Γράφτηκε στις .

Τὸ τίμιο λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου

Τὸ τίμιο λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου

Τό τίμιο λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης (80-167 μ.Χ.), Προστάτου τῆς Ἐπαρχίας Ναυπακτίας, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα λείψανα τῆς Ἐκκλησίας. Φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης, στὴν Ἀμπελακιώτισσα τῆς Ὀρεινῆς Ναυπακτίας, ἀπὸ τὸ ἔτος 1470 μ.Χ. καὶ ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους θησαυροὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γενικότερα.

Στὸ μαρτυρολόγιο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα τῆς Ἐκκλησίας μας, διασώζονται τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου:

«Ἀφοῦ δὲ ἀνέπεμψε (ὁ ἅγιος Πολύκαρπος) τὸ ἀμὴν καὶ τελείωσε τὴν εὐχή, οἱ ἐντεταλμένοι ἄναψαν τὴν φωτιά. Καθὼς ἔλαμψε μεγάλη φλόγα, εἴδαμε θαῦμα ἐμεῖς στοὺς ὁποίους δόθηκε νὰ δοῦμε, οἱ ὁποῖοι καὶ διασωθήκαμε γιὰ νὰ ἀπαγγείλλουμε τὰ συμβάντα στοὺς ἄλλους. Δηλαδὴ οἱ φλόγες σχημάτισαν εἶδος καμάρας, σὰν ἱστίο πλοίου φουσκωμένο ἀπὸ τὸν ἄνεμο, κύκλωσαν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, καὶ αὐτὸ ἦταν ἐκεῖ στὸ μέσο ὄχι ὡς σάρκα καιομένη, ἀλλὰ σὰν ἄρτος ψημένος ἢ σὰν χρυσὸς καὶ ἄργυρος καθαριζόμενος σὲ κάμινο. Καὶ ἡ εὐωδία τὴν ὁποία αἰσθανόμασταν ἦταν δυνατή, σὰν νὰ κάπνιζε λιβανωτὸ ἢ ἄλλο πολύτιμο ἄρωμα.

Τέλος, βλέποντες οἱ ἄνομοι ὅτι τὸ σῶμα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ καῇ ἀπὸ τὴν φωτιά, διέταξαν νὰ τὸν πλησιάση ὁ δήμιος καὶ νὰ βυθίση στὸ σῶμα του ἕνα ξίφος. Ὅταν τὸ ἔπραξε αὐτό, ἐξῆλθε ἄφθονο αἷμα γύρω στὸ στῆθος, ὥστε νὰ σβήση τὴν φωτιὰ καὶ νὰ θαυμάση ὅλος ὁ ὄχλος ὅτι τόση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ἀπίστων καὶ τῶν ἐκλεκτῶν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ ὁ θαυμασιότατος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς χρόνους μας ἀποστολικὸς καὶ προφητικὸς διδάσκαλος καὶ Ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος ὁ ὁποῖος ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ἐκπληρώθηκε καὶ θὰ ἐκπληρωθῇ.

Ὁ δὲ ἀντίζηλος, ὁ φθονερός, ὁ πονηρός, ὁ ἐχθρὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, καθὼς ἀντιλήφθηκε τὴν σπουδαιότητα τῆς μαρτυρίας τοῦ καὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ἀνεπίληπτη σταδιοδρομία τοῦ καὶ τὸν εἶδε στεφανωμένο μὲ τὸν στέφανο τῆς ἀφθαρσίας καὶ κατακτητὴ ἑνὸς ἀσυναγώνιστου βραβείου, κατάφερε ὥστε οὔτε τὸ πτῶμα του νὰ μὴν παραληφθῇ ἀπὸ ἐμᾶς, ἂν καὶ πολλοὶ ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸ παραλάβουν, γιὰ νὰ ἀγγίξουν ἔτσι τὴν ἁγία σάρκα του. Ὑπέβαλε λοιπόν... νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ μὴ δώση τὸ σῶμα του, «μὴ τυχόν, λέγει, ἀφήσαντες τὸν Ἐσταυρωμένο ἀρχίσουν νὰ λατρεύουν αὐτόν». Καὶ αὐτὰ εἶπε μὲ ὑποβολὴ καὶ ἐνίσχυση τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι καὶ παραφύλαξαν ὅταν ἐπεχειρήσαμε νὰ τὸν παραλάβουμε ἀπὸ τὴν πυρά, ἀγνοοῦντες ὅτι δὲν θὰ μπορέσουμε οὔτε τὸν Χριστὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε ποτέ, τὸν παθόντα ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν σωζωμένων σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸν ἄμωμο ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν, οὔτε κάποιον ἄλλο νὰ λατρεύσουμε. Διότι Αὐτὸν μὲν προσκυνοῦμε ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τοὺς δὲ μάρτυρες ἀγαποῦμε ὡς μαθητὲς καὶ μιμητὲς τοῦ Κυρίου, ἐπαξίως λόγῳ τῆς ἀνυπερβλήτου ἀφοσιώσεως στὸν βασιλέα καὶ διδάσκαλό τους. Εἴθε καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε κοινωνοὶ καὶ συμμαθητές τους.

Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἑκατόνταρχος τὴν ὑποκινηθεῖσα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους φιλονικία, τὸν τοποθέτησαν στὸ μέσο καὶ κατὰ τὴν συνήθειά τους τὸν ἔκαψε. Ἔτσι ἐμεῖς, συλλέξαντες ὕστερα τὰ ὀστᾶ του, τὰ τιμιώτερα ἀπὸ πολυτελεῖς λίθους, καὶ εὐγενέστερα ἀπὸ χρυσό, τὰ ἐνταφιάσαμεν σὲ κατάλληλο τόπο. Καθὼς δὲ θὰ συναθροιζόμαστε ἐκεῖ κατὰ δύναμη μὲ ἀγγαλλίαση καὶ χαρά, ὁ Κύριος θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἑορτάζουμε τὴν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του τόσο σὲ μνήμη τῶν προαθλησάντων, ὅσο καὶ σὲ ἄσκηση καὶ ἑτοιμασία τῶν μελλοντικῶν ἀθλητῶν.

Αὐτὰ συνέβησαν στὸν μακάριο Πολύκαρπο, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στὴν Σμύρνη δωδέκατος κατὰ σειρὰ μαζὶ μὲ τοὺς προερχόμενους ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφεια. Βεβαίως μόνον αὐτὸς μνημονεύεται κατ' ἐξοχὴν ἀπὸ ὅλους καὶ διαλαλεῖται ἐπίσης ὑπὸ τῶν Ἐθνικῶν σὲ κάθε τόπο. Διότι δὲν ἦταν μόνον ἐπίσημος διδάσκαλος, ἀλλ' ἔγινε καὶ ἔξοχος μάρτυς, τοῦ ὁποίου τὸ μαρτύριο ὅλοι ἐπιθυμοῦν νὰ μιμηθοῦν, ὡς γενόμενο κατὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κατανικήσας διὰ τῆς ὑπομονῆς τοῦ τὸν ἄδικο ἄρχοντα καὶ οὕτω κερδίσας τὸν στέφανο τῆς ἀφθαρσίας, ἀγαλλόμενος μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς δικαίους, δοξάζει τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα παντοκράτορα καὶ εὐλογεῖ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ κυβερνήτη τῶν σωμάτων ἡμῶν καὶ ποιμένα τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Καθολικῆς Ἐκκλησίας».

Τὸ σῶμα, λοιπόν, τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου κάηκε καὶ τμῆμα τῶν ὀστῶν ποῦ διασώθηκαν ἀποτελεῖ τὸ τίμιο λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρὸς ποῦ διασώζεται στὴν Ι. Μονὴ Ἀμπελακιωτίσσης. Τὸ ἔτος 1470 μοναχοὶ ἀπὸ τὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ἀμπελακιωτίσσης ταξίδευσαν μέχρι τὴν Μικρὰ Ἀσία γιὰ νὰ διενεργήσουν ἔρανο πρὸς ἀνέγερση τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Στὴν Σμύρνη βρῆκαν κατὰ θαυμαστὸ τρόπο τὸ τίμιο Λείψανο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου ἀπὸ μιὰ γυναῖκα χήρα ποῦ τὸ διατηροῦσε κληρονομικὰ καὶ ἡ ὁποία τοὺς τὸ ἐμπιστεύθηκε ἔναντι ἑνὸς χρηματικοῦ ποσοῦ, προκειμένου νὰ μὴν καταλήξη σὲ χέρια ἀπίστων. Ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης προσπάθησε νὰ πάρη τὸ λείψανο πίσω, ἀλλὰ μετὰ καὶ ἀπὸ παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη τὸ τίμιο λείψανο κατοχυρώθηκε στοὺς μοναχοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης, ἡ ὁποία καὶ τὸ διατηρεῖ στὴν κατοχή της ἀπὸ τότε, ὡς πολύτιμο κειμήλιο καὶ εὐλογία γιὰ ὅλη τὴν Ἐπαρχία.

Α.Κ.