιο τής αγάπης τού Θεού, τήν οποία αγάπη ο άνθρωπος δέν μπορεί νά καταλάβη, γιατί η καρδιά του είναι ακάθαρτη, αθεράπευτη. Ο Θεός αγαπάει καί τούς δικαίους καί τούς αμαρτωλούς, αλλά δέν θά καταλαβαίνουν όλοι κατά τόν ίδιο τρόπο τόν Θεό.

Ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι τό φώς έχει δυό ενέργειες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, οπότε καί φωτίζει καί καίει. Όποιος έχει οφθαλμό αποφεύγει τήν καυστική ενέργεια καί χαίρεται τήν φωτιστική ενέργεια τού φωτός. Όποιος δέν έχει οφθαλμό γιά νά δή, δέχεται τήν καυστική ιδιότητα τού φωτός. Αυτό θά γίνη καί στήν Δευτέρα Παρουσία. Οι δίκαιοι θά μετέχουν τού φωτός τού Θεού καί οι αμαρτωλοί θά μετέχουν τού πυρός.

Τό ίδιο ακριβώς γίνεται καί στήν θεία Λειτουργία. Μερικοί κοινωνούν καί φωτίζονται καί μερικοί κοινωνούν καί καταδικάζονται. Ο Απόστολος Παύλος λέει στήν πρός Κορινθίους επιστολή του: «Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς καί άρρωστοι καί κοιμώνται ικανοί» (Α' Κορ. ια', 30). Γι' αυτό τό έργο τού ιερέως δέν είναι νά κόβη εισιτήρια, ώστε νά πάνε οι άνθρωποι στόν Παράδεισο, αλλά νά θεραπεύη τούς ανθρώπους, ώστε όταν δούν τό Θεό, τότε ο Θεός νά γίνη φώς καί όχι φωτιά.

Εδώ διευκρινίζουμε τήν ερώτηση πόσο συχνά μπορεί νά κοινωνή ένας υγιής άνθρωπος καί ένας άρρωστος άνθρωπος, γιά παράδειγμα, ένας παραλυτικός. Εννοείται ότι ένας υγιής άνθρωπος έχει περισσότερα αμαρτήματα καί ένας παραλυτικός δέν έχει πολλά αμαρτήματα.

Αυτό δέν είναι σωστό. Δέν σημαίνει ότι ένας υγιής αμαρτάνει καί ένας παραλυτικός δέν αμαρτάνει. Οι αμαρτίες γίνονται καί μέ τήν διάνοια καί μέ τήν επιθυμία καί μέ τό σώμα. Μπορεί ένας νά είναι υγιής καί όλη τήν μέρα νά δοξάζη τό Θεό καί νά ζή ως άγγελος καί ο άλλος μπορεί, ένας άρρωστος, νά ζή μέ απιστία καί αγανάκτηση. Εκείνο πού έχει σημασία είναι νά δοξάζη κανείς τόν Θεό, είτε έχει υγεία είτε δέν έχει.

  • Προβολές: 2449