Γράφτηκε στις .

Πέτρου Πιτσιάκκα: Οἱ ἀνταγωνισμοί στήν Μέση Ἀνατολή καί ἡ Ρωμαίικη παράδοση

Πέτρου Πιτσιάκκα, Φιλολόγου – Διευθυντοῦ 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου

Δεκαετίες τώρα, ἡ Μέση Ἀνατολή κυριαρχεῖ στή διεθνῆ ἐπικαιρότητα. Τό δισεπίλυτο Παλαιστινιακό πρόβλημα, ὁ ἐμφύλιος πόλεμος στή Συρία, οἱ πυρηνικές φιλοδοξίες τοῦ Ἰράν καί ἡ δημιουργία τοῦ Ἰσλαμικοῦ Χαλιφάτου ἀποτελοῦν μερικές ἀπό τίς πολλές ἑστίες ἔντασης στήν περιοχή. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Μέση Ἀνατολή ἐλέγχει περίπου τό 70% τῶν παγκόσμιων πετρελαϊκῶν ἀποθεμάτων. Ὅμως, θά ἦταν λάθος ἡ Μέση Ἀνατολή νά θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς τό πεδίο σύγκρουσης τῶν ἰσχυρῶν ἐνεργειακῶν συμφερόντων. Ἀντίθετα, ἀναδεικνύεται μέ τρόπο δραματικό, ὡς ἡ κεντρική ἀρένα τῆς ἀντιπαράθεσης τῶν δυνάμεων πού διαμορφώνουν τόν 21ο αἰῶνα.

Τά πρόσφατα γεγονότα στό Ἰράκ, τή Λιβύη, τή Συρία, τήν Αἴγυπτο ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ Μέση Ἀνατολή θά παραμείνει στήν ἐπικαιρότητα καί στό ἐπίκεντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος, λόγω του ὅτι τά προβλήματα, πού κυριαρχοῦν στήν ἐποχή μας, ἐμφανίζονται στή Μέση Ἀνατολή, συνολικά, περισσότερο ὀξυμένα ἀπό ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ὁ θρησκευτικός καί πολιτικός ἐξτρεμισμός τό ζήτημα τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐθνικῆς χειραφέτησης, τό αἴτημα τῆς λαϊκῆς συμμετοχῆς καί τοῦ ἐκδημοκρατισμοῦ τῶν αὐταρχικῶν κρατικῶν δομῶν, ὁ ἀνταγωνισμός ἀνάμεσα στήν παγκοσμιοποίηση καί στίς τοπικές πολιτιστικές ἰδιαιτερότητες, ἀνάμεσα στίς διάφορες θρησκεῖες μεταξύ τους, ἀλλά καί ἀνάμεσα στή θρησκεία καί τήν πολιτική, ἀνάμεσα στόν συντηρητισμό, καί τόν ἀκραῖο ριζοσπαστισμό, ὁ ὁποῖος μερικές φορές ὁδηγεῖ στήν τρομοκρατία, τό πρόβλημα τῆς ἐξάντλησης τῶν φυσικῶν πόρων καί τῆς δημογραφικῆς ἔκρηξης εἶναι μερικά ἀπό τά προβλήματα. Ὡστόσο θά πρέπει τά τονίσουμε πώς κανένα ἀπ’ αὐτά δέν εἶναι τόσο μεγάλο, σοβαρό καί ἄμεσο ὅσο τό Ἰσλαμικό Κράτος.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τούς ἀνταγωνισμούς πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στά κράτη γιά τόν ἔλεγχο τῆς περιοχῆς ὑπάρχουν καί ἀνταγωνισμοί στό ἐσωτερικό τῶν κρατῶν τῆς περιοχῆς. Ὑπάρχουν τά δυό κινήματα τοῦ μουσουλμανισμοῦ οἱ Σουνίτες, πού εἶναι ἡ πλειοψηφία, καί οἱ Σιίτες πού ἐπηρεάζουν ἀναλογικά τά μουσουλμανικά κράτη στήν περιοχή. Στήν Αἴγυπτο ὑπάρχει ἡ Μουσουλμανική Ἀδελφότητα. Στήν Παλαιστίνη ὑπάρχει ἡ Φατάχ, πού εἶναι πολιτικοστρατιωτική ὀργάνωση καί ἡ Χαμᾶς πού εἶναι σουνιτική παραστρατιωτική ὀργάνωση. Στό Λίβανο ἔχει ἕδρα ἡ Χεζμπολάχ, πού εἶναι σιιτική στρατιωτική καί πολιτική ὀργάνωση ἡ ὁποία πέρα ἀπό τίς κατά καιρούς τρομοκρατικές ἐνέργειες, εἶναι ἕνα λαϊκό κίνημα πού ἐκπροσωπεῖ μεγάλο μέρος τῶν Λιβανέζων Σιιτῶν, ἀλλά καί τόν λιβανέζικο καί ἀραβικό ἐθνικισμό. Ὑπάρχουν ἐπίσης οἱ Δροῦζοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀραβόφωνοι μουσουλμάνοι. Στή Μέση Ἀνατολή δραστηριοποιεῖται καί ἡ Ἂλ Κάιντα, ἡ ὁποία εἶναι ἔνοπλη τρομοκρατική ὀργάνωση Ἰσλαμιστῶν μέ διεθνές δίκτυο. ...

Ἀνταγωνισμοί ὅμως ὑπάρχουν καί ἀνάμεσα στό χριστιανικό πληθυσμό τῆς Μέσης Ἀνατολῆς πού ἀνέρχεται περίπου στά 13.000.000. ...

Ὅλος αὐτός ὁ αὐτόχθων χριστιανικός πληθυσμός εἶναι στόχος τῶν μουσουλμάνων τῆς περιοχῆς λόγω του ὅτι τόν θεωροῦν συνένοχο στήν ἀποικιακή καταπίεση ἐξαιτίας τῶν προνομίων πού τοῦ παραχωροῦσαν οἱ ἀποικιοκράτες. Σήμερα δέ ἡ ἐχθρότητα τῶν ἀκραίων μουσουλμάνων ὀφείλεται καί στό ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς θεωροῦνται ὄργανα εἴτε τῶν δυτικῶν ἐπιδρομέων ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων, εἴτε ὑποστηρικτές τῶν σκληρῶν καί «ἄθεων» τυράννων καί δικτατόρων τῆς περιοχῆς. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς στοχοποίησης εἶναι οἱ χριστιανοί αὐτοί νά ζοῦν ἕνα δράμα καί νά ἀπειλοῦνται μέ ἐξαφάνιση, λόγω κυρίως τῆς βαρβαρότητας τῶν τζιχαντιστῶν κι εἰδικά τοῦ Ἰσλαμικοῦ κράτους. ...

Στήν εὐαίσθητη αὐτή περιοχή τῶν ποικιλόμορφων ἀνταγωνισμῶν οἱ χριστιανοί ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν ἰδεολογικά, θεολογικά καί ὑπαρξιακά ρεύματα. Ὁ ρόλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι καθοριστικός. Τά καλά ὀργανωμένα μοναστήρια, τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν τό ἁγιορείτικο τυπικό, παίζουν σημαντικό ρόλο. Ἡ Μπελεμέντειος Θεολογική Σχολή ἐπηρεάζει, σέ μεγάλο βαθμό, τήν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἀπ’ αὐτή ἐξέρχονται θεολόγοι, ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας.

 

Δέν διδάσκει στούς φοιτητές ἁπλῶς ἑλληνικά, ἀλλά παίρνει ἀφορμή ἀπό τίς λέξεις καί μιλά στούς φοιτητές γιά θεολογικά, κοινωνικά καί προσωπικά θέματα πού τούς ἀρέσουν. Προσπαθεῖ νά κάνει τό καθῆκον του χωρίς νά ἐμπλέκει τά θεολογικά-ἐκκλησιαστικά μέ τά πολιτικά-ἐθνικιστικά.

 

 

Ἡ Μπελεμέντειος Θεολογική Σχολή ἐγκαινιάστηκε ἐπίσημα τήν ἀκαδημαϊκή χρονιά 1970 - 1971. Ὀνομάστηκε ἔτσι γιατί εἶναι κτισμένη πάνω σέ ἕνα ὡραῖο βουνό, «Μπέλα Μόντ» στά γαλλικά, ὅπως τό ὀνόμασαν οἱ σταυροφόροι. Σ’ αὐτή τή σχολή, ἀναλαμβάνει νά διδάξει, τήν ἑλληνική γλώσσα τό 1987 ὁ τότε ἱεροκήρυκας τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, νῦν Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, κάνοντας ὑπακοή στόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Ὁ π. Ἱερόθεος μεταβαίνει σέ μιά περιοχή ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι ζοῦν τόν πόνο, τή στέρηση καί τόν πόλεμο δηλαδή σέ μιά περιοχή ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διάγει σταυρική ζωή. Παρά τήν ἀρχική ψυχρή ἕως ἀφιλόξενη ὑποδοχή του ἀπό τόν ὑπεύθυνο τῆς σχολῆς, παρά τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει, παρά τούς κινδύνους πού ὑπάρχουν καί ἀπειλοῦν ἀκόμη καί τήν ἴδια τή ζωή του, ἀφοῦ ὁ Λίβανος, τήν περίοδο ἐκείνη, σπαράσσεται ἀπό ἐμφύλιο πόλεμο, ὁ π. Ἱερόθεος, λειτουργώντας ὡς γνήσιος Ρωμηός, καταφέρνει νά πετύχει στήν ἀποστολή του καί ὄχι μόνο νά διδάξει τήν ἑλληνική γλώσσα στούς φοιτητές, ἀλλά καί μέ τίς συζητήσεις τόσο μέσα στή σχολή, ὅσο καί στό Λίβανο, ἀλλά καί στή Συρία, τίς ὁμιλίες, τίς ἐπισκέψεις σέ μοναστήρια, τά μαθήματα καί τή διδασκαλία, καταφέρνει νά ἀναδείξει τή Ρωμαίικη παράδοση μέσα ἀπό τά πατερικά κείμενα καί νά ἀναβαπτίσει τούς φοιτητές του σ’ αὐτήν, ἀφοῦ, ὅπως οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν, εἶναι καί αἰσθάνονται Ρωμηοί. Τό ἔργο τοῦ διευκολύνεται ἀπό τή στιγμή πού γίνεται γνωστό ὅτι εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου «Μιά βραδυά στήν Ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους» τό ὁποῖο ἔχει μεταφραστεῖ στά Ἀραβικά καί ἔχει δημιουργήσει μιάν ἄλλη στροφή στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς περιοχῆς.

Διαβάζοντας κανείς τήν «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μέση Ἀνατολή» συνειδητοποιεῖ τό μεγάλο ἔργο πού συντελεῖται κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς τοῦ συγγραφέα στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ δέν διδάσκει στούς φοιτητές ἁπλῶς ἑλληνικά, ἀλλά παίρνει ἀφορμή ἀπό τίς λέξεις καί μιλᾶ στούς φοιτητές γιά θεολογικά, κοινωνικά καί προσωπικά θέματα πού τούς ἀρέσουν. Προσπαθεῖ νά κάνει τό καθῆκον του χωρίς νά ἐμπλέκει τά θεολογικά-ἐκκλησιαστικά μέ τά πολιτικά-ἐθνικιστικά, ὅπως ἔκαναν ἄλλοι προηγουμένως, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά κάνουν ἐθνική προπαγάνδα χρησιμοποιώντας τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος τούς μιλᾶ γιά τή θεολογία, τούς ἁγίους Πατέρες, τό Ἅγιον Ὄρος, τήν Ὀρθοδοξία. Μέσα ἀπ’ αὐτά τούς κάνει νά ἀγαπήσουν καί τήν Ὀρθοδοξία ἀλλά καί τήν Ἑλλάδα. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἄποψη τοῦ πρέσβη τῆς Ἑλλάδας στή Συρία κ. Βασιλάκη γιά τό ἔργο τοῦ π. Ἱεροθέου: «Ἐγώ εἶμαι πρέσβης, ἀλλά ἐσύ ἔκανες τό ἔργο τοῦ πρεσβευτῆ διότι εἰσῆλθες μέσα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τούς βοήθησες νά ἀντιμετωπίσουν τά προβλήματά τους μέσα ἀπό τή Ρωμαίικη παράδοση». 

Οἱ μαρτυρίες τῶν ἴδιων τῶν φοιτητῶν τῆς Σχολῆς ἀλλά καί ἄλλων φανερώνουν τή μεγάλη δίψα πού ἔχουν γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ ἐνθουσιασμός τους, στά λεγόμενά τους μετά ἀπό κάποια μαθήματα: «Αὐτό εἶναι μάθημα θεολογίας καί ὄχι ἐκμάθησης γλώσσας» ὅταν τούς μιλᾶ γιά τήν εἰρήνη, ἢ «Αὐτή εἶναι θεολογία καί θεολογικό μάθημα» ὅταν τούς μιλᾶ γιά τήν ἀπάθεια, ἤ «μᾶς μεθύσατε μέ τό εὐλογημένο κρασί τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ὅταν χρησιμοποιεῖ στό λόγο του παραδείγματα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἴδιος ὁ μετέπειτα κοσμήτορας τῆς Σχολῆς π. Ἰωάννης Γιαζεζί καί νῦν Πατριάρχης Ἀντιοχείας, τοῦ λέει «σᾶς ἔστειλε ἐδῶ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἔχουμε τέτοιους Πνευματικούς Πατέρες». Ἡ δέ Γερόντισσα τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἰακώβου λέει στόν π. Ἰωάννη ὅτι «ὁ π. Ἱερόθεος πρέπει νά ἀναλάβει τή Σχολή γιά νά διδάξει ὀρθόδοξη θεολογία». Τέλος μετά ἀπό ἕνα μάθημα στούς πρωτοετεῖς φοιτητές τοῦ δηλώνουν: «δέν θέλουμε νά μᾶς κάνετε ἑλληνική γλώσσα, ἀλλά νά μᾶς διδάσκετε ὀρθόδοξη θεολογία, πού τήν ἔχουμε τόσο πολύ ἀνάγκη».

Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς - ἱεραποστολῆς του φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι τίς ἑπόμενες δυό ἀκαδημαϊκές χρονιές (1988-1989 καί 1989-1990), τοῦ ζητεῖται ἀπό τό νέο κοσμήτορα τῆς σχολῆς π. Ἰωάννη Γιαζεζί, νῦν Πατριάρχη Ἀντιοχείας, νά διδάξει στή σχολή μαθήματα γύρω ἀπό τή χριστιανική ἠθική πράγμα πού γίνεται. Ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ τότε Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, τό καλοκαίρι τοῦ 1990, παρά τό γεγονός ὅτι δέν ἀγαποῦσε τούς Ἕλληνες, ζητᾶ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ νά πάει ὁ π. Ἱερόθεος στή Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, ὡς Κοσμήτωρ, ἐπειδή ἔχει κενωθεῖ ἡ θέση. Ὁ π. Ἱερόθεος δέν ἀποδέχεται τήν τιμητική πρόσκληση - πρόταση μέ τό σκεπτικό ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν πρέπει νά ἀναμειχθοῦν στή διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας διότι ἂν γίνει ἕνα λάθος, θά στραφοῦν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας. Ἡ Ἑλλάδα θά πρέπει μόνο νά χρηματοδοτεῖ τήν ἀποστολή καθηγητῶν Θεολογικῶν Σχολῶν γιά νά διδάσκουν μαθήματα θεολογίας καί τίποτε ἄλλο. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά ὑπάρχει ἐπικοινωνία μέ τά ὑπάρχοντα στελέχη τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί τούς μελλοντικούς κληρικούς καί Ἐπισκόπους. Μέσα ἀπ’ αὐτή τήν ἀπάντηση φαίνεται ἡ γνησιότητα τοῦ Ρωμηοῦ καί τό πνεῦμα τῆς Ρωμαίικης παράδοσης ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθόδοξη πίστη μέ οἰκουμενική διάσταση.

 

Oἱ Ἕλληνες δέν ὑπάρχουν μόνο στό κρατικό μόρφωμα πού λέγεται Ἑλλάδα, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο, μέ τήν ἔννοια τῆς Ρωμηοσύνης. Αὐτή τήν τεράστια δύναμη ὀφείλουμε νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά.

 

Ὅταν τό 2001 ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἐπισκέπτεται καί πάλι τή Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, γιά νά διδάξει Βιοηθική καί Βιοθεολογία στούς τεταρτοετεῖς φοιτητές, ἡ εἰκόνα πού συναντᾶ δέν ἔχει σχέση μέ τήν εἰκόνα πού συνάντησε τό 1987. Στό Λίβανο ἐπικρατεῖ πλέον εἰρήνη, ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶναι ἐπίσημη γλώσσα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, κάποιοι καθηγητές εἶναι πρώην μαθητές του, ὅλοι οἱ φοιτητές μιλοῦν ἑλληνικά γεγονός σημαντικό ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, ἀλλά καί γιατί τούς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπισκέπτονται τό Ἅγιον Ὄρος καί νά συναντῶνται μέ τήν ὀρθόδοξη ἑλληνική ζωή καί γενικά νά ἀναβαπτίζονται στή ρωμαίικη παράδοση. Σ’ αὐτή τή θεαματική ἀλλαγή ἡ συμβολή τῶν ἑλλήνων θεολόγων καθηγητῶν πού δίδαξαν στή Σχολή ὅπως ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος εἶναι σημαντική, ἀφοῦ μέ τή διδασκαλία, τό παράδειγμα, τά βιβλία καί τίς προτάσεις τους πρός τήν Ἑλληνική Πολιτεία καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἔθεσαν τίς βάσεις ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τή ρωμαίικη παράδοση ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὄαση ἐλπίδας καί παρηγοριά σ’ αὐτή τήν πολύπαθη περιοχή.

Σ’ αὐτόν τόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, μέ τούς ποικίλους ἀνταγωνισμούς ἐξαιτίας τῆς τεράστιας γεωστρατηγικῆς του σημασίας ἔχουμε μιά ἰσχυρή παράδοση, τή Ρωμαίικη. Πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν ὑπάρχουν μόνο στό κρατικό μόρφωμα πού λέγεται Ἑλλάδα, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο, μέ τήν ἔννοια τῆς Ρωμηοσύνης. Αὐτή τήν τεράστια δύναμη ὀφείλουμε νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά. Δυστυχῶς ὅμως ὅπως διαπιστώνει καί ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μέση Ἀνατολή» αὐτήν τήν ἰσχυρή παράδοση «δέν τήν ἀξιοποιοῦμε δημιουργικά. Ἀσκοῦμε μιά κοντόφθαλμη ἐξωτερική πολιτική, αἰσθανόμαστε τόν ἑλληνισμό ὡς Ἑλλαδισμό, κάνουμε λόγο ὅτι εἴμαστε ἕνα μικρό κράτος καί ζητᾶμε ἁπλῶς προστασία ἀπό ἄλλα μεγάλα κράτη, καί δέν ἀξιοποιοῦμε ὅλο τό περιεχόμενο τῆς Ρωμηοσύνης οὔτε κάν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας..

Μαζί μέ τήν ἐνθύμηση τῆς μεγαλειώδους Ρωμηοσύνης μας, θά πρέπει νά σκεφτόμαστε τούς Χριστιανούς καί τά ἀδέλφια μας, τούς Ρωμηούς, πού βρίσκονται στή Μέση Ἀνατολή, γιατί καί αὐτοί μας θεωροῦν ἀδέλφια τους, καί νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς, ἐπειδή περνοῦν μεγάλη δοκιμασία, προκαλοῦνται νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους καί δέχονται ἕναν ἀνηλεῆ διωγμό. Αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς ἀφήσει ἀσυγκίνητους».