Γράφτηκε στις .

Φώτη Κόντογλου: Τὸ Βασίλεμα τοῦ Ἥλιου

Ἀπὸ τὸ Βλογημένο Καταφύγιο

Γιατί ἄραγε μοῦ φέρνουνε βαθιὰ συγκίνηση καὶ φυλάγω κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά μου κάποια πράγματα ποὺ δὲν τὰ παρατηρεῖ κανένας; Κι ἂν βρεθεῖ κανεὶς νὰ τὰ προσέξει καὶ νὰ νιώσει κάτι ἀπ' αὐτά, ὡστόσο δὲν τὸ φανερώνει, γιὰ νὰ μὴν τὸν λογαριάσουν γιὰ ἄνθρωπο ποὺ χάνει τὸν καιρὸ μὲ κάποια πράγματα ποὺ δὲν εἶναι σοβαρά, προπάντων στὴν ἐποχή μας, ποὺ θέλει νὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι θετικοί, δίχως αἰσθηματολογίες, δραστήριοι σὲ χειροπιαστὰ πράγματα, πρὸ πάντων σὲ ὅ,τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλὰ λεφτά!" ἀκούω συχνὰ νὰ λένε δίπλα μου, κι ἀνατριχιάζω, ἂν τύχει νὰ καθίσω σὲ καμιὰ καρέκλα, κι ἅς βρίσκουμαι καὶ μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἐδῶ πιά, μέσα στὴ νέα ἑλληνικὴ Βαβυλωνία, ὅπου νὰ σταθεῖ κανένας δὲν ἀκούγει τίποτ' ἄλλο ἀπὸ κουβέντες γιὰ λεφτά. Κι ἂν τύχει νὰ ἀκούσει κανεὶς καὶ καμιὰ ἄλλη ὁμιλία, πάλι, σὰν συλλογισθεῖ λίγο, θὰ δεὶ πῶς κι ἐκείνη ἡ κουβέντα στὰ λεφτὰ καταλήγει καὶ στὰ λεφτὰ ἀποβλέπει.

Τόσο πολὺ ἔχουνε ζαλισθεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χρῆμα, ποὺ τοὺς βλέπω σὰν νὰ εἶναι ἄρρωστοι τόσο πολύ, ποὺ αὐτὰ τὰ λεφτά, ποὺ τὰ λατρεύουνε ὅπως προσκυνούσανε οἱ Ὀβραῖοι τὸ Μαλαματένιο τὸ Μοσχάρι, σὰν τὰ ἀποχτήσουνε, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρά τους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὰ χαροῦνε, οἱ δυστυχισμένοι, σὰν ἐκεῖνον τὸν φλογερὸν ἐραστῆ, ποὺ ἀπὸ τὸ πολὺ τὸ αἴσθημα, σὰν βρεθεῖ τέλος πάντων κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του, τὰ χάνει, χλωμιάζει, καὶ δὲν τολμᾶ νὰ τῆς μιλήσει!

Μὲ πάθος μιλοῦνε ὅλοι γιὰ τὸ χρῆμα, κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸ ἔχουνε καὶ τὸ ποθοῦνε μέρα-νύχτα, κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἔχουνε. Οἱ πρῶτοι παραμιλοῦνε κι ὁλοένα κάνουνε σχέδια μὲ τί τρόπο νὰ τ' ἀποχτήσουνε, οἱ δεύτεροι κάνουνε κι αὐτοὶ σχέδια ἀπάνω σὲ σχέδια μὲ τί τρόπο θὰ τὸ πληθύνουνε καὶ θὰ τὸ ἀσφαλίσουνε. Τὸ χρῆμα εἶναι ὁ θεὸς καὶ τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πλουσίων, τῶν ἀρσενικῶν καὶ τῶν θηλυκῶν, τῶν παιδιῶν καὶ τῶν γέρων. Τούτη ἡ θρησκεία εἶναι παγκόσμια, κι ὄχι ὁ Χριστιανισμὸς ἢ ὁ Βουδισμὸς ἢ ὁ Μωχαμετανισμός! Γιατί τὸ χρυσάφι τὸ προσκυνοῦνε κι οἱ ἄσπροι κι οἱ μαῦροι κι οἱ κίτρινοι κι οἱ κάθε φυλῆς ἄνθρωποι κι οἱ κάθε θρησκείας.

Εἶπε, λέγει, ὁ Χριστὸς πῶς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ γίνει "μία ποίμνη καὶ εἷς ποιμήν". Αὐτὸ δὲ θὰ γίνει ποτέ, γιατί ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε μὲ ἄλλη ἔννοια: Ἐννοοῦσε πῶς ὅσοι πιστέψουνε ἀληθινὰ σ' αὐτὸν θὰ εἶναι ἑνωμένες οἱ ψυχές τους πνευματικά, κι ἅς βρίσκεται ὁ ἕνας ἐδῶ κι ὁ ἄλλος στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, κι ὄχι πῶς θὰ γίνουνε χριστιανοὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἴσια-ἴσια, εἶπε πῶς οἱ δικοί του θὰ εἶναι λίγοι:"τό μικρὸν ποίμνιον", καὶ μάλιστα πῶς θὰ εἶναι καταδιωγμένοι καὶ "μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά Του".

Αὐτὸς ποὺ ἔστησε κιόλας τὸν θρόνο τοῦ ἀπάνω στὴν οἰκουμένη, κι εἶναι ὁ "εἷς ποιμήν", ποὺ ἐξουσιάζει τὴν παγκόσμια στάνη, εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Χρυσαφιοῦ, ὁ Μαμμωνᾶς. Μοναχὰ πῶς ἡ στάνη του, ἀντὶ νὰ ἔχει μέσα ἀθῶα πρόβατα, ἔχει λογιῶν-λογιῶν ἀγρίμια καὶ θηρία, ποὺ κατασπαράζουνε τὸ ἕνα τ' ἄλλο. Ὅλοι ἀγαποῦνε πολὺ τὸν τσοπάνη τους, τὸν Μαμμωνᾶ, ἀλλὰ δὲν ἀγαποῦνε καθόλου τό' νὰ τ' ἄλλο, γιατί ὅποιος ἀγαπᾶ πολὺ τὸ χρῆμα, δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν βλάψει γιὰ τὸ συμφέρον του.

Κι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει γι' αὐτὰ ποὺ λέμε ἅς κοιτάξει τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: "Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε (νὰ εἴσαστε δοῦλοι) σὲ δυὸ ἀφεντικά, στὸν Θεὸ καὶ στὸν Μαμμωνᾶ. Ἢ τὸν ἕνα θὰ ἀγαπήσετε, ἢ τὸν ἄλλον". Τὸ χρῆμα, βέβαια, εἶναι ἕνα πρᾶγμα χρειαζούμενο γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἐξυπηρετῶντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία, ἀπὸ ὑπηρέτη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κάνει τύραννό του. Εἶναι σὰν τὸ κρασί, ποὺ εἶναι καλὸ σὰν πίνεται μὲ μέτρο, μὰ γίνεται φαρμάκι σὰν πίνεται μὲ ἀχορταγιά. Τὸ χρῆμα, σὰν γίνει πάθος, εἶναι τὸ πιὸ τρομερὸ καὶ καταραμένο πρᾶγμα. Ὅλα τὰ ἐγκλήματα, ὅλα τὰ φονικά, ὅλες οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ ἄλλες ἀμέτρητες δυστυχίες τῆς ἀνθρωπότητας αἰτία ἔχουνε τὸ χρῆμα, τὸ συμφέρον.

Πάντα οἱ ἄνθρωποι ἀγαπούσανε τὸ χρῆμα. Σήμερα ὅμως ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἔχει γίνει μιὰ τυραννία φρικτή. Ὁ βαρὺς ἴσκιος του σκέπασε ὁλότελα τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, καὶ δὲν ἄφησε κανένα μέρος της ἔξω ἀπὸ τὸν φαρμακερὸν ἴσκιο του. Σπάνιο πρᾶγμα εἶναι νὰ ἀκούσει κανένας κάποια συνομιλία ποὺ νὰ μὴν ἔχει σχέση μὲ τὸ χρῆμα, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει πιὰ τίποτ' ἄλλο στὸν κόσμο. Τὸ χρῆμα εἶναι μιὰ σφῆνα, μπηγμένη στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν βασανίζει μέρα-νύχτα.

Μέσα σὲ τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σὲ βλέπουν ὅλοι σὰν χασομέρη, ἂν τύχει νὰ μιλήσεις γιὰ κάποια αἰσθήματα καὶ γιὰ κάποιες συγκινήσεις ποὺ βρίσκουνται μακριὰ ἀπὸ τὴν μόνη καὶ μοναδικὴ κι ἀδιάκοπη συγκίνηση τῶν λεφτῶν, ποὺ τὴ νιώθει ὅλος ὁ κόσμος. Κι ἂν τύχει μάλιστα αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκέϊα, ἐκεῖνον ποὺ τὰ ἔχει καὶ ποὺ θαρρεύτηκε νὰ τὰ πεὶ κιόλας, θὰ τὸν ποῦνε, ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή, χασομέρη, ἀνόητον, ἴσως καὶ βλαμμένον.

Ὡστόσο, ἐμένα δὲν μὲ φοβερίζουνε αὐτὲς οἱ προσβλητικὲς ὀνομασίες, γιατί τὶς συνήθισα καὶ γιατί τὶς ἀκούσανε κι ἄλλοι πιὸ σπουδαῖοι ἀπὸ μένα, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν ἔχω πολλὴ ἐκτίμηση σὲ ὅσα ἐκτιμοῦν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Καὶ γι' αὐτό, ὅπως πάντα, φανερώνω τί ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου, κι ὅποιος θέλει ἅς τ' ἀκούσει.