Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Β')

(Ὁμιλία στοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς πόλεως Ναυπάκτου τὴν 30η Ἰανουαρίου 2013 καὶ στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, τὴν 14 Φεβρουαρίου 2013)

Συνέχεια ἀπὸ τό: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Α')

4. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος

Σὲ αὐτὴ τὴν ὀργανωτικὴ προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο μεγάλοι Πατέρες, ὅπως εἶναι οἱ Τρεὶς Ἱεράρχες, ἤτοι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Σὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ προστεθοῦν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποῦ προηγήθηκε καὶ τὸν ὁποῖο οἱ ἑπόμενοι θεωροῦσαν ὡς θεολογικό τους Γέροντα, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἄλλοι Πατέρες.

Μέγας Βασίλειος

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασαν στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ γνώρισαν ὅλη τὴν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ποῦ εἶχε διδάσκαλο τὸν ρήτορα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκτιμοῦσε.

Ἔτσι, οἱ Τρεὶς Ἱεράρχες εἶχαν ἐξαιρετικὰ χαρίσματα, ἤτοι μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, γνώση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους, καὶ ἐπὶ πλέον πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ γνωρίσματα ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν γιὰ νὰ διαδραματίσουν αὐτὸν τὸν μεγάλο ρόλο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πρόκειται γιὰ ἰδανικοὺς παράγοντες προκειμένου νὰ συντελέσουν στὴν συνάντηση μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, χωρὶς νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιος συγκρητισμός. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μόνον τῆς γνώσεως τῆς παιδείας τῆς ἐποχῆς τους, ποῦ ἀπέκτησαν, οὔτε ἁπλῶς καρπὸς τῶν μεγάλων διανοητικῶν χαρισμάτων τους ποῦ εἶχαν, ἀλλὰ ὀφειλόταν καὶ στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ διέθεταν. Δὲν γνώρισαν μόνον μεγάλους ἀσκητὰς στὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ ἔζησαν οἱ ἴδιοι στὴν ἔρημο, καὶ διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ ἔφθασαν στὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τόσα μεγάλα χαρίσματα μπόρεσαν νὰ διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στὴν ἐποχή τους.

Προηγουμένως ὑπογραμμίσθηκε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ξεκίνησε μὲ ἄλλη ὁρολογία, δηλαδὴ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὴν νέα Ἀποκάλυψη, συνάντησε τὸν γνωστικισμό, καὶ τὸν ἑλληνισμό, κυρίως τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ τελικὰ διαρθρώθηκε στὰ βασικὰ σημεῖα, μὲ τὴν σημαντικὴ βοήθεια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ἡ σπουδαιότητα ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του χάρισμα καὶ τὴν ἰδιαίτερη προσφορὰ τοῦ στὴν Ἐκκλησία, θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθῇ ἡ σημαντικὴ παρουσία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ κεντρικὸ πρόσωπο μεταξὺ τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς ἡγετικὴ φυσιογνωμία. Θὰ γίνη μιὰ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ σὲ μερικὰ σημεῖα στὰ ὁποία φαίνεται ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Ἐκκλησία πάνω στὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ποῦ ἀνέκυψαν τὸν 4ο αἰῶνα.

Στὸ θεολογικὸ θέμα (Τριαδικὸς Θεὸς) εἶναι ἐκεῖνος ποῦ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ χρόνου, αἰωνίου καὶ ἀϊδίου, καθὼς ἐπίσης τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ «ὅ,τι ἐστιν ὁ Θεός», ποῦ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Τοῦ, τοῦ «τί ἐστι» ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ «πῶς ἐστιν» τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος τὰ ὁποία ἀγνοοῦμε. Ἀκόμη, ὁ Μέγας Βασίλειος ταύτισε τοὺς ὅρους πρόσωπο καὶ ὑπόσταση γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς διαφόρους αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, κυρίως τὸν Εὐνόμιο, καὶ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως καὶ τῆς οὐσίας. Ἐπίσης, ὁμίλησε γιὰ τὸ ἀμέθεκτο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μεθεκτὸ τῶν ἐνεργειῶν Τοῦ, καὶ καθόρισε τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Μὲ συντονισμένες καὶ κοπιαστικὲς περιοδεῖες του, παρὰ τὴν εὔθραυστη ὑγεία του, διαφύλαξε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Οἱ περιοδεῖες ποῦ ἔκανε καὶ οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε σὲ διαφόρους Ἐπισκόπους δείχνουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης.

Μὲ ἀληθινὴ σοφία καὶ ποιμαντικὴ εὐαισθησία καθόρισε τὰ ἐκκλησιαστικά, κανονικὰ καὶ ποιμαντικὰ ζητήματα, ποῦ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του, καὶ τὰ ἀντιμετώπισε μὲ πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως. Εἶναι σημαντικὲς οἱ κανονικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποῦ περικλείουν τοὺς 92 κανόνες τοῦ καὶ δείχνουν τὴν σοφία καὶ τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν 2ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου προσέλαβε καὶ κατοχύρωσε τὰ κείμενα αὐτὰ ὡς ἐκκλησιαστικὰ καὶ κανονικά.

Διαβάζοντας κανεὶς τὶς μεγαλοπρεπεῖς εὐχὲς ποῦ συνέταξε καὶ ἀπήρτισαν τὴν θεία Λειτουργία, ποῦ φέρει τὸ ὄνομά του, θαυμάζει τὸν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως, τὴν θεολογική του πληρότητα, ἀλλὰ κυρίως τὴν πνευματική του ἐμπειρία, ἀφοῦ φαίνεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πλησίαζε ὁ ἴδιος τὸν Θεό, ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς του, καὶ οἱ πλούσιες πνευματικὲς ἐμπειρίες του. Ἡ διδασκαλία τοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἀνάλυση τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση, ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του καὶ ἡ ἀποστολή του στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕναν ὑπέροχο καθρέπτη τῆς ὅλης προσωπικότητάς του. Τὰ ἀσκητικὰ κείμενά του, ὅπως οἱ ἀσκητικοὶ λόγοι, «οἱ ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «οἱ ὅροι κατ’ ἐπιτομήν», καθὼς ἐπίσης καὶ «οἱ ἀσκητικὲς διατάξεις», τὸν ἀποδεικνύουν ὡς τὸν μεγάλο διοργανωτὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου, καὶ διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενα αὐτὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ πόσο γνώριζε στὸ βάθος τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη ποῦ τὴν διακρίνουν, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό.

Οἱ ὁμιλίες του δείχνουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του, τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ποῦ εἶχε ἀποκτήσει, μὲ τὴν σπουδὴ καὶ τὴν μελέτη, ἀφοῦ στὴν ἑρμηνεία στὴν «ἑξαήμερο» κατόρθωσε νὰ συγκεντρώση ὅλες τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ τὶς ἀντιμετωπίση θεολογικά. Ἐπίσης, οἱ ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις στοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ δείχνουν τὴν προσευχὴ ποῦ εἶχε καὶ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τὴν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει. Οἱ ὁμιλίες του φανερώνουν τὴν διακριτικὴ καὶ μαχητικὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν ζητημάτων τῆς ἐποχῆς τοῦ καὶ ἀναφέρονται στοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κοινωνικὲς ἀκαταστασίες. Οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε στὸν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἀδελφό του ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ σὲ ἄλλους Ἐπισκόπους δείχνουν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποῦ εἶχε βιώσει, τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες ποῦ εἶχε περάσει.

Ὅταν διαβάση κανεὶς ὅλο τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο ποῦ ἐπετέλεσε ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὴν μεγάλη ἐμπειρικὴ θεολογικὴ γνώση, τὴν καταπληκτικὴ διάκρισή του, καὶ τὴν ἐκκλησιαστική του σοβαρότητα, μάλιστα μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν, ὅπου καὶ κοιμήθηκε, ἐκπλήττεται γιὰ τὴν μεγάλη χωρητικότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὰ σημαντικὰ διοργανωτικά του προσόντα καὶ τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες του, τὶς ὁποῖες εἶχε ἀποκτήσει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ στὴν μετέπειτα ζωή του. Αὐτὸ δείχνει γιατί τὰ γραπτά του κείμενα ἦταν ἐκεῖνα ποῦ προσδιόρισαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια, ὅπως γιὰ παράδειγμα κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, ἀφοῦ στὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου βρίσκεται ἐν σπέρματι ὅλη ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία, ὅπως καθορίσθηκε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὴν παραπέμπει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κατέχει κεντρικὴ θέση ἡ προσωπικότητα, τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Γιὰ νὰ φανῇ ἡ μεγάλη προσωπικότητά του θὰ ἀναφερθοῦν τέσσερα σημαντικὰ βιβλία, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ποῦ κυκλοφοροῦν, στὰ ὁποία ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ διαπιστώση τὴν πολυεδρικὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Τὸ ἕνα εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Παναγιώτου Χρήστου, μὲ τίτλο «ὁ Μέγας Βασίλειος», στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ὅλη ἡ ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο μὲ πλήρη ἐπιστημονικὴ ἐπάρκεια καὶ ἐπιστημονικὴ ὡριμότητα. Στὸ πρῶτο μέρος μὲ τίτλο «βίος καὶ πολιτεία» παρουσιάζει τὴν καταγωγή, τὶς σπουδὲς καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς μοναχοῦ καὶ πρεσβυτέρου, τὴν ἐπισκοπική, μητροπολιτική, ἐξαρχικὴ καὶ οἰκουμενική του δραστηριότητα. Στὸ δεύτερο μέρος παρουσιάζει τὸν Μέγα Βασίλειο ὡς συγγραφέα ἀπὸ τὰ κείμενά του ποῦ ἔχουν διασωθῇ, ἤτοι τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ τὰ ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀσκητικὰ συγγράμματα, τὶς ὁμιλίες, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὴν θεία Λειτουργία του. Στὸ τρίτο μέρος ἐκτίθεται ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ χριστιανικῆς καὶ ἑλληνικῆς παιδείας, γιὰ τὸ θεολογικὸ (τριαδολογικὸ) πρόβλημα, γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν δημιουργία, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὶς κοινωνικές του ἀπόψεις, γιὰ τὸν μοναχικὸ καὶ πνευματικὸ βίο, καὶ γιὰ τὴν ἐσχατολογική του διδασκαλία. Στὸ τέταρτο μέρος ἀναφέρει τὰ σχετικὰ μὲ τὸ τέλος καὶ τὴν μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν βιβλιογραφία καὶ διαφόρους πίνακες. Πρόκειται γιὰ ἕνα πανόραμα τοῦ βίου, τῆς πολιτείας καὶ τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου.

Τὸ δεύτερο βιβλίο εἶναι τοῦ καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου μὲ τίτλο «ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας». Στὸ ἐξαιρετικὸ καὶ μυσταγωγικὸ αὐτὸ βιβλίο παρουσιάζεται ἡ ζωή, ἡ δράση καὶ ἡ θεολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέσα ἀπὸ τὰ δικά του κείμενα, τὶς ἀπόψεις τῶν συγχρόνων του, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχαῖες καὶ νεώτερες πηγές. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας μὲ γνώση τῶν πηγῶν καὶ τῶν βοηθημάτων παρουσιάζει ἀνάγλυφα, γλαφυρὰ καὶ διηγηματικὰ τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὴν θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, τὶς σπουδές του, τὴν μοναχικὴ ζωή, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς Κληρικοῦ καὶ Ἐπισκόπου, τοὺς ἀγῶνες τοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ διαβάζεται μὲ εὐκολία, μὲ ἱερὰ μέθεξη, καὶ εἶναι ὑπόδειγμα γιὰ τὸ πῶς ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ περάση στὸν λαό. Ἡ διήγηση εἶναι συγκινητικὴ καὶ δημιουργεῖ ἔμπνευση.

Τὸ τρίτο βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Βασιλειὰς» εἶναι συλλογικὸς τόμος καὶ συγκροτεῖται ἀπὸ εἰσηγήσεις ποῦ ἔγιναν στὴν Θεσσαλονίκη σὲ συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Στὸν συλλογικὸ αὐτὸν τόμο Κληρικοὶ καὶ Καθηγητὲς ἐξέθεσαν τὶς ἔρευνές τους στὶς διάφορες οὐσιαστικὲς πλευρὲς τοῦ βίου, τοῦ ἔργου καὶ τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι ἕνας τόμος καταπληκτικός, διότι διάφοροι ἐπιστήμονες παρουσιάζουν πολλὲς πλευρὲς τῆς προσωπικότητας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Καὶ τὸ τέταρτο βιβλίο εἶναι ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τῆς Ὀλυμπίας Παπαδοπούλου-Τσανανὰ μὲ τίτλο «ἡ ἀθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου». Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ὑπόδειγμα διδακτορικῆς διατριβῆς πάνω στὸ θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ διαρθρώνεται σὲ πέντε κεφάλαια. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «τοῦτο ἄνθρωπος» γίνεται λόγος γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ζωὴ τῶν Πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Θεοῦ ἀλλοτρίωσις» ἀναπτύσσεται τὸ θέμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ συνέπειές της, καὶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, παρουσιάζοντας τὴν σχετικὴ διδασκαλία γιὰ τὸν διαβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Στὸ τρίτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ τοῦ Υἱοῦ περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομία» ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸ σεσιγημένο μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάκληση καὶ ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀρχαῖο κάλλος. Στὸ τέταρτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Χριστοῦ μίμησις» ἐκτίθεται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποῦ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν οἰκειοποίηση τῶν καρπῶν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Τέλος, στὸ πέμπτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου» παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ τέλος ἡ σύνοψη καὶ τὰ συμπεράσματα διατρέχουν ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς διατριβῆς. Πράγματι, πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ διατριβή, στὴν ὁποία τονίζονται ὑπέροχες ἀλήθειες, ὅλη ἡ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν δημιουργία του, τὴν πτώση του καὶ τὴν θέωσή του, μέσα σὲ λίγες σχετικὰ (133) σελίδες.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ μιὰ παρατήρηση τὴν ὁποία θεωρῶ σημαντικὴ ποῦ εἶναι ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν ἕως τώρα μελετῶν μοῦ πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία. Ὁ 4ος αἰῶνας ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο στὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, γιατί τότε διαμορφώθηκε καὶ ἐκφράσθηκε ἡ διδασκαλία τῆς στὴν ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ἕως τότε θεολογικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ρευμάτων, καθὼς ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ἀπετέλεσε τὴν βάση τῆς μετέπειτα θεολογίας μέχρι σήμερα.

Ὅλα ὅσα ἀναπτύχθηκαν στὴν Ἐκκλησία στοὺς μετέπειτα αἰῶνες ἀπὸ ἄλλους ἁγίους Πατέρες, ἔχουν τὴν ἐν σπέρματι ἀναφορά τους στὸν 4ο αἰῶνα, δηλαδὴ στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Τρεὶς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες ἔχουν ὁπωσδήποτε ὑπ’ ὄψη τους τὴν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αὐτούς, ἢ ἀναπτύσσουν τὴν διδασκαλία τους, καὶ κυρίως ἀναφέρονται στὴν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν διδασκαλία του.

Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι σὲ βασικὰ ζητήματα στηρίζονται στοὺς Τρεὶς Ἱεράρχες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογιτὴς τὴν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς Χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ κορυφαῖος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ὡς πνευματικό του πατέρα τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ποῦ ἔζησε τέσσερεις αἰῶνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποῦ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα ἀντιμετωπίζοντας τὸν Βαρλαάμ, ποῦ ἐξέφραζε τὴν αὐγουστίνεια θεολογία, ὅπως τὴν παρουσίαζε ὁ δυτικὸς σχολαστικισμός, παραπέμπει συχνὰ στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ τὸ ἴδιο κάνουν οἱ μετέπειτα Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος.

Ἑπομένως, ὁ πυρῆνας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερική, εἶναι ὁ 4ος αἰῶνας, καὶ κατὰ βάση εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἰδιαίτερα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Ἀγαπητοί μου,

Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς τονίσθηκε ὅτι πολλοὶ θεολόγοι ἔχουν ἐντοπίσει ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας, γιὰ τοὺς λόγους ποῦ καταγράφηκαν πιὸ πάνω, κυρίως γιὰ τὸ θεολογικὸ ἔργο τῶν Μεγάλων Πατέρων, θεωρεῖται ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Τότε τέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν ὅλη διοργάνωση καὶ τὴν θεολογικὴ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅμως, τελικὰ θεωρῶ ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας χαρακτηρίζεται ὡς «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε ἁπλῶς γιὰ τὴν διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι οἱ Τρεὶς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι ἕνωσαν στενὰ τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία καὶ βοήθησαν τὴν Ἐκκλησία σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο.

Ὅταν διαβάσουμε προσεκτικὰ τὴν ζωή τους, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀκολούθησαν ὅλη τὴν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Πατέρας ὅλων τῶν αἰώνων, ποῦ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο, τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω εἶναι θεούμενοι μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βοήθησαν τὰ ποίμνιά τους νὰ ζοὺν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ ὁδήγησαν πολλοὺς στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν θέωση.

Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι κάθε αἰῶνας στὸν ὁποῖο ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὴν θέωση, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, εἶναι «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τότε διατηρεῖται αὐτὴ ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἡ πραγματικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων. Ὅλα τὰ ἄλλα κινοῦνται στὴν περιφέρεια καὶ τὴν ἐπιφάνεια. Οἱ ἅγιοι ποῦ γνωρίζουν ἐμπειρικὰ τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας καὶ τῆς σωτηρίας, διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, εἶναι οἱ μυστικοὶ πνευματικοὶ ἀδένες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Κάθε φορὰ ποῦ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανὸς φθάνει στὸν φωτισμὸ ἤδη μετέχει στὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ποῦ προγεύεται μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ ὁλοκληρώνεται πλέον, ὅταν φθάνη στὴν θέωση. Ὁπότε, ὁ «χρυσοῦς αἰὼν» μπορεῖ νὰ περιγραφὴ ὡς ἑξῆς νομίζω. Ὅταν, ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὸν φωτισμό, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν φθάνουν καὶ στὴν θέωση, ἔχουμε «χρυσοῦν αἰῶνα». Ἑπομένως, αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο γιὰ τὸ ποῦ βρισκόμαστε. Λοιπόν, εἶχαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οἱ Χριστιανοὶ στοὺς πρώτους αἰῶνες; Βέβαια τὸ εἶχαν. Τὸ μαρτυροῦν τόσα πολλὰ λείψανα, ποῦ ἔχουμε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχῆ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες».

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ πατερικὴ περίοδος δὲν τελείωσε ποτέ, ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει Πατέρες. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ μεγάλοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν ἐκ πείρας τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια θεολόγησαν ἀπλανῶς. Ἡ ἄποψη ὅτι τελείωσε ἡ πατερικὴ θεολογία τὸν 8ο αἰῶνα, ἔπειτα ἀναπτύχθηκε ἡ σχολαστικὴ θεολογία τὸν 11-13ο αἰῶνα, ποῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερική, καὶ στὴν συνέχεια ἀναπτύχθηκε ἡ ρωσικὴ θεολογία, ποῦ εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο προηγούμενες, εἶναι κακόδοξη ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο, μὴδ' ὑπέρβαινε τὴν θείαν Παράδοσιν». Δυστυχῶς, ἡ σύγχρονη θεολογία ἔχει κάνει σοβαρὰ λάθη καὶ σὲ μερικὰ βασικὰ σημεῖα ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ διδασκαλία.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπικὴ ἑορτάζουμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν τιμᾶμε ἁπλῶς ἐκείνους ποῦ ἐργάσθηκαν ἐγκεφαλικὰ καὶ συνέδεσαν τὸν ἑλληνισμὸ μὲ τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ τιμᾶμε τοὺς μεγάλους ἐκείνους Πατέρας ποῦ μὲ τὴν ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὴν θεολογία τους δόξασαν τὸν Τριαδικὸ Θεό, καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ζοὺν μέσα στὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο Φῶς, καὶ ἔτσι ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους ἐμᾶς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποιμένας καὶ διδασκάλους, ὑποδείγματα τῆς θείας ζωῆς καὶ φωτεινὰ παραδείγματα πρὸς μίμηση.–