Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἀπόψεις «αὐτόπλαστου μοναχοῦ» μέχρι τὶς ἡμέρες μας

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κεφάλαιο «Βαρλααμισμὸς καὶ Λαϊκισμός», ποὺ δημοσιεύεται στὸ βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου «Μεταφράσεις, Μυστήρια καὶ Ἄσκηση»).

Διαβάζοντας κανεὶς τὴν θεολογικὴ κριτικὴ ποῦ ἀσκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Βαρλαὰμ βλέπει καὶ μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα, τὰ ὁποία δείχνουν τὴν ὁμοιότητα ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ διαφόρων συγχρόνων θεολόγων καὶ τοῦ Βαρλαάμ.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούοντας τὸν Βαρλαὰμ τοῦ ἀποδίδει πολλοὺς χαρακτηρισμούς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι «αὐτόπλαστος μοναχός», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔγινε μοναχὸς ὕστερα ἀπὸ νόμιμη ἄθληση σὲ κάποιον Πνευματικὸ Πατέρα γιὰ νὰ μάθη τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλες τὶς ἀπόψεις του, οἱ ὁποῖες διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Θὰ ὑποδειχθοῦν μερικὰ σημαντικὰ σημεῖα.

Πρῶτον, ὁ Βαρλαὰμ ὄχι μόνον δὲν γνώριζε ἐπακριβῶς τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, ἀλλὰ ἦταν ἀντίθετος μὲ τὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως τὴν βίωναν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ σύγχρονοί του μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Γι' αὐτὸ στρεφόταν ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἐναντίον τοῦ ὁμολογητοῦ Νικηφόρου, ποῦ ἦταν διδάσκαλος τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπερασπιζόταν τὴν ἱερὰ ἡσυχία, τὴν ὁποία γνώρισε στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν παρέλαβε ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες καὶ ἀσκητὲς καὶ τὴν ἀσκοῦσε στὴν προσωπική του ζωή. Ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου του Τρεῖς Τριάδες ἀναφέρεται στὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, γι' αὐτὸ καὶ τιτλοφορεῖται Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Ἡ ἱερὰ ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση, ὅπως ἀναλύεται διεξοδικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἡ πλήρης ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι τῶν θεωριῶν τῶν φιλοσόφων, ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, ἡ θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποῦ εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.

Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Νικηφόρο τὸν Μονάζοντα λέγει ὅτι μετὰ τὴν καταδίκη τῆς κακοδοξίας τῶν Ἰταλῶν (Παπικῶν) προσῆλθε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ δέχθηκε πλήρως τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωή της. Προσῆλθε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ποῦ εἶναι τὸ μεθόριον «κόσμου καὶ τῶν ὑπερκοσμίων», «τῆς ἀρετῆς ἑστία», καὶ ὑποτάχθηκε στοὺς ἐγκρίτους Πατέρες. Ἀφοῦ γιὰ πολὺ χρόνο ἔδωσε σὲ ἐκείνους τὴν πεῖρα τῆς ταπεινώσεώς του, παρέλαβε ἀπὸ αὐτοὺς ὡς ἀντάλλαγμα «τῆς τῶν τεχνῶν εἰρήνης, δηλαδὴ τῆς ἡσυχίας τὴν πεῖραν». Ἐδῶ ἡ ἡσυχία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς «τέχνη τῆς εἰρήνης», γιατί μὲ τὴν μέθοδο αὐτὴ εἰρηνεύει ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καὶ τῶν παθῶν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἡσυχία μανθάνεται ἢ μᾶλλον μυσταγωγεῖται ἀπὸ πεπειραμένους Πατέρες σὲ ἐκείνους ποῦ μαθητεύουν μακροχρονίως σὲ αὐτούς.

Ἔτσι, ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἀπέκτησε τὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ ἔγινε «ἀρχηγὸς» ἐκείνων ποῦ ἀγωνίζονται στὸν κατὰ διάνοια κόσμο, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ ἴδιος συνέλεξε πολλὰ πατερικὰ χωρία τῶν νηπτικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ἔκβασή τους. Μάλιστα ἐπειδὴ πολλοὶ ἀρχάριοι δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν «τὴν ἀστασίαν τοῦ νοῦ» οὔτε κὰν μετρίως, προέτεινε τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συστείλουν μετρίως «τὸ πολυπόρευτον καὶ φαντασιῶδες αὐτοῦ», δηλαδὴ τὶς ψυχοτεχνικὲς μεθόδους.

Οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστὲς καὶ βαρλααμίζοντες δὲν ἀποδέχονται στὴν πράξη τὸν ἡσυχασμό, τὴν ἱερὰ μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπὸ τὶς φιλοσοφικὲς ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στὶς λογικὲς ἀναλύσεις καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς συλλογισμοὺς καὶ στοχασμούς. Ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχονται τὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, ἀλλὰ καὶ ἀρνοῦνται ὅλην αὐτὴν τὴν μέθοδο, πολλὲς φορὲς εἰρωνεύονται αὐτοὺς ποῦ τὴν ἐξασκοῦν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, διακυβεύεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ φιλόσοφος Βαρλαάμ, ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χρησιμοποίησε τὴν «φαντασιώδη πολύνοιά» του, ὡσὰν πὺρ ποῦ κατακαίει κάθε ἀντίθετο. Τὸ ἴδιο πράττουν καὶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἐναντίον τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων, μὲ τὴν «φαντασιώδη πολύνοιά» τους, μὲ τὶς γνώσεις τους, ποῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς λογικῆς καὶ τῆς φαντασίας τους.

Δεύτερον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαὰμ δὲν συντονίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση στὸ θέμα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.

Ἡ ἱερὰ ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, διότι μὲ τὸν τρόπο ποῦ ἀσκεῖται ἡ ἱερὰ ἡσυχία, καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις, κυρίως ἡ καρδιά, δηλαδὴ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπελευθερώνεται ὁ νοὺς ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσή του στὶς αἰσθήσεις, τὴν λογική, τὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον, καὶ στὴν συνέχεια προσεύχεται καθαρῶς καὶ ἀθολώτως στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἔτσι γίνεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ περὶ τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θέσ. ε', 17).

Ὁ Βαρλαὰμ δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῇ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλὰ τὴν ἑρμήνευε ἐντελῶς ἐπιφανειακά, ἐξωτερικά, στοχαστικά. Ἰσχυριζόταν ὅτι τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» δὲν δηλώνει τὸ «ἐνεργεῖν τὴν προσευχήν, ἀλλὰ τὸ τὴν ἕξιν ἔχειν αὐτῆς». Δηλαδή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατὰ τὸν Βαρλαάμ, δὲν εἶναι ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ ἡσυχαστές, ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζη κανεὶς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ πράξη καὶ νὰ περατώση κάτι ἂν δὲν θέλη ὁ Θεός. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἀφηρημένη πίστη στὸν Θεό, τὴν ὕπαρξὴ Του καὶ τὴν παρουσία Του.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούει μιὰ τέτοια ἑρμηνεία γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀφοῦ μάλιστα, ὅπως γράφει, ὁ Βαρλαὰμ εἶναι ἕνας φιλόσοφος «ἀδιαλείπτως καὶ μηδέποτε προσευχόμενος». Ὁ Βαρλαὰμ δὲν γνώριζε οὔτε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ οὔτε τὴν «ἐκ διαλειμμάτων», δηλαδὴ τὴν διακεκομμένη, τὴν κατὰ καιροὺς προσευχή. Μιᾶς τέτοιας ὅμως προσευχῆς, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ὁ Βαρλαάμ, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, δὲν εἶναι ἀμέτοχος οὔτε καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι δὲν εἶχε ἐξουσία οὔτε στοὺς χοίρους ἂν δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός.

Στὴν συνέχεια ὁ ἡσυχαστὴς Ἅγιος κάνει μιὰ περίφημη ἀνάλυση γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔχω ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι στὸ σημεῖο αὐτό, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια σημεῖα, ὁ Ἅγιος ἐκφράζει ἔντονα τὴν δική του προσωπικὴ πεῖρα. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι μιὰ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Βαρλαάμ. Καὶ οἱ δύο χρησιμοποιοῦσαν πατερικὰ χωρία, ἀλλὰ ὁ μὲν Βαρλαὰμ τὰ ἑρμήνευε φιλοσοφικά-στοχαστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὰ παρερμήνευε, ἐνῷ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὰ ἑρμήνευε μέσα ἀπὸ τὴν δική του προσωπικὴ πεῖρα. Τὸ χωρίο αὐτὸ περὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς εἶναι σημαντικότατο, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ θὰ παραθέσω μόνο τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενό του.

Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι μιλῶντας γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, στὴν πραγματικότητα ἐννοοῦμε ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς «μυστικοῦ καὶ ἀπορρήτου πνευματικοῦ δώρου» τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο καταξιώνονται νὰ λάβουν ἐκεῖνοι ποῦ τοὺς κατέλαβε ὁ θεῖος ἔρως νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Κύριο τοῦ παντός, οἱ ὁποῖοι μένουν χωρὶς τροφὴ καὶ πνοὴ κατὰ τὴν προσευχή, ἐπιστρέφουν τὸν νοῦ στὸν ἑαυτό τους καὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Θεό. Ἔπειτα, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ δῶρο τῆς προσευχῆς ποῦ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, ἄλλοτε ἑλκύει «τὸν κατηξιωμένον νοὺν» πρὸς τὴν ἄρρητη ἕνωση καὶ ἀπὸ αὐτὸ πηγάζει ἡ ἱερὰ εὐφροσύνη, καὶ ἄλλοτε ἐνῷ ὁ νοὺς ἀνυψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ὑπηχεὶ μέσα σὲ αὐτὸν ὠδήν, ὡσὰν μουσική. Δηλαδή, στὸν νοῦ ποῦ βρίσκεται στὴν καρδιὰ καὶ ὑψώνεται πρὸς τὸν Θεὸ γίνεται μιὰ λατρεία νοερά. Καὶ ὅσοι ἔγιναν μέτοχοι αὐτῆς τῆς ἀεικινήτου καὶ ἀκαμάτου Χάριτος, ἔχουν ἀδιάλειπτη ἐρριζωμένη στὴν ψυχὴ τὴν προσευχή, ἐνῷ ἀσκοῦν τὰ ἀναγκαῖα καθημερινὰ ἔργα, γίνεται δὲ αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀκόμη καὶ ὅταν κοιμοῦνται. Καὶ γιὰ τεκμηρίωση αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας περὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσκομίζει τὶς σχετικὲς ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες.

Ἔτσι, ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλὰ μιὰ διαρκὴς ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἐκφράζεται μὲ προσευχές, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδία ὑμῶν τὼ Κυρίω» (Ἐφ. ε', 18-19). Αὐτὴν τὴν νοερὰ προευχὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τὴν ἀποκαλεῖ «λογικήν, μᾶλλον δὲ πνευματικὴν ἡμῶν λατρείαν», ποῦ γίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ τὴν τιμοῦν καὶ εἶναι ἀφοσιωμένοι σὲ αὐτὴν «μεθ' ἡσυχίας ἀπεριμερίμνως διὰ βίου» καὶ βοηθοῦν τοὺς ἀρχαρίους νὰ συμμετέχουν στὴν «ἀγγελικὴν καὶ ὑπερκόσμιον λειτουργίαν». Ἑπομένως, ἡ νοερὰ προσευχὴ ποῦ γίνεται μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας εἶναι «πνευματικὴ λατρεία», ποῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ «τὴν ἀγγελικὴν καὶ ὑπερκόσμιον λειτουργίαν».

Οἱ βαρλααμιστὲς καὶ οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἀγγελικὴ λειτουργία, ἀλλὰ τὴν ἀρνοῦνται, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τὴν λατρεία μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικὰ δὲν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται. Μὲ ἄλλα λόγια στηρίζονται μόνον στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀπολυτοποιοῦν. Τὸ ἐρώτημα ποῦ τίθεται εἶναι ὅτι ἂν ἔτσι σκέπτονται καὶ ἔτσι ἐπιθυμοῦν νὰ προσεύχονται, τότε πῶς θὰ μάθουν τὴν ὑπερκόσμια λειτουργία καὶ πῶς θὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτὴν μετὰ τὸν θάνατό τους, ἀφοῦ τὴν ἀγνοοῦν καὶ τὴν πολεμοῦν;

Τρίτον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ἀπομακρύνθηκε πρῶτα νοητῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔπειτα πραγματικῶς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ὅταν ἀπομακρύνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔπειτα εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ προσχωρήση σὲ ἄλλη χριστιανική-αἱρετικὴ παράδοση. Ὁ Βαρλαὰμ ἦταν ἕνας οὐνίτης μοναχὸς ποῦ ἦλθε στὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία χωρὶς νὰ γνωρίζη τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ἀφοῦ γνώριζε τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ γι' αὐτὸ ἀντέδρασε ὀξύτατα μόλις πληροφορήθηκε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον προσεύχονταν οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντόπισε ἀμέσως αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ μάλιστα ἑρμήνευσε καὶ τὸ πῶς ξεκίνησε καὶ πῶς τελείωσε τὴν ζωή του ὁ Βαρλαάμ.

Ἀναιρῶντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὶς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ποῦ ὑποστήριζε ὅτι ἡ τελειότης ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν γνώση τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων καὶ τῆς φιλοσοφίας, γράφει ὅτι θὰ προσπαθήση νὰ ἐκθέση «τὴν αἰτίαν τῆς νόσου» καὶ νὰ συνθέση «τὸ φάρμακον σὺν Θεῷ». Ἐκφράζει δὲ τὸν πόνο τοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τοῦ Βαρλαάμ, γράφοντας: «Τί γὰρ οὐκ ἂν πάθοι τὴν ψυχήν, οὕτω καλὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας νοητῶς ὁρῶν ταύτης ἀπορρηγνύμενον;». Μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ «καλὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας» ὁ ἁγιορείτης Ἅγιος ἐπιδιώκει νὰ διατηρήση μερικὲς γέφυρες μὲ τὸν Βαρλαὰμ γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῇ τελείως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πάντως, ἐπισημαίνει ὅτι ἤδη ὁ Βαρλαὰμ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «νοητῶς», διότι δὲν δέχεται τὴν διδασκαλία της, ἀφοῦ ὑποτιμᾶ τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν ἐξαίροντας τὴν διδασκαλία τῶν φιλοσόφων.

Ὅμως, πιὸ κάτω ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαὰμ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποῦ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κτιστή –προφανῶς ἐδῶ κρύπτεται ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων περὶ actus purus– γράφει ὅτι μὲ αὐτὸ ὁ Βαρλαὰμ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὀδηγήση «δολίως» καὶ «βιαίως» στὸ φρόνημα τῶν Λατίνων. «Τοὶς ὁμοφύλοις Λατίνοις ἢ δυνάμεως ἔχει χαρίζεται, πρὸς τὸ ἐκείνων φρόνημα δολίως ἅμα καὶ βιαίως ἡμᾶς ὑφελκόμενος». Στὴν συνέχεια γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Βαρλαὰμ τελικὰ προσχώρησε στὸν Πάπα, τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώση τὶς σωτήριες εὐχές, ἀσπάσθηκε μὲ ἡδονὴ καὶ σεβασμὸ τὸ γόνατό του, ἀπέθεσε τὴν κεφαλὴ τοῦ στὰ χέρια τοῦ Πάπα καὶ δέχθηκε «τὴν ἐκεῖθεν σφραγῖδα χαίρων».

Ἐπισημαίνει ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Βαρλαὰμ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν μιὰ σκηνοθεσία, ἀφοῦ διακωμώδησε καὶ περιέπαιξε τὰ ἰδικά μας. Μάλιστα, ὅπως γράφει, δὲν δέχθηκε κανέναν ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, κανεὶς δὲν τὸν εἶδε νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, οὔτε δέχθηκε μοναχικὴ κουρά, κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔτσι ἦταν «αὐτόπλαστος μοναχὸς» καὶ «ἐπίπλαστος». Τὸ σημαντικὸ ἐδῶ εἶναι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι πρῶτα ἀποχωρεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «νοητῶς», ἀφοῦ δὲν ἀποδέχεται ὅλα τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις της, ἔπειτα προσπαθεῖ «δολίως» καὶ «βιαίως» νὰ κάνη τοὺς ὀρθοδόξους νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς λατινικὲς παραδόσεις καὶ ἀκόμη ἀποδέχεται ἢ ἐπιδιώκει νὰ δεχθῇ τὶς «εὐχὲς» τοῦ Πάπα, ὁπότε καὶ προσχωρεῖ ὁλοκληρωτικῶς στὴν αἵρεση. Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τῶν βαρλααμιστὼν καὶ τῶν βαρλααμιζόντων, ἀφοῦ πρῶτα ἀλλοιώνονται ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔπειτα, συμφύρονται λατρευτικῶς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ στὴν συνέχεια ἐπέρχεται ἡ τελικὴ προσχώρηση στὴν δική τους παράταξη.

 

  • Προβολές: 2643