Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μελωδικὸ κήρυγμα γιὰ τοὺς «ἀκαθαίρετους πύργους»

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Μιὰ στιγμιαία ἐντύπωση, ἕνα στιγμιαῖο ἄγγιγμα τοῦ μυαλοῦ ἀπὸ ἕνα νόημα χρειάζεται κάποιες φορὲς πολλὰ λόγια γιὰ νὰ περιγραφὴ καὶ ἀκόμη περισσότερα γιὰ νὰ ἑρμηνευτή, χωρὶς νὰ ἀποκλείεται τὸ ἐνδεχόμενο τῆς παρερμηνείας. Παρακάπτοντας τοὺς ὑπαρκτοὺς κινδύνους τῆς παρερμηνείας θὰ γίνη στὴν συνέχεια προσπάθεια νὰ περιγραφὴ μιὰ τέτοια ἐντύπωση ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς 16ης Ὀκτωβρίου, Κυριακῆς, ἐφέτος, τῶν ἁγίων Πατέρων «τῶν ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων τὸ δεύτερον», ὅπως λέει τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, στὴν ὁποία συγκρότησαν τὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, «κατὰ τῶν δυσσεβὼς καὶ ἀμαθὼς καὶ ἀπερισκέπτως τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ εἰδωλολατρεὶν εἰπόντων καὶ τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας καταβαλλόντων». Δηλαδή, τὴν Κυριακὴ αὐτὴ γιορτάσαμε τὴν μνήμη τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ὀρθοτόμησε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τὸν σχετικὸ μὲ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Μετὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Δεύτερης Συνόδου ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὡς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ σύνολη τῆς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (γεγονὸς ποὺ ἐπισφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν Ὀγδόη ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου Οἰκουμενικὴ Σύνοδο), οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ ἀπολαμβάνουν πλέον τὸν στολισμό τους. Ἔχουν «ἀνοιγμένα» στοὺς τοίχους καὶ τὰ προσκυνητάρια «τὰ βιβλία τῶν ἀγραμμάτων», τὶς ἱερὲς εἰκόνες, οἱ ὁποῖες γιὰ τοὺς θεολογικὰ ἐνημερωμένους καὶ εὐαίσθητους εἶναι ταυτόχρονα ἱεροπρεπὴς στολισμός, ἀλλὰ καὶ χριστολογικὸ κήρυγμα. Εἶναι διακήρυξη τῆς θεανθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μίας ὑπόστασης τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐν δύο φύσεσιν», ποὺ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ προσκυνοῦμε τὸν Θεό, προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματός Του. Ἀκόμη, προσκυνοῦμε τὸν Σταυρό, πάνω στὸν ὁποῖο νικήθηκε γιὰ ἐμᾶς ὁ διάβολος καὶ ὁ θάνατος, καθὼς καὶ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ὅλων τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, γιατί σ’ αὐτοὺς κατοικεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Πνεύματός Του καὶ εἶναι τὰ πραγματικὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, προσκυνοῦμε τὰ ἱερὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, δὲν ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα τους μετὰ τὸν θάνατο.

Τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι δοχεῖα τῆς Χάριτος. Κι ὅλοι οἱ ἐγκαινιασμένοι ὀρθόδοξοι Ναοὶ ἔχουν πλουτισθῇ, ἀπὸ τὸν ἐγκαινιασμό τους, μὲ ἱερὰ Λείψανα, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιό τους, «ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτ[ών] Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμένους χώρους, μὲ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ τὰ ἅγια Λείψανα, ὅταν ἀκούγεται σεμνὰ καὶ μεγαλόπρεπα, καὶ προπαντὸς εὐκρινῶς, τὸ ἐμμελὲς κήρυγμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνωδίας, τότε ὁ ἐκκλησιαζόμενος γίνεται ἱκανότερος στὸ νὰ προσλαμβάνη τὰ μηνύματα τῶν ἁγίων ποιητῶν καὶ θεολόγων. Αὐτὴν τὴν δυνατότητα δίνουν στὸ ἐκκλησίασμα οἱ εὐλαβεῖς ἱεροψάλτες, αὐτοὶ ποὺ συνδυάζουν τὴν εὐλάβεια μὲ τὸ χάρισμα τῆς φωνῆς καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Στὰ χείλη τους ἡ θεολογία γίνεται προσευχή, τὸ ἀποστολικὸ καὶ πατερικὸ κήρυγμα γίνεται ψαλμὸς μετανοίας καὶ ταυτόχρονα δοξολογικὸς ὕμνος στὸν Θεό.

Σ’ ἕνα τέτοιο περιβάλλον ἰδιαίτερα τράβηξε τὴν προσοχή μας ἡ ἀπόδοση τοῦ γνωστοῦ δοξαστικοῦ τῶν αἴνων, σὲ πλάγιο τοῦ τετάρτου, «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός...». Τὸ μέλος ἀναδείκνυε τὰ νοήματα. Μᾶς προσφέρθηκε σὰν ἕνα ἐμμελὲς θεολογικὸ κήρυγμα, μέσα στὴν πνευματικὰ γόνιμη ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ψαλτικὴ τέχνη. Θὰ καταγραφή, λοιπόν, ὅσο εἶναι δυνατόν, μιὰ ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἐντυπώσεις ποὺ δημιούργησε ἡ ἀκρόαση τοῦ δοξαστικοῦ αὐτοῦ.

Στὴν ροὴ τῆς ὑμνωδίας ἡ πρώτη ἔντονη ἐντύπωση, ποὺ διέγειρε τὴν συνήθως νωχελικὴ προσοχή, προῆλθε (λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ δοξαστικοῦ) ἀπὸ τὸν στίχο: «τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι». «Ἀκαθαίρετοι πύργοι» χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ «Μυστικὴ Σιὼν» ἡ Ἐκκλησία. Ὅμως, ποιά εἶναι στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ σημασία τοῦ ἐπιθέτου «ἀκαθαίρετοι»; Ποιό εἶναι τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενό του; Τὸ ἐπίθετο ἀκαθαίρετος ἀποδίδεται σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τοὺς καταβάλη, νὰ τοὺς ἀνατρέψη, νὰ τοὺς ρίξη κάτω. Πύργος ἀκαθαίρετος εἶναι ὁ ἀπόρθητος πύργος. Τοὺς ἁγίους Πατέρες, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸν ὑμνογράφο, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς καταβάλη, νὰ τοὺς ἀνατρέψη. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τοὺς λογικοὺς ἀπόρθητους πύργους τῆς Ἐκκλησίας.

Ποιά σχέση, ὅμως, ἔχει αὐτὴ ἡ ὑμνολογικὴ ἄποψη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ταραχὲς καὶ ἀμφισβητήσεις. Πολλὲς φορὲς μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀμφισβητήθηκαν, καὶ ἀκόμη ἐξορίσθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἀπόψεις τους, γιὰ τὴν αὐθεντικὰ ὀρθόδοξη θεολογία τους. Πολλὲς φορὲς φάνηκε ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταλήφθηκε ἀπὸ αἱρετικούς, ποὺ δηλητηρίαζαν τὸ πλήρωμά της μὲ τὶς ἀντιευαγγελικὲς διδασκαλίες τους.

Καὶ στὶς μέρες μας, μετὰ ἀπὸ δύο-τρεὶς δεκαετίες ἄνθισης τῶν πατερικῶν μελετῶν, ὑπάρχουν ὁμάδες «μεταπατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι οἱ «ἀκαθαίρετοι πύργοι» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, δὲν προσφέρουν πλέον «προστασία» στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ὅσοι τοὺς ἐπικαλοῦνται, κατηγοροῦνται ὅτι κρατοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἐγκλωβισμένη στὰ σχήματα τοῦ παρελθόντος, ὅτι τὴν ἐξωθοῦν στὸ περιθώριο τῆς σύγχρονης ζωῆς καὶ ἔτσι τὴν ἀφήνουν ἐκτεθειμένη, χωρὶς ἀπαντήσεις, στὶς προκλήσεις τοῦ ραγδαῖα ἐξελισσόμενου κόσμου. Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ἡ μεταπατερικὴ ἄποψη γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογία θεωρεῖ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι διαχρονικὰ οἱ «ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς μυστικῆς Σιών». Ἦταν μόνο γιὰ τὴν ἐποχή τους καὶ γιὰ τὸ πολιτιστικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ἔδρασαν.

Πρόφαση γιὰ τέτοιου εἴδους ἀπορριπτικὲς ἀντιεκκλησιαστικὲς ἀπόψεις δίνει ἡ φανατικὴ προσκόλληση στὸ «γράμμα τοῦ νόμου», δηλαδή, ὁ συντηρητισμὸς ποὺ ἀγνοεῖ τὸν δυναμισμὸ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα μπορεῖ νὰ πὴ κανεὶς πολλά, ὅμως θὰ σταθοῦμε μόνο στὸ «βραχὺ ρῆμα» ποὺ μᾶς μετέδωσε ἡ εὐκρινὴς καὶ σεμνὰ μελωδικὴ ἀπόδοση τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑμνοῦνται ὡς «οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς μυστικῆς Σιών». Ἔχει μεγάλη σημασία ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστικῆς. Δὲν εἶναι ἕνας χῶρος μυστικιστικῶν ἐπιδόσεων, ἀλλὰ ἕνα Σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ζῆ «τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας». Κάθε τί, λοιπόν, μυστικὸ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τοὺς πολλούς. Λίγοι τὸ γνωρίζουν. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς «μυστικὴ Σιών», εἶναι ἄγνωστη στοὺς πολλούς. Αὐτὸ εἶναι μιὰ πραγματικότητα. Εἶναι γνωστὴ μόνον στοὺς μυημένους. Ὄχι σὲ κάποιους προορισμένους ἐκλεκτούς, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν εἰλικρινὰ νὰ γνωρίσουν «τὸν θεσμό» της καὶ νὰ ζήσουν μέσα σ’ αὐτόν.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μυσταγωγοὶ ὅλων τῶν «κεκλημένων» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα –ὁ Ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι»– τοὺς ὁποίους εἰσάγουν στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι «ἀκαθαίρετοι» διαχρονικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὸν ἀνακαινισμὸ τῆς ὕπαρξής τους μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀποφασίσει καὶ ἔχουν ξεκινήσει μὲ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη τὴν ἀσκητικὴ πορεία ἀπὸ τὴν δουλικὴ ὑποταγὴ στὰ χαμερπῆ πάθη πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀποτελοῦν εἴτε ἕναν τελείως ἄγνωστο καὶ ἀδιάφορο γι’ αὐτοὺς κόσμο, εἴτε ἕνα μουσειακὸ εἶδος, κατάλληλο μόνον γιὰ ἀρχαιολογικοῦ τύπου μελέτες, εἴτε ἕνα προβληματικὸ ὑλικό, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ «βολέψουν», χωρὶς προκρούστειες ἐγχειρίσεις, μέσα στὶς θεωρητικὲς κατασκευὲς τοῦ μυαλοῦ τους, εἴτε, πιὸ συχνά, ἀποτελοῦν ἕνα ἐμπόδιο στὶς ἐπιλογὲς τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους.

Πάντως, γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ὁλοκαρδίως στὴν «μυστικὴ Σιών», οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου» καὶ «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου». Μέσα ἀπὸ αὐτοὺς μιλάει ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος τους ἀποπνέει ὀσμὴ τοῦ Παραδείσου, «ὀσμὴ ζωῆς». Αὐτοὶ αἰσθάνονται ὅτι ἡ Σύνοδος τῶν ἁγίων Πατέρων περιποιεῖ μεγάλη τιμὴ στὴν Νίκαια, στὸν συγκεκριμένο γεωγραφικό της χῶρο, γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ καύχημά της, ἀλλὰ ἀκόμη, ὅτι εἶναι τὸ ἀγλάϊσμα, δηλαδή, τὸ κόσμημα καὶ ὅλης τῆς Οἰκουμένης.

Οἱ διατυπώσεις αὐτὲς δὲν εἶναι ὑπερβολικὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τῆς θερμῆς διαθέσεως τοῦ ὑμνογράφου. Εἶναι ἡ ἁπτὴ ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ἡ «ἀκαθαίρετη» ἀλήθεια μὲ τὴν ὁποία ζοὺν καὶ πορεύονται, ἐξελισσόμενα ἐν Χριστῷ, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγλάϊσμα τῆς Οἰκουμένης εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν (μιμούμενοι τὸν Χριστὸ) πραότητα καὶ ταπείνωση, καὶ στὴν ἁπλὴ καὶ καθαρῆ καρδιά τους δέχθηκαν ἐγκάτοικο τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Αὐτὴ ἡ ἐγκατοίκηση εἶναι τὸ ἀγλάϊσμα ὅλης τῆς κτίσεως. Τὴν πεῖρα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐκφράζουν μέσα ἀπὸ τὶς δογματικὲς καὶ ποιμαντικὲς διδασκαλίες τους οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γι αὐτὸ εἶναι διαχρονικὰ «τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2894