Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Α')

 

τοῦ Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

 

Γεώργιος ΘεοτοκᾶςΓεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1905 ὅπου καί τελείωσε τίς ἐγκύκλιες σπουδές του. Το 1923 ἦρθε στήν Αθήνα ἀκολουθώντας τό διάσημο νομομαθή πατέρα του φορτωμένος μέ γλωσσομάθεια καί πολιτιστικά στοιχεῖα, πού τά ἐστερεῖτο τότε ἡ καημένη ἡ «ψωροκώσταινα» πατρίδα μας.

Ἀπ’ τήν Αθήνα ὅπου σπούδασε νομικά, πῆγε γιά μεταπτυχιακές σπουδές στό Παρίσι καί τό Λονδίνο, δεδομένου ὅτι ἡ βιοτική του κατάσταση τοῦ τό ἐπέτρεπε.

Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης ὁ Θεοτοκᾶς παρουσιάζεται πάνοπλος μέ ὅλα τά ἰδεολογικά ἐφόδια καί τήν θεωρητική προπαρασκευή. Ἰδιαίτερα νιώθει μέσα του νά τόν βαρύνη ὁ κριτικός νοῦς, ὁ κριτικός λόγος, ὁ στοχασμός. Γι’αὐτό καί τοποθετεῖται στό κέντρο τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων καί ἀναζητήσεων τοῦ καιροῦ του  «Κριτικό πεζογράφο» τόν χαρακτηρίζει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος «Τά πρόσωπα καί τά χαρτιά μου 1943 σ. 84». Καί τό βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ «ἡ Αργώ» δέν εἶναι μυθιστόρημα στήν κυριολεξία, ὅπως τό χαρακτήρισαν πολλοί. Εἶναι τό χρονικό μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς ἐποχῆς μέσα στήν περιοχή τῆς νεότητος. Καί μάλιστα πού ἀναζητάει πνευματικούς ὁδηγούς καί διεξόδους γιά τή λύση τῶν κοινωνικῶν, τῶν ἠθικῶν καί μεταφυσικῶν προβλημάτων.

Τόν τραβᾶ ἰδιαίτερα ἡ ἰδέα τῆς ἀγωνιστικῆς καθοδήγησης καί τῆς ἀνάλυσης τῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του. Τό γράψιμο γίνεται ἡ ἀγαπημένη του ἀσχολία. Γράφει δοκίμια μελέτες, κριτικές, ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις.

Θεωροῦσε σάν ὕψιστο χρέος κάθε πνευματικοῦ ἄνδρα τήν πνευματική του καθοδήγηση και τήν συμμετοχή του στά κοινά πράγματα τοῦ τόπου του, γιά νά ἀνεβῆ ἡ πολιτισμική καί πολιτιστική στάθμη τῆς κοινωνίας. Τόν στεναχωρεῖ πού ἡ δική του πατρίδα, ἡ φτωχή Ἑλλάδα, εἶναι οὐραγός πολιτιστικά τῆς ἄλλης Εὐρώπης. Αὐτή πού σέ προηγούμενες ἐποχές ἔδωσε τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ σ’ὅλη τήν οἰκουμένη, τώρα φυτοζωεῖ. Ζῆ τό δράμα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, τόν ξεριζωμό τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπ’ τίς «χαμένες Πατρίδες», τούς ἐσωτερικούς βαρεῖς διχασμούς, τά στρατιωτικά κινήματα, τίς οἰκονομικές κρίσεις. Οἱ Ἕλληνες πονοῦν ἕως ἕνα σημεῖο, οἱ νέοι μαραίνονται, στρέφουν ἱκετευτικά τά μάτια τους πρός τήν Εὐρώπη, ζητώντας ἀπό κεῖ κάποιο φῶς. Σέ δεινή θέση ὅμως βρίσκεται καί κείνη. Ὑπάρχουν προστριβές κοινωνικῶν ρευμάτων, διαλεκτικές ἀκροβασίες. Ὁ Θεοτοκᾶς παρακολουθεῖ καί ἐρευνᾶ τίς ἀποτυχίες καί καταλήγει στό συμπέρασμα πώς ἡ ἱστορία ἀνοίγει δύο δρόμους γιά νά πορευθῆ ἡ κοινωνία στό μέλλον. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κομμουνισμός καί ὁ ἄλλος ἡ δημοκρατική ὁμοσπονδιακή ἕνωση τῶν λαῶν.

Πρῶτα ὁ κομμουνισμός. Πάντα ἦταν σέ ἀντιδικία μέ τούς ἐκπροσώπους του. Πιστεύει πώς ὁ κομμουνισμός δείχνει περιφρόνηση πρός τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Πώς στά κομμουνιστικά καθεστῶτα καταργήθηκε ἡ πνευματική ἐλευθερία και ὁ κριτικός στοχασμός.

«Πιστεύω (γράφει) πώς δέν σώζεται ἡ ἀνθρωπότης, ἄν καταστραφῆ τό πνεῦμα και δεσμευθῆ τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων της ... οἱ ἐλπίδες ὅλου τοῦ κόσμου πού πιστεύουν στήν ἐλευθερία συγκεντρώνονται στήν Δύση παρά τίς ἀδυναμίες της ... γιατί μόνον ἐκεῖ σήμερα συντηρεῖται ἡ φιλελεύθερη καί ἀνθρωπιστική κληρονομιά τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος καί τῆς Νεώτερης Εὐρώπης. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τήν γραμμή αὐτή, ὅσο καί ἄν φαίνεται ἐπιφανειακῶς δικαιωμένη ἀπό πρόσκαιρες καταστάσεις δέν νομίζομε ὅτι μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσῃ ἀλλοῦ παρά μόνον σέ συμφορές». (Βλ.« Πνευματική πορεία» σ.ΙΙΙ. )

 

Εἶναι, ἐξάλλου, ἀπό τούς πρώτους« κοσμικούς» συγγραφεῖς πού ἀνασύρουν ἀπό τή λήθη τό κύριο ἔργο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, τήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν.

 

Ἡ σκέψη τοῦ Θεοτοκᾶ, βεβαίως, δέν κλείνει ἐδῶ. Οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τοῦ καιροῦ του ἀπησχόλησαν τήν σκέψη του, ἀλλά δέν ἐξήντλησαν τούς στοχασμούς του. Ἔτσι ὁ Θεοτοκᾶς προσθέτει στούς κύκλους τῶν στοχασμῶν του μιά σειρά ἀπό ταξειδιωτικές ἐμπειρίες καί ἐντυπώσεις ἀπό τήν Σουηδία, ἀπό τήν Μέση Ἀνατολή καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό τήν Ἀμερική. Καρπός ἐμπειριῶν ἀπό τό Ταξείδι του στίς ΗΠΑ, πού διήρκεσε ἕξι μῆνες, ὑπῆρξε τό «Δοκίμιο γιά τήν Ἀμερική» 1954, ἕνα ἀπό τά προσεκτικότερα καί ἀξιολογότερα βιβλία ἐντυπώσεων ἀπό τήν μεγάλη ἀμερικανική συμπολιτεία. Τόν Θεοτοκᾶ τόν ὁδήγησε στίς  ΗΠΑ ὄχι ψιλή περιέργεια, ἀλλά δίψα πνευματική. Δίψα νά μάθῃ νά λάβῃ ἀπάντηση ἀπό πρῶτο χέρι σέ ἐρωτήματα, ὅπως ποιά εἶναι ἡ Ἀμερική, ποιός ὁ πολιτισμός της, ποιές οἱ ρίζες της, ποία ἡ σύσταση τῆς δημοκρατίας της καί κυρίως τί ἀντιπροσωπεύει γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Εἰδικότερα γιά  τήν ἐλευθερία καί τήν ὑπόσταση τῆς Εὐρώπης. Ὅταν ἡ Ἀμερική φτερνίζεται, (εἰπώθηκε), ἡ Εὐρώπη ὑποφέρει ἀπό πνευμονία. Αὐτά, λοιπόν, καί ἄλλα ἠθέλησε νά μάθῃ ὁ Θεοτοκᾶς. Ἡ ἴδια δέ πνευματική δίψα τόν ὁδήγησε καί στή Σουηδία. Καί στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Μέση Ἀνατολή.

Εἰδικῶς ἐδῶ, ἐξ’ ἀφορμῆς τοῦ ταξειδίου του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος κλπ., πρέπει νά παρατηρηθῆ, ὅτι ὅπως δείχνει τό πρᾶγμα, ὁ Θεοτοκᾶς ἠσθάνθη μέ τήν πρόοδο τοῦ βίου του (ἤ διότι: ἄστραψε φῶς κι’ ἐγνώρισε ὁ υἱός τόν ἑαυτό του, κατά τόν βαθύ στίχο τοῦ Σολωμοῦ ἀπό τόν Πόρφυρα), ὁ Θεοτοκᾶς, λέγω, ἠσθάνθη τήν μεταφυσική γλυκύτητα καί τό πνευματικό, τό ἱστορικό βάθος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἠσθάνθη τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιστροφῆς στίς Πηγές καί τίς Ρίζες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γράφει σχετικῶς: ἔτσι εἴδαμε στίς ἡμέρες μας τόν Εὐγένιο Ὀ Νήλ, ὕστερα ἀπό τήν ἀγωνιώδη πνευματική καί καλλιτεχνική περιπλάνηση, πού ἐκφράζει το πολύμορφο δραματικό ἔργο του, νά ἐπιστρέφῃ στήν Καθολική Ἐκκλησία τῶν Ἰρλανδῶν γονέων του. Καί γιά τόν Ἕλληνα, ἡ μεγάλη παράδοση, ὁ χρυσός  πνευματικός κανόνας βρίσκεται στό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος τοῦ κλασσικοῦ Ἑλληνισμοῦ συναντιέται μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρακολουθεῖ τήν πνευματική κίνηση καί τά ἔργα τῶν εὐρωπαίων συγγραφέων. Τόν πιάνει μελαγχολία καί τήν ἐκφράζει ὅταν συγκρίνη τή θέση τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Εὐρώπη. Τήν βρίσκει πολύ πίσω. Καί γράφει: «Τίποτα! Τό αἰσθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πώς δέν ἀντιπροσωπεύουμε τίποτα, πώς κανείς δέν μᾶς λογαριάζει στά σοβαρά, πώς δέν μποροῦμε νά δικαιολογήσουμε τή θέση πού κρατοῦμε στήν Εὐρώπη, πώς εἴμαστε στά μάτια τῶν ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζῆδες καί μικρομπακάληδες καί τίποτα περισσότερο. Ἀφοῦ περιπλανηθοῦμε ἀρκετά μές’ στόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό γυρνοῦμε κάποτε στό σπίτι μέ σφιγμένη τήν καρδιά. Ποῦ εἶναι λοιπόν οἱ Ἑλληνες; Τούς γυρέψαμε παντοῦ καί δέν τούς βρήκαμε πουθενά.»

Ἔγραψε ὕστερα τό πρῶτο του βιβλίο «Ἐλεύθερο Πνεῦμα », πού ἔχει τήν ἀρχή του ὁ στοχαστής καί ὕστερα τό «Ὧρες ἀργίας» πού ἔχει τη θέση του ὁ λογοτέχνης Θεοτοκᾶς. Ἔτσι κέρδισε ἀμέσως τό δικό του χῶρο στήν πνευματική μας ζωή.

Στά ἑπόμενα χρόνια, ὡς τήν ἔναρξη τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θά ἐκδώση τή μνημειώδη  «Ἀργώ» τό «Δαιμόνιο» καί τόν «Εὐριπίδη Πεντοζάλη». Τό πρόσωπο πού στήν Ἀργώ λαμβάνει ὑπεράνθρωπες καί σχεδόν μυθικές διαστάσεις, εἶναι ὁ ἰδεατός τύπος τοῦ Ἕλληνα. Ἀργότερα θά γράψη τόν «Λεωνῆ ». Μέ αὐτό ὁ συγγραφέας καταφεύγει στήν παραδεισένια ἁπλότητα καί ἀγαθότητα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας. Νοσταλγεῖ τόν γαλήνιο κόσμο τῆς παιδικῆς του ζωῆς. Γιά τό ἔργο του «Ἀλκιβιάδης», γράφει ὁ Πανεπιστημιακός Π.Δ. Μαστροδημήτρης: «Ὁ Θεοτοκᾶς συμπυκνώνει λειτουργικά δύο παραδόσεις: ἡ ἀρχαία ἑλληνική πίστη ὅτι τόν ὑπερβολικό ἂνθρωπο θά τόν τιμωρήσει ἡ θεία δίκη ( Ἄτη τῶν ἀρχαίων), καί ἡ χριστιανική ἁμαρτία μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποτυχίας νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καί τόν Θεό. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλκιβιάδη συγκεντρώνει ἱστορικά ὅλα τά γνωρίσματα ἑνός μεγαλοφυοῦς τυχοδιώκτη. Ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ στό ἴδιο ὕψος τόν ἑαυτό του καί τήν πατρίδα του. Ἡ Ἀθήνα κι ἐγώ εἴμαστε τώρα ἴσια κι ἴσια, νομίζω. Τήν κατέστρεψα, μά ἔκαμε ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι της γιά νά μέ ἐξοντώσει κι αὐτή, θά πεῖ γεμάτος ἀλαζονεία ὁ Ἀθηναῖος στρατηγός πού δέν μπόρεσε ποτέ νά ἀγαπήσει. Καί μετά ἀπό τήν ὑπερκινητικότητα, τόν θόρυβο καί τήν καταστροφή, ἡ ζωή του ὅλη θά τελειώσει ἄδοξα καί ἐξευτελιστικά. Ἀπό τόν ἄνθρωπο πού πέρασε τή ζωή του παλεύοντας μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τούς θεσμούς, μέ τούς θεούς δέν θα μείνει παρά μιά στιγμιαία «αἰσθητική» λάμψη. Αὐτός ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιά τό Θεοτοκᾶ τό ὁριστικό τέλος μιᾶς πνευματικῆς στάσης καί ταυτόχρονα τήν ἀρχή μιᾶς πολλές σύλληψης καί βίωσης πολλές τοῦ κόσμου καί τῶν συμβόλων τῆς Ὀρθοδοξίας». (Ὁδοιπορία Γ. Θεοτοκᾶς σ 41 ).

Στίς σημειώσεις τῶν θεατρικῶν ἔργων Β’ καί στό τελευταῖο του ἔργο «Ἡ ἄκρη τοῦ δρόμου» πού γράφτηκε τό 1960, γράφει ὁ ἴδιος «ἕνα πολύ ὀδυνηρό δράμα τῆς ἰδιωτικῆς μου ζωῆς μέ εἶχε κινήσει νά ἔλθω σ’ἐπαφή μέ τίς πηγές τῆς Ὀρθοδοξίας (Θεατρικά ἔργα Ν. Λογοτεχνία σ. 45). Προφανῶς ὑπαινίσσεται τόν θάνατο τῆς πρώτης γυναίκας του, Ναυσικᾶς. Τήν μεταστροφή του αὐτή τή βλέπουμε καθαρά στό βιβλίο του «Στήν ἄκρη τοῦ δρόμου», στή στάση τῆς θεόπνευστης μορφῆς τοῦ μητροπολίτη Συμεών. Τό δίλημμα τοῦ μητροπολίτη, ἀνάμεσα στό πατριωτικό χρέος καί τήν χριστιανική ἀνθρωπιά, ἀνάμεσα δηλαδή στόν Ἕλληνα καί στό Χριστιανό, θά τοῦ δώση τίς διαστάσεις ἑνός ἥρωα τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Ὁ Χριστιανός θά μείνη μέσα του ἀνέγγιχτος, γιατί «εἶναι μεγάλο πράγα, εἶναι φοβερό, εἶναι συνταρακτικό τό νά εἶσαι χριστιανός». (Νεοελληνική Λογοτεχνία, 71 σ. 347). Ὁ Συμεών εἶναι πρῶτα Χριστιανός καί ὕστερα πολίτης. Σέ ὅλες πρωτεύει ἡ πίστη στόν Θεό. Σέ δεύτερη μοίρα ὅποια δράση, ὅποιος στοχασμός, ὅποια κοινωνική ἀναγνώριση.

Τήν πίστη του ὁ Θεοτοκᾶς τήν ἀναπαρασταίνει μέ γνήσιο χριστιανικό παλμό, σέ βαθμό πού σέ μιά στιγμή ὁ μητροπολίτης ἀγγίζει «τό ἄκτιστο φῶς» μέσω τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» τῶν ἡσυχαστῶν (ὅ.π. σ. 354). Σχετική παρατήρηση διατυπώνει καί ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς στό βιβλίο του «Ὀρθοδοξία καί Δύση» τόμ. Ε. σ.167). Γράφει: «Ἦταν ὁ πρῶτος, ἀκόμα καί ἀπό τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους πού μίλησε τά τελευταῖα χρόνια στήν Ἑλλάδα για τή νηπτική παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας, τή νοερά προσευχή καί τά ἰδεώδη τοῦ «ἡσυχασμοῦ». Εἶναι, ἐξάλλου, ἀπό τούς πρώτους« κοσμικούς» συγγραφεῖς πού ἀνασύρουν ἀπό τή λήθη τό κύριο ἔργο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, τήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Ἀπό τό ἀπάνθισμα αὐτό - ἰδιαίτερα πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του- θά ἐνδιαφερθεῖ νά ἀντλήσει πληροφορίες γιά την «νοερά προσευχή» καί τόν μοναστικό τρόπο ζωῆς  πού ὁδηγεῖ στη «θέωση». Τό κύριο ὅμως σημεῖο τῆς προσφορᾶς του δέν ἔγκειται στό ὅτι ἀνακάλυψε μιά μυστική παράδοση, ἀλλά στό ὅτι ἐπιχείρησε νά τήν ἐνσωματώσει στήν κοσμική πραγματικότητα, ἔξω δηλαδή ἀπό τόν μοναστικό χῶρο.

Τήν ἀγωνία του καί τήν ἀνησυχία του γιά τόν στραβό και ἄθεο δρόμο πού ἀκολουθεῖ ἡ κοινωνία μας, ἰδίως μέ τήν κρίση τοῦ 1965, θά ἐκφράση μέ δύο βιβλία του. Τό πρῶτο μέ τίτλο ἡ «Ἐθνική κρίση» καί περιλαμβάνει διάφορα ἄρθρα καί τό δεύτερο εἶναι ἕνα μυθιστόρημα μέ τίτλο «Οἱ καμπάνες ».

Στό πρῶτο διαφαίνεται ἡ ἀγωνία του γιά τήν πολιτική τρικυμία καί τά ἐνδεχόμενά της. Ἡ δημοκρατία χάνεται, τά κοινωνικά προβλήματα ὀξύνονται, ὁ λαός διαμαρτύρεται. Καί ποιός φταίει; Ὁ Θεοτοκᾶς ρίχνει τήν εὐθύνη στούς ἄρχοντες, πού εἶχαν χάσει τόν προσανατολισμό τους. Πρέπει νά ξυπνήσουν, φωνάζει, γιά νά μήν ξυπνήσουμε ἕνα πρωΐ κι ἀκούσουμε τόν στίχο ἀπό τό στόμα τοῦ ἀγγέλου «πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ πόλη νά τουρκέψει ...».

Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί τό μυθιστόρημα «Οἱ καμπάνες». Κεντρικός ἥρωας σ’ αὐτό εἶναι ἕνας μεγαλοτραπεζίτης. Ταξιδεύει σ’ ὅλες τίς μεγαλουπόλεις τοῦ λεγόμενου ἐλεύθερου κόσμου γιά νά παρακολουθῆ τά μεγάλα τραπεζικά συνέδρια. Τό κεφάλι του γεμίζει ἀπό καμπανοκρούσματα ὀλέθρου. Στό Παρίσι βλέπει τόν Σηκουάνα νά ξεχειλίζη καί νά καταποντίζη τήν πόλη «τῶν Φώτων», τόν πύργο τοῦ Ἄϊφελ νά γκρεμίζεται καί στή Νέα Ὑόρκη τούς οὐρανοξύστες νά γέρνουν καί νά θρυμματίζονται στή γῆ. Μισότρελος ἀπ’ τόν πανικό ὁ τραπεζίτης ἐγκαταλείπει τόν ἀστικό κόσμο καί γυρεύει διέξοδο στή φυγή καί στόν ἔρωτα.

«Οἱ καμπάνες» εἶναι τολμηρό βῆμα τοῦ Θεοτοκᾶ. Δείχνει ὁλοκάθαρα πώς ἡ ἔλλειψη συναισθηματικῆς πίστης καί πνευματικότητας, καθώς καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τό λῶρο τῆς πατρικῆς πίστης, ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο πολλές φορές στήν παραφροσύνη.

Γιά τόν Θεοτοκᾶ ἡ «Ἑλληνική» Ὀρθοδοξία εἶναι βαθιά συνυφασμένη μέ τήν ἑλληνική ζωή. Εἶναι θρησκεία στό μέτρο τοῦ ἀνθρώπου, φωτεινή, θερμή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι  δημοκρατική. Ἡ ἠθική της εἶναι ἀνθρωπιστική. Αὐτή τήν εἰκόνα τοῦ δυναμικοῦ Χριστιανισμοῦ, καί εἰδικότερα τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπτύσσει σέ τρία ἄρθρα του τό 1950. Σκοπός του εἶναι νά ἀναβαπτίση τό νεοελληνικό μυθιστόρημα σέ ἑλληνοχριστιανικές πηγές. Ἡ τάση του αὐτή φαίνεται ὁλοκάθαρη στό μυθιστόρημά του «Ἀσθενεῖς καί Ὁδοιπόροι», ὅπου δεσπόζει ἡ μορφή τοῦ Μαρίνου Βελῆ, μετέπειτα μοναχοῦ Τιμοθέου, πού σέ κάποια στιγμή θά πῆ: «Τοῦτος ὁ κόσμος δέν πάει καλά. Εἶναι κοινό μυστικό. Ὅσο μακριά, ὅσο ψηλά κι ἄν τόν φέρει ἡ ἄμετρη φιλοδοξία του, ὅσες τέχνες κι ἄν δοκιμάσει, ὅποιο σύστημα ζωῆς κι ἄν ἐφαρμόσει, χωρίς ἀγάπη δέ θά βρεῖ πιά ἄλλο τίποτα παρά τό κενό, τό φόβο καί τήν κόλαση. Ὅμως δέν παραδέχομαι ὅτι ὁ κόσμος χάθηκε, ὅτι ἔφτασε ἡ τελευταία του ὥρα ...». (Ἀσθενεῖς καί ὁδοιπόροι  σελ. 454). Καί ἀλλοῦ: «Καί ἐπειδή ἡ σύγχυση καί ἡ ἀσυναρτησία τοῦ μοντερνισμοῦ δέ μέ βοηθοῦν καθόλου σ’αὐτή τήν κατεύθυνση, μά τοὐναντίον μ’ὁδηγοῦν στήν καταστροφή.»

 

 

Τό κύριο ὅμως σημεῖο τῆς προσφορᾶς του δέν ἔγκειται στό ὅτι ἀνακάλυψε μιά μυστική παράδοση, ἀλλά στό ὅτι ἐπιχείρησε νά τήν ἐνσωματώσει στήν κοσμική πραγματικότητα, ἔξω δηλαδή ἀπό τόν μοναστικό χῶρο.

 

 

Καί ἀλήθεια, πρός τά πίσω εἶναι ὁ σωστός καί σωτήριος δρόμος πού θ’ ἀκολουθήση ὁ Θεοτοκᾶς. Αὐτήν τήν πορεία του θά περιγράψη στό νέο του δίτομο βιβλίο του μέ τίτλο   « Ἀσθενεῖς καί Ὁδοιπόροι ». Τό πρῶτο μέρος του ἦταν πρῶτα ἀνεξάρτητο καί φέρνει τόν τίτλο «Ἱερά Ὁδός ». Κεντρικός ἥρωας σ’ αὐτό εἶναι ὁ Μαρίνος Βελῆς, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός τοῦ στρατοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπ’ τόν ἴδιο τόν Γ. Θεοτοκᾶ. Ὁ ἴδιος ἀναφερόμενος στήν ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν, τόν Ἀπρίλη τοῦ 1941 στήν Μακεδονία, ὅπου πολεμοῦσε καί ὁ ἴδιος: «Ἔνιωθες πώς ἡ φόρα τοῦ σιδερόφρακτου γερμανικοῦ φουσάτου ἦταν ἀκατάσχετη, τίποτα δέν θά τό σταματοῦσε. Εἶταν κάτι σάν μιά δύναμη τῆς φύσης, σάν πλημμύρα ἤ σεισμός, μιά ὁρμή τυφλή κι ἀκράτητη πού εἶχε ξεπεράσει τά μέτρα καί τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου.

Σέ λίγο, μιά μικρή μονάδα χωρίστηκε ἀπό τή φάλαγγα κι ἄρχισε ν’ἀνεβαίνει τήν πλαγιά μέ τά πουρνάρια. Πρόβαλαν στό σούρουπο, ντυμένοι στά μαῦρα, τά κράνη τους στολισμένα μέ κλαδιά, ξέφρενοι κι ἐξωτικοί. Κρατιόντανε ἀπό τό χέρι ἤ ἀπό τόν ὦμο καί τραγουδοῦσαν τραχιά, ἀκατανόητα τραγούδια, σάν ἰαχές πού ἔσκιζαν τό βουητό τῆς μάχης. Οἱ πρῶτοι ἔπεσαν ὅλοι, ἀδελφωμένοι καί μεθυσμένοι ἀπό τή μανία πού τούς ἔσερνε. Ἕνα δεύτερο κύμα, δεκατισμένο, ἔφτασε στό συρματόπλεγμα καί ἀγκιστρώθηκε ἐκεῖ. Οἱ Ἕλληνες, μόλις ξεχώρισαν μορφές ἀνθρώπινες πού τούς ζύγωναν, ξαναβρῆκαν τή φωνή τους πού τόση ὥρα τήν εἴχανε χαμένη. Ἔκραξαν. «Ἀέρα! Ἀπάνω τους!» Ἔριχναν τώρα κι οἱ Γερμανοί μέσα ἀπό τούς θάμνους. Μά τό πρῶτο ὁπλοπολυβόλο εἶχε σωπάσει. Ὁ Μαρίνος Βελῆς σύρθηκε νά τό φτάσει, νομίζοντας πώς τό ὅπλο εἶχε πάθει ἐμπλοκή. Ὁ σκοπευτής ἔγειρε τόν ὦμο του βαριά. Πῆρε στά χέρια του τό κεφάλι τοῦ στρατιώτη΄  εἴτανε μές στό αἶμα. Τόν ἔνιωσε πού ξεψυχοῦσε. Πέρασε ἀπό πάνω του, ἅρπαξε τό ὅπλο, τό στύλωσε πρός τά πουρνάρια καί πίεσε τή σκανδάλη χωρίς νά μετρᾶ. Δέν πονοῦσε πιά, δέν αἰσθανότανε τό σῶμα του. Εἶταν ὅλο νεῦρο καί ἔνταση. Αἰσθανότανε μονάχα τό ὅπλο πού τιναζότανε πρός τά ἐμπρός, τόν καπνό πού τόν σκέπαζε καί, ὁλόγυρά του, ἀνθρώπους πού χτυπιόντανε καί πεθαίνανε μέ ἀλαλαγμούς καί βόγγους.

Σκοτεινάζει. «Ἀπάνω τους!» Σκοτώνετε! Τρυπᾶτε! Ἀφανίζετε!  Τά πολυβόλα χυμοῦνε λυσσιασμένα. Ἀπό παντοῦ σκάνουνε χειροβομβίδες. «Μάνα μου! Μάνα μου !» Γιά τήν Ἑλλάδα, συνάδελφοι! Γιά τή χάρη της, γιά τη γλύκα της, γιά νά τή δοῦμε πάλι νά μᾶς χαμογελᾶ. Θέλουνε νά μᾶς τήν πάρουνε, μά δέν τή δίνουμε. Εἴμαστε ἄντρες μέ φιλότιμο, μ’ εὐθύνη. Ἔχουμε τά περασμένα μας, τούς τάφους τῶν πατέρων μας, γυναῖκες πού πιστεύουνε σ ’ἐμᾶς. «Ἀέρα !» καί «Μάνα μου !» φωνάζει τό βουνό μέσα ἀπό το σωρό τά ξεσκισμένα κορμιά, τά λιανισμένα κεφάλια, τ’ ἀναστρεμμένα μάτια, τά χυμένα μυαλά, τά κομμένα μέλη. Γιά σένα, Θεανώ! Γιά τήν ἀγάπη σου πού μέ βαστᾶ, πού δίνει ἕνα σκοπό καί ἕνα νόημα στή ζωή μου. Γιά τά ξέπλεκα μαλλιά σου. Γιά τά γυμνά σου πόδια στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Γιά τήν κοριτσίστικη θλίψη, γιά τήν ἄχραντη καί σπαρακτική γοητεία πού σκεπάζει τή μορφή σου σάν κατεβαίνει τό σούρουπο στ’ ἀκροθαλάσσι καί φλογίζονται στόν ὁρίζοντα τά σύννεφα κι ἀχνοτρέμουν τά νησιά. «Γιατί δέν μᾶς ἀφήνουνε νά ζήσουμε; Γιατί;» Γιατί ἡδονίζονται μέ τό αἷμα καί μέ τόν πάταγο τῆς μάχης. Γιατί φραίνονται νά σκοτώνουν καί νά σκοτώνονται. Γιατί εἶναι ἄγριοι καί δυνατοί σάν νέα θεριά καί γεμάτοι χίμαιρες καί μουσική. Γιατί τούς τύλιξε ἡ μεγάλη συμφωνία τοῦ πολέμου καί τοῦ χαλασμοῦ καί ζοῦν ὁλόψυχα τό τρελό ὄνειρο τῆς κατάκτησης τοῦ κόσμου. Ὅμως ζοῦμε κι ἐμεῖς τ’ ὄνειρό μας, τήν Ἑλλάδα μας, τή λευτεριά μας, τήν ἀγάπη μας. Καί ξέρουμε νά σκοτώνουμε καί νά σκοτωνόμαστε κι ἐμεῖς ...

Νύχτωσε. Οἱ λαβωμένοι ἀργοπεθαίνουν. Ὅ,τι ἀπόμεινε γερό ἀπό τόν ἑλληνικό λόχο κρατᾶ τίς θέσεις του καί λουφάζει. Στό δρόμο βουΐζουν ἀκατάπαυστα οἱ κινητῆρες τῶν αὐτοκινήτων πού κατεβαίνουν πρός τή Φλώρινα. Οἱ Γερμανοί ὑποχώρησαν ἀπό τό βουνό κι ἄναψαν στά χωράφια φωτιές εἰρηνικές΄ μαγειρεύουν, ζεσταίνονται, καπνίζουν. Δέν τούς μέλλει ἄν δίνουν στόχο. Μά τά μεσάνυχτα ὁ πόλεμος ξεπετιέται πάλι, μέσα ἀπό τό ζόφο, ἀνέλεος. Ὁ ἐχθρός ἔζωσε τό ὕψωμα μ’ἕναν κυκλωτικό φραγμό φωτιᾶς ἀπό ὅλμους. Ξεκινᾶ ἀπό τούς πρόποδες καί σφυροκοπᾶ μέ πεῖσμα τίς πλαγιές, ἀνεβαίνοντας ἀπ’ ὅλες τίς μεριές πρός τήν κορφή. Συγκεντρώνεται ἐκεῖ λίγη ὥρα κι ὕστερα ἀνοίγεται πάλι καί κατεβαίνει πρός τόν κάμπο. Ὅλα θά τά σκεπάσει αὐτή ἡ κόλαση. Δέν θά μείνει οὔτε πουρνάρι οὔτε συρματόπλεγμα οὔτε θέληση ἀνθρώπινη. Θά κοματιάσει τά κουφάρια, θ’ ἀποτελειώσει τούς μισοπεθαμένους, θά τσακίσει τά ὅπλα, θά κυνηγήσει, στίς τελευταῖες ζαρωματιές τῆς γῆς, στά πιό κρυφά βαθουλώματα τοῦ βράχου, τούς ζωντανούς. Ἔτσι τούς πρέπει΄ γιατί αὐθαδίασαν. Μιά φούχτα στρατιωτάκια, ὁπλισμένα μέ σκουριασμένα σίδερα τῆς παλιᾶς σχολῆς, τόλμησαν νά ἐναντιωθοῦν στήν τιτάνια ὁρμή τοῦ Τρίτου Ράϊχ. Ἄς μή γλυτώσει λοιπόν κανείς τους! Ἄς τούς συντρίψει ὁλότελα ὁ νόμος τοῦ πολέμου! Ὁρμέμφυτα ὁ Μαρίνος βουτᾶ στή γῆ, δαγκάνει το χῶμα. Τό πιό παράξενο, τό πιό ἐξωφρενικό εἶναι πώς ζεῖ ἀκόμα. Ναί, ζεῖ, Θεέ καί Κύριε! Ζεῖ! Ποιά δύναμη τόν κρατᾶ στή ζωή μές σε τοῦτον τόν ἀφανισμό τῶν πάντων;

Ὁ διοικητής ζήτησε νά μιλήσει μ’ ἕναν ἀξιωματικό κι ὁ μόνος πού βρῆκε εἶταν ὁ Μαρίνος Βελῆς.
-Διαταγή τῆς  μεραρχίας, εἶπε. Ἡ ἀποστολή σας τελείωσε. Ὅσοι μποροῦν νά βαδίσουν, θά συγκεντρωθοῦν τό γρηγορότερο στό Κεράσοβο. Κατεβεῖτε ἀπό τή μεριά τοῦ δάσους. Εἶναι πιό σίγουρα.
Σάν ὑπνοβάτης, ὁ Μαρίνος μάζεψε κοντά του τούς ζωντανούς. Εἶταν καμιά εἰκοσαριά. Ρώτησε γιά τό λοχαγό. Τοῦ εἶπαν πώς εἶναι σκοτωμένος ἀπό ὥρα πολλή. Καί οἱ λοιποί βαθμοφόροι, ὅλοι νεκροί.
-Πᾶμε! εἶπε ἁπλά.
Χωρίς νά γυρίσουν πίσω τους, ροβόλησαν, μέσα ἀπό τή φωτιά, πρός τήν Ἀνατολή.

(συνεχίζεται στό ἑπόμενο:  Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Β'))

  • Προβολές: 3281