Skip to main content

«Γιάννης Βαρδακουλᾶς: Βιογραφικά. Ο άνθρωπος»

τού Θωμά Παναγιωτόπουλου, Διευθυντού 2ου Δημ. Σχολείου Ναυπάκτου

«Αί, βέβαια, είμαι Ναυπάκτιος. Επαχτίτης καί απ' τούς δυό γονείς μου. Στόν αγαπημένο μου Έπαχτο είδα γιά πρώτη φορά τό φώς τής ημέρας, εδώ άρχισα τό σχολείο καί τέλειωσα τό Γυμνάσιο μέ τούς αγαπημένους μου συμμαθητές καί συμμαθήτριες. Τά πρώτα γράμματα τά έμαθα στό προσχολείο τής Κυρα-Δημητρούλας. Ήταν μιά πολύ μικρή αίθουσα, στή σημερινή γωνία τών οδών Νότη Μπότσαρη καί τού πλακόστρωτου πεζόδρομου πού φτάνει μέχρι τήν Μπότσαρη –τόν παλιό φούρνο τού Χρήστου Κοργιαλά- όπου καθημερινά μάς μάθαινε ανάγνωση, γραφή, θρησκευτικά, λίγη γεωγραφία καί ιστορία η θειά της, κυρα- Ρήνα τού Ρετζέπη καί η ανηψιά της η Δημητρούλα τού Αγγελή, έναντι ενός μικρού ποσού διδάκτρων μηνιαία.

Γιάννης ΒαρδακουλᾶςΑπό τό προσχολείο πέρασα στή Δευτέρα τάξη τού δημοτικού, στήν οποία αρχίσαμε νά γράφουμε μέ μελάνι. Καθένας είχε τό δικό του κάθισμα, πού τό μετέφερε απ' τό σπίτι του…

Τό σχολείο εκείνο, όπως καί η φροντίδα, η επιμέλεια καί η αδιάκοπη παρακολούθηση τού πατέρα μου, πού ήξερε γράμματα, γιατί μητέρα δέ γνώρισα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στήν κατοπινή μου πνευματική εξέλιξη, τήν οποία δέν επηρέασε αρνητικά ο σύντομος θάνατος καί τού πατέρα μου, όταν ήμουν ακόμη στήν μέση σχεδόν τού Γυμνασίου, στήν πιό κρίσιμη ηλικία…

Είμαι, λοιπόν, Επαχτίτης, μέσα μου βιώνει όλος ο παλιός Έπαχτος. Πολλές φορές, πού τριγυρίζω στό δρόμο, προβάλλουν μπροστά μου οι παραστάσεις εκείνου τού καιρού, πού ανέδιναν τήν εικόνα τής ευγένειας, τής αγάπης καί τής ενεργητικής αλληλεγγύης μεταξύ τών κατοίκων, τής αδελφοσύνης, πού έχει λείψει στίς μέρες μας, τώρα».

Απ’ τά παραπάνω, πού είπε σέ ραδιοφωνική του συνέντευξη ο αείμνηστος Γιάννης Βαρδακουλάς, κρατάμε τό ότι υπήρξε ορφανός από μητέρα σέ ηλικία έξι μηνών, τήν άριστη περιγραφή τής φοιτήσεώς του, τόσο στό προσχολείο όσο καί στό σχολείο, καί φυσικά ότι είναι Επαχτίτης καί γνωρίζει τόν Έπαχτο από παλιά.

Άς αρχίσουμε από τήν τελευταία διαπίστωση. Η οικογένεια Βαρδακουλά αναφέρεται ευθύς αμέσως από τήν απελευθέρωση τής Ναυπάκτου απ' τόν Οθωμανικό ζυγό, στίς 18 Απριλίου 1829.

...

Ο Ιωάννης καί ο Ευθύμιος τ’ αδέρφια του, όπως διαπιστώνεται συναπεβίωσαν τό 1918 από διφθερίτιδα, ο δέ Ιωάννης Βαρδακουλάς, στόν οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή ημερίδα, πέθανε τό 2006 στίς 15 Αυγούστου.

Σέ γραπτό του κείμενο ο αείμνηστος Γιάννης Βαρδακουλάς αναφέρει ότι η καταγωγή τους, δηλαδή τής οικογένειας Βαρδακουλά, είναι από τά Γιάννενα. Πάντως στίς καταστάσεις τών εποίκων Ηπειρωτών καί Σουλιωτών δέν αναγράφεται τό επώνυμο Βαρδακουλάς, ενώ αντίθετα τό αντίστοιχο επώνυμο αναφέρεται στά Γενικά Αρχεία τού Μεσολογγίου καί στά Μαθητολόγια τού νεοσυσταθέντος Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Ναυπάκτου.

Τελειώνοντας ο Γιάννης Βαρδακουλάς τό Α' Δημοτικό Σχολείο Ναυπάκτου, φοίτησε στό Γυμνάσιο Ναυπάκτου, σήμερα τό 1ο Ενιαίο Λύκειο Ναυπάκτου «ο Αγέλαος», από τό οποίο αποφοίτησε τό 1939 λαβών μία (1) χρυσή λίρα ως αριστεύσας μαθητής. Κατόπιν εισιτηρίων εξετάσεων γράφτηκε στήν Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, τό οποίο επεράτωσε εργαζόμενος συγχρόνως. Μέ τήν πρωτοποριακή, γιά τήν εποχή της, εργασία του «Συμμετοχή τών εργαζομένων εις τάς επιχειρήσεις» καί μετά τήν σχετική δοκιμασία, ενώπιον τής ολομέλειας τών καθηγητών, αναγορεύτηκε παμψηφεί αριστούχος διδάκτορας τής Σχολής Νομικών καί Οικονομικών Επιστημών τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει διοριστεί ήδη στήν τηλεφωνική εταιρεία –ΟΤΕ- όπου έφτασε μέχρι τόν βαθμό τού Γενικού Διευθυντή καί τού Διευθυντή τής Σχολής του ΟΤΕ. Η πορεία του, πνευματική-επιστημονική-επαγγελματική, ήταν εντυπωσιακή. Πίσω απ' αυτήν τήν πορεία πού προκαλεί θαυμασμό καί έπαινο υπάρχει ο άνθρωπος Γιάννης Βαρδακουλάς καί ο Έπαχτος, γενέθλια γή, πού τόν ακολουθεί σέ κάθε βήμα του.

Βίωνε τήν ζωή του μέσα σέ κλίμα περισυλλογής καί μοναξιάς, παρ’ ότι βρισκόταν μέσα στούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τούς απλούς ανθρώπους, τούς λαϊκούς ανθρώπους τού λιμανιού. Υπάρχει ως φαίνεται η εξήγηση. Ο πρόωρος θάνατος τού πιό αγαπημένου του προσώπου, τής μάνας του, σ’ εκείνα τά τρυφερά του χρόνια τού σημάδεψαν τή ζωή καί τού σφράγισαν τήν ψυχή.

«Μικρός άκουγα στή γειτονιά τ' άλλα παιδιά, θά πή σέ ραδιοφωνική συνέντευξη, πού φώναζαν τή μάνα τους, κι εγώ αισθανόμενος βαθιά τήν έλλειψή της, τήν αγάπη καί τή στοργή τής μάνας αποτραβιόμουν σέ κάποια γωνιά καί γέμιζαν δάκρυα τά μάτια μου. Άλλοτε έτρεχα στήν καλή μας γειτόνισσα, τήν κυρά Μαγδαληνή τού Κασβίκη – άγιο νά ’ναι τό χώμα της, νά μέ παρηγορήση μέ τό μητρικό χάδι της …».

Σ’ αυτή τή μάνα πού δέν γνώρισε αφιέρωσε τήν ποιητική συλλογή «Τό κερί μιάς ζωής» καί τό ποίημα "Κερί στή μνήμη της».

...

Ο γεμάτος πόνο, ανάμνηση καί δάκρυ στίχος τού ποιήματος δείχνει πόσο βαθιά ήταν η πληγή τής ορφάνιας πού έμελλε νά μείνη ανεπούλωτη ως τόν θάνατό του. Τήν αναζητά στά όνειρά του καί αναμένει τό χάδι της ως τήν τελευταία στιγμή. Ελπίζει γιά κάτι πού ξέρει ότι δέν θά ’ρθη ποτέ. Είναι φυσικό. Τήν στερήθηκε. Δέν χόρτασε τήν τρυφεράδα της, τήν αγκαλιά της, τό γλυκό της φιλί, ακόμα καί τό μάλωμά της, τά γλυκά μάτια της, πού γίνονται απάνεμο λιμάνι γιά κάθε παιδί, όταν ξεσπά φουρτούνα.

Τόν σημαδεύει λοιπόν η απώλεια τής μάνας καλλιεργώντας του έναν ευαίσθητο χαρακτήρα πού ξεχειλίζει από συναισθήματα. Γίνεται μειλίχιος, τρυφερός, αγνός, ρομαντικός, αλλά καί συνάμα, γιά ν’ ανταπεξέλθη στήν πραγματικότητα τής ζωής, γίνεται ασυμβίβαστος, αταλάντευτος, ανυποχώρητος εραστής τής ελευθερίας καί τής αρετής. Γίνεται ευρύχωρος μέ δυνατή καί πυκνή σκέψη, πνευματικός άρχοντας.

Επιστρέφοντας στόν αγαπημένο του Έπαχτο, μετά τήν συνταξιοδότησή του, βρίσκεται ανάμεσα σ’ αγαπημένα του πρόσωπα. «Σάν άλλος Οδυσσέας – θά πή ο ίδιος- ξαναγύρισα στήν Ιθάκη μου καί κάθε χρόνο χάνομαι στά σοκάκια της καί στίς γειτονιές της αναζητώντας εκείνον τόν απλό, τόν ανθρώπινο κόσμο».

Ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο ιστορικός Γιάννης Βαρδακουλάς μέ τήν σπάνια πολυμάθειά του, τήν απέραντη μνήμη του καί τόν γεμάτο αρετές χαρακτήρα του γίνεται τό κέντρο τόσο τής παρέας στό λιμάνι, περιστοιχιζόμενος από απλούς ανθρώπους, όσο καί τού κόσμου τής διανόησης, γιατί εκπέμπει πνευματικό φώς ισχυρό, αληθινό, πηγαίο πού συναρπάζει, εντυπωσιάζει τόν συνομιλητή του ακροατή.

Έχοντας τήν αγαθή τύχη νά τόν γνωρίσω καί νά γίνω φίλος του, μέλος τής παρέας του, ένιωθα ότι καθημερινά μάθαινα. Εκεί στό καφενείο τού λιμανιού, πού τού άρεσε νά πίνη τόν καφέ του τήν ώρα τής ξεγνοιασιάς, μπορούσε νά αναφερθή στήν πολιτεία τού Πλάτωνα, σέ κάποιο ιστορικό γεγονός πού αφορούσε τόν Έπαχτο καί τό οποίο είχε ανασύρει από κάποιο χειρόγραφο, φέρνοντάς το στήν επιφάνεια γιά πρώτη φορά ή σέ κάποιο γεγονός κοινωνικό τού παρελθόντος, πού αφορούσε κάποιον γραφικό Επαχτίτη, τραντάζοντας τούς συνομιλητές του στά γέλια. Μέσα σ’ όλα.

Έδινε, έδινε, έδινε. Η καρδιά του δέν είχε σύνορα. Νόμιζες καί αυτό ήθελε. Νά χωρέση μέσα του τόν πόνο τού κάθε πληγωμένου συμπολίτη του. Από τόν μικρό τσιγγάνο, πού τόν αποκαλούσε « φίλο», ως τόν άγνωστο πού κατέφευγε σ’ αυτόν, ακόμα καί γιά νομικές συμβουλές. Βέβαια, σέ ξεχωριστό μέρος τής καρδιάς τοποθετούσε μέ ευλάβεια εικόνες τής πόλης του. Εκεί πού νόμιζες ότι χανόταν η σκέψη του αυτός κατέγραφε εικόνες, συναισθήματα. «Δέ μέ νοιάζει πού θά πεθάνω, μέ νοιάζει πού δέν θά βλέπω αυτήν τήν εικόνα τής Μπούκας τού λιμανιού», είπε ένα απομεσήμερο καθισμένος κάτω απ' τόν πλάτανο τού λιμένος απευθυνόμενος πρός τούς φίλους του, αποδεικνύοντας ότι η πανέμορφη γενέθλια γή τόν έχει κατακτήσει ολοκληρωτικά.

Γιά τούτο παρενέβαινε στά Δημοτικά πράγματα καί παρευρίσκετο στά Δημοτικά συμβούλια νά υποστηρίξη απόψεις τών συμπολιτών του, πού θεωρούσε δίκαιες, καί μάζευε υπογραφές προσωπικά, καί αντιστεκόταν παρά τά προβλήματα υγείας, παρά τήν ηλικία του.

Ήταν αυθεντικός καί ανυποχώρητος.

Είναι γνωστή η αντίστασή του πρός τήν Δημοτική αρχή νά μήν κοπή η πλατεία τού λιμένος, ο αγαπημένος του τόπος.

Αδιαπραγμάτευτος καί μέχρι τέλους μαχητής, ακόμα καί όταν πληροφορήθηκε ότι έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ακόμα καί όταν έβλεπε νά πλησιάζη τό τέλος τής ζωής του. Γεμάτος χαρές πού τού έδωσε η ζωή παρά τήν σκληρότητα μέ τήν οποία τόν αντιμετώπισε στά παιδικά του χρόνια, γεμάτος διακρίσεις πού στόλισαν καί στολίζουν τό μεγάλο του πνευματικό έργο, καί πού είναι πολλές, περίμενε τήν ώρα τής αναχώρησης μέ στωϊκότητα καί ηρεμία, τακτοποιώντας τά πάντα μαζί μέ τούς φίλους. Ακόμα καί τήν τελευταία πράξη τής ζωής του.

Θά ήταν μέγιστη παράλειψη, άν κλείνοντας τήν παρούσα εισήγησή μου, δέν αναφερόμουν στόν τρόπο πού αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους πού είχαν αληθινή θρησκευτική πίστη, τούς ανθρώπους πού γενικότερα είχαν πίστη σ’ αυτό πού υπηρετούσαν.

Απόδειξη τρανή αποτελεί η ομολογία του σ’ ένα ποίημα πρός τόν Σεβασμιώτατο κ. Ιερόθεο, «ότι θά ήθελε νά έχη τήν πίστη του».

Αυτή η πίστη στή ζωή, στόν άνθρωπο, στόν τόπο πού τόν γέννησε καί τόν γέμισε εικόνες, αποτέλεσαν ως φαίνεται γιά τό Γ. Βαρδακουλά τήν πυξίδα γιά νά πορευθή στήν ζωή μέ τίς όποιες δυσκολίες, τίς πολύ μεγάλες δυσκολίες στό λιμάνι τής ησυχίας, τής αγάπης, τής αποδοχής, τής λατρείας, γιατί δέν αποτελεί υπερβολή, άν πώ ότι υπήρξαν συνάνθρωποί του πού τόν λάτρεψαν ειλικρινά, χωρίς καμιά υστεροβουλία.

Πέρα από τό πνευματικό έργο, καί τόν αυθεντικό του χαρακτήρα άφησε στήν πόλη του καί τήν περιουσία του σέ μορφή κληροδοτήματος, θέλοντας νά βοηθήση τά επαχτόπουλα νά πορευτούν στήν γνώση, γιατί, όπως έλεγε, "ο νέος ο άνθρωπος δέν πρέπει νά νιώθη ελλειμματικός , πρέπει αντίθετα νά νιώθη πλήρης, γιά νά ’χη τήν δυνατότητα νά κινείται χωρίς πισωγυρίσματα, αυτόνομα καί όχι καθοδηγούμενος, ελεγχόμενος".

Αυτός ήταν ο δικός μας κυρ-Γιάννης, ο επαχτίτης Γιάννης Βαρδακουλάς κατά τήν ταπεινή μου κρίση, πού σίγουρα η σημερινή εισήγηση δέν μπορεί νά καλύψη τό μέγεθος τής ακτινοβολίας του.–

  • Προβολές: 3477