Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Σύναξη τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων 30 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Γενέθλια ἡμέρα ἑνὸς ἁγίου, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει τὴν μνήμη του, θεωρεῖται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει σὲ διαφορετικὴ ἡμερομηνία, ὡστόσο ὅμως ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ τοὺς τιμήση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ προβάλη τὴν μεταξύ τους ἑνότητα, καθόρισε νὰ ἑορτάζονται καὶ οἱ δώδεκα στὶς 30 Ἰουνίου κάθε ἔτους. Ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, εἶχε καὶ ἕναν εὐρύτερο χορὸ Ἀποστόλων, ἑβδομῆντα τὸν ἀριθμό. Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ἦσαν οἱ στενότεροι συνεργάτες Τοῦ, ποῦ τὸν ἀκολουθοῦσαν παντοῦ. Μετὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὴν θέση του ἔλαβε ὁ Ματθίας. Τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων εἶναι: Σίμων (Πέτρος), Ἀνδρέας, Ἰάκωβος, Ἰωάννης, Φίλιππος, Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος (Ναθαναήλ), Ματθαῖος, Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, Σίμωνας ὁ Ζηλωτής, Ἰούδας ὁ Ἀδελφόθεος καὶ Ματθίας.

Σύναξη τών Δώδεκα Αποστόλων

Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔγιναν διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Ἐκακοπάθησαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ εἶχαν ὅλοι μαρτυρικὸ τέλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ», ἐπειδὴ βίωσε τὸ μαρτύριο δίπλα στὸν Χριστό, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν Παθῶν καὶ τῆς σταυρικῆς Τοῦ θυσίας. Ἦσαν φτωχοὶ σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐπλούτισαν πολλούς, ἀφοῦ ἦσαν «οἱ μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

Ἡ κοινὴ ἑορτὴ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἔδειξαν μεγάλη αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία καὶ κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Αὐτοὶ οἱ δειλοί, ποῦ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν Παθημάτων καὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ ἦσαν κρυμμένοι σὲ ἕνα ὑπερῶο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καὶ κυρίως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγιναν ἀληθινὰ λιοντάρια. Ἀπέβαλαν τὸν φόβο, ἀπέκτησαν δύναμη καὶ ἀνδρεῖα πνευματική, ἀψήφησαν ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖον εἶχαν ὑπερβῇ στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς.

Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλὰ εἶναι καὶ μυστήριο τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται στὴν ζωὴ τῶν ἀληθινῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ εἶναι οἱ ἅγιοι. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐβίωσαν τὴν προσωπική τους Πεντηκοστὴ ποῦ τοὺς ἀλλοίωσε ἐσωτερικὰ καὶ τοὺς μετάγγισε ἀνδρεία καὶ δύναμη καὶ ἔτσι ὑπέμειναν ὅλες τὶς θλίψεις, τὶς κακοπάθειες, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δυσκολίες μὲ θαυμαστὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ὅμως, τὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων, τὰ ὁποία «τῶν οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν», δὲν ἔγιναν μόνον μὲ τὶς δικές τους πτωχὲς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν Χάρη καὶ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο δυναμώνει, ἐνισχύει καὶ παρηγορεῖ τοὺς «ἀγωνιστὰς τῆς εὐσεβείας». Βέβαια, οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀγωνίσθηκαν μὲ ἀξιοθαύμαστη αὐταπάρνηση καὶ ὑπεράνθρωπη ὑπομονή, ἐὰν ὅμως δὲν εἶχαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατοικῇ μέσα σὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύη, θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ ὑπομείνουν ὅσα ὑπέμειναν καὶ νὰ κατορθώσουν ὅσα κατόρθωσαν. Ἀλλὰ γνήσιοι «ἀγωνιστὲς τῆς εὐσεβείας» ὑπάρχουν καὶ σήμερα καὶ στὶς πόλεις καὶ στὴν ἔρημο. Καί, σίγουρα, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπομείνουν τὸν «καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς» χωρὶς οὐράνια ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά. Ὁ π. Παΐσιος εἶπε γιὰ κάποιον ἁγιορείτη ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος περνοῦσε ὅλον τὸν χειμῶνα χωρὶς τὰ ἀναγκαῖα ροῦχα καὶ τρόφιμα καὶ κυρίως χωρὶς θέρμανση, ὅτι «γιὰ νὰ κάθεται στὸ κελλί του μὲ τόση στέρηση, σημαίνει ὅτι ἔχει παρηγοριὰ ἀπ’ τὸν Θεό».

Ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ ἐπίμονο καὶ ἐπίπονο ἀγῶνα, ταπείνωση καὶ ὑπομονή. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ὅπου θέλει «πνεί», ἀγαπᾶ νὰ κατασκηνώνη στοὺς ταπεινούς, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν θυσιαστικὰ τὸν Χριστὸ καὶ φυλάσσουν τοὺς λόγους Τοῦ.

Δεύτερον. Ἡ ὑλικὴ φτώχεια τῶν Ἀποστόλων ἦταν φυσικὸ ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους. Δηλαδή, οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στραμμένο τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοὺς στὸν Θεό, προσεύχονταν ἀδιαλείπτως, ἀγαποῦσαν ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ συσσωρεύουν ὑλικὸ πλοῦτο. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, αὐτὸς ποῦ ἔχει ἀγάπη δὲν ἔχει χρήματα καὶ ὅποιος ἔχει χρήματα δὲν ἔχει ἀγάπη. Μάλιστα τονίζει ὅτι βρίσκεται σὲ πλάνη αὐτὸς ποῦ νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχη ταυτοχρόνως καὶ χρήματα καὶ ἀγάπη, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἀδύνατο νὰ προσεύχεται αὐτὸς ποῦ συσσωρεύει χρήματα. Λέγει: «Ὁ δὲ ἀμφότερα λέγων ἔχειν, τά τε χρήματα καὶ τὴν ἀγάπην, πεπλάνηται ἀλλ’ ἢ κενὸς ἐστι χρημάτων, ἢ κενὸς ἐστιν ἀγάπης» καὶ προσθέτει «ὡς ἀδύνατον προσεύξασθαι τὸν χρήματα φυλάσσοντα», ἐπειδή «"ὅπου γάρ, φησίν, ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καὶ ὁ νούς σου", ἀλλ’ οὐκ εἰς τὴν προσευχήν».

Βέβαια, ὅταν κάποιος ἔχη οἰκογένεια εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ φροντίζη γι’ αὐτὴν καὶ ἑπομένως εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχη μερικὰ χρήματα καὶ κτήματα, ἀλλὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ στηρίζη τὴν ἐλπίδα του σὲ αὐτά. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγοντας τὰ παραπάνω, θέλει νὰ μᾶς ἀποτρέψη ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποῦ ἔχει τὴν ρίζα τῆς στὰ πάθη τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι δοσμένη στὸν Θεό, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐλπίζει στὸν Θεό. Διαχειρίζεται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τὰ εἰδωλοποιὴ καὶ χωρὶς νὰ προσκολλᾶται σὲ αὐτά.

Ἐὰν ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τοὺς Ἀποστόλους, θὰ πρέπει, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, νὰ τὸ δείξουμε ἐμπράκτως. Δηλαδή, νὰ γίνουμε μιμητές τους, ἤτοι «ποιηταὶ» τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων τους καὶ «οὐκ ἀκροαταὶ μόνον». Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει: "Ἐὰν δὲν μπορεῖτε, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, νὰ ὁμιλεῖτε, νὰ διδάσκετε, νὰ ἐλέγχετε καὶ νὰ προτρέπετε στὴν ἀρετή, μπορεῖτε, ὅμως, νὰ γίνετε ἀγαθοὶ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ διδάσκαλοι τοῦ ἑαυτοῦ σας καὶ τῶν ἄλλων, μὲ τὰ ἔργα σας καὶ τὸ παράδειγμά σας".

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2735