Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἱερομάρτυς Βατᾶς ὁ Πέρσης, 1 Μαΐου

 

2014-04-06Ὁ ἱερομάρτυς Βατᾶς ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί τήν πίστη στόν Χριστό τήν διδάχθηκε ἀπό τούς προγόνους του. Ἀπό νωρίς ἐκφράσθηκε ὁ ζῆλος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί ζοῦσε ὡς ἀσκητής μέσα στόν κόσμο. Ἀργότερα, σέ ἡλικία 30 περίπου ἐτῶν ἔγινε μοναχός καί μέσα στό Μοναστήρι ἐκδηλώθηκαν τά πολλά καί ποικίλα χαρίσματά του. Τριάντα χρόνια μετά τήν ἐγκαταβίωσή του στό Μοναστήρι ξέσπασε διωγμός τῶν πυρσολατρῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Κατεδίωκαν τούς Χριστιανούς σέ πόλεις καί χωριά, ἀλλά καί τά Μοναστήρια δέν ἀποτελοῦσαν ἐξαίρεση. Οἱ μοναχοί τοῦ Μοναστηριοῦ ὅπου βρισκόταν ὁ ἅγιος Βατᾶς, ὅταν ἄκουσαν ὅτι οἱ στρατιῶτες, πού εἶχαν ἐντολή νά συλλάβουν τούς Χριστιανούς, πλησίαζαν στό Μοναστήρι, ἀποφάσισαν νά φύγουν καί νά κρυφθοῦν, ἀλλά ὁ ἅγιος πῆρε τήν γενναία ἀπόφαση νά παραμείνη γιά νά δώση τήν μαρτυρία τῆς πίστεώς του καί νά ὑποστῆ καί τό μαρτύριο τό ὁποῖο ποθοῦσε. Πράγματι, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό καί στήν συνέχεια σφράγισε τήν ὁμολογία του αὐτή μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔδωσε μάθημα γενναιότητας καί πνευματικῆς ἀνδρείας στούς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι τό Μοναστήρι ἦταν ἄδειο, ἔστρεψαν ὅλη τήν μανία τους καί τήν ὀργή τους στόν ἅγιο Βατᾶ. Ἀφοῦ τόν κακοποίησαν ἄγρια, τόν πῆραν μαζί τους καί τόν παρουσίασαν μπροστά στόν ἀδελφό τοῦ ἄρχοντα Βαρζαναβᾶ, τόν Ἰασδήχ. Αὐτός, ὅταν εἶδε καί ἄκουσε τόν Βατᾶ νά ἀρνῆται νά προσκυνήση τόν ἥλιο καί νά ὁμιλῆ μέ παρρησία γιά τόν Χριστό, τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, διέταξε τόν θάνατό του μέ σκληρά βασανιστήρια. Στήν ἀρχή ἐξάρθρωσαν τούς ὤμους του, κατόπιν τόν ἔδειραν μέ χονδρά ραβδιά καί τοῦ ἔκοψαν μέ μαχαίρια τίς ὠμοπλάτες, καί ὅταν διαπίστωσαν ὅτι ἐξακολουθοῦσε νά παραμένη ἤρεμος καί ἀτάραχος, δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό, τόν ἀποκεφάλισαν καί ἔτσι ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περσίας, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πού προέρχονται ἀπό διάφορες χῶρες ἀπό ὅλη τήν ὑφήλιο φανερώνουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν περιορίζεται σέ κράτη καί ἔθνη, ἀλλά εἶναι οἰκουμενική, καθολική. Δηλαδή, περιλαμβάνει ὅλη τήν οἰκουμένη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ἕνα συγκεκριμένο ἔθνος, ἀλλά οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σέ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς καί ἄν εὑρίσκονται καί σέ ὁποιοδήποτε ἔθνος καί ἄν ἀνήκουν. Γι’ αὐτό καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε: «Εἰς μίαν Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διαφυλάσσει ἀναλλοίωτη τήν πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί μέσα στήν λατρεία της, ἀφοῦ ἡ θεία Λειτουργία ὅταν τελῆται προσφέρεται ὑπέρ τῆς οἰκουμένης. «Ἔτι προσφέρομέν σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῆς οἰκουμένης».

Ἡ Περσία ἔχει ἀναδείξει πολλούς ἁγίους -ὁσίους, μάρτυρας, ἱερομάρτυρας, ὁμολογητάς- οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τόν μεγαλύτερο πλοῦτο της. Ἄλλωστε, πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ οἱ Πέρσες ἀναζητοῦσαν μέ πόθο τῶν ἀληθινό Θεό καί ἀξιώθηκαν, μετά ἀπό ἀπό ἐπίμονη καί ἐπίπονη ἀναζήτηση καί πολύ κόπο, νά τόν βροῦν, νά τόν γνωρίσουν καί νά τόν προσκυνήσουν στήν φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Καί σάν ἀληθινοί ἄρχοντες τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα τῆς καρδιᾶς τους. Τό μεγαλύτερο, ὅμως, δῶρο πού προσέφερε στόν Χριστό ἡ Περσία εἶναι οἱ ἅγιοί της.

Δεύτερον. Ὁ πόθος γιά τό μαρτύριο εἶναι θεάρεστος, καί σέ ἐποχή διωγμῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ τόν πιστό στό νά νά σφραγίση τήν ὁμολογία του γιά τόν Χριστό μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του. Σέ περίοδο εἰρήνης, ὅμως, ὁ πόθος γιά τό μαρτύριο, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐκδηλώνεται διαφορετικά καί μέ πολλούς τρόπους. Ὅπως π.χ. μέ τήν αὐταπάρνηση καί τήν ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό νά ἀγαπᾶ κανείς ὅλους τούς ἀνθρώπους, φίλους καί ἐχθρούς, ἀνιδιοτελῶς, καί νά προσεύχεται γι’ αὐτούς, ἐπειδή, ὅπως λέγει ἅγιος ὁ Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, τό νά προσεύχεσαι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι σάν νά χύνης αἷμα. Μέ τό νά ταπεινώνεται κανείς καί νά ὑπομένη καθημερινά τούς πειρασμούς, τίς δυσκολίες καί τά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό.

Κάθε ἄνθρωπος πάνω στήν γῆ σηκώνει τόν δικό του σταυρό καί χαράζει τήν δική του πορεία. Ὅταν ἐπιλέξη νά συνοδοιπορῆ μέ τόν Χριστό στόν Γολγοθᾶ, τότε θά συσταυρωθῆ μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί θά συναναστηθῆ μαζί Του καί θά ζῆ αἰώνια στήν Βασιλεία Του.

Ἐπίσης, στήν περίπτωση πού κάποιος ἀσθενεῖ βαρειά, καί δέν γογγύζει, δέν διαμαρτύρεται, ἀλλά ὑπομένει τήν ἀσθένειά του εἰρηνικά, μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ ζωντανή μαρτυρία γιά τόν Χριστό καί μέ μαρτύριο. Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὅσο περισσότερο ὑπομένει κανείς τούς πειρασμούς καί τίς δοκιμασίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, τόσο περισσότερο «πλησιάζει» τόν Θεό, τόν γνωρίζει καί ἀποκτᾶ προσωπική κοινωνία μαζί Του. Μᾶλλον ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο πού ὑπομένει τά πάντα ταπεινά καί δοξολογικά, καί εἶναι μαζί του, τόν προσέχει, τόν φροντίζει καί εἰσακούει τήν δέησή του, ὅταν ἐκεῖνος δέεται καί παρακαλεῖ γιά θέματα πού εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του, καί συμβάλλουν στήν σωτηρία του. «Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον, καί προσέσχε μοι καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου» (Ψαλμ. 39, 2). Τέλος, μαρτύριο ἀποτελεῖ καί ὁ καθημερινός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν του. Ἐπειδή, τό νά νικήση κανείς τά πάθη του καί νά καθαρίση ἀπό αὐτά τήν καρδιά του, οὕτως ὥστε νά ἀξιωθῆ νά γίνη κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χρειάζεται νά χύση αἷμα, σύμφωνα μέ τόν Πατερικό λόγιο «δῶσε αἷμα νά λάβης Πνεῦμα».

Κάθε ἄνθρωπος πάνω στήν γῆ σηκώνει τόν δικό του σταυρό καί χαράζει τήν δική του πορεία. Ὅταν ἐπιλέξη νά συνοδοιπορῆ μέ τόν Χριστό στόν Γολγοθᾶ, τότε θά συσταυρωθῆ μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί θά συναναστηθῆ μαζί Του καί θά ζῆ αἰώνια στήν Βασιλεία Του. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος πάνω στήν γῆ κάποτε τελειώνει. Ὅμως, ἡ ζωή δέν τελειώνει, ἀλλά τελειοῦται. Ὁ πόθος τῆς τελειώσεως διά τοῦ μαρτυρίου εἶναι θεάρεστος, ἀλλά προϋποθέτει μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό, αὐταπάρνηση, ἀρχοντιά, ἀνδρεία, καί λεβεντιά.