Skip to main content

Παντελῆς Πρεβελάκης (Β')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

συνέχεια ἀπὸ τό: Παντελῆς Πρεβελάκης (Α')

 

Β' Ὁ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

(Ἡ ἱστορία τοῦ βιβλίου ἐξελίσσεται σὲ ἕνα μοναστήρι κάπου στὴν Κρήτη).

Ἕνας τριαντάρης στὴν ἡλικία δάσκαλος εἶναι ὁ κεντρικὸς ἥρωας τούτου τοῦ διηγήματος. Τοῦ βαραίνει τὴν συνείδηση ἕνα βαρὺ πάθος. Δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση καὶ νὰ ἀγαπήση τὸν πατέρα του καὶ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του του, ποῦ, ὅταν αὐτὸς ἦταν στὸν πόλεμο, ἐκεῖνοι συνῆψαν παράνομη σχέση. Κι ἀκόμα, ἐκεῖ στὸν πόλεμο, τὸν ἔτρωγε ἡ ὑποψία πῶς πιθανὸν νὰ σκότωσε κάποιον ἐχθρό. Πιστεύει πῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπὸ τὸν Δημιουργό του νὰ ἀγαπάη καὶ νὰ ἀγαπιέται. Καὶ πῶς μόνο μ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη μπορεῖ νὰ πλησιάση τὸ Θεό. Δραματικὴ πάλη συντελεῖται μέσα του ἀνάμεσα στὸ κοσμικὸ καὶ τὸ ὑπερφυσικό, στὸ καθαρὸ ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς ταπεινὲς οὐσίες ποῦ τὸν βρωμίζουν. Προσπαθεῖ νὰ ἀποτινάξη ἀπὸ πάνω του ὅ,τι τὸν βαραίνει καὶ ἀγωνίζεται νὰ πιστέψη, νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ Θεό, νὰ λυτρωθῇ. Καταφεύγει στὸ παραπάνω μοναστήρι, γίνεται δόκιμος μοναχὸς καὶ μ' ὅλες τοῦ τὶς δυνάμεις ἀγωνίζεται νὰ συγχωρήση, νὰ ξαναγαπήση τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πλησιάση τὸ Θεὸ καὶ ὕστερα νὰ καρῇ μοναχός. Δυόμισι χρόνια ἦταν στὸ μοναστήρι καὶ ἀκόμα τὸν τυραννοῦσαν οἱ ἀμφιβολίες του.

Ἡ ζωὴ στὸ μοναστήρι εἶναι ζωντανὴ καὶ χαρούμενη. Καὶ ὁ Ἡγούμενος φρόνιμος νοικοκύρης, "μὰ μέτριος στὴ θεολογία" , ὅπως θὰ τὸν χαρακτηρίση ἀργότερα ὁ δόκιμος. Ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν δόκιμο Λουκᾶ, ποῦ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ δασκάλου. "Δὲν θὰ τὸν ἀφήσω νὰ φάει τὰ μοῦτρα του, ἔλεγε στοὺς ἄλλους καλόγερους. Θὰ τὸν παιδέψω κι ὕστερα θὰ τὸν χειροτονήσω". Ἦταν πιστὸς στὸν ὅρκο του καὶ ἐλεητής, ὅμως χωρὶς πόθο γιὰ τ' ἀόρατα. Εἰκόνα ἀφθονίας ἔδειχνε τὸ μοναστήρι παρ' ὅλο ποῦ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἦταν λιτά: ψωμί, ἐλιὲς καὶ κρασί. Θαλπωρὴ καὶ γαλήνη ἔλουζε τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἡ ὑποταγὴ τῶν καλογήρων στὰ ταπεινά τους ἔργα καὶ ἡ ἀθωότητα τῆς ψυχῆς τους τοὺς ἔδιναν μιὰ ἀταραξία.

"Πάνω ἀπ' τὸ τοιχογυρισμένο μοναστήρι ἔλαμπε ὁ θόλος τ' οὐρανοῦ, ροδαναμμένος στὸ κλειδί του. Τὰ κυπαρίσσια φάνηκαν στὸ Λουκᾶ ἐκεῖνο τὸ πρωΐ γαλαζωτὰ κι ἀνάλαφρα, σὰ νὰ' χὰν ξεκολλήσει ἀπὸ τὶς ρίζες τους, ἀπὸ τὸν πόθο τους νὰ πᾶνε πιὸ ψηλά. Ἅ! τέτοιος εἶναι ὁ πόθος ὁ δικός μου! συλλογίστηκε. Ὅμως δυόμισι χρόνια δοκιμασίας ποῦ μὲ φέραν; Νὰ μὴ βλέπω ἄλλο λυτρωμὸ παρὰ τὸ θάνατο" (σέλ. 26).

"Πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὑπῆρχε βαθειὰ σχισματιὰ τῆς γῆς. Δυὸ τοῖχοι ἀντικρυστοί, "χωρισμένοι θαρρεῖς ἀπὸ θεοτικὴ φωτιά, κάνουν ἕνα στενὸ φαράγγι. Τόπους-τόπους οἱ τοῖχοι ἔρχονται τόσο κοντὰ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ποῦ τ' ἀγριοκυπαρίσσια μπερδεύουνε τοὺς κλώνους τους καὶ κατεβαίνουν ἔτσι καταμπηχτὰ στὸν πάτο, ποῦ μηδὲ γίδι δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς διαβεῖ. (σ. 15) Ἔμοιαζε ὁ χῶρος μ' ἕνα πηγάδι. Καὶ Πηγάδι τὸν ἔλεγαν. Ἐκεῖ στὸ πηγάδι ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Γέροντα Νικόδημου.

-"Ἐκεῖ στὴ μοναξιὰ τοῦ Πηγαδιοῦ θὰ σὲ στείλω νὰ μείνεις σὰν πεθάνει ὁ Γέροντας, εἶπε μιὰ μέρα στὸ Λουκᾶ ὁ Ἡγούμενος. Ἐκεῖ θὰ γίνεις ἄξιος γιὰ τὴν ἱερωσύνη"
-"Γιὰ τὴν ἱερωσύνη θὰ γίνω ἄξιος ὅταν θὰ προσευχηθῶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα μου", ἀποκρίθηκε ὁ δόκιμος.
-"Ἀκόμα δὲν τὸν συγχώρεσες; Ξέχασες τὴν ἀγάπη; ξαναρώτησε ὁ Ἡγούμενος.
-"Πῶς ν' ἀγαπήσω καὶ νὰ συγχωρήσω, Γέροντα;

Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἀπομεσήμερο ἦταν ὅταν ὁ Ἡγούμενος καβάλα στὴ φοράδα τοῦ μοναστηριοῦ, τὴ Χιόνα, καὶ συντροφιὰ τὸ δόκιμο Λουκᾶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ Πηγάδι. Ἤθελαν νὰ βοηθήσουν τὸν Γέροντα Νικόδημο, ποῦ ἀπὸ πρὶν λίγες μέρες ἦταν ἄρρωστος. Μὲ δυσκολία κατέβηκαν στὸ Πηγάδι, ἀφήνοντας τὴ φοράδα στὸ χεῖλος τοῦ Πηγαδιοῦ. Ἀπόλυτη σιγαλιὰ ἐπικρατοῦσε πέρα ἀπ' τὸ μουρμούρισμα τοῦ νεροῦ μιᾶς βρυσούλας. Δίπλα ἕνα εἰκονισματάκι τοῦ Ἀη-Ἀντώνη φωλιασμένο στὴν κουφάλα μιᾶς ξεροελιὰς καὶ παρακάτω ἕνα καταπράσινο ἅπλωμα ποῦ τὸ καλλιεργοῦσε ὁ γερο Νικόδημος. Ὅλη ἡ φύση στὴν πιὸ καλή της ὥρα.

-Ἐδῶ ὁ τόπος καλεῖ σ' ἀγγελικὸ βίο! εἶπε ὁ Ἡγούμενος (σέλ. 37)
-Νὰ ἕνας τόπος, πρόσθεσε ὁ δόκιμος, ὅπου δὲν φτάνει ἡ ταραχὴ τοῦ κόσμου. Τί καλὰ θὰ' τὰν νὰ' χῷ καθαρὴ καρδιὰ καὶ νὰ διαλέξω μόνος μου αὐτὸ τὸ ἀσκηταριό! Μποροῦσε τότε νὰ πονέσω καὶ νὰ στοχαστῶ, ν' ἀγαπήσω καὶ νὰ ταπεινωθῶ, ὥσπου νὰ κατέβει ὁ Θεὸς νὰ βλογήσει τὸ ψωμὶ ποῦ τρώγω. Μποροῦσε τότε νὰ λυτρωθῶ ἀπὸ τὴ μνησικακία καὶ νὰ φιλήσω στὸ στόμα ἐκείνους ποῦ μὲ ἀδίκησαν. Ἡ ψυχή μου θὰ ξυπνοῦσε στὴν ἱερότητα τοῦ κόσμου". Καὶ ὕστερα ἀπὸ μικρὴ σιωπὴ συνέχισε μὲ τὸ λογισμό του. "Ἐδῶ τέλειωσαν τὰ ψέματα ἢ πεθαίνεις ἢ ξαναγεννιέσαι....".

Πλησίασαν τὴν πετροκαλύβα τοῦ ἀσκηταριοῦ. Ὁ Νικόδημος κοιτόταν μισόγυμνος. Ἡ ψυχή του εἶχε διαβεῖ στὸν οὐρανό, ἔγινε παντοτινός. "Τὰ μάτια του κοιτάζαν τὸ ταβάνι, ὀποῦθε ἄκουσε τὸ κάλεσμα. Ὁ Ἡγούμενος γύρισε ἀνατολικά, ἔκαμε τρεὶς φορὲς τὸ σταυρό του, ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ νεκρὸ καὶ εἶπε: "Ὅποιος πεθαίνει στὸ Πηγάδι, στὸ Πηγάδι θάβεται. Θὰ φέρουμε αὔριο ἕνα ράσο νὰ τὸν ντύσουμε. Ἐσὺ νὰ τὸν ξαγρυπνήσεις. Θὰ ' ρθοῦμε αὔριο μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς νὰ τὸν κηδέψουμε. Ἐσὺ μάζεψε τὰ ὑπάρχοντά του σὲ μιὰ ἄκρη, ποῦ δὲν ἦταν παρὰ μιὰ στάμνα, ἕνα παλιοτσούκαλο, μιὰ ξύλινη ἀλατοθήκη, ἕνας μπακιρένιος λύχνος καὶ μιὰ Σύνοψη.

Ὁ Ἡγούμενος ἀνέβηκε τὴν ἀπὸ κληματόβεργες σκάλα ποὺ ἔβγαζε ἀπ' τὸ Πηγάδι, καβαλήκεψε ἕνα ἄλλο ἄλογο, γιατί ἡ φοράδα Χιόνα ἦταν ἐτοιμόγεννη καὶ γύρισε στὸ μοναστήρι.

Ὁ δόκιμος ἔμεινε μόνος του στὸ Πηγάδι. "Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι ἡ Πάτμος μου", σιγοψιθύρισε....εδώ ἔχω νὰ γιατρέψω τὰ μάτια μου, νὰ ξεβουλώσω τ' αὐτιά μου καὶ τὰ ρουθούνια μου. Κι ἂν γίνω ἄξιος νὰ ξεπλύνω τὶς ἁμαρτίες μου στὸ αἷμα τοῦ Σωτῆρα, νὰ περιβληθῶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ, ποῦ τὸ ἀποζήτησα μέσα στὴ φριχτὴ δοκιμασία μου. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μοῦ φανερωθεῖ ἂν δὲν καθαρίσω καὶ τὸ τελευταῖο μόριο τῆς σάρκας μου...εδώ ἔχω νὰ ξαναβρῶ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἀδάμ, νὰ ξαναμάθω ν' ἀγαπῶ τὰ πλάσματα καὶ νὰ δοξολογῶ τὸν Πλάστη! Ἔστρεψε τὰ μάτια του ἔξω ἀπ' τὸ πετρόχτιστο καλύβι. Ἦταν ἀπόβραδο καὶ ἡ φύση τοῦ φανερώθηκε μὲ ὅλη της τὴν τρυφεράδα.

-Ἅ, ὥρα τοῦ σπερνοῦ", μουρμούρισε. Ποιός ἱερέας εἶδε τὸν κόσμο μὲ τέτοια μάτια προτοῦ μπεὶ στὴν ἐκκλησιά του νὰ σπερνιάσει;" Δὲ χρειαζόταν ὁ δόκιμος τὴ μεσολάβηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ μεταρσιωθή. Ἡ ἁγιοσύνη τῆς ὥρας εἶχε κάμει τὸ Πηγάδι τόπο προσευχῆς. Καὶ μήπως δὲν ἦταν; Κλειστὸς ὁρίζοντας ὁλόγυρα μὲ μόνο φεγγίτη πρὸς τὸ θρόνο τοῦ Ὕψιστου. Ἔτσι ἀνεβαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπ' τὰ φανερὰ πρὸς τὰ ἀόρατα. "Μήπως εἶναι στὴ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου ν' ἀνεβαίνει σκαλὶ σκαλὶ τὸ μυστήριο τῆς Δημιουργίας, πηγαίνοντας ἀπὸ τὰ γήϊνα στὰ οὐράνια; Μήπως ἡ κτίση εἶναι ἡ σκάλα ποῦ σὲ πάει στὸν κτίστη τοῦ Παντός;", ἀναρωτήθηκε.

Μέσα στὴν πετροκαλύβα ἔπαιρνε νὰ σκοτεινιάση. Ὁ δόκιμος ἔσυρε ἕνα σκαμνὶ κοντὰ στὸ νεκρὸ καὶ δὲν ἔπαψε νὰ τὸν κοιτάζη. Τὸν κοίταζε καὶ μονολογοῦσε: "...Εἶχε ζήσει καὶ πεθάνει ὁ Γέροντας προσπαθῶντας νὰ μὴν ταράξει τῶν ἡσυχία τῶν ἄλλων. Εἶχε δαμάσει τὴ σάρκα του γιὰ νὰ ὑποταχτεῖ ἀσκόνταφτα στὸ χρέος του. Καλόγερος, κηπάρης ἢ καλαθάς, εἶχε ἀφιερωθεῖ στὴν ἀγάπη....Η ψυχή του δὲ σκορπίστηκε στὸν κόσμο, ἔμεινε ἀκομμάτιαστη μοναξιά...Οι ὕστερες μέρες του εἶχαν σταθεῖ εἰρηνικὲς καὶ ἀναμάρτητες. Ἀντὶ γιὰ τὴν ἀγωνία ποῦ νιώθει ὁ ἄπιστος μπρὸς στὸ θάνατο, ὁ Γέροντας ἔγειρε μετὰ χαρᾶς νὰ κοιμηθεῖ, γιατί προσδοκοῦσε τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀγάπη! Ἀγάπη! ἀναχύνει τὸ κουφάρι του. Αὐτὸ ἦταν ἡ εὐωδιά του". (σέλ. 46-47)

Σχεδίαζε ὕστερα τὸν εὐχαριστήριο λόγο ποῦ θὰ ἐκφωνοῦσε μετὰ τὴ δική του χειροτονία. Πόσες καὶ πόσες φορὲς δὲν τὴν ἐπανέλαβε: "....Ἅγιε καθηγούμενε! Μὲ φόβο καὶ τρόμο στέκομαι μπροστὰ στὸ φρικτὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ δεχτῶ ἀπὸ τὰ χέρια σου τὴ θεία χάρη καὶ νὰ περιβληθῶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἄκουσα τὸ κάλεσμα τοῦ Πανάγαθου Πατέρα....Διέκοπτε γιὰ λίγο, συγκεντρωνόταν, μεταρσίωνε τὸ πνεῦμα τοῦ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Ψαλμοῦ καὶ συνέχιζε: "Ἀνοίξατέ μοὶ πύλας δικαιοσύνης, εἰσελθὼν ἐν αὐτοῖς ἐξομολογήσομαι τὼ Κυρίω...Ήρα τοὺς ὀφθαλμοὺς μοῦ εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἤξει ἡ βοήθειά μου' ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν..." Ἔθετε τὴν μηδαμινότητά του κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς ἡ ἀράχνη κρέμεται μὲ τὸ σάλιο τῆς ἀπ' τὸ ταβάνι. "Δὲ χρειάζεται, σκεφτόταν, παρὰ ὑποταγὴ γιὰ νὰ λυτρώσεις τὴν ψυχή σου. Μήπως εἶναι ἁμαρτία καὶ ὁ περίσσιος στοχασμός, ἀναρωτιόταν. Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ὁ προορισμός μου ὥσπου νὰ μὲ κράξει ὁ Θεὸς στὸν ἀμπελῶνα του. Πρέπει νὰ ξεχάσω ἐντελῶς ποιός εἶμαι. Τότε θὰ μπορῶ νὰ πώ: Πέθανε ὁ κατὰ κόσμον Λουκᾶς, γεννήθηκε ὁ κατὰ Χριστὸν Λάζαρος!

Ξημέρωσε ἡ ἄλλη μέρα, ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ὁ Ἡγούμενος μὲ τοὺς καλογήρους λειτούργησαν στὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὕστερα πῆγαν στὸ Πηγάδι νὰ κηδέψουν τὸν Γέροντα Νικόδημο. Τοὺς εἶδε ὁ δόκιμος νὰ κατεβαίνουν τὴ σκάλα στὸ Πηγάδι καὶ θυμήθηκε τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Εὐαγγελιστές, τοὺς Μεγάλους Ἱεράρχες καὶ τοὺς Πατριάρχες. Ἡ σύναξή τους γύρω ἀπ' τὸ νεκρὸ ἔμοιαζε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας. Ὁ τόπος πλάνταζε ἀπ' τὸ λιβανωτό. Τελέστηκε ἡ ἀκολουθία, ὁ Ἡγούμενος κάλεσε τοὺς καλογήρους ν' ἀποχαιρετήσουν τὸ νεκρὸ ὥσπου νὰ ξανασμίξουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, χαιρέτισαν τὸ δόκιμο κάϊ ἔφυγαν γιὰ τὸ μοναστήρι.

Ἔμεινε πιὰ μόνος του ὁ δόκιμος στὸ Πηγάδι. Τὸν ἔπιασε ἀνατριχίλα. Πῶς νὰ σηκώση τόση μοναξιά. Νὰ' χὰ ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ κουβεντιάζω, θὰ ξέδινε ὁ νούς μου. Ἅς ἦταν καὶ μουγκὸ ἐκεῖνο κι ἅς μὴν καταλάβαινε τὴ γλῶσσα μοῦ" (σέλ. 62). Ξαφνικὰ ἕνας δυνατὸς βρόντος ἀκούγεται στὸ φαράγγι. Ἦταν ἀπὸ φουρνέλο ποῦ ἔβαζαν ἐργάτες ποῦ κατασκεύαζαν δρόμο ἐκεῖ κοντά. Ἕνα σχιδολίθαρο χτύπησε τὴ φοράδα, τὴ Χιόνα. Ἄφησε ἐκείνη ἕνα χλιμίντρισμα καὶ ψόφησε. Ἔτρεξε ὁ δόκιμος κοντά της κι ἀμέσως σκέφτηκε τὸ φοραδάκι ποῦ εἶχε μέσα της. Σχίζει τὴν κοιλιὰ τῆς νεκρῆς μάνας καὶ ἀνασπὰ ἕνα πανέμορφο πουλαράκι. Τὸ τυλίγει μὲ τὸ ροῦχο του καὶ τὸ κατεβάζει στὸ Πηγάδι. Μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἐργάτη τοῦ δρόμου ἐξοικονομεῖ γάλα γελαδινὸ καὶ τὸ ταΐζει. Τὸ βλέπει σὰ θεόπεμπτο. "Μοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Θεός, σκέπτεται. Ἡ φροντίδα τοῦ πουλαριοῦ τοῦ δίνει νόημα στὴ ζωή του. Βρίσκει ἰσορροπία καὶ ἑνότητα στὸν ἑαυτό του. "Αὐτὸ θὰ μὲ καθαρίσει ἀπὸ τὸ μόλεμα. Ὁ Θεὸς μ' ἐλέησε. Τώρα εἶμαι ἀξιος νὰ συγχωρήσω. "Ἀπὸ τὴν πέτρα ποῦ πατάει ὡς τὰ ὕψη ποῦ βυθίζεται ἡ ματιά του νιώθει τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ". (σέλ. 77). Πιστεύει πῶς εἶναι ἄξιος νὰ περιβληθῇ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ δημιουργικὸς οἶστρος ποῦ τὸν καταλαμβάνει κατὰ τὴν περιποίηση τοῦ πουλαριοῦ τοῦ παραμερίζει τὴν ἀπελπισία καὶ τὸ θάνατο. Τὴν ἱερότητα τῆς ἀτμόσφαιρας γύρω του δὲν ἀνέχεται νὰ τὴν μολύνουν. Κάθε ξένο ποῦ θὰ τὴν ταράξη τὸ βλέπει σὰν τὸν ἴδιο τὸ Σατανᾶ. Ἔτσι βλέπει ἕναν ἐργάτη τοῦ δρόμου ποῦ κατεβαίνει στὸ Πηγάδι. Μιλάει στὸ πουλαράκι μὲ ἀγωνία: "Λὲς νὰ σὲ χάσω ἐσένα ποῦ μὲ ἔβαλες κάτω ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Ἐσένα ποῦ μὲ ξάφνιασες, ὅπως ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὸ Ζαχαρία; Ἂν μοῦ γίνει αὐτὸ τὸ κακὸ πῶς θὰ ζήσω; Ἐσὺ εἶσαι ἡ χάρη ποῦ περίμενα" (σέλ. 89)

Εἶναι Καθαρὴ Δευτέρα ποῦ ἀρχίζει ὁ χρόνος τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Θὰ γίνη ὅμως καὶ γιὰ τὸ δόκιμο καὶ τὸ μικρὸ σύντροφό του ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Ὁ δόκιμος πρέπει νὰ πάη στὸ μοναστήρι μέρα ποῦ εἶναι, νὰ λειτουργηθῇ καὶ ν' ἀνταμώση τὸν Ἡγούμενο. "Δὲν μπορῶ νὰ μὴν πάω, μονολογεῖ. Εἶναι ὁ ἄρχος μου καὶ ὁ Γέροντάς μου. Δίκαια ἢ ἄδικα ἡ σωτηρία μου κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι του" (σέλ. 91). Παρακολουθεῖ τὴ λειτουργία στὸ μοναστήρι καὶ ὕστερα διηγεῖται τὴν ἱστορία του μὲ τὸ πουλαράκι. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ συνιστᾶ νὰ τὸ ἀφήση μὲ τὰ ἄλλα τετράποδα ἔξω ἀπ' τὸ Πηγάδι προτοῦ μεγαλώσει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βγή. Ὁ δόκιμος παρακαλεῖ: "Γέροντα, ἂν θέλεις τὴ σωτηρία μου, ἄφησε νὰ' χῷ τὸ πουλάρι στὸ Πηγάδι. Κοντὰ σ' αὐτὸ γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου" (σέλ. 98). Ὁ Ἡγούμενος ἀρνεῖται λέγοντάς του: "Ἐσὺ δὲν κάνεις γιὰ καλόγερος. Δὲν ξέρεις τί θὰ πεὶ ὑπακοὴ" (σέλ. 102). Καὶ ὁ δόκιμος φεύγει γιὰ τὸ Πηγάδι καταστενοχωρημένος. Φτάνοντας στὸ Πηγάδι ἀγκάλιασε τὸ πουλαράκι καὶ τοῦ ψιθύρισε: "Ὁ Ἡγούμενος μ' ἕνα λόγο του σκότωσε τὸ ὄνειρό μου νὰ γίνω καλόγερος. Ἐγὼ ἀπ' τὴν ἀγάπη σου ξαναγεννήθηκα...."

Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ νέα πίκρα μὲ ἀγωνία δοκίμασε. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ στολὴ ἦρθε καὶ ζήτησε νὰ ἀπογράψη τὸ πουλαράκι γιὰ ὅταν θὰ μεγάλωνε νὰ τὸ πάρη ὁ στρατὸς σὲ καιρὸ πολέμου. Στὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Τρίτης διάβασε ἀπὸ τὴ Σύνοψη τὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Ὕστερα τὴν ἱστορία ποῦ ὁ Ἰούδας παράδωσε τὸ Διδάσκαλό του στοὺς σταυρωτῆδες τοῦ καὶ τέλος τὴν περικοπὴ ἀπὸ τὴν Ἔξοδο πῶς ἡ θυγατέρα τοῦ Φαραὼ βρῆκε ἕνα γεννηταρούδι νὰ κλαίη μέσα στὸ σκαφίδι στὴν ἀκροποταμιὰ τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Μ. Τετάρτη. Ὁ οὐρανὸς βαριὰ συννεφιασμένος φοβέριζε. Ἦρθαν στὸ νοῦ τοῦ τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ ποῦ εἶπε τέτοια ὥρα: "Νὺν ἡ ψυχή μου τετάρακται καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσον μὲ ἐκ τῆς ὥρας ταύτης". Καὶ ὁ οὐρανὸς ἄρχισε ν' ἀστράφτη καὶ νὰ βροντᾶ. Στὸ μεταξὺ ἕνας στρατιώτης καὶ ἕνας τεχνίτης μπουλντόζας κατέβηκαν στὸ Πηγάδι. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἡγουμένου εἶπαν στὸ δόκιμο: "Αὔριο μετακινοῦμε τὸ μαγγάνι γιὰ ν' ἀνεβεῖ τὸ πουλαράκι ἐπάνω". Νέα περιπέτεια γιὰ τὸ πουλαράκι καὶ ἀγωνία γιὰ τὸ δόκιμο ποῦ ἦρθαν στὸ νοῦ τοῦ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη ποῦ εἶχε διαβάσει τὸ προηγούμενο βράδυ καὶ τὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ δείξη πῶς τοῦ ἔμελλε νὰ πεθάνη ἑλκόμενος πάνω στὸ Σταυρό: "Καγὼ ἂν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς πάντας ἑλκύσας πρὸς ἐμαυτόν". Ἂν εἶχε γλῶσσα τὸ πουλαράκι τώρα θὰ τὰ ἐπαναλάμβανε. Καὶ ἀναρωτήθηκε: "Εἶναι, Χριστέ μου, ἁμαρτία νὰ συνομοιάζω ἕνα πλάσμα μὲ τὴ θεότη Σοῦ;...Καί ποιός εἶναι ἄξιος νὰ μιμηθεῖ τὰ Πάθη Σοῦ καλύτερα ἀπὸ ἕνα ζῶο, ἀθῶο σὰν τὸν Ἄμνό;" (σέλ. 127).

Τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης πρὶν πάει στὸ μοναστήρι διάβασε ὅσα σχετικὰ ἱστοροῦνται ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς πράγματα ἱερὰ καὶ φρικτά. Ἕνα στὸ ὅρος Σινᾶ ὅπου: "Καπνίζεται ὅλον, διὰ τὸ καταβεβηκέναι ἐπ' αὐτὸ τὸν Θεὸν ἐν πυρὶ" καὶ τὸ ἄλλο ποῦ ὁ Κύριος μιλάει στὸν Ἰώβ: "Διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν" καὶ τέλος τὴν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα: "Τὸ νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μοῦ εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ραπισμάτων...." ὕστερα νύχτα φτάνει στὸ μοναστήρι. Παρακολούθησε τὴν τελετὴ τοῦ Νιπτῆρα.

Ἀκολούθησε διάλογος πάλι μὲ τὸν Ἡγούμενο:
Δόκιμος: "Γέροντα, συγχώρεσέ μὲ καὶ δῶσε μου τὴν εὐχή σου νὰ τὴν ἔχω ὅπου βρεθῶ.
Ἡγούμενος: "Ὅσο εἶσαι ὑποταχτικός μου θὰ τὴν ἔχεις. Δὲν τὸ ξέρεις πῶς ἡ ἀληθινὴ ἀφιέρωση, ὅπου καὶ νὰ' ναί, σὲ θέλει ὑπάκουο μέχρι θανάτου; Ἂν εἶχα τὴ δύναμη θὰ σὲ ἔνιβα ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὰ περασμένα".
Δόκιμος: "Νὰ ξαναγεννηθῶ εἰς Χριστόν".

Μ. Παρασκευή. Ὁ δόκιμος πλησιάζει τὴ Λεμονίτσα, ὅπως ὀνόμασε τὸ πουλαράκι: "Οἱ ἄνομοι σήμερα σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τοῦ ψιθύριζε. Τέλειωσε ἡ βδομάδα τῶν Παθῶν Τοῦ. Τὴν περπατήσαμε καὶ μεὶς μαζὶ Τοῦ. Ἐσὺ μὲ τὴν ἀθωότητά σου κι ἐγὼ μὲ τὴ συνείδησή μου. Τὰ Ἅγια Πάθη ξεσηκώνουν τὶς ψυχές. Καὶ τὰ βιώνει κανεὶς στὴ μοναξιά, ἐπειδὴ καὶ ὁ Θεὸς φανερώνεται στὴ μοναξιά, ἐκεῖ ποῦ τοῦ ἄρεσε νὰ πράττει στὴν ἄκρη τῆς λίμνης, στὸ ρίζωμα, στὸ κορφοβούνι, στὴ βάρκα ποῦ τὴ δέρνουν τὰ κύματα......Καί τέλος ἀπάνω στὸ Σταυρό, τὸ μόνο ποῦ ἔχει τὴ δύναμη ν' ἀκούγεται..." (σέλ. 170)

Τὸ ἀπόγευμα τῆς Μ. Παρασκευῆς καθὼς ἔβγαζαν οἱ μηχανικοὶ τὴ Λεμονίτσα ἔξω ἀπὸ τὸ Πηγάδι, τοὺς ἔπεσε καὶ ψόφησε. Δὲ βρέθηκε κανένας κοντὰ στὸ Πηγάδι ν' ἀκούση τὸ θρῆνο τοῦ δόκιμου. "Ἥν δὲ ὠσεὶ ὥρα ἕκτη" (Λουκᾶ κγ' 44) καὶ στὸ μοναστήρι ἔβγαινε ὁ Ἐπιτάφιος. Ὁ Αἰώνιος ποῦ ἀπὸ ἔλεος καὶ μόνο εἶχε ντυθῇ τὴ θνητὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε κοιμηθῇ. Τὴν αἰωνιότητά του θὰ τὴν ἀπόδειχνε τὴν ἄλλη μέρα μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Ὁ δόκιμος ἔμεινε τώρα λεύτερος νὰ ξαναγεννηθῇ εἰς Χριστὸν καὶ νὰ μείνη στὸ μοναστήρι ἢ στὸν κόσμο ἢ νὰ παραδεχτῇ σὰν κληρονόμο του μοναδικὸ τὰ σκουλήκια τῆς γῆς. Δὲν ὑπεισέρχεται σ' αὐτὸ ὁ συγγραφέας. Πάντως τὴ δική του πίστη τὴ διακήρυττε σὲ ἄλλο βιβλίο τοῦ μὲ τὸ στίχο: "Θνητὸς κι ἂν εἶμαι, ἀθάνατο μοῦ' χεῖ γραφτεῖ μοιράδι". ("Ὁ νέος Ἐρωτόκριτος")

Ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωση τοῦ συγγραφέα στὸ θεῖο καὶ ἀκατάλυτο εἶναι καὶ ἐδῶ διάχυτη. Ὁ μῦθος "Ὁ Ἄγγελος στὸ Πηγάδι" ἔχει στήριγμα καὶ ὑπόβαθρο τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁλόκληρη ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας στέκεται πίσω του καὶ στηρίζει καθὼς αὐτὸς ξετυλίγεται. Χώρια ἀπὸ τοὺς παραλληλισμοὺς ἀνάμεσα στὸ μῦθο καὶ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν ἀναφορὲς πρὸς τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, τὰ τροπάρια, ποῦ ὁ δόκιμος διαβάζει στὴν Ἱερὴ Σύνοψη καὶ τὶς συσχετίσεις μὲ τὶς ἱστορίες τῆς Βίβλου. Βλέπει ὁ συγγραφέας τὴν ἱστορία τῆς Χριστιανοσύνης σὰν μιὰ συνέχεια. Ὁ Θεὸς τοῦ "Ἀγγέλου στὸ Πηγάδι" εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἡ περιπέτεια τοῦ δόκιμου μὲ τὸ ἔντονο ὑπαρξιακὸ στοιχεῖο θὰ ἔμενε μιὰ ἁπλὴ προσωπικὴ ὑπόθεση, ἂν παράλληλα μὲ αὐτὴ δὲν ξετυλίγονταν τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὰ βίωσαν οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν αὐστηρότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Ὅλο τὸ ἔργο εἶναι μιὰ συγκλονιστικὴ ἀλληγορία μὲ μυστικισμό, βαθειὰ θρησκευτικότητα καὶ παραλληλισμὸ ἀνάμεσα στὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν περιπέτεια τοῦ δόκιμου καὶ τοῦ ζώου. Αὐτοὶ οἱ παραλληλισμοὶ δὲν καθιστοῦν τὸ ἔργο ἀνίερο. "Καὶ ποιός εἶναι ἄξιος, Χριστέ μου, νὰ μιμηθεῖ τὰ Πάθη Σοῦ καλύτερα ἀπὸ ἕνα ἀθῶο ζῶο, ἕναν Ἀμνό;", ἀναρωτιέται ὁ συγγραφέας.

Γιὰ τὸν Πρεβελάκη δὲν ὑπάρχει χάσμα ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα: "Ἅ, πῶς σφιχταγκαλιάζονται γῆ κι οὐρανὸς ἐντός μου!, θὰ πὴ ἀλλοῦ. ("Νέος Ἐρωτόκριτος"). Ὁ καλύτερος τρόπος ν' ἀνοίξη λυτρωτικὸ δρόμο πρὸς τὴν ὑπέρβαση εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὴ μεταρσιώνει τὸ δόκιμο καὶ τὸν φέρνει στὰ ὅρια τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὴ τοῦ ἀπεκάλυψε τὰ θαύματα ποῦ ἀξιώθηκε. Τὴν τελικὴ ὅμως λύτρωση τὴν ἀξιώνεται μὲ τὴν πίστη. "Μὴ χάνεις τὴν πίστη σου", ἦταν ἡ τελευταία συμβουλὴ τοῦ Ἡγούμενου στὸ δόκιμο, "καὶ θὰ δεὶς τὴ σωτηρία". Τὰ ἐμπόδια νὰ μὴ σὲ σκιάζουν. Ὅπου κουτουλήσεις τοῖχο, ἐκεῖ ἀπὸ πίσω βρίσκεται ὁ Θεός...." (σέλ. 156). Λόγια πνευματικά, μεστὰ ἀπὸ χυμοὺς ἰδεῶν ποῦ βυθίζουν τὶς ρίζες τους στὰ ἐσώτατα τῆς ὕπαρξής μας.

  • Προβολές: 2764