Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ ἀγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης 6 Φεβρουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Όσιοι Βαρσανούφιος καί Ιωάννης

Oι ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦσαν μεγάλοι ἀσκητές, ἀλλὰ καὶ γνῶστες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ θεολογίας. Ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος ἔζησε γιὰ πολλὰ χρόνια ὡς ἔγκλειστος σὲ μικρὸ Κελλὶ κοντὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ὁσίου Σερίδου, ὅπου μόναζε καὶ ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος. Ἐκεῖ ἔδρεψε τοὺς γλυκύτατους καρποὺς τῆς ἡσυχίας καὶ μὲ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἄνωθεν σοφία ποῦ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, βοήθησε πολλοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ νὰ ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις καὶ τὶς ἀπορίες τους. Σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀσκεῖτο στὴν ἡσυχία καὶ ὁ μαθητής του ὅσιος Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἔδωσε καὶ αὐτὸς ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήσεις σχετικὲς μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀξιώθηκε καὶ αὐτὸς πολλῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ χαρίσματος τῆς προοράσεως καὶ προφητείας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Προφήτης.

Οἱ ἀπαντήσεις τῶν ὁσίων συγκεντρώθηκαν σὲ ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» καὶ περιέχει οκτακόσιες τριάντα ὀκτὼ (838) ἐρωτήσεις καὶ ἀπαντήσεις. Τυπώθηκε στὴν Βενετία τὸ 1816, μὲ τὴν φροντίδα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος στὸν Πρόλογο ποῦ συνέγραψε ἀναφέρεται περιληπτικὰ καὶ στὸν βίο τῶν ὁσίων.

Ἐτελειώθησαν καὶ οἱ δύο ἐν εἰρήνῃ.

Στὴν συνέχεια θὰ παρατεθοῦν καὶ θὰ σχολιασθοῦν μὲ συντομία ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν Ὁσίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι, διδακτικοὶ καὶ ὠφέλιμοι.

«Μάθε ἀδελφέ μου, ὅτι ἐὰν κάποιος στενοχωρῇ τὸν συνάνθρωπό του, εἴτε μὲ ἔργα, εἴτε μὲ λόγια, ὕστερα θὰ στενοχωρηθῇ ὁ ἴδιος ἑκατὸ φορὲς περισσότερο».

Ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος ἀναφέρεται ἐδῶ στὸν πνευματικὸ νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὅ,τι πράττει κανείς, εἴτε ἀγαθὸ εἴτε πονηρό, τὸ βρίσκει μπροστά του. Δηλαδή, συμβαίνει καὶ στὸν ἴδιο κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτὸ ποῦ ἔπραξε, καὶ μάλιστα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμό.

«Δὲν πρέπει στὴν τράπεζα (τοῦ φαγητοῦ) νὰ ἀπλώνης τὸ χέρι σου μπροστὰ στὸν ἄλλο, γιατί αὐτὸ εἶναι ἀπρέπεια καὶ ξένο πρὸς τὴν κοινὴ τάξη».

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης δίνει μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ αὐτὴν τὴν συμβουλή, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, ποῦ ὅμως δὲν εἶναι ξένη μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, μάλιστα, συνδέεται ἄμεσα μὲ αὐτήν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τότε ἀγαπᾶ πραγματικὰ καὶ τοὺς συνανθρώπους τοῦ καὶ συμπεριφέρεται μὲ λεπτότητα καὶ εὐγένεια σὲ ὅλους, ἀκόμα καὶ στὰ πρόσωπα μὲ τὰ ὁποία ἔχει οἰκειότητα. Ἄλλωστε, ἡ οἰκειότητα δὲν καταργεῖ τὴν εὐγένεια καὶ τὸν σεβασμό.

Ὅποιος εἶναι τακτοποιημένος ἐσωτερικά, αὐτὸς ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ εὐταξία, καὶ ὄχι μόνον προσέχει νὰ μὴ φέρνη σὲ δύσκολη θέση τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς διευκολύνη καὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετῆ.- «Ὧ τῆς δειλίας, τῆς θυγατρὸς τῆς ἀπιστίας, πόσο χαμηλὰ μᾶς ἔριξε! Εἶναι πρόξενος πολλῶν κακῶν τυφλώνει τὸν νοῦ χαυνώνει τὴν καρδιὰ ἀποσπᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἀδελφὴ τῆς ἀνελπιστίας, ἐξορίζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ στὴν χώρα τῆς ἀπωλείας».

Ὀνομάζει τὴν δειλία θυγατέρα τῆς ἀπιστίας καὶ περιγράφει καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, δηλαδὴ τὰ κακὰ τὰ ὁποία προξενεῖ. Ἀντίθετα, θυγατέρα τῆς πίστης εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀνδρεία, ἡ ὁποία βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ πάθη οὕτως ὥστε νὰ φωτισθῇ ὁ νοὺς τοῦ ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ νὰ γίνη κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε, στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὑπαρξιακὰ τὸν Θεό, ἀποκτᾶ τὴν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἔχει σύνοικο τὴν ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν πεθαίνει ποτέ, ἀφοῦ ἀληθινὴ ἐλπίδα τῶν πιστῶν εἶναι ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός. Ἄλλωστε, ἡ πίστη στὸν προσωπικὸ Θεὸ τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει ἀνδρεία καὶ λεβεντιὰ «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ» (Β' Τίμ. α', 7).

«Νὰ πιστεύης ὅτι ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, καλῶς γίνονται... Μακάρι ὁ Κύριος νὰ σὲ συνετίση καὶ νὰ φωτίση τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιάς σου, μὲ τὶς εὖχὲς τῶν ἁγίων».

Εἶναι σημαντικὸ τὸ νὰ ἔχη κανεὶς ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δέχεται τὰ πάντα μὲ ἀγαθὸ λογισμό. Δηλαδή, νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ ἀληθινὰ καὶ ἐπιτρέπει τοὺς ποικίλους πειρασμούς, γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἐκεῖνο ποῦ, περισσότερο ἀπὸ ὅλα, χαριτώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὡριμάζει πνευματικὰ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῶν λυπηρῶν γεγονότων τῆς ζωῆς μὲ εὐχάριστη καὶ δοξολογικὴ διάθεση. Ἀντίθετα, ὅταν κανεὶς θεωρῇ ὡς αἴτιο τῶν συμφορῶν του τὸν Θεὸ καὶ γογγύζη ἐναντίον του, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν καταστροφή. Μακάρι νὰ συνετισθοῦμε καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας, ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ ἀληθινὰ καὶ ὅτι «ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, καλῶς γίνονται».

«Ὁ θάνατος χωρὶς ἁμαρτίες, δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὴν θλίψη στὴν ἀνάπαυση».

Κάποιος μοναχὸς τοῦ Κοινοβίου ἀρρώστησε βαρειὰ καὶ οἱ πατέρες παρεκάλεσαν τὸν μέγα Γέροντα (ἔτσι ἀποκαλοῦσαν τὸν ὅσιο Βαρσανούφιο) νὰ τὸν θεραπεύση. Ὁ ὅσιος τοὺς εἶπε ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνη. Βέβαια, ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ κοντά του, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀποθάνη. Θὰ μεταβῇ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν θλίψη στὴν ἀνάπαυση. Ἐπειδή, αὐτὸ ποῦ ὀνομάζουμε θάνατο δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ ταξίδι πρὸς τὸ Φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ ἀνάπαυση καὶ χαρά, γιὰ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μὲ μετάνοια καὶ «φεύγουν» μὲ μετάνοια. Θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος, λόγῳ τῆς ἀμετανοησίας.

Ὁ μέγας Γέρων, μόλις περάτωσε τὸν λόγο ἀπευθύνθηκε στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ εἶπε: « Ὕπαγε τέκνον ἐν εἰρήνῃ, παράστηθι τὴ Ἁγία Τριάδι, καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν». Καὶ ὁ μοναχὸς ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ «ἔφυγε» εἰρηνικά.

Ἡ «Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» θὰ πρέπει νὰ ἀποτελῇ ἐντρύφημα ὅλων ἐκείνων ποῦ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ ἀγωνίζονται νὰ βαδίσουν τὴν εὐθεῖα ὁδὸ τῶν ἐντολῶν Τοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, καθὼς καὶ στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.