Skip to main content

Θεολογικές αρχές τής συνοδικής καί ιεραρχικής λειτουργίας τής Εκκλησίας

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Απόσπασμα από τήν Εισήγηση τού Σεβασμιωτάτου στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (Οκτ. 2009).

*

Από όσα παρατέθηκαν προηγουμένως γίνεται φανερό ότι τό συνοδικό καί ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας δέν βασίζεται σέ ανθρωποκεντρικές αρχές, στίς οποίες στηρίζονται τά ανθρώπινα δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά είναι καρπός καί αποτέλεσμα τής αγιοπνευματικής συγκροτήσεως τής Εκκλησίας, όπως φαίνεται καθαρά στόν τρόπο τελέσεως τής θείας Ευχαριστίας.

Ο τρόπος κλήσεως τών Αποστόλων στό αποστολικό αξίωμα, η μετοχή τους, κατά διαφόρους βαθμούς, στό Όρος Θαβώρ, στόν Σταυρό καί τήν Ανάσταση τού Χριστού, η μέθεξη τού Αγίου Πνεύματος κατά τήν ημέρα τής Πεντηκοστής, δείχνουν τόν τρόπο καί τόν βαθμό τής ενεργείας κάθε Επισκόπου στήν Εκκλησία, προκειμένου νά λειτουργή σωστά τό συνοδικό καί ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας.

Τό βιβλίο τών Πράξεων τών Αποστόλων καταγράφει πώς συγκροτήθηκε καί λειτούργησε η πρώτη Εκκλησία (Πρ. β', 42-47). Επίσης, η Αποστολική Σύνοδος δείχνει τόν τρόπο μέ τόν οποίο λειτουργούν όσοι έχουν τό Άγιον Πνεύμα, όχι μόνον ως αρχιερατική Χάρη, αλλά καί ως προσωπικό αγιασμό.

Είναι δέ χαρακτηριστικές οι φράσεις πού χρησιμοποιούνται γιά τόν τρόπο συγκροτήσεως καί διεξαγωγής τής Αποστολικής Συνόδου. «Συνήχθησαν δέ οι απόστολοι καί οι πρεσβύτεροι ιδείν περί τού λόγου τούτου». «Πολλής δέ συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε πρός αυτούς». «Εσίγησε δέ πάν τό πλήθος καί ήκουον Βαρνάβα καί Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο Θεός σημεία καί τέρατα εν τοίς έθνεσιν δι’ αυτών». «Μετά δέ τό σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων… διό εγώ κρίνω...». «Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις καί τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι… γράψαντες διά χειρός αυτών τάδε οι απόστολοι καί οι πρεσβύτεροι καί οι αδελφοί…» «έδοξεν ημίν» «ομοθυμαδόν…..διά λόγου απαγγέλλοντας τά αυτά. έδοξε γάρ τώ Αγίω Πνεύματι καί ημίν… εξ ών διατηρούντες εαυτούς εύ πράξετε. έρρωσθε» (Πρ. κεφ. ιε').

Στό χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά ότι όλη η Εκκλησία συμμετείχε στήν Σύναξη, ήτοι οι Απόστολοι, οι Πρεσβύτεροι καί τό πλήθος, μέ διαφόρους τρόπους ότι η Σύνοδος είχε κεφαλή, έγινε πολλή συζήτηση, ακολούθησε εισήγηση καί αναφορά, υπήρξε απόφανση από τόν Πρόεδρο τής Συνόδου καί ότι ακολούθησε τελική απόφαση μέ τήν συνέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί τήν δική τους σύμπραξη.

Ακόμη, οι επιστολές τών Αποστόλων φανερώνουν τό πώς συγκροτούνται, πώς λειτουργούν οι κατά τόπους Εκκλησίες καί πώς τίς ποιμαίνουν οι Απόστολοι. Δέν ασκούν μιά εκκοσμικευμένη ποιμαντική, αλλά μιά ποιμαντική πού οδηγεί τούς Χριστιανούς στήν θέωση.

Οι Σύνοδοι τής πρώτης Εκκλησίας δέν ήταν απλές συναθροίσεις ανθρώπων πού είχαν αναλάβει μιά κοσμική ευθύνη νά επιλύσουν διάφορα προβλήματα, αλλά συναντήσεις καί συσκέψεις θεοπτών τής Αναστάσεως τού Χριστού. Έτσι, τό «έδοξε τώ αγίω Πνεύματι καί ημίν» γιά σοβαρά δογματικά ζητήματα καί τό «ήρεσε τή Συνόδω» γιά κανονικά ζητήματα, ξεχωρίζουν μιά αληθινή Σύνοδο από τήν ψευδοσύνοδο. Δέν είναι απλώς ο τρόπος καί τό διάταγμα συγκροτήσεως μιάς Συνόδου γιά νά είναι πραγματική Σύνοδος, αλλά η παρουσία σέ αυτές Επισκόπων πού μετέχουν τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού. Κανένα χάρισμα καί καμμιά διακονία μέσα στήν Εκκλησία δέν λειτουργεί απροϋποθέτως.

Βεβαίως, η Χάρη τού Θεού ενεργεί διά μέσου όλων τών μελών τής Εκκλησίας, Κληρικών καί λαϊκών, αναλόγως, κυρίως όμως διά τών θεοπτών, κατά τό πρότυπο τού Μωϋσέως καί τών Αποστόλων, αλλά δέν μπορεί νά έχη αποτέλεσμα στήν πορεία πρός τήν σωτηρία, άν δέν υπάρχουν οι πραγματικές θεολογικές, εκκλησιολογικές καί κανονικές προϋποθέσεις συγκροτήσεως τών Συνόδων.

Μέ τίς προϋποθέσεις αυτές, οι Σύνοδοι τής Εκκλησίας ασχολούνται μέ δογματικά θέματα, γιατί, όταν καταργήται τό δόγμα, τότε καταστρατηγείται ο δρόμος πρός τήν σωτηρία, αλλά ασχολούνται καί μέ κανονικά ζητήματα, γιατί, όταν διασπάσται η ενότητα τής Εκκλησίας, ή μάλλον όταν οι πιστοί διασπώνται από τήν Εκκλησία, δέν μπορούν νά έχουν τά απαραίτητα εφόδια γιά τήν σωτηρία τους. Η ενότητα τών δογμάτων-όρων καί τών ιερών Κανόνων συνδέεται μέ τήν πραγματική εκκλησιολογία, πού συνεπάγεται τήν σωτηρία τού ανθρώπου καί όχι μέ μερικούς κοσμικούς μηχανισμούς, γιά νά διασφαλίζεται απλώς μιά εξωτερική ενότητα.

Είναι χαρακτηριστικός ο β' Κανόνας τής Συνόδου τής Καρθαγένης πού αναφέρεται στήν σχέση καί ενότητα μεταξύ τών δογμάτων-όρων καί τών ιερών Κανόνων. Γράφεται: «Θέλοντος τού Θεού, ίση ομολογία η εκκλησιαστική πίστις, η δι’ ημών παραδιδομένη, εν ταύτη τή ενδόξω συνελεύσει πρωτοτύπως ομολογητέα εστίν (εννοεί, όπως γράφει πιό κάτω, τό περί τής Αγίας Τριάδος, "τουτέστι τού Πατρός, καί τού Υιού, καί τού Αγίου Πνεύματος τήν ενότητα"), έπειτα η εκκλησιαστική τάξις, μετά συναινέσεως εκάστου, καί ομού πάντων, φυλακτέα εστι».

Τό «ομολογητέα» τήν εκκλησιαστική πίστη καί τό «φυλακτέα» τήν εκκλησιαστική τάξη δείχνει τήν ενότητα δογμάτων καί κανόνων καί τήν ουσία τής εκκλησιαστικής ζωής καί ότι η πίστη καί η τάξη είναι έργο τής Εκκλησίας καί συντελούν στήν ενότητά της.

  • Προβολές: 2525