Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος καὶ Ὀρθοδοξία (Δ')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

ΤΑ ΕΦΤΑ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τὸ πιὸ σημαντικὸ ἴσως κείμενο τοῦ Ι.Μ.Π. εἶναι τὰ "Ἑφτὰ Κοιμισμένα Παιδιά". Στηρίζεται στὸ Συναξάρι τοῦ Αὐγούστου. Ὁ ἴδιος ταξίδεψε στὰ μέρη ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίσθηκαν τὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρει. Πλὴν τῶν ἄλλων διδαγμάτων μὲ αὐτὸ τὸ κείμενο ρίχνεται ἄπλετο φὼς τῆς πίστης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας πῶς ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ εἶναι ἕνας βαθύτατος καὶ αἰώνιος ὕπνος. Ὁ θάνατος ὀνομάζεται ὕπνος καὶ τὸ νεκροταφεῖο Κοιμητήριο. "Μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανε" εἶπεν ὁ Ἰησοῦς στοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τοῦ Ἰαείρου ποὺ ἔκλαιγαν καὶ ἐκόπτοντο γιὰ τὴν μονάκριβη θυγατέρα του. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ δὲν κατάλαβαν τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ "κατεγέλων αὐτόν, εἰδότες ὅτι ἀπέθανε" (Λούκ. η'52-53). Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Λάζαρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀνήγγειλε στοὺς μαθητές Του: "Λάζαρος, ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται' ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ξυπνήσω αὐτόν". Οἱ μαθητὲς ποὺ δὲν κατάλαβαν τὸν παραλληλισμὸ τοῦ θανάτου μὲ τὸν ὕπνο τοῦ εἶπαν: "Κύριε, εἰ κεκοίμηται σωθήσεται" (θὰ ξυπνήση) καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς παρρησία: "Λάζαρος ἀπέθανεν". (Ἰω. ἰα' 11-14).

Ὑπάρχουν στὴν Ἱστορία κάποιοι καιροὶ ποὺ τὸ αἷμα πληθαίνει καὶ ὁ στεναγμὸς τῶν ἀνθρώπων φουντώνει. Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ 3ος μ.Χ. αἰῶνας. Ἡ Ρώμη εἶχε ὑποτάξει λαοὺς καὶ λαούς. Δύση καὶ Ἀνατολή, Βορρᾶς καὶ Νότος βογγοῦν περίτρομοι. "Οἱ νύχτες τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας φωτίζονται μὲ πυρσοὺς ἀνθρώπινων σωμάτων καὶ οἱ θάλασσες τῶν στεναγμῶν σκέπαζαν τὰ πάντα. Ἔγινε μιὰ μεγάλη λαβωματιὰ στὸ κορμὶ τῆς πλάσης' ὅπου κι ἂν ἄγγιζες πονοῦσε". ("Τὰ Ἑφτὰ κοιμισμένα παιδιὰ" σελ. 14).

Αὐτοκράτορας ὁ περιβόητος Δέκιος. Πολέμησε τοὺς Χριστιανοὺς μὲ λύσσα. Κατάλαβε πῶς αὐτοὶ ἦταν οἱ ποντικοὶ ποὺ ροκάνιζαν τὴν αὐτοκρατορία του. Καὶ βάλθηκε νὰ τοὺς ξερριζώση. "Πῶς ὅμως ν' ἀντισταθεῖ τὸ σπειράκι τοῦ σιναπιοῦ, ποὺ ἦταν οἱ Χριστιανοί. Καὶ νά' τὰν ὁ θάνατος μόνο. Τὸ θάνατο κάποτε, τί νὰ γίνει, θὰ τὸν πάρεις ἀπόφαση. Μὰ πῶς νὰ πάρεις ἀπόφαση τὸν ἀνεκδιήγητο παιδεμό; Τὸ ρετσίνι, τὴν πίσσα, τὴ διχάλα, τὴ μέγγενη, τὸ σιδερένιο τροχό, τὴ φλογισμένη τσιμπίδα..." (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 61).

"Ὅλη ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅση ὑπῆρχε, γινόταν μιὰ προετοιμασία θανάτου. Ὁ Σταυρός, τὸ ὑπέρτατο σύμβολο, δυνάμωνε τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, πλήθαινε τὴν ἀντοχή. Ἦταν ἡ μεγάλη παρηγοριὰ καὶ ἡ μεγάλη ἐλπίδα. Ἕνας σταυρωμένος Χριστός, αὐτὸς ὁ Χριστὸς τοῦ Γολγοθᾶ ἦταν ὁ μόνος ποὺ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ μιλήσει. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἄνθρωποι πραείς, ποὺ ἔτρεμαν μὴ λάχει καὶ πατήσουν κανένα μερμήγκι, ἔβρισκαν μέσα τους τὴ δύναμη νὰ στέκουν ἀνάμεσα στὶς φλόγες, χωρὶς νὰ σαλεύουν, μέχρι νὰ γίνονται μιὰ κατάμαυρη κληματόβεργα. Ἡ πίστη ἦταν τὸ ἀσταμάτητο θαῦμα. Μονάχα ἔτσι τὸ σπειράκι τοῦ σιναπιοῦ κατάφερνε νὰ ξεδοντιάζει τὴν αὐτοκρατορία. Πρόσταζε τὸ βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ καὶ κεῖνο ἄλλαζε τόπο..."

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἀνασύρει ἀπὸ τὸ Συναξάρι τὴν ζωὴ ἑφτὰ παιδιῶν, ποὺ ἡ ἀόρατη βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὰ ἕνωσε στὸ μαρτύριο τῆς Ἐφέσου. Περιγράφει χωριστὰ τὴν ζωὴ τοῦ καθενός. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰάμβλιχου. Γιὸς ἄρχοντα τῆς Ἐφέσου παράτησε τὰ πλούτη καὶ τὴν ἀρχοντικὴ ζωή του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἀγάθιο, ἕναν θερμὸ Χριστιανὸ ποὺ τὸν φιλοξένησαν οἱ γονεῖς του ἕνα βράδυ στὸ ἀρχοντικό τους. Στὸ δρόμο τους προστέθηκαν στὴν παρέα τους καὶ ἄλλοι ἕξι νέοι. Καὶ ἀργότερα καὶ οἱ γονεῖς τοῦ Ἰάμβλιχου, ἂν καὶ στὴν ἀρχὴ τὰ ἔβαλαν μὲ τὸν Ἀγάθιο ποὺ ξεσήκωσε τὸ παιδί τους καὶ ἔφυγε. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἑνώσει αὐτὴν τὴν συντροφιὰ ποὺ γύριζε πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Ἀσίας καὶ ἔδινε θάρρος στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα πολλαπλασιάζονταν, πληθαίνοντας σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας.

Ἀφορμὴ ζητοῦσε ὁ Δέκιος νὰ αὐξήση τοὺς διωγμούς. "Ἂν συμμαζωχτοὺν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ὀργανώσουν ἀντίσταση, θὰ ροκανίσουν τὶς λεγεῶνες μας" (ὅ.π.σελ.131), τοῦ εἶπαν οἱ στρατηγοί του. Καὶ ξαμολύθηκαν τὰ λεφούσια τοῦ στρατοῦ καὶ στὴν Ἔφεσο καὶ ἡ ἄλλοτε χαρούμενη πολιτεία κατάντησε κοιλάδα θανάτου. Καὶ δὲν ἦταν μόνο οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες καὶ ὁ ἀνθρώπινος ὄχλος τῆς πόλης ποὺ εἶχε ὁλότελα ἀποκληρωθεῖ. Ἦταν ἕνα τέρας ἀνήμερο ποὺ παρακολουθοῦσε μὲ καγχασμοὺς καὶ χλευασμοὺς τὸν παιδεμὸ τὸν ἀτελείωτο τῶν μαρτύρων. Ἡ ἐξουσία, ἀποκτηνωμένη καὶ κείνη, τὸν εἶχε ξαμολύσει στὶς γειτονιὲς καὶ τὸν εἶχε μεταμορφώσει σ' ἕνα ἀηδιαστικὸ λεφούσι καταδότες ποὺ ντρόπιαζαν τὸ νόημα, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ζώου" (ὅ.π. σελ. 154).

Τὰ ἑφτὰ παιδιὰ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰάμβλιχου, τὴν Ἑρμιόνη, ἦταν κλεισμένα σὲ μιὰ ἀπόκρυφη σκοτεινὴ σπηλιὰ καὶ διαλογίζονταν τί νὰ κάνουν. Κάποιοι πρότειναν νὰ παραδοθοῦν στοὺς σφαγεῖς, ἔτσι ὁ θάνατος θὰ τοὺς ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Ἄλλοι πρότειναν νὰ φύγουν. Ἀργὰ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος. Πρὸς τὰ μεσάνυχτα ὁ Ἰάμβλιχος ξύπνησε, εἶδε τοὺς ἄλλους νὰ κοιμοῦνται μακάρια καὶ ἄρχισε νὰ σιγοψιθυρίζη τὸν Ψαλμό: "Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσιν ταὶς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα". Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο: "Διὰ τοῦτο οὐ φοβηθήσομαι ἐν τὼ ταράττεσθαι τὴν γῆν καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν ταὶς καρδίαις θαλασσῶν..." . "Ἐταράχθησαν ἔθνη, ἔκλιναν βασιλεῖαι' ἔδωκεν φωνὴν αὐτοῦ, ἐσαλεύθη ἡ γῆ. Κύριος τῶν δυνάμεων μεθ' ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεὸς Ἰακώβ".

Εἶχαν περάσει τέσσερις ἑβδομάδες ἀφ' ὅτου κλείστηκαν σὲ κείνη τὴν ἀνήλιαγη σπηλιά. Καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἔξω κόσμο. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος στρέφει τὴ ματιὰ τοῦ πρὸς τὰ μέσα καὶ σκαλίζει τὸ λαγούμι τοῦ ἑαυτοῦ του. "Ἔτσι καὶ ὁ Ἰάμβλιχος μέσα σὲ κείνη τὴν μοναξιά, ἔνιωθε νὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα του ἡ ὁρμὴ καὶ ἡ δίψα τοῦ αἴνου, νὰ ἀναθρώσκει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀπὸ λαγκαδιές. Καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἴταν γεμᾶτο καλοσύνη καὶ πραότητα καὶ συγχώρεση. Εἴταν μιὰ φιλικὴ παρουσία, προστατευτικὴ καὶ χαμογελαστή -ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Καὶ γέμιζε ἡ καρδιά του εὐδαιμονία. Δεινό, δεινότατο πρᾶμα εἶναι ἡ ἔγνια τούτης τῆς γῆς. Νὰ παλεύεις γιὰ τὸ ψωμί, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐξουσία, γιὰ τὴν ὑπεροχὴ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Στὸ τέλος, ἀφανίζονται ὅλα τοῦτα. Μάταια εἶναι καὶ περαστικά. Καὶ δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ θλίψη, αὐτὸς ὁ πόνος τῆς γῆς, ὁ πόνος τοῦ ὄντος, ἡ θερμὴ ἀγωνία ποὺ διατρέχει τὸ ἄδειο διάστημα καθὼς μιὰ σπαραχτικὴ κραυγὴ ἀπὸ κυνηγημένο ζῶο. Ἄλλο δὲ σοῦ μένει λοιπὸν παρὰ νὰ γυμνώνεσαι. Νὰ λιγοστεύεις, ὁλοένα καὶ νὰ λιγοστεύεις τὶς ἔγνοιες, νὰ καθαρίζεις τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὶς μάταιες πεῖνες, ἀπὸ τὶς μάταιες δίψες. Καὶ νὰ ἁπλώνεις τὰ χέρια, τὰ χέρια τῆς ἱκεσίας, πρὸς τὸ Θεό. Καὶ νὰ τὸν νιώθεις νὰ σοῦ ἁπλώνει καὶ κεῖνος τὰ χέρια. Κάθε ἄνθρωπος τούτης τῆς γῆς εἶναι κι ἕνας ἄσωτος γιός. Κι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας, ποὺ δὲν παιδεύει τὸν ἄσωτο, τὸν ὑποδέχεται μὲ ἀγάπη" (ὅ.π. 158-159).

Περνοῦσαν οἱ μέρες οἱ νύχτες καὶ ἀπόφαση καμιά. Καὶ ἐρχόταν ὁ θάνατος ἀπ' τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα. Κάθησαν τότε ὅλοι κατάχαμα ξανὰ καὶ ἀπάγγελναν ψαλμοὺς καὶ ὅ,τι σχετικὸ ἤξερε ὁ καθένας. Τοὺς εἶχε τελειώσει ἡ τροφὴ καὶ τὸ νερό. Σὲ μιὰ στιγμὴ τοὺς διακόπτει ὁ Κωνσταντῖνος, ἕνας ἀπ' αὐτούς, λέγοντας: "Ἄλλο δὲν μένει παρὰ νὰ προσπέσουμε στὸν Κύριο νὰ μᾶς πάρει σιμά του. Νύσταξε πιὰ ἡ ψυχή μας, τὸ κορμί μας ἀπόκαμε". Ὅλοι συμφώνησαν, ἔπεσαν στὰ γόνατα, δόξασαν τὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν ἀνάπαυση. Καὶ ὕστερα ὅλα σώπασαν. "Ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴν δέηση τῶν παιδιῶν τῆς Ἐφέσου. Πρόσταξε τὸν ὕπνο νὰ τὰ σκεπάσει μὲ τ' ἀλαφρὸ μαγνάδι του". Καὶ ἦταν ἕνας ὕπνος χωρὶς ὄνειρα, χωρὶς ἐφιάλτες. Ἀτελεύτητος. Οἱ μέρες, οἱ νύχτες, οἱ μῆνες, τὰ χρόνια, ἔγιναν χρόνος ἄναρχος μέσα σὲ κείνη τὴ σπηλιά. Οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνταν, πέθαιναν, πολιτεῖες χάνονταν, γίνονταν ἄλλες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεῖ στὴν ἀνήλιαγη σπηλιὰ παραδομένα στὸν τέλειο ὕπνο. Πάει καὶ ὁ Δέκιος, ἐκεῖνο τὸ τρομαγμένο πλάσμα, τὸ ἀξιοθρήνητο θηρίο. Ὁ χρόνος τὰ εἶχε λησμονήσει τὰ παιδιά. Τὰ προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τ' ἀγγίζει. Τριακόσια τριάντα ἑφτὰ χρόνια πέρασαν καὶ αὐτὰ κοιμούνταν ἀκόμα.

Τέλος ἕνα πρωΐ, βαθιὰ χαράματα, ὁ Ἰάμβλιχος ξύπνησε. Ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε γύρω του προσπαθῶντας νὰ θυμηθεῖ. Ξύπνησαν καὶ τ' ἄλλα παιδιὰ καὶ ὁ ἴδιος βγῆκε ἀπ' τὴ σπηλιὰ νὰ βρεὶ κόσμο, νὰ πάρει κάτι νὰ φᾶνε. Ὅλα τὰ 'βρισκε ἀλλαγμένα. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἤρεμοι κι ἀνάμεσά τους πλῆθος Χριστιανῶν. Σὲ κουβέντα μαζί τους εἶπε τὸ ὄνομά του, Ἰάμβλιχος. Ἀμέσως ὅσοι τὸν ἄκουσαν ἔπεσαν κάτω καὶ τὸν προσκυνοῦσαν. Θαῦμα! Θαῦμα! φώναζαν. Ἅγιε Ἰάμβλιχε, λύτρωσε τὴν ψυχή μας!". Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα τὸ νέο περπάτησε σ' ὅλη τὴν πολιτεία. Κι ἄφησε ὁ κόσμος τὰ σπίτια του καὶ συμμαζώχτηκε στὴν ἀγορά. Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ τὰ ἄλλα παιδιά. Καὶ γέμισε ἡ νύχτα πυρσοὺς καὶ λυχνάρια καὶ οἱ φωνὲς διέσχιζαν τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. "Οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονται! Ὁ κάτω κόσμος ἔρχεται στὸν ἀπάνω! Ἔφτασε ἡ συντέλεια! Μετανοεῖτε! φώναζαν. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ κόσμος συνέρρεε ἀπὸ παντοῦ καὶ τὰ μεταφυσικὰ ἐρωτήματα πρὸς τὰ ἑφτὰ παιδιὰ ἔπεφταν βροχή: "Πῶς εἶναι ὁ θάνατος;" "Τί εἶναι ὁ θάνατος;", "Σὲ ποιούς τόπους βρεθήκατε; Μὲ ποιούς ἀνθρώπους ἀνταμώσατε;", "Κοιτάξατε πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν Παντοδύναμο, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς;" (ὅ.π. σ. 217-218).

Τὰ ἑφτὰ παιδιὰ στὸ μεταξὺ σκέφτονταν πῶς ἀποτελοῦν μιὰ ἀντινομία, πῶς εἶχαν σφηνωθεῖ σ' ἕναν ἄλλον καιρό, ποὺ δὲν εἶναι δικός τους. Τώρα αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Θεοδόσιος καὶ βασιλεύει στὸ Βυζάντιο. Ναί, ἀλλὰ καὶ τώρα ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἄλλαξε. Παρέμεινε ὁ ἄνθρωπος ὅπως πρὶν τὸ ἴδιο ἄνανδρος, ἄτιμος, αἱμοβόρος καὶ σκληρός. "Ἄλλοτε, εἶπε ὁ Κωνσταντῖνος ἡ ζωὴ εἶχε γιὰ μᾶς κάποιο σύνορο. Εἶχε τὸ θάνατο. Τώρα βρισκόμαστε στὸ ἄδειο...η ζωὴ εἶχε κάποιο νόημα, τότε μπορούσαμε νὰ λέμε: Θὰ πεθάνουμε κάποτε! Σήμερα δὲ μποροῦμε πιὰ νὰ συλλογιστοῦμε τὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ χωρὶς τὸ θάνατο μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἔχει νόημα" (ὅ.π. σ.214).

Ἀπογοητευμένος καὶ ὁ Ἰάμβλιχος ἕνα βράδυ ἐξομολογεῖται:

"Ἡ ψυχή μου ἔγινε μιὰ φλόγα καὶ πηγαίνει νὰ δρασκελίσει τοὺς καιρούς, ποὺ ἔρχονται. Ἡ ψυχή μου ἄλλο δὲν συναπανταίνει παρὰ αἷμα καὶ ἱδρῶτα καὶ θρῆνο. Ἡ ἀνθρώπινη δύναμη εἶναι ἄδικη καὶ σκληρή...οι καιροὶ εἶναι γεμᾶτοι σωτῆρες. Ὅλοι θέλουν νὰ σώσουν τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἀφανίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὅλοι θέλουν ν' ἀσφαλίσουν εὐτυχισμένη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους. Κι ἀφανίζουν τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ τάζουν ψωμὶ καὶ νερό. Καὶ τοῦ παίρνουν γι' ἀντάλλαγμα τὴν ψυχή.

Ἅμα μπορεῖς νὰ σκοτώνεις ἀνθρώπους, δὲν ἔχεις τὴ δύναμη νὰ σώσεις τὸν ἄνθρωπο. Ὁ φονιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνη σωτῆρας. Βλέπω μιὰ πλάση γεμάτη φονιᾶδες...Βλέπω...τόν ἀδελφὸ νὰ σκοτώνει τὸν ἀδελφό, τὸν καταδότη νὰ παραμονεύει σὲ κάθε γωνιά, τὸ σφετεριστὴ νὰ κάνει φτωχότερο τὸ φτωχό. Βλέπω λαοὺς νὰ ξεσπερμεύονται, φυλὲς ν' ἀφανίζονται, τὰ σπλάχνα τῆς γῆς νὰ συνταράζονται....Αδελφοί μου, ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος βρίσκεται μέσα μας. Ἅς σκύψουμε μέσα μας, ἅς ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας νὰ τὸν δοῦμε. Εἶν' ἕνας Θεὸς γυμνὸς καὶ ταπεινὸς καὶ φτωχός, ἕνας Θεὸς ζητιάνος, ποὺ μπορεῖ νὰ συχωρέσει τὰ πάντα ἐξὸν ἀπὸ τοῦτο: νὰ ὁρίζει ὁ ἄνθρωπος τὴ μοῖρα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος τὸ πεπρωμένο τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Ἀδελφοί μου, ἀκοῦστε τὸ λόγο μου: ὁ καθένας βρίσκει μόνος του τὸ Θεό, ὁ καθένας βρίσκει τὸν ἑαυτό του μόνος του! Στὸ τέλος οἱ ψυχὲς τῶν ἑφτὰ παιδιῶν ἀρχίζουν πάλι νὰ νυστάζουν, ἀποσύρονται στὴ σπηλιά τους καὶ παραδίνονται στὴν ἀνάπαυση τοῦ αἰώνιου ὕπνου".

Ἀλησμόνητε Ἰωάννη Μ.Παναγιωτόπουλε, μὲ τὰ πιὸ πολύτιμα στολίδια, τὴν Ἱστορία, τὴν Ἱερὴ Παράδοση καὶ τὴ σπάνια λογοτεχνία σου, ἔπλεξες ἀθάνατο στεφάνι στὰ Ἑφτὰ κοιμισμένα παιδιὰ τῆς Ἐφέσου. Ἐκεῖνα διάβηκαν πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ συνάντησαν τὴν εὐτυχία. Μακάρι καὶ σὺ μαζί τους νὰ βρίσκεσαι!–

  • Προβολές: 2538