Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Τὸ ἦθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας

Σὲ περιόδους κοινωνικῆς κρίσεως οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν προτρέπουν νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὸ κοινωνικὸ σύνολο καὶ εἰδικότερα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν ποικιλοτρόπως. Ἀγνοοῦν, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐκ τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑπάρξεώς της, ἔχει ἕνα διαρκὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ μέλη τῆς καὶ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, προσφέροντας τὸν ἑαυτό της θυσία στὸν βωμὸ τῆς ἀγάπης. Σκοπὸς τῶν σκέψεων ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι νὰ δείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρειάζεται τὴν προτροπὴ τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ἐπιτελέση τὸ φιλανθρωπικό της ἔργο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς κοινωνίας σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς.

1. Φιλανθρωπία-κοινωνικὸ ἔργο

Μιὰ εὐνομούμενη Πολιτεία ἔχει καθῆκον νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἀσθενεστέρους οἰκονομικὰ ἀνθρώπους καὶ νὰ περιορίζη τὸ ἄνοιγμα τῆς ψαλίδας μεταξὺ τῶν ἐχόντων καὶ τῶν μὴ ἐχόντων. Αὐτὴ εἶναι βασικὴ ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας, κατὰ λόγο δικαιοσύνης. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικρατῆ ἀνισότητα στὴν κοινωνία καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἂν καὶ θέλουν νὰ ἐργασθοῦν, νὰ παραμένουν ἄνεργοι καὶ νὰ στεροῦνται τῶν ἀναγκαίων. Ἡ κοινωνικὴ πρόνοια εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν, ὄχι ὅμως γιὰ ἐκείνους ποὺ μποροῦν καὶ θέλουν νὰ ἐργασθοῦν. Τελικά, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινωνίας γιὰ τοὺς πτωχοὺς δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλῆται στὴν φιλευσπλαχνία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν δικαιοσύνη ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατὴ στὴν κοινωνία. Οἱ ἄνθρωποι ἀπαιτοῦν νὰ ἔχουν ἴσα δικαιώματα καὶ ἴσες εὐκαιρίες στὴν ἐργασία καὶ τὴν κοινωνικὴ ἐπιβίωσή τους. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἐνταχθῇ ἡ λεγόμενη κοινωνικὴ πρόνοια.

Ὅμως, τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ κοινωνιολογικὸ περιεχόμενο τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸ ἐπίπεδο τῆς φιλανθρωπίας. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ κοινωνικοῦ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἔργου. Τὸ πρῶτο (τὸ κοινωνικὸ) ἀποβλέπει στὴν ἱκανοποίηση μερικῶν ὑλικῶν καὶ σωματικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ τὸ δεύτερο (τὸ φιλανθρωπικὸ) ἐπεκτείνεται στὸν ὅλο ἄνθρωπο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Φιλανθρωπία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ προσφορὰ μιᾶς μερίδας φαγητοῦ καὶ ἑνὸς ἐνδύματος, ἀλλὰ προσφορὰ ἀγάπης, τρυφερότητας, στοργῆς, προσωπικῆς θυσίας, καλωσύνης, λόγου παρηγορητικοῦ, ἐλπίδας καὶ αἰσιοδοξίας γιὰ τὴν ζωή, προσφορὰ νοήματος γιὰ τὴν ζωή, σὲ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό.

2. Φιλαυτία-φιλανθρωπία-φιλοθεΐα

Ἡ φιλανθρωπία στὴν Ἐκκλησία δὲν γίνεται ἀπὸ κάποια κοινωνικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι ἔκφραση τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ καταλαβαίνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὸν Σταυρό Του, δὲν μπορεῖ νὰ μείνη ἀσυγκίνητος στὸ δρᾶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια κενωτικὴ προσφορά. Ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὸ ὁποῖο ἐκφράζεται καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε, μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ μυστήριο τῆς κενωτικῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ καὶ μαθαίνουμε τί θὰ πὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ἔτσι, τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος γίνεται τρόπος ζωῆς καὶ προσφορᾶς πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἡ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς μας γίνεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ νὰ μπορῇ κανεὶς νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ προσφερθῇ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔχει ἀναπτύξει διεξοδικὰ ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα ὅλου τοῦ κακοῦ ποὺ μαστίζει τὶς σύγχρονες κοινωνίες μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο πάθος ποὺ κυριαρχεῖ σήμερα στὶς κοινωνίες μας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προέρχονται ὅλα τὰ δεινά. Ὁρίζοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸ τί εἶναι ἡ φιλαυτία λέγει ὅτι «φιλαυτία δὲ ἐστὶ τὸ πρὸς τὸ σῶμα πάθος». Ἡ ἄλογη ἀγάπη πρὸς τὸ σῶμα μας καὶ ἡ ἐπιδίωξη νὰ ἱκανοποιοῦμε κάθε ἐπιθυμία του συνιστᾶ τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας. Ἡ φιλαυτία εἶναι μητέρα τῶν παθῶν, ὅπως τῆς ἠδυφαγίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς κενοδοξίας, τοῦ μίσους πρὸς τὸν πλησίον. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Μάξιμος διδάσκει ὅτι ἡ αὐταρέσκεια ἡ ὁποία συνδέεται στενότατα μὲ τὴν φιλαυτία ὁδηγεῖ στὴν μισανθρωπία, καὶ ὅταν κανεὶς ἀποβάλη τὴν φιλαυτία, ὁδηγεῖται στὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία.

Καίτοι κάθε ὀργανωμένη κοινωνία πρέπει νὰ θεσπίση θεσμικὰ ὄργανα γιὰ τὴν ἐξισορρόπηση τῶν κοινωνικῶν φαινομένων καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπη στοὺς θρασεῖς νὰ πλουτίζουν οὔτε νὰ ἀφήνη τοὺς πτωχοὺς νὰ πεινοῦν, ἐν τούτοις ἡ σύγχρονη κοινωνία δὲν πάσχει ἀπὸ συστήματα καὶ θεσμούς, δὲν ὑποφέρει ἀπὸ ὡραῖες ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ πάσχει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ φίλαυτους ἀνθρώπους ποὺ ἐκμεταλλεύονται κάθε κατάσταση ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦν τὴν φιλαυτία τους. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ὅλη θεολογία της ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ πάθους τῆς φιλαυτίας, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι διότι τὸ ἐπιτάσσουν οἱ νόμοι τῆς Πολιτείας οὔτε γιατί ὑπάρχει ἔντονη κοινωνικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ γιατί τὸ αἰσθάνεται ὡς καρπὸ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο ποὺ ἐξασκεῖ ἡ Ἐκκλησία, καὶ εἶναι πραγματικὰ μεγάλο, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μεγαλύτερος φιλανθρωπικὸς φορέας στὴν Πατρίδα μας. Καὶ τὸ κυριότερο, οἱ Κληρικοὶ μέσα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ προοπτικὴ ἐμψυχώνουν καὶ ἕναν ὁλόκληρο «εἰρηνικὸ στρατὸ» ἐθελοντῶν, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν τὸν ἑαυτό τους, τὰ χαρίσματά τους, τὴν ἔμπνευσή τους στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας στὸν φιλανθρωπικὸ τομέα τὸ κάνουν ἐθελοντικά, ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, θυσιάζουν τὸν χρόνο τους, τὰ χαρίσματά τους, πολλὲς φορὲς καὶ τὴν περιουσία τους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

3. Περὶ φιλοπτωχίας

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμίλησαν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς φιλανθρωπίας καὶ προέτρεψαν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὴν ἐξασκοῦν, γιατί αὐτὸ θὰ ὠφελήση καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους καὶ τοὺς συνανθρώπους τους. Αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὄχι ἀπὸ κάποια κοινωνιολογικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεολογία, ἀπὸ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως φαίνεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, παρακινοῦσε τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωή Του, νὰ βοηθοῦν τοὺς πτωχοὺς καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ἅς θυμηθοῦμε τὶς περίφημες παραβολὲς τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἄφρονος πλουσίου, τὴν καταπληκτικὴ ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία Του ποὺ ἀναφέρεται καὶ στὴν ἐλεημοσύνη, ὅπως καὶ στὸν ἔλεγχο τῶν πλουσίων τῆς ἐποχῆς του. Ἐπίσης, ἅς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἴδιος στὴν σχετικὴ παραβολὴ ἐπήνεσε ἕναν ἀλλόδοξο -τὸν Σαμαρείτη- ποὺ ἔδειξε ἀγάπη, καὶ μιὰ ἀλλοεθνῆ γυναῖκα -τὴν Χαναναία. Ἅς θυμηθοῦμε καὶ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν ζωὴ φιλανθρωπίας, προσφορᾶς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνον τοὺς ὁμοεθνεῖς Του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀλλοδόξους καὶ τοὺς ἀλλοεθνεῖς.

Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἦταν μόνον διδάσκαλοι τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ τήρησαν τὴν ἀγάπη στὸ ἔπακρο. Οἱ ἴδιοι, ὅπως τὸ βλέπουμε στοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσαν πρῶτοι αὐτοὶ τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ διένειμαν τὴν περιουσία τοὺς στοὺς πτωχοὺς καὶ στὴν συνέχεια ἔγιναν μοναχοὶ καὶ Κληρικοί. Ἔτσι, ἐμπράκτως ἔδειξαν τὴν ἀποδέσμευσή τους ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὴν φιλαργυρία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς θαυμάσιους πατερικοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρεται στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Περὶ φιλοπτωχίας». Στὸν λόγο αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐπιδοθοῦν σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἄθλημα. Τὴν ὅλη διδασκαλία του δὲν τὴν στηρίζει σὲ μιὰ οὐμανιστική-ἀνθρωπιστικὴ εὐσπλαχνία, ἀλλὰ σὲ δύο βασικὰ θεολογικὰ σημεῖα.

Τὸ πρῶτο, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὡς δημιουργός του, Αὐτὸς ἔχει τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα πάνω στὸν κόσμο, ἀλλὰ Αὐτὸς ἔχει δώσει τὸ δικαίωμα τῆς χρήσης τοῦ κόσμου στὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν ἴσα δικαιώματα στὴν πατρικὴ περιουσία. Αὐτὸ ἴσχυε στὸν Παράδεισο πρὸ τῆς πτώσεως, ἀφοῦ ὅλα τότε ἦταν κοινά, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὰ δένδρα κλπ. Ὅμως, μετὰ τὴν ἁμαρτία εἰσήχθη ἡ ἔφεση πρὸς τὴν ἰδιοκτησία. Τώρα ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, θὰ πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν πρώτη ἰσονομία καὶ ὄχι στὴν μεταγενέστερη διαίρεση.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι, ὅταν βοηθᾶμε τοὺς ἀδελφούς μας, στὴν πραγματικότητα προσφέρουμε τὴν ἀγάπη μᾶς στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁπότε ἡ φιλανθρωπία γίνεται θεολογικὸ ἔργο καὶ ὄχι ἁπλῶς μιὰ κοινωνικὴ προσφορά. Στὸν κάθε συνάνθρωπό μας βλέπουμε τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὸν τὸν σημαντικὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑπάρχουν μερικὲς φράσεις στὶς ὁποῖες φαίνεται τὸ εὗρος καὶ ἡ δύναμη τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία ἐξασκεῖται μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς Χριστιανούς. Θὰ τονισθοῦν μερικὲς ἀπὸ αὐτές.

«Μὴ κάμνωμεν θησαυρίζοντες καὶ φυλάσσοντες, ἄλλων πενία καμνόντων». Δηλαδή, δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε μὲ τὸ νὰ συγκεντρώνουμε θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς φυλάσσουμε, ἐνῷ ἄλλοι ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ἀρχίζει ἀπὸ τὸ νὰ μὴ θησαυρίζουμε ἐμεῖς σὲ βάρος τους καὶ μάλιστα ὅταν αὐτοὶ ὑποφέρουν. Ἡ συγκέντρωση ὑλικῶν ἀγαθῶν σὲ τέτοιες καταστάσεις συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη, γίνεται σὲ βάρος τῶν ἀδελφῶν μας.

«Αἰδοῦμαι δὲ καὶ τὸ Χριστοῦ γλωσσόκομον, ὃ πρὸς πτωχοτροφίαν ἡμᾶς παρακαλεῖ». Δηλαδή, σέβομαι καὶ τὸ ταμεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς προτρέπει νὰ τρέφουμε τοὺς πτωχούς. Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶχε τὸ γλωσσόκομο, τὸ ταμεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀποστολικῆς ὁμάδος, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει καὶ τὸ δικό της ταμεῖο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσφέρεται γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους. Τότε μόνον σέβεται κανεὶς τὸ γλωσσόκομο τοῦ Χριστοῦ.

«Πᾶσι μὲν δὴ πτωχοῖς ἀνοικτέον τὰ σπλάχνα, καὶ τοῖς καθ’ ἠντινα οὺν αἰτίαν κακοπαθοῦσι». Δηλαδή, νὰ δείξουμε εὐσπλαχνία σὲ ὅλους τοὺς πτωχούς, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ ὁποιαδήποτε αἰτία κακοπαθοῦν. Ἐδῶ δὲν γίνεται ἁπλῶς λόγος γιὰ μιὰ προσφορὰ χρημάτων, τροφῆς, ἐνδυμάτων, ἀλλὰ γιὰ ἄνοιγμα σπλάγχνων οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας, μὲ τὸ νὰ μὴ κλείνεται κανεὶς φίλαυτα μέσα στὸν ἑαυτό του.

«Μὴ παρίδης, μὴ παραδράμης τὸν ἀδελφόν, μὴ ἀποστραφῆς ὡς ἄγος, ὡς μίασμα, ὡς ἄλλο τί τῶν φευκτῶν καὶ ἀπειρημένων». Δηλαδή, μὴ παραβλέψης καὶ μὴ προσπεράσης ἀδιάφορα τὸν ἀδελφό σου, μὴν τὸν ἀποστραφῆς ὡς κατάρα, ὡς μολυσμὸ καὶ ὡς κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ κατηραμένα καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφεύγη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μὲ τὴν προτροπὴ αὐτὴ ἐπεκτείνει ἀκόμη περισσότερο τὸ εὗρος τῆς φιλανθρωπίας ποὺ πρέπει νὰ γίνεται σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἀκόμη καὶ στὸ περιθώριο τῆς κοινωνίας, ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν θεωροῦν μίασμα, μολυσμό. Ἐνδεχομένως ἐδῶ νὰ ἐννοοῦνται οἱ λεπροὶ τοὺς ὁποίους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ οἱ συγγενεῖς τους, ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὶς οἰκογένειες καὶ τὶς κοινωνίες, ἐπειδὴ ἡ νόσος ἦταν μολυσματικὴ καὶ ἀθεράπευτη.

«Ὄρεξον τροφήν, ὄρεξον ράκος, προσένεγκε φάρμακον, κατάδησον τραύματα, ἐρώτησόν τί περὶ τῆς συμφορᾶς, περὶ καρτερίας φιλοσόφησον, θάρσυνον, πρόσελθε». Δηλαδή, πρόσφερε τροφή, πρόσφερε ἔνδυμα, πρόσφερε φάρμακο, ἐπίδεσε τὰ τραύματα, δεῖξε ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν συμφορά, φιλοσόφησε γιὰ τὴν ὑπομονή, πάρε θάρρος καὶ πλησίασε. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ φιλανθρωπία εἶναι ποικιλόμορφη, ἐξασκεῖται μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, μὲ διδασκαλία καὶ μὲ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἕνα χρηματικὸ ποσό, γιὰ ἕναν μισθό, γιὰ ἕνα ἐπίδομα, γιὰ μιὰ μερίδα φαγητοῦ κλπ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μόνον σωματικὲς ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ ψυχικές, πνευματικές.

«Δὸς ἀντὶ μεγάλου τὴν προθυμίαν εἰ μηδὲν ἔχει δάκρυσον μέγα τῷ ἀτυχοῦντι φάρμακον ἔλεος ἀπὸ ψυχῆς εἰσφερόμενος». Δηλαδή, ἀντὶ τοῦ μεγάλου ποὺ δὲν ἔχεις νὰ δώσης στὸν πτωχό, δῶσε τὴν προθυμία ἂν δὲν ἔχης τίποτε, δάκρυσε γι’ αὐτόν, διότι ἡ συμπόνια ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχὴ εἶναι μεγάλο φάρμακο γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δυστυχεῖ. Ἔτσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθῇ ὅτι δὲν ἔχει νὰ προσφέρη κάτι στοὺς ἀδελφούς του, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ δώση τὴν προθυμία του, ἀκόμη καὶ νὰ δακρύση γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὰ δάκρυα εἶναι μεγάλο φάρμακο γιὰ τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει καὶ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῶν πτωχῶν καὶ δυστυχισμένων, ποὺ δὲν ὑποφέρουν μόνον ἀπὸ ὑλικὲς ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ψυχικὸ πόνο.

«Προεισενεκτέον ἀνθρώπους ὄντας ἀνθρώποις τὸν ἔρανον τῆς χρηστότητος». Δηλαδή, πρέπει νὰ προσφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι, τὸν ἔρανον τῆς ἀγάπης μας. Καὶ στὴν συνέχεια προσδιορίζει τὰ σημεῖα στὰ ὁποία μποροῦμε νὰ προσφέρουμε. Νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους: εἴτε τελοῦν σὲ χηρεία, εἴτε εἶναι ὀρφανοί, εἴτε βρίσκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα τους, εἴτε ὑποφέρουν ἀπὸ «ὠμότητα δεσποτῶν», «ἀρχόντων θράσος», «φορολόγων ἀπανθρωπίαν», «ληστῶν μιαιφονίαν», «κλεπτῶν ἀπληστίαν», «εἴτε δήμευσιν, εἴτε ναυάγιον». Ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης ἐπεκτείνεται σὲ πολλοὺς τομεῖς καὶ δὲν ἐξαντλεῖται μόνον σὲ μιὰ μικρὴ ἢ μεγάλη χρηματικὴ προσφορά. Ὁ Κληρικὸς πρέπει νὰ προστατεύη τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ὠμότητα τῶν ἀρχηγῶν, ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀρχόντων καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς φορολογίας ἀπὸ τοὺς ληστὲς καὶ κλέπτες, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δεσμεύουν τὶς περιουσίες. Ὁ προφητικὸς λόγος πρέπει νὰ καυτηριάζη κάθε τί ποὺ πληγώνει τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς μας.

«Δὸς μερίδα καὶ τῇ ψυχῇ, μὴ τῇ σαρκὶ μόνον δὸς μερίδα καὶ τῷ Θεῷ, μὴ τῷ κόσμῳ μόνον». Δηλαδή, δῶσε μερίδιο καὶ στὴν ψυχὴ καὶ ὄχι μόνον στὸ σῶμα, δῶσε μερίδιο στὸν Θεὸ καὶ ὄχι μόνον στὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει πολλὲς ἀνάγκες, μεγαλύτερες ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲν ἀνήκει μόνον στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ στὸν Θεό. Ἂν δὲν ἱκανοποιοῦνται αὐτὲς οἱ ψυχικὲς ἀνάγκες, τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ἔχει μέσα του ἕνα ὑπαρξιακὸ κενό.

«Ἕως ἐστι καιρός, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν». Δηλαδή, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρὸς ἅς ἐπισκεφθοῦμε τὸν Χριστό, ἅς Τὸν περιποιηθοῦμε, ἅς Τὸν θρέψουμε, ἅς Τὸν ἐνδύσουμε, ἅς Τὸν περιμαζεύσουμε, ἅς Τὸν φιλοξενήσουμε, ἅς Τὸν τιμήσουμε. Αὐτὸ τὸ χωρίο δείχνει τὸ ὕψος τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὰ πρόσωπα τῶν πτωχῶν, τῶν ξένων βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁπότε καὶ ἡ προσφορὰ σὲ αὐτοὺς εἶναι στὴν πραγματικότητα προσφορὰ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

Ἔτσι, ἡ φιλανθρωπία στὴν Ἐκκλησία ἀποκτᾶ θεολογικὸ περιεχόμενο καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀλτρουϊστικὴ ἀγάπη καὶ μιὰ συναισθηματικὴ προσφορά, ἔχει ποικίλους τρόπους νὰ ἐκφρασθῇ.

4. Θεραπευτικὴ κοινότητα

Τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία ποὺ συνδέεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διδαχή. Ἔτσι, προσευχή, δόγμα καὶ θεία Εὐχαριστία τρέφουν τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Ἡ ἐκκλησιαστική, ὅμως, ζωὴ δὲν τελειώνει στὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἀγγίζει ὅλον τὸν βίο τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμη καὶ τὶς ὑλικές τους ἀνάγκες. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μοιράζεται τὰ πνευματικὰ ἀγαθά -τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο- καὶ νὰ μὴν μοιράζεται καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὁ Χριστιανὸς δὲν αἰσθάνεται οὔτε ὅτι εἶναι ὀρφανός, ἀφοῦ ἔχει Πατέρα τὸν Θεό, οὔτε ὅτι εἶναι μοναχοπαίδι ἐπάνω στὴν γῆ, ἀφοῦ ὁ Πατέρας του ἔχει καὶ ἄλλα παιδιά. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἔνοιωθαν ἔντονα αὐτὴν τὴν ἀδελφότητα ἐν Χριστῷ, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν καθιερώσει τὶς «ἀγάπες», δηλαδὴ τὰ κοινὰ δεῖπνα, καὶ διέθεταν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ζοῦσαν μιὰ κοινοβιακὴ ζωή.

Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅπου γράφεται: «Τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἥν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἥν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ» (Πράξ. δ', 32). Εἶναι σημαντικὸ ἐδῶ αὐτὸ τὸ «οὐδὲ εἷς», οὔτε ἕνας δὲν θεωροῦσε ὅτι τὰ ὑπάρχοντά του ἦταν δικά του, ἀλλὰ θεωροῦσαν ὅτι ὅλα ὅσα εἶχαν ἦταν κοινὰ γιὰ ὅλους. Καὶ πιὸ κάτω γράφεται ὅτι «οὐδὲ γὰρ ἐνδεὴς τὶς ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς», δηλαδὴ δὲν ὑπῆρχε κανένας πτωχὸς μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, γιατί ὅσοι εἶχαν ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ διέθεταν γιὰ ὅλη τὴν κοινότητα, ὁπότε ἀπὸ τὶς προσφορὲς αὐτὲς «διεδίδοντο ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. δ', 34-35).

Εἶναι πολὺ σημαντικὴ αὐτὴ ἡ πληροφορία. Στὶς χιλιάδες τῶν Χριστιανῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας «οὐδὲ εἷς» θεωροῦσε κάτι δικό του, δηλαδὴ κανεὶς δὲν μιλοῦσε γιὰ ἰδιοκτησία-ἀτομικὴ περιουσία καὶ ἀκόμη «οὐδὲ ἐνδεὴς τὶς ὑπῆρχεν», δηλαδὴ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς πτωχὸς ἀνάμεσά τους. Τί ζωντανὴ ἦταν ἡ πρώτη Ἐκκλησία! Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ δικό μας πρότυπο. Αὐτὴ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ διατηρεῖται μέχρι σήμερα, μὲ διάφορες μορφές. Τοὐλάχιστον μέχρι τὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος ἔχουμε τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος ὅτι ἡ Ἐκκλησία διέσωσε τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ὅπως φαίνεται στὴν ἀπολογία του στὸν Αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο τὸν Εὐσεβῆ. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία αὐτή, ὅσοι ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἦταν εὔποροι καὶ ὅσοι ἤθελαν νὰ προσφέρουν μὲ ἐλευθερία, ἐναπέθεταν τὴν προσφορὰ τοὺς στὸν προεστώτα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος -τὸν Κληρικό- καὶ αὐτὸς βοηθοῦσε τοὺς ὀρφανοῦς, τὶς χῆρες, τοὺς ἀρρώστους καὶ ὅσους εἶχαν κάποια ἀνάγκη, τοὺς φυλακισμένους, ἀλλὰ καὶ τοὺς παρεπιδήμους ξένους. Ἔτσι, ὁ Κληρικός-προεστὼς «πᾶσι τοὶς ἐν χρείᾳ οὔσι κηδεμὼν γίνεται».

Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ διασώζεται σήμερα στὰ ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Ὅποιος ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου λειτουργεῖ ὀργανωμένα ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, θὰ δὴ αὐτὴν τὴν κοινοβιακὴ ζωή. Οἱ μοναχοὶ δὲν ἔχουν δική τους ἀτομικὴ περιουσία, ἀλλὰ καὶ οἱ φιλοξενούμενοι γεύονται αὐτὴν τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία τους. Κανεὶς δὲν αἰσθάνεται ὡς ξένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὶς Μητροπόλεις καὶ τὶς Ἐνορίες, διασώζει τὸν χαρακτῆρα τῆς κοινότητας καὶ μάλιστα τὴν μορφὴ τῆς λεγομένης θεραπευτικῆς κοινότητας. Μέσα στὴν Ἐνορία ἱκανοποιοῦνται ὅλες οἱ ὑλικές, ψυχολογικές, πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν Χριστιανῶν, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει νόημα ζωῆς. Φυσικά, ὁ Χριστιανισμὸς κάνει ὅλες τὶς πρακτικὲς ἐφαρμογές του μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία γίνεται διαρκὴς λόγος γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁπλῶς ἕνα οἰκονομικὸ ὅν. Ὅμως, ὅπως τὸ ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ἀπὸ τὴν μικρή μας πεῖρα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ ἄλλες ἀνάγκες, πνευματικὲς ἀνάγκες, κυρίως εἶναι θεολογικὸ ὅν, ποὺ σημαίνει ὅτι πεινᾶ καὶ διψᾶ γιὰ τὸν Θεό. Ἐπίσης, ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὅλα τὰ περιμένουμε ἀπὸ τὸ Κράτος. Βέβαια, καὶ αὐτὸ ἔχει τὴν εὐθύνη του, γιατί πρέπει νὰ κάνη καλῆ διαχείριση τῶν φόρων ποὺ εἰσπράττει καὶ εἶναι ἀνταποδοτικοί, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ θεσπίση τοὺς κατάλληλους θεσμοὺς γιὰ νὰ ἀσκήση μιὰ ὀργανωμένη κοινωνικὴ πρόνοια στοὺς ἀνήμπορους καὶ πονεμένους συνανθρώπους μας. Ὅμως, ἡ εὐθύνη βαρύνει καὶ ὅλους μας, ἀφοῦ πρέπει νὰ μὴν παραμένουμε ἀδιάφοροι σὲ κάθε προσωπικό, οἰκογενειακὸ καὶ κοινωνικὸ δρᾶμα καὶ νὰ ἀναπτύξουμε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀλληλεγγύη σὲ ὅσους ἀδελφούς μας καὶ ξένους ὑποφέρουν καὶ πονοῦν.

Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὑπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ οἱ Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ διαθέτουν εὐαισθησία καὶ θέλουν νὰ μιμηθοῦν τὸν Χριστό, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ὅλο φιλανθρωπικὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν οἱ Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἄξιοι τῆς ἀποστολῆς τους.–