Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Δ')

τοῦ Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο: Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Γ'))

Ὁ Τιμόθεος θυμᾶται:  «Ἡ σελήνη ἦταν ἤδη ψηλά, στρογγυλή καί ὁλοκάθαρη. Βρισκόμασταν ἀπό νωρίς σέ κατάσταση ἑτοιμότητας καί περιμέναμε διαταγές. Ἡ σκηνή μπροστά μας εἶχε ἀνάψει τά ἀργυρά της φῶτα καί πρόσμενε κάποια δράση πού, γιά λόγους ἄγνωστους σέ μᾶς νόμιζες πώς καθυστεροῦσε. Τό ‘νιωθε κανείς πώς ὁ παλμός τοῦ κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιά μιά στιγμή, στήν ξερή ἐκείνη γωνιά τοῦ πλανήτη. Ἡ ἀπέραντη ἔρημος ἁπλωνόταν ὡς ἐκεῖ πού ἔφτανε τό μάτι, ἄδεια, σιωπηλή, ἀπόκοσμη, γεμάτη ἔνταση καί θάνατο. Μαντεύαμε ὅλοι πώς καί ὁ ἀόρατος ἐχθρός ἤξερε αὐτό πού ξέραμε ἐμεῖς καί μᾶς καρτεροῦσε, λουφάζοντας πίσω ἀπ’ τίς παγίδες του μέ τήν ἴδια ἀγωνία πού μᾶς κρατοῦσε καί μᾶς, μέ τό ἴδιο κενό στομάχι, τό ἴδιο σφίξιμο στήν καρδιά. Ἡ θύελα ἐρχότανε. Τή νιώθαμε πιά, καθώς ὅταν βλέπεις νά σκοτεινιάζει λίγο – λίγο ὁ οὐρανόςκαί νά πετοῦν μαζεμένα, ἀγριεμένα πουλιά. Ἡ ἀτμόσφαιρα πύκνωνε ἀπό μέρα σέ μέρα. Περνοῦσαν ὁλοένα περισσότερα δικά μας ἀεροπλάνα. Οἱ ἀεροπορικοί βομβαρδισμοί κι οἱ κανονιοβολισμοί γινόντανε, άπό τήν πλευρά μας, πιό συχνοί καί θά ‘λεγες πώς εἶταν πιό ἔντονοι, πιό πεισματωμένοι. Οι μορφές τῶν ἀξιωματικῶν εἶταν κλειστές καί ἄκουες λιγότερες φωνές. Τόν ἀδιάκοπο ἐκνευρισμό τῆς ταξιαρχίας εἶχε διαδεχτεῖ μιά ἀποφασιστικότητα ψυχρή καί καρτερική. Στίς ἐννέα καί μισή, ξαφνικά ἀπροειδοποίητα, ξέσπασε ἕνας θόρυβος δαιμονισμένος, ἀκατάσχετος, πού πῆρε ἀπό τό πρῶτο δευτερόλεπτο τή μέγιστη ἔντασή του, μιάν ἔνταση πού ξεπερνοῦσε κάθε ἀνθρώπινο μέτρο. Ἡ γῆ κουνήθηκε κι ὁ ἀέρας νόμιζες πώς ἅρπαξε φωτιά. Εἶταν θόρυβος ἑνιαῖος, ὅπου δέν ξεχώριζες κανονιές. Μοῦ φάνηκε σάν νά εἶχε πάρει βράση μονομιᾶς ἕνα ὑπερφυσικό καζάνι γιά  τιτάνες. Τά ἐννιακόσια κανόνια τῆς στρατιᾶς μας εἶχαν ἐνορχηστρωθεῖ μέ τέλεια μαεστρία, εἴχανε γίνει ἕνα.

Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Δ')Ἀπό τή μιά στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ μετώπου μας, σηκώθηκε ψηλά ἕνας σίφουνας ἀπό λάμψεις. Ὁ ἐχθρός σώπαινε. Λάμψεις δέν ἔβγαζε αὐτός, μά φωτιζότανε καί τό δικό του μέτωπο, πέρα ὥς πέρα, ἀκατάπαυστα, ἀπό τίς δικές μας ὀβίδες πού ἔσκαγαν ἀπάνω του. Εἶταν μιά τεράστια φαντασμαγορία, μές σ’ ἐκείνην τή χλαπαταγή πού ἔκανε τήν ἔρημο νά σειέται ὁλόκληρη, ἕνα ἀνήκουστο θέαμα πέρα ἀπό καθετί πού μποροῦσε νά εἶχε συλλάβει, ὥς τότε, γιά τόν πόλεμο ἡ φαντασία μας. Κοιτάζαμε ἄπληστα, μέ μάτια ὀρθάνοιχτα, θαμπωμένα ρουφούσαμε μ’ ὅλο μας τό εἶναι τή μεγάλη ὥρα. Μᾶς συνέπαιρνε, μᾶς μάγευε ἡ ὑπεράνθρωπη συμφωνία τῆς βοῆς καί τοῦ ἀστραποβολητοῦ, στή σεληνοφώτιστη, γυμνή ἀπεραντοσύνη, ὅπου τίποτα δέ θύμιζε τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου. Καί μεῖς μέ τήν ψυχή στό στόμα, μέ τό θάνατο πάνω μας προχωρούσαμε χαμένοι μές τήν κολασμένη νύχτα, ὁ καθένας μόνος. Δέν ἔβλεπα ἐκείνη τή νύχτα, δέν ἔβλεπα κανένα παρά μόνο τήν κόλαση τῆς φωτιᾶς».

«Σκέφτηκα σέ μιά στιγμή. Ποιά τρισκότεινη δύναμη μᾶς ἀδράχνει καί δέν μᾶς ἀφήνει ν’ ἀνοίξουμε διάπλατα τήν ἀγκάλη καί νά φιληθοῦμε, κλαίοντας καί γελώντας, νά ἀναγνωριστοῦμε καί νά ἀγαπηθοῦμε, καθώς τό καλεῖ, ἐπίμονα, αἰώνια, ἡ πιό βαθιά, ἡ πιό γνήσια φύση μας, ὅλοι οἱ λαοί, ὅλα τά χρώματα, ὅλες οἱ γλῶσσες, ὅλες οἱ κοινωνίες, σέ μιά πάγκοινη, ζεστή ἀδελφοσύνη; Καί ποιά ἄλλη δύναμη, ἀπό ποιά βάθη τοῦ ἀνθρώπου ἄραγε βγαλμένη, Θά σπάσει τήν κρούστα πού σκεπάζει τήν καρδιά μας καί θ’ ἀφήσει λεύτερα τήν πραγματική μας φύση νά ἔρθει στό φῶς;  Ποῦ εἶσαι, Κύριε, ποῦ εἶσαι;

Ἔξαφνα, αἰσθάνθηκα ἕναν ἀβάσταχτο πόνο στόν άριστερό μηρό, σάν νά ‘μπαινε μέσα μου πυρωμένο σίδερο. Ἔπεσα ἴσια μπροστά μου καί κύλησα, ξεβιδωμένος, σέ μιά λακκούβα. Ἔβγαλα, νομίζω, φωνές, μά ποιός νά μ’ ἀκούσει τή στιγμή ἐκείνη;  Ἔπιασα τό χτυπημένο μέλος μου κι ἔνιωσα τό χέρι μου νά γλιστρᾶ στό αἷμα. Ὅλα μου τά ἄκρα πάγωναν. Μοῦ φάνηκε - ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔπρεπε νά ‘ταν ἀκόμα ψηλά – σάν νά ‘πεφτε σκοτάδι στόν κόσμο. Μέ κυρίεψε δίψα καί παράπονο.

Σάν τά ξανάνοιξα τά μάτια - ἄραγε, σέ πόσες ὧρες; - εἶταν πραγματικό μισοσκόταδο καί βρισκόμουν σ’ ἕνα χῶρο κλειστό, ὅπου τρεμόσβηνε ἕνα δειλό φωτάκι. Αἰσθάνθηκα τό κεφάλι μου μολυβένιο, τά μηνίγγια μου νά χτυποῦνε. Τά βλέφαρά μου δέν καταφέρνανε νά κρατηθοῦν ἀνοιχτά. Τ’ ἄφησα καί ξανάκλεισαν, ἀλλά εἶχα ξεχωρίσει τό ἀμυδρό φῶς καί δέν τό ξεχνοῦσα. Μέσα ἀπό τή θολούρα τοῦ μυαλοῦ μου, πού σάν νά ξυπνοῦσε ἀπό βαρύ μεθύσι, μέ κατεῖχε τώρα ὁ πόθος νά καταλάβω τί μπορεῖ νά εἶταν αὐτό πού εἶχα δεῖ. Ἔξαφνα, θυμήθηκα:  τό σφυροκόπημα  ὁλογυρά μου, στήν κοιλάδα τῆς ἐρήμου, τό τζίπ, ὁ ταξίαρχος μπροστά μου νά τρέχει σκυφτός πρός τόν ἀσύρματο κι ἐγώ νά τόν ἀκολουθῶ....Μά δέν εἶχα λοιπόν πεθάνει; Εἴμουν τάχα ζωντανός; Ἤ πέρα ἀπό τή ζωή;  Ξανάνοιξα τά μάτια μέ πολύν κόπο καί προσπάθησα ν’ ἀνασηκωθῶ. Δέν μπόρεσα. Μοῦ φάνηκε σάν νά εἴμουν δεμένος. Κινήθηκα ὅσο μοῦ εἶταν δυνατό. Τό μηρό μου τόν ἔζωνε ἕνας πόνος σταθερός, πιεστικός, σάν στεφάνι σιδερένιο, πού ὁλοένα σφίγγεται, κι ἀπό μέσα μου ἐρχότανε, κάθε τόσο, μιά σουβλιά πού μοῦ ‘δινε τήν ἀνάγκη νά βογγήσω.

Ναί, εἴμουν ζωντανός. Ἀπό τά βάθη τῆς ὀδύνης, ἀνέβαινε, θολή σάν τό μυαλό μου, κάποια αἴσθηση τῆς ζωῆς. Εἴμουν ξαπλωμένος σέ κάτι πού θά ‘πρεπε νά ‘τανε φορεῖο, σκεπασμένος μέ κουβέρτες, τό κεφάλι ἀκουμπισμένο σ’ἕνα μαξιλάρι».

Στήν ὁδό Αἰόλου

Τόν μετέφεραν γιά κάποιες μέρες στό νοσοκομεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἀπό κεῖ μέ τή βοήθεια πατριωτῶν βρέθηκε στήν Ἀθήνα. Ἕνα βραδάκι εἶταν στήν ὁδό Αἰόλου. Ἄκουσε τήν καμπάνα τῆς Χρυσοσπηλιώτισσας νά σημαίνει ἑσπερινό καί μπῆκε νά προσευχηθεῖ.

Μπῆκα στήν ἐκκλησία, προχώρησα καί, καθώς τήν ἄλλη φορά, συγκέντρωσα τό βλέμμα μου στή μεγάλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού βρίσκεται στό εἰκονοστάσι, δίπλα στήν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Αἰσθάνθηκα τήν ἴδια δόνηση ὥς τίς ρίζες, τήν ἴδια ὁλόψυχη κι ὁλόσωμη κατοχή τοῦ ἑαυτοῦ μου, καί τά δάκρια νά μέ πλημμυρίζουν. Τά λόγια βγῆκαν πάλι ἀπό μέσα μου, αὐθόρμητα κι ἀσυνάρτητα.

- Γιατί, Κύριε, γιατί;
Ἐμπρός μου, ὁ Χριστός, ὁλόσωμος, μέ τό χέρι σηκωμένο, εὐλογοῦσε, μές στό μισόφωτο καί στόν καπνό τῶν θυμιαμάτων.
Ἀραιά, μαζευότανε τό ἐκκλησίασμα. Ἀρκετοί ἄνθρωποι θά μέ παρατηροῦσαν, ἀπ’ἕνα πλάι. Μά δέν εἶταν τίποτα παράξενο, τίς μέρες ἐκεῖνες, στήν Ἀθήνα, τό θέαμα ἑνός ἀνθρώπου πού ἔκλαιε μέ λυγμούς τούς νεκρούς του.

- Ὤ! Πῶς τολμῶ, Κύριε; Πῶς εἶναι δυνατό ἐγώ νά ρωτῶ Ἐσένα γιατί; Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ βοήθησέ με, πού δέν ξέρω τί λέω. Βοήθησέ την τήν ἁμαρτωλή. Πάρε την κοντά Σου.Συγχώρεσέ την. Συγχώρεσέ με΄ ἐμένα πού εἶμαι γιά ὅλα ὁ μεγάλος, ὁ μόνος φταίχτης. Σῶσε με! Πάρε με κοντά Σου, κοντά της. Σκέπασέ μας καί τούς δύο μέ τό ἀπέραντο ἔλεός Σου.

Ἡ ὥρα περνοῦσε καί τό κλάμα μου δέν στέρευε. Ἀποσύρθηκα σέ μιά γωνιά καί κάθησα σ’ἕνα στασίδι, ἀποκαμωμένος. Δέν ἔβλεπα πιά τήν εἰκόνα, μά τά λόγια ἔβγαιναν ὁλοένα, ψιθυριστά, καυτά σάν τά δάκριά μου.
- Πῶς σέ ξέχασα, Κύριε; Πῶς μπόρεσα; Πῶς ἄντεξα νά ζήσω τόσον καιρό χωρίς Ἐσένα; Ἐγώ πού εἶχα τόσο βάρος στή συνείδησή μου, ἐγώ ὁ ἔνοχος, ὁ ὑπεύθυνος γιά ὅλη αὐτήν τήν ἁμαρτία, ὅλη τήν καταστροφή. Ὦ Κύριε, Κύριε, ὅσο κι ἄν ἔφταιξα, ἄκουσε τήν κραυγή μου.
Ἡ βυζαντινή, ἑσπερινή ψαλμωδία, πού μοῦ ἐρχότανε κοματιαστά στ ’αὐτιά, θαρροῦσα πώς στήριζε, ὕψωνε, μεγάλυνε τίς ταπεινές, ψιθυριστές μου κραυγές, πού δέν τίς ἄκουε τριγύρω μου κανείς.

Κύριε ἐκέκραξα, πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου, Κύριε......Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά Σοι, Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου......
Σιγά – Σιγά, τό κλάμα μου μέ καθάρισε. Σωματικά ἔνιωθα μεγάλη συντριβή, τό κεφάλι μου ἔκαιε καί φοβόμουν μήπως τά πόδια μου δέν μέ κρατήσουν,σάν θά σηκωνόμουν ἀπό τό στασίδι, καί μήπως σωριαστῶ στό δάπεδο. Ἡ ψυχή μου ὅμως κάπως γαλήνεψε. Ἀνασύρθηκε τότε, ἀπό μόνη της, μέσα ἀπό τά σκοτεινά βάθη τῆς μνήμης μου, ἡ εἰκόνα τοῦ ἑτοιμοθάνατου στάρετς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ διάφανη, ἐκπνευματωμένη ὄψη του μέ τό ἀγγελικό βλέμμα. Θυμήθηκα τά λόγια του:
- Ὁ Κύριος σέ δοκιμάζει.....Μπορεῖ νά ξανάρθεις ἐδῶ, μοναχός σου....Ὅταν θά εἶσαι ἄξιος, θά λάβεις ἐντολή.

Τό φῶς τῆς μορφῆς του ἔλαμψε στή θύμησή μου, καί, μέσα ἀπό τή μεγάλη ὀδύνη μου, τό αἰσθάνθηκα νά μέ θερμαίνει, νά μέ στερεώνει, νά μοῦ στέλνει ἕνα ἄγγελμα, ἕνα προμήνυμα ἀπό μιά καινούρια, ὑπέρτατη, σωτήρια εὐτυχία.
- Νά ξαναπάω ἐκεῖ; ἀναρωτήθηκα. Μήπως αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή;  Ἤ μήπως θά ‘ναι ἄλλη ἡ ἐντολή μου καί μήπως ὁ γυρισμός μου στό Ἅγιον Ὄρος θά ‘ναι μονάχα μιά προετοιμασία γιά ἄλλα, ἄδηλα ἔργα. Ὤ! ὅ,τι κι ἄν εἶναι, Κύριε – ὅ,τι πού τώρα δέν εἶμαι ἄξιος νά τό ξεκαθαρίσω, δέν πρόκειται νά φύγω πιά ἀπό Σένα. Σοῦ ἀφιερώνω ἐδῶ,  τούτη τήν ὥρα, ὁλόκληρη τήν ὑπαρξή μου, τήν ψυχή μου, το νοῦ, τή θέληση, τά πάντα. Βοήθησέ με νά Σέ πλησιάσω. Ἄλλο σκοπό  ἡ ζωή μου ἀπό δῶ καί πέρα δέν ἔχει, παρά νά Σέ ζυγώσω, ὅσο ἀντέχω, νά Σέ ὑπηρετήσω....
- Ἀγάπη μου.....
- Ἀγάπη....
Δέν ἄργησε ὁ Μαρίνος νά ξαναβρεθεῖ στόν ἀγαπημένο του χῶρο,τό Ἅγιον Ὄρος. Τόν καλοδέχτηκαν οἱ μοναχοί, συντάχτηκε στίς τάξεις τους μέ τό ὄνομα Τιμόθεος.
(συνεχίζεται)

  • Προβολές: 3218