Skip to main content

Γραπτὰ κυρήγματα: Ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ καί τό περπάτημα πάνω στήν θάλασσα

Κυριακή Θ΄ Ματθαίου (10 Αὐγούστου)

 

Μετά τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, πού εἴδαμε τήν προηγούμενη Κυριακή, ὁ Χριστός ἀνάγκασε τούς Μαθητές Του, ἐπειδή προφανῶς δέν ἤθελαν νά ἀποσπασθοῦν ἀπό κοντά Του, νά ἀνεβοῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν ἀπέναντι, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἀνέβηκε πάνω στό ὄρος γιά νά προσευχηθῆ. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «καί ἀπολύσας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι» καί βεβαιώνει ὅτι ὅταν βράδυασε, ἦταν ἐκεῖ μόνος Του (Ματθ. ιδ΄, 23).

Βέβαια, κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός ἦταν πάντοτε ἑνωμένος, ὡς Θεός, μέ τόν Πατέρα Του, ἀφοῦ ἦταν ὁμοούσιος μέ Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί δέν χρειαζόταν ἀπομόνωση γιά προσευχή, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς. Μέ αὐτήν, ὅμως, τήν πράξη ἤθελε νά διδάξη τούς Μαθητές Του ὅτι ἔπρεπε νά βρίσκουν εὐκαιρία γιά νά ἡσυχάζουν κατά μόνας καί νά προσεύχωνται. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρατηρεῖ: «πάντα δι’ ἡμᾶς ποιεῖ, οὐ γάρ αὐτός ἐδεῖτο προσευχῆς».

Πάντως, στόν Χριστό ἡ θεότητά Του ἦταν πάντα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό αὐτήν, χωρίς οἱ δύο φύσεις νά ὑποστοῦν κάποια ἀλλοίωση. Πάντοτε ὑπῆρχε μέσα στό Σῶμα Του τό Φῶς τῆς θεότητος, καί κάποτε-κάποτε ἐπέτρεπε νά φανερωθῆ, ὅπως ἔγινε ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, πού οἱ παριστάμενοι Μαθητές εἶδαν ὅλο τό Σῶμα Του φωτεινό. Ἔτσι καί ἐδῶ, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς Του, ἄν ὑπῆρχε κάποιος ἀπό τούς Μαθητές Του, θά ἔβλεπε τόν Χριστό νά προσεύχεται μέσα στό Φῶς, καί αὐτό τό γεγονός ἦταν μιά ἄλλη Μεταμόρφωση. Ἄλλωστε, καί στό ὄρος τό Θαβώρ πού μεταμορφώθηκε, αὐτό ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς Του (Λουκ. θ΄, 29).

 

Ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἠρεμεῖ, εἰρηνεύει, ἐνδυναμώνει τόν ἄνθρωπο, πού βρίσκεται στό σκοτάδι καί σέ μεγάλους κινδύνους.

 

Ὅμως, ἐκείνη τήν ὥρα πού ὁ Χριστός ἦταν στό ὄρος, οἱ Μαθητές Του ἦταν μέσα στήν λίμνη Γενησαρέτ, πού λεγόταν καί θάλασσα λόγῳ τοῦ μεγέθους της, καί τό πλοῖο συνταρασσόταν ἀπό τόν ἀέρα καί τά κύματα. Τό βράδυ, λοιπόν, κατά τήν τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός, περίπου μεταξύ 3-6 ἡ ὥρα μετά τό μεσονύκτιο, οἱ Μαθητές εἶδαν κάποιον νά βαδίζη πάνω στά κύματα. Ἐπειδή νόμισαν ὅτι ἦταν κάποιο φάντασμα, φοβήθηκαν καί φώναξαν. Ἀμέσως, ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί· μή φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄, 27). Στήν συνέχεια διόρθωσε τήν ὀλιγοπιστία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος βυθιζόταν λόγῳ τῆς ὀλιγοπιστίας αὐτῆς, καθώς ἐπίσης ἔδωσε ἐντολή νά σταματήση ὁ ἄνεμος καί ἡ θαλασσοταραχή.

Οἱ Μαθητές ἔβλεπαν κάποιον νά περπατᾶ πάνω στά κύματα, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας καί τόν θεώρησαν ὡς φάντασμα. Δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τό Σῶμα Του, «οὐ γάρ ἀπό τοῦ εἴδους ἐγνώρισαν αὐτόν», λόγῳ τῆς νύκτας καί τοῦ φόβου, ἀλλά εἶδαν κάποια μορφή. Φαίνεται ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Χριστός ἐπέτρεψε νά ἐξέρχωνται ἀπό τό Σῶμα Του μερικές ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του, γι’ αὐτό μέσα στήν νύκτα οἱ Μαθητές νόμισαν ὅτι εἶναι φάντασμα. Πάντως, ὁ λόγος «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε», μετέδωσε στούς Μαθητές δυνατή ἐνέργεια, ἀληθινό φῶς, πού ἐξεδίωξε τόν φόβο καί τούς μετέδωσε ἀκράδαντη πίστη. Καί ἡ παρουσία Του μέ τόν λόγο «ἐγώ εἰμι» ἦταν σάν νά τούς ἔλεγε: «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», «ἐγώ εἰμι ἡ ζωή». Αὐτό γέμισε μέ ἐλπίδα καί θάρρος τούς Μαθητές, ἀλλά εἰρήνευσε καί ὁλόκληρη τήν κτίση. Ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἠρεμεῖ, εἰρηνεύει, ἐνδυναμώνει τόν ἄνθρωπο, πού βρίσκεται στό σκοτάδι καί σέ μεγάλους κινδύνους.

Ἕνα τέτοιον Θεό ἔχουμε, ὁ Ὁποῖος προχέει τό θεῖο Φῶς, προσεύχεται γιά μᾶς, μᾶς ἐνδυναμώνει σέ ὅλες τίς δυσκολίες στήν ζωή μας, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι. Αὐτός ὁ Θεός μᾶς προτρέπει νά προσευχόμαστε, ὥστε μέ τήν προσευχή νά λαμβάνουμε τό θεῖο Φῶς Του καί νά ἔχουμε θάρρος καί δύναμη, νά ἔχουμε πίστη καί τότε θά Τόν βλέπουμε νά ἔρχεται κοντά μας ὡς Φῶς, ζωή καί εἰρήνη, ἀκόμη καί στίς πιό σκοτεινές καί ταραγμένες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ

  • Προβολές: 2902