Γράφτηκε στις .

Γραπτά Κηρύγματα: «Ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. ι', 2)

Κυριακὴ 28 Ἰουλίου

Τὸ χωρίο αὐτὸ ἐκφράζει μιὰ νοοτροπία ποῦ δὲν ἴσχυε μόνον τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἰσχύει κάθε ἐποχή. Ὑπάρχουν πάντοτε ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν ζῆλον Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχουν ἐπίγνωση, σωστὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ λέξη ζῆλος δηλώνει τὴν μεγάλη θέρμη γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς σκοποῦ καὶ καταλήγει νὰ ἐκφράζη τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποῦ δείχνει ὑπερβάλλοντα ζῆλο γιὰ τὴν πραγματοποίηση μιᾶς ἐπιθυμίας, ποῦ ἀνταγωνίζεται κάποιον ἄλλον. Πολλὲς φορὲς δηλώνει καὶ τὴν ζηλοτυπία, δείχνει τὸν ἄνθρωπο ποῦ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ζήλεια. Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ζῆλος δηλώνεται μὲ ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ κυρίως ἐκφράζει τὸν φανατισμὸ ποῦ ἐκδηλώνεται χωρὶς νὰ γνωρίζη κανεὶς τὴν ὅλη ἀλήθεια, χωρὶς νὰ ἔχη γνώση ἀληθινὴ ἑνὸς πράγματος καὶ ἑνὸς γεγονότος.

Ἕναν τέτοιο ζῆλο εἶχαν οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐφαρμόσουν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ὁ ὁποῖος δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ ὅμως πολεμοῦσαν τὸν Χριστὸ ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὸν νόμο καὶ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Ἔφθασαν μάλιστα οἱ Ἑβραῖοι, λόγῳ ζήλου, νὰ πολεμήσουν τὸν Χριστό, νὰ τὸν σταυρώσουν, νὰ καταδιώξουν τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δοκίμασε αὐτὸν τὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ τὸν κατεδίωκαν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη. Αὐτὸς ὁ ζῆλος δὲν εἶναι κατ’ ἐπίγνωση, ἀλλὰ παράλογος ζῆλος, εἶναι φανατισμός.

Αὐτὸ τὸ εἶχε ζήσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὡς Ἰουδαῖος ἦταν «ζηλωτὴς τῶν πατρικῶν παραδόσεων», ἀλλὰ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν κάλεσε διὰ τῆς Χάριτός Τοῦ καὶ ἀποκάλυψε τὸν Υἱὸ Τοῦ σὲ αὐτόν, τότε βρῆκε τὴν ἀλήθεια καὶ ἔγινε ζηλωτὴς κατ’ ἐπίγνωση (Γάλ. α', 14).

Ὁ ζῆλος γιὰ τὴν ἀρετὴ εἶναι καλός, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, ἐνῷ ὁ ζῆλος γιὰ τὴν κακία, ποῦ ἐξελίσσεται σὲ φανατισμό, εἶναι ὀδυνηρός. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν ζηλωταὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν (Α' Κόρ. ἰδ', 12), ἦταν ζηλωταὶ καλῶν ἔργων (Τίτ. β', 14). Ὅμως, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀνευρίσκονται καὶ Χριστιανοὶ ποῦ διακρίνονται ἀπὸ τὸν φανατισμὸ καὶ τὴν μισαλλοδοξία. Ποιά εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ ζήλου κακοῦ καὶ καλοῦ; Μποροῦν νὰ τονισθοῦν δύο σημεῖα ποῦ διακρίνουν τὸν εὐλογημένο ζῆλο ἀπὸ τὸν διαβολικὸ ζῆλο.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ ζῆλος γιὰ τὰ δόγματα εἶναι ὑγιής, ὅταν βλέπη κανεὶς τὰ δόγματα ὄχι ὡς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς καὶ ὡς ὅπλα γιὰ νὰ πολεμᾶ τοὺς ἀντιπάλους του, ἀλλὰ ὡς καρπὸ τῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἐμπειρίας τὰ ὁποία ἀποδέχεται γιὰ νὰ συναντήση τὸν Θεὸ καὶ νὰ σωθῇ. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἰδεολογικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται πρὸς ἐξολόθρευση τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ πνευματικὰ φάρμακα.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ζῆλος κατ’ ἐπίγνωση ἀποβλέπει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν αὔξηση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐπιδίωξη τῆς σωτηρίας, ἐνῷ ὁ ζῆλος χωρὶς ἐπίγνωση χρησιμοποιεῖ τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς γιὰ πολεμικὲς διαμάχες μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Πόσο χαιρόμαστε ὅταν βλέπουμε Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ἀνεπτυγμένη τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουν οἱ ἴδιοι τὸν Θεό, νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, ποῦ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ μεγάλη ὁρμὴ καὶ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό! Καὶ πόσο λυπούμαστε, ὅταν βλέπουμε Χριστιανοὺς νὰ διακατέχωνται ἀπὸ ἄκριτο ζῆλο, ἀπὸ ἀνόητο φανατισμό, καὶ συμπεριφέρωνται ὅπως οἱ ὀπαδοὶ στὰ γήπεδα καὶ ἐκδηλώνουν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς τους, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας!

Ὁ φανατισμὸς εἶναι ἔλλειψη τῆς ἀλήθειας, ἀπουσία τῆς πραγματικῆς ἀγάπης, ἄρνηση τῆς εἰρήνης τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ φανατισμὸς καταλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μεταβάλλει τὴν ψυχὴ σὲ ζούγκλα, ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς θηρίο, ἐκδηλώνει θηριώδεις ἐνέργειες ποῦ προκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ λυποῦν τὸν Θεό. Ὁ φανατισμὸς εἶναι ζῆλος «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἀντίθετα, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτοῦ εἶναι «ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, πραότης, ἀνεξιθρησκεία, εὐεργεσία καὶ εὐγένεια τρόπων. Ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς φέρει τὸν τύπον τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανοῦ».

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ