Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀποσβέσεις καί παρεμβολές στήν μνήμη

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στό περιθώριο τῆς μελέτης γιά τήν ἑτοιμασία κηρύγματος, μέ θέμα: «Ἡ μνήμη σύμμαχος τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», συλλέχθηκαν  πληροφορίες γιά τήν λειτουργία τῆς μνήμης, ἀπό κείμενα μέ θέματα παιδαγωγικά, ψυχολογικά ἤ νευροεπιστημονικά, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ἀποτελέσουν ὑλικό γιά παιδαγωγική καί ποιμαντική ἐκμετάλλευση.

Ἡ μνήμη στά κείμενα αὐτά εἶναι μιά λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου. Εἶναι μία βιολογική λειτουργία. Ὁ ἐγκέφαλος ἐγχαράσσει τίς νέες πληροφορίες πού λαμβάνει ἀπό τό περιβάλλον στόν ἐσωκροταφικό λοβό, τίς ἀποθηκεύει  στόν ὀπίσθιο συνειρμικό φλοιό καί μέ τόν προμετωπιαῖο φλοιό εὐοδώνει τήν ἀνάκληση τῶν ἀποθηκευμένων πληροφοριῶν, ὅταν προκύπτη ἀνάγκη. Ἡ μνήμη, δηλαδή, γιά τήν βιολογία τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι ἕνα προϊόν τοῦ βιοχημικοῦ ἐγκεφαλικοῦ ἐργαστηρίου, τό ὁποῖο προκαλούμενο ἀπό ἐξωτερικές ἐπιδράσεις, κυρίως τῶν αἰσθήσεων, δημιουργεῖ νέες συνάψεις, ἀφοῦ προηγουμένως, στόν ἱππόκαμπο, ἐκλογικεύει τίς συναισθηματικές ἀντιδράσεις τῆς σταφυλῆς.

Ἡ μνήμη, βέβαια, γιά τήν ἁγιογραφική καί πατερική παράδοση δέν εἶναι μόνον ἕνα βιοχημικό προϊόν, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον τό σῶμα του. Εἶναι μαζί καί ἡ ψυχή του. Καί στό  συναμφότερο, ψυχῆς καί σώματος, στήν ἑνιαία ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει δοθῆ τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐναργέστερα ἐκδηλώνεται στόν νοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ τό συνημμένο σέ αὐτήν μέ «φυσικότατο δεσμό» σῶμα.

Ἔτσι, αἰσθήσεις δέν ἔχει μόνον τό σῶμα, ἔχει ἀντίστοιχες πρός τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Καί μνήμη δέν ἔχουν μόνον τά κύτταρα πού συγκροτοῦν τούς ἱστούς καί τά ὄργανα τοῦ σώματος, ἔχει καί ἡ ψυχή. Καί ἡ ψυχή ἔχει μνήμη ὄχι μόνο μέ τήν φανταστική ἤ τήν λογική της δύναμη, ἀλλά καί μέ τήν νοερή. Αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τίς ποιότητες τῆς μνήμης, διότι ὁ νοῦς τῶν Ἁγίων, πού ἔχει ἀέναη μνήμη τοῦ Θεοῦ, δέν συνδέει τήν λειτουργία του μέ κανένα σωματικό ὄργανο. Ἡ λογική δύναμη τῆς ψυχῆς ἔχει ὡς ὄργανο τόν ἐγκέφαλο. «Νοῦ δέ ὄργανον οὐδέν ἐστι, ἀλλ’ αὑτοτελής ἐστίν οὐσία καί καθ’ ἑαυτήν οὖσα ἐνεργητική», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Ἡ «βιοχημική μνήμη», ὅμως, εἶναι αὐτή πού ὑπόκειται στό γνωμικό μας θέλημα καί ἔχει ἀνάγκη παιδαγωγίας, δηλαδή εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως, προκειμένου νά ἀποβάλη τά εἴδωλα τῆς ἁμαρτίας, τίς μνῆμες τῶν ψεκτῶν παθῶν καί νά ἐγχαράξη τίς εἰκόνες τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἀποκαλύπτονται στούς βίους καί τά πρόσωπα τῶν ἁγίων, ὅπως μᾶς τίς δίνουν οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ νοῦς ἐλεύθερος νά ἐνεργοποιηθῆ στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Τήν μνήμη ἀντιπαλεύουν ἡ ἄγνοια καί ἡ λήθη. Εἰδικά στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκήσεως ἡ ἄγνοια καί ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν σοβαρές —θανατηφόρες— ἀσθένειες.
Στό «βιοχημικό» ἐπίπεδο τῆς μνήμης ἡ λήθη περιγράφεται ὡς ἀπώλεια ἀποθηκευμένων πληροφοριῶν, ὡς ἐξαφάνιση τῶν «μνημονικῶν ἰχνῶν» τους ἀπό τόν ἐγκέφαλο, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν χρησιμοποιήθηκαν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ἡ ἀχρησία τῶν πληροφοριῶν ὁδηγεῖ στήν ἀπόσβεσή τους ἀπό τήν μνήμη.

Αὐτό τό ἐμπειρικό συμπέρασμα σημαίνει ὅτι ἡ μνήμη χρειάζεται διαρκῆ κίνηση, διαρκῆ ἐπανατροφοδότηση. Εἰδικά στό πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως χρειάζεται νά ἀναζωπυρώνεται, ὄχι μόνο μέ τήν μελέτη καί τήν προσευχή (οἱ ὁποῖες πρέπει νά εἶναι ἕνα διαρκές, κατά τό δυνατόν, ἐντρύφημα), ἀλλά προπαντός μέ τό νά καθοδηγοῦνται ἀπό αὐτήν τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές κινήσεις του, σύμφωνα μέ τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος αὐτοαποκαλύπτεται μέσα ἀπό τίς ἐντολές του.
Ὅμως ἡ μνήμη μας συγχύζεται καί σκοτεινιάζει, χάνει τίς πληροφορίες της, ὄχι μόνον ὅταν γιά πολύν καιρό τίς ἀφήνουμε ἀχρησιμοποίητες, ὄχι μόνον ὅταν δέν καθοδηγοῦμε μέ αὐτήν τίς πράξεις μας, ἀλλά καί ὅταν δεχόμαστε μέ ἰδιαίτερη ἔνταση παρεμβολές ἄλλων πληροφοριῶν, οἱ ὁποῖες ἐντυπωσιάζουν τήν διάνοιά μας ἤ ταράσσουν τό θυμικό μας ἤ ἑλκύουν τήν ἐπιθυμία μας.

Στό πλαίσο τῆς ψυχολογίας καί τῆς παιδαγωγικῆς γίνεται λόγος γιά δύο εἰδῶν παρεμβολές στήν μνήμη, πού ἔχουν ὡς συνέπεια τήν λήθη ἤ άλλιῶς τήν ἀπώλεια πληροφοριῶν. Εἶναι ἡ ὀπισθενεργός παρεμβολή καί ἡ προσθενεργός. Στό πρῶτο εἶδος παρεμβολῆς (τήν ὀπισθενεργό) ἡ νέα πληροφορία πού δεχόμαστε ἐξασθενίζει ἤ καί ἐξαφανίζει μιά παρεμφερῆ προηγούμενη. Τό ἀντίθετο συμβαίνει στήν προσθενεργό. Μιά παλαιά παγιωμένη πληροφορία δέν ἀφήνει τόπο γιά μιά ἀντίστοιχη καινούργια. Στό ψυχολογικό ἐπίπεδο τά παραδείγματα τῶν παρεμβολῶν αὐτῶν ἁλιεύονται μέσα ἀπό ἁπλά καθημερινά γεγονότα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν σημαντικό ἀντίκτυπο στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Στό πλαίσιο ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ συνέπειες τῶν παρεμβολῶν αὐτῶν μπορεῖ νά εἶναι σωτήριες, ἄν οἱ «πληροφορίες» πού ἐπικρατοῦν πηγάζουν ἀπό φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καταστροφικές, ἄν οἱ «πληροφορίες» πού ἁλώνουν τήν μνήμη προέρχονται ἀπό «ἐχθρούς ἀνθρώπους», οἱ ὁποῖοι σπέρνουν ἀνάμεσα στόν «καλό σίτο» τῶν θεοπνεύστων διδασκαλιῶν ζιζάνια πονηρῶν ἐννοιῶν, διεφθαρμένων δογμάτων ἤ ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν.

Γιά νά σαφηνιστοῦν τά παραπάνω θά φέρουμε δυό ἀρνητικά παραδείγματα.

Τό πρῶτο: Κάποιος στό πρῶτο ξύπνημα τῆς ἐπιθυμίας του γιά ἐκκλησιαστική ζωή ἄκουσε γιά τήν ἀξία τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν καί τήν δέχθηκε ὡς βιβλίο αὐθεντικά ὀρθόδοξο, χωρίς ὅμως νά τήν μελετήση προσεκτικά καί χωρίς νά ἐμβαθύνη στά νοήματά της μέ τήν βοήθεια κάποιου «χειραγωγοῦ», ὥστε νά κατορθώση νά ἐπιβεβαιώση προσωπικά τήν ἄποψη αὐτή. Ἀργότερα ἄκουσε μιά θρασύτατη διαβολή ἐναντίον τῆς Φιλοκαλίας, τήν ὁποία διατύπωσε κάποιος ἀπό «τούς ἐν λόγῳ κομψούς» τῆς «θεολογικῆς ἀγορᾶς», τοῦ ὁποίου ὁ λόγος τόν ἐντυπωσιάζει. Λόγῳ ἐντυπωσιασμοῦ «ἔτεινε εὐήκοον οὖς» σέ αὐθαίρετες ἀπόψεις του, ὅπως γιά παράδειγμα, ὅτι «στή Φιλοκαλία ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει στοιχεῖα τῆς δυτικῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητας». Αὐτή ἡ «νέα πληροφορία», ὡς «ὀπισθενεργός παρεμβολή», εἶναι πολύ πιθανόν νά ἐπικρατήση ἐπί τῆς παλαιᾶς καλῆς του ἄποψης γιά τήν Φιλοκαλία, νά ἀποσβέση ἀπό τήν μνήμη του ὅποια καλή πληροφορία εἶχε γι’ αὐτήν καί νά ἀκυρώση κάθε ἐνδεχόμενο νά μελετήση τά κείμενά της μέ πνεῦμα μαθητείας.

Τό δεύτερο: Κοινή ἄποψη σέ πολλούς εἶναι ὅτι ἡ ἁγιότητα ἀνήκει σέ ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος ἀνθρώπων, κυρίως σ’ αὐτούς πού ζοῦν ἔξω ἀπό τόν κόσμο, στούς μοναχούς καί τούς ἐρημίτες, ἐνῶ αὐτοί πού ζοῦν μέσα στούς θορύβους τῆς κοινωνίας δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά τήν ἐπιτύχουν. Ἡ ἄποψη αὐτή ἀποτελεῖ ἕνα βόλεμα τῆς συνείδησης μέσα στήν πνευματική ἀδράνεια. Ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ βολέματος λειτουργεῖ σάν μιά «προσθενεργός παρεμβολή» σέ κάθε «νέα πληροφορία» πνευματικά ἀφυπνιστική, ἡ ὁποία μεταδίδεται μέ ζωντανά παραδείγματα «ἀσκητῶν μέσα στόν κόσμο», λαϊκῶν ἀνθρώπων, ἁπλῶν καί κάποιες φορές ἀγραμμάτων, πού ἀπέκτησαν ἐμπειρικά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί εἶχαν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τά παραδείγματα αὐτά πολλοί τά ἀκοῦν εὐχάριστα καί τά θαυμάζουν.Ὅμως, πάντα μένει μέσα τους ἀπαράλλακτη καί ἐπικρατοῦσα ἡ ἀρχική τους ἄποψη· ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ «ἀσκητές μέσα στόν κόσμο», εἶναι «ἄλλης πάστας».

Ἐκτός ἀπό ὅσα παραπάνω ἀναφέρθηκαν, γιά τήν ἀχρησία τῶν πληροφοριῶν πού ἀποθηκεύτηκαν στήν μνήμη, καθώς καί τῶν διαφόρων παρεμβολῶν, πού προκαλοῦν τήν ἀσθένεια τῆς λήθης, ὑπάρχει καί μιά ἄλλης μορφῆς ἀπόσβεση τῶν μνημονικῶν ἰχνῶν ἀπό τόν ἐγκέφαλο, ἡ ὁποία γίνεται ἠθελημένα. Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν ἑκουσίως μερικές φορές τά πράγματα τά ὁποῖα τούς εἶναι δυσάρεστα καί δέν θέλουν νά τά σκέπτονται. Αὐτό τό φαινόμενο χαρακτηρίζεται ὡς «παρακινούμενη λήθη».
Πρέπει νά ποῦμε, βέβαια, ὅτι ἡ «παρακινούμενη λήθη» δέν εἶναι πάντα ἀποτέλεσμα μιᾶς ψυχικῆς νοσηρότητας. Σέ κάποιες περιπτώσεις μᾶς χρειάζεται ὡς ἀσπίδα γιά τήν προστασία τῆς πνευματικῆς μας ὑγείας. Πρέπει, γιά παράδειγμα, νά ξεχνᾶμε ὅ,τι μέ τήν μνήμη μᾶς ὁδηγεῖ μακριά ἀπό τόν Θεό. Προφανῶς δέν πρέπει νά ἀπωθοῦμε στή λήθη ὅ,τι πονᾶ τήν φιλαυτία μας.

Κλείνοντας αὐτές τίς λίγες «περιθωριακές» σημειώσεις γιά τήν μνήμη πρέπει νά ποῦμε, ὅτι «χωρίς τήν μάθηση δέν ὑπάρχει μνήμη» καί χωρίς τήν μνήμη δέν ὑπάρχει πολιτισμός, δέν ὑπάρχει ἐξέλιξη στήν ἐπιστήμη, δέν ὑπάρχει παράδοση, οὔτε ζωντανή ἐθνική συνείδηση.

Εἶναι ἀπαραίτητο ἐπίσης νά θυμόμαστε ὅτι στήν μνήμη ἀπευθύνονται ὅλα τά μαθήματα, ἀλλά καί τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν»(Ἰωάν. 15,20), καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ»(Ἑβρ. 13,7) καί στήν θεία λειτουργία, ἐπίσης, στηριζόμαστε στήν μνήμη τῆς σχετικῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ καί λειτουργοῦμε: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς…».

Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγουμε πάσῃ θυσίᾳ ἀποσβέσεις καί φθοροποιές παρεμβολές στίς καλές πληροφορίες πού ἔχουμε ἐγγράψει στήν μνήμη μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3636