Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Θεολογία, Ψυχολογία καὶ Νευροεπιστήμη

(ΠΕΡΙΛΗΨΗ)

Ἡ Εἰσήγηση τὴν ὁποία ἔχω ἑτοιμάσει ἔχει μεταφρασθῆ στὴν ρουμανικὴ γλῶσσα καὶ ἔχει ἤδη δημοσιευθῇ σὲ βιβλίο καὶ σᾶς ἔχει δοθῇ. Περιλαμβάνει τέσσερα σημεῖα, ἤτοι: Πρῶτον, πῶς ἔφθασα νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα καὶ νὰ γράψω τὸ βιβλίο «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» δεύτερον, ὁ ὅρος «ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία» ἔχει γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀμερικανικὴ Ψυχολογικὴ Ἑταιρεία τρίτον, ποιὲς εἶναι οἱ βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ψυχοθεραπείας καὶ τέταρτον, τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ πλευρᾶς σύγχρονης ψυχολογίας καὶ νευροεπιστήμης.

Στὴν συνέχεια, θὰ τονίσω τρία ἄλλα σημεῖα, ὡς εἰσαγωγικὰ στὸ παρὸν Συνέδριο καὶ ἂν χρειασθῇ θὰ ἐπανέλθω στὴν συζήτηση καὶ θὰ ἀπαντήσω σὲ τυχὸν διευκρινιστικὲς ἐρωτήσεις.

1. Ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία

Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἐξετασθῇ ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, δηλαδὴ ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν δὲν ἐρευνηθῇ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι σαφὴς ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δισύνθετος, ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα σὲ μιὰ ἑνότητα. Ὑπάρχει δὲ μεγάλη σχέση μεταξύ τους, ὅπως δύο ἐρωτευμένοι, κατὰ τὴν εἰκόνα ποῦ χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μυστήριο πῶς ἑνώθηκε ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα κατὰ τὴν σύλληψη, ἀλλὰ εἶναι καὶ μυστήριο πῶς χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα κατὰ τὸν θάνατο.

Ἡ ψυχὴ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ζωή, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ζωὴ στὸ σῶμα χωρὶς τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, καὶ ἑπομένως ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ σὲ ὅλο τὸ σῶμα, διαφοροτρόπως. Δὲν συγκρατεῖ τὸ σῶμα τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ κρατᾶ σὲ ἑνότητα τὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἀπὸ τὴν δημιουργία του ἔχει καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ λεγόμενο «πνεῦμα». Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ τρισύνθετο, ἀλλὰ γιὰ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποῦ χαρίτωνε τοὺς Πρωτοπλάστους καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Συγχρόνως ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Τὸ κατ’ εἰκόνα εἶναι τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, τὸ καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ θέωση. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δημιουργία του ἔχει ὁρμὴ νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὸν Θεό, νὰ γίνη θεούμενος. Ἑπομένως, δὲν ἀρκεῖ ἡ βιολογικὴ ζωή, οὔτε τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, ἀλλὰ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωση, ὁ ἁγιασμός, ἡ τελείωση.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο στὶς Ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε στοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν τὶς ὁποῖες ἵδρυσε, γιὰ τὸν σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο. Ὁ σαρκικὸς καὶ ψυχικὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ἱκανότητες, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποῦ ἔχει ψυχὴ καὶ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα χαριτώνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, πνευματικὴ ἀσθένεια, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ νὰ παραμένη ὁ ἄνθρωπος στὴν φυσικὴ ἀνθρωπολογία, στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, καὶ νὰ μὴ φωτίζεται καὶ ἁγιάζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ κάνουμε λόγο γιὰ πνευματικὲς ἀσθένειες ποῦ πρέπει νὰ θεραπευθοῦν, ὥστε νὰ ἱκανοποιηθῇ ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι θεραπευτής, γιατί θεραπεύει τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες θεραπεῖες ἔχουν συνέπειες καὶ στὸ σῶμα καὶ μερικὲς φορὲς ὁ Χριστὸς θεραπεύει καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ὅπως τὸ βλέπουμε στὰ θαύματα ποῦ ἐπετέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ διὰ τῶν ἁγίων.

2. Διάκριση λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνεργείας

Ἡ ψυχή, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «πανταχοῦ τοῦ σώματός ἐστιν». Συγχρόνως, εἶναι ἑνιαῖα καὶ πολυδύναμη, δηλαδὴ ἔχει πολλὲς δυνάμεις ποῦ λειτουργοῦν παράλληλα. Μεταξὺ τῶν δυνάμεων αὐτῶν εἶναι ἡ λογικὴ ἐνέργεια καὶ ἡ νοερὰ ἐνέργεια. Ἡ λογικὴ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς λειτουργεῖ στὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου καὶ χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ στοιχεῖα του γιὰ νὰ ἐκφρασθῇ. Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν σύγχρονη νευροεπιστήμη ὅτι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἐργοστάσιο παραγωγῆς ἐνέργειας καὶ χημικῶν ἑνώσεων. Ἡ ἐνέργεια παράγει χημικὲς ἑνώσεις (νευροδιαβιβαστὲς) καὶ οἱ χημικὲς ἑνώσεις παράγουν ἐνέργεια. Ἔτσι μεταδίδονται οἱ πληροφορίες στὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα, σχηματίζονται οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα. Οἱ νευρῶνες, οἱ συνάψεις τῶν νευρώνων καὶ ἡ ἔκκριση τῶν νεβροδιαβιβαστὼν βοηθοῦν στὴν ἐκδήλωση τῆς λογικῆς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν καταστρέφεται τὸ ὄργανο τοῦ ἐγκεφάλου, τότε δὲν ἐκφράζεται ἡ λογικὴ ἐνέργεια, ὅπως ὅταν βλάπτεται ὁ ὀφθαλμὸς δὲν λειτουργεῖ ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως, ἐνῷ ὑπάρχει τὸ ὄργανο τοῦ ὀφθαλμοῦ.

Στὸ θέμα αὐτὸ ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη ἡ σύγχρονη νευροεπιστήμη, τῆς ὁποίας μάλιστα ἕνας κλάδος της ὀνομάζεται νευροψυχολογία, ἡ ὁποία ἀποδέσμευσε τὴν ψυχολογία ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ διαδοχικὰ τὴν συνέδεσε μαζί της, ὁπότε στὴν ἐποχή μας ὑπάρχει ἡ λεγόμενη γνωσιακὴ νευροεπιστήμη. Τὸ λέγω αὐτὸ γιατί σήμερα οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχοθεραπευτὲς καὶ οἱ θεολόγοι πρέπει νὰ λαμβάνουν σοβαρῶς ὑπ’ ὄψη τους τὰ πορίσματα τῆς νευροεπιστήμης. Ἔχουν γίνει πολλὲς ἀνακαλύψεις στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν μέθοδο τῆς λειτουργικῆς ἀπεικόνισης τοῦ ἐγκεφάλου, ποῦ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοοῦμε.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ κακὴ λειτουργία τοῦ κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος ἐπηρεάζει τὴν ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ κακὴ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπηρεάζει τὴν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ἀφοῦ ὑπάρχει μιὰ ἀλληλεξάρτηση μεταξὺ γονιδίων καὶ περιβάλλοντος. Ἡ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς στὴν φυσική της κατάσταση πρέπει νὰ εὑρίσκεται στὴν καρδιά. Ὅταν οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ καρδιὰ ἐννοοῦν τὴν «βαθεῖα καρδία» ποῦ βρίσκεται στὸ βάθος τῆς σαρκικῆς καρδιᾶς. Ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς καταστάσεως κάνουν λόγο γιὰ θερμότητα, γιὰ σκίρτημα. Φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγάπη κάνουν καὶ τὸ σωματικὸ ὄργανο τῆς καρδιᾶς νὰ κινῆται, ὁπότε ἐκεῖ αἰσθάνονται τὴν νοερὰ ἐνέργεια.

Ἀπὸ τὶς μελέτες ποῦ ἔκανα στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διαπίστωσα ὅτι αὐτὸ ποῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες χαρακτηρίζουν καρδιὰ εἶναι τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία. Ἐκεῖ στὴν καρδιὰ ἐνεργεῖ ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ὅταν ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν δυναστεία τῆς λογικῆς, τῶν παθῶν καὶ τοῦ περιβάλλοντος, ἐκεῖ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ λεγομένη νοερὰ καὶ καρδιακὴ προσευχή, ἐκεῖ φανερώνεται ὁ Θεός.

3. Ἡ παρὰ φῦσιν καὶ ὑπὲρ φῦσιν λειτουργία τῆς λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνεργείας

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνος καὶ αὐτόνομος στὸν κόσμο. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς ποῦ τὸν δημιούργησε καὶ ὁ διάβολος, ποῦ ἦταν ἀρχάγγελος-ἑωσφόρος καὶ ἐξέπεσε ἀπὸ αὐτὴν τὴν δόξα καὶ ἔγινε σκοτεινὸ πνεῦμα. Ἔτσι, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου ἐνεργοῦν στὴν σχέση μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος καὶ στὴν σχέση μεταξὺ λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνέργειας. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ στὸ σῶμα καὶ χαριτώνει τὴν λογικὴ ἐνέργεια γιὰ νὰ ἔχη ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ προσεύχεται λογικά, καὶ τὴν νοερὰ ἐνέργεια γιὰ νὰ προσεύχεται νοερά. Ἀλλὰ καὶ ὁ διάβολος ἐπηρεάζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἐνεργεῖ στὴν λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς κακοὺς λογισμούς, καὶ στὴν νοερὰ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν σκότωσή της.

Οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ οἱ ἐνέργειές της λειτουργοῦν κατὰ φῦσιν, παρὰ φῦσιν καὶ ὑπὲρ φῦσιν. Ἡ κατὰ φῦσιν λειτουργία τῆς λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς εἶναι νὰ παραμένουν στὰ φυσιολογικὰ ἐπίπεδα καὶ νὰ ἐκδηλώνωνται μὲ μιὰ συναισθηματικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰσορροπία, καὶ νὰ ἔχουν κίνηση πρὸς τὸν Θεό. Ἡ παρὰ φῦσιν λειτουργία τῆς λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς εἶναι νὰ κινοῦνται μακρὰν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἐμπάθεια ποῦ ἐκδηλώνεται μὲ ὀργή, ἐπιθετικότητα, μῖσος ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ ὑπὲρ φῦσιν κίνηση τῆς λογικῆς καὶ νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς εἶναι ὅταν ὑπερβαίνωνται τὰ πάθη καὶ ἡ λεγόμενη φυσικὴ ἰσορροπία καὶ ἀναφέρωνται στὸν Θεό, διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεοπτίας.

Αὐτὴ ἡ ἀνάλυση ἔχει μεγάλη σημασία γιατί ὑπάρχουν καταστάσεις ποῦ εἶναι τῆς θείας Χάριτος καὶ δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ ἑρμηνευθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη. Ὅπως ὑπάρχουν ἐκδηλώσεις ποῦ εἶναι δαιμονικὲς καὶ διαφέρουν σαφῶς ἀπὸ τὶς ψυχολογικές. Ἔτσι, πρέπει κανεὶς νὰ ἔχη διάκριση γιὰ τὸ πότε μιὰ ἀρρώστια εἶναι ψυχολογικὴ ἢ ψυχιατρική, πότε εἶναι δαιμονικὴ καὶ πότε μιὰ κατάσταση εἶναι τῆς θείας Χάριτος. Δηλαδή, πρέπει νὰ διακρίνωνται τὰ ἐνεργήματα τῆς θείας Χάριτος ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες καὶ τὶς φυσικὲς καταστάσεις. Συγκεκριμένα, γιὰ τὶς ἀσθένειες πρέπει νὰ ξεχωρίζεται πότε εἶναι σωματικές, πότε εἶναι ψυχολογικές, πότε εἶναι δαιμονικὲς καὶ πότε, ἀλλὰ καὶ πόσο ὑφίσταται ἡ ἀλληλεπίδραση μεταξύ τους.

Μὲ βάση τὴν ἀνάλυση αὐτὴ μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε τέσσερεις περιπτώσεις, ὅπως τὶς ἔχει ἐπισημάνει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Στὴν πρώτη περίπτωση νὰ λειτουργῇ καλὰ ἡ λογικὴ ἐνέργεια καὶ νὰ μὴ λειτουργῇ καθόλου καλὰ ἢ νὰ ὑπολειτουργῇ ἡ νοερὰ ἐνέργεια. Στὴν δεύτερη περίπτωση νὰ μὴ λειτουργῇ καλὰ ἡ λογικὴ ἐνέργεια καὶ νὰ λειτουργῇ καλὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια. Στὴν τρίτη περίπτωση νὰ λειτουργοῦν καλὰ καὶ οἱ δύο ἐνέργειες, λογικὴ καὶ νοερά. Καὶ στὴν τέταρτη περίπτωση νὰ μὴ λειτουργοῦν καλὰ οἱ δύο αὐτὲς ἐνέργειες.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ καλοὶ Πνευματικοὶ Πατέρες πρέπει νὰ γνωρίζουν τὴν ἁρμοδιότητά τους, ὅπως τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νευρολόγους- ψυχιάτρους καὶ τοὺς ψυχολόγους-ψυχοθεραπευτές, ἀλλὰ νὰ καθορίζουν καὶ τὸν βαθμὸ καὶ τὸν τρόπο τῆς συνεργασίας τους. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει βαθὺ πόνο, εἶναι ὁλόκληρος μιὰ πληγή, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται σωματικά, ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ καὶ πρέπει ὅλοι νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ συνεργαζόμαστε γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουμε. Ἔχουμε χρέος ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀποκτήση σωματικὴ ὑγεία καὶ ψυχολογικὴ ἰσορροπία, ἀλλὰ νὰ ἰκανοποιήση τὴν ὁρμή του πρὸς τὸν Θεό.