Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Διαβάστε τὸ κείμενο σὲ pdf ἀρχεῖο: Ἡ ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Τὸ κείμενο στὰ Ἀγγλικά: The truly Holy and Great Council of the Orthodox Church

Ὅσο προχωροῦμε πρός τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόσο καί γράφονται διάφορα κείμενα, αὐξάνεται τό ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν γιά τά ὅσα πρόκειται νά γίνουν σέ αὐτήν καί κυρίως γιά ὅσα θά ἀποφασισθοῦν.

Προσπαθῶ νά δῶ τά θέματα αὐτά μέ ψυχραιμία, νηφαλιότητα καί κυρίως μέσα ἀπό τήν καθολική πείρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἤδη ἔχω συντάξει καί δημοσιοποιήσει διάφορα κείμενα καί πρόκειται νά διατυπώσω τίς ἀπόψεις μου προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη κατά τόν Μάϊο γιά νά λάβη σαφεῖς ἀποφάσεις ὡς πρός τήν στάση πού θά τηρήση ἡ Ἐκκλησία μας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά συνέλθη στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο.

Ἐμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως καί οἱ Κληρικοί παντός βαθμοῦ, μοναχοί, θεολόγοι καί γενικά Χριστιανοί, μποροῦμε καί πρέπει νά καταθέτουμε τίς σκέψεις μας στά Συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐνημερώνουμε τούς Χριστιανούς.

Δυστυχῶς ὅλη αὐτή ἡ συζήτηση γίνεται καθυστερημένα, γιατί ἔπρεπε νά γίνη πρίν ὑπογραφοῦν τά κείμενα αὐτά κατά τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν παρελθόντα Ἰανουάριο. Εὐθύνονται δέ ὅλοι ἐκεῖνοι πού κρατοῦσαν τά κείμενα αὐτά «ὑπό τό μόδιον» καί δέν δίνονταν στήν δημοσιότητα γιά εὐρύτερη συζήτηση οὔτε κἄν στούς Μητροπολίτες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά λάβουν γνώση.

Αὐτή εἶναι μιά λυπηρά ἱστορία πού δέν περιποιεῖ τιμή σέ ἐκείνους πού τήν σχεδίασαν ἤ τήν ἐφάρμοσαν.

Ἐπιφυλασσόμενος νά ἐκφράσω τίς ἀπόψεις μου κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θά καταγράψω ἐδῶ μερικά σημεῖα πού μποροῦν νά ὠφελήσουν ὅσους ἔχουν καλή διάθεση. 

1. Ἡ βάση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἶναι συνοδική, πού σημαίνει γίνεται συζήτηση, ἀνταλλάσσονται ἀπόψεις καί ἐξάγονται τά συμπεράσματα. «Ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ὅπως ἀπεφάνθη ἡ Ἀποστολική Σύνοδος στά Ἱεροσόλυμα, κατά τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. ιε, 28).

Τό συνοδικό, ὅμως, πολίτευμα δέν λειτουργεῖ οὔτε ἐκφράζεται μόνον μεταξύ τοῦ Σώματος τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί γενικά στίς συζητήσεις μεταξύ Κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ὅσων τελικά τό ἐπιθυμοῦν. Ἔτσι, ἀποφεύγεται ἡ Κληρικοκρατία καί ἡ λαϊκοκρατία. Τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα λειτουργίας του εἶναι συνοδικῶς ἱεραρχικό καί ἱεραρχικῶς συνοδικό.

Ἑπομένως, δέν πρέπει νά ἐνοχλοῦν οἱ ἀπόψεις-θέσεις πού διατυπώνονται ἀπό Κληρικούς, μοναχούς, θεολόγους, λαϊκούς, ὡσάν αὐτές οἱ ἀπόψεις νά κλονίζουν τόν Συνοδικό θεσμό. Μιά τέτοια ἄποψη εἶναι ἐκτροπή ἀπό τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἐκφράζει δέ παπική ἀντίληψη.

Στό σημεῖο αὐτό θά παρατεθῆ ἕνα χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνέλευσις, πού οὐδέποτε διακόπτεται. Μέ ἄλλους λόγους, ἡ ὑπερτάτη αὐθεντία –καί ἡ ἱκανότης πρός διάκρισιν τῆς ἀληθείας εἰς τήν πίστιν– εἶναι ἐμπιστευμένη εἰς τήν Ἐκκλησίαν, πού εἶναι πράγματι "Θεῖος θεσμός" κατά τήν ὀρθήν καί στενήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, ἐνῶ οὐδεμία Σύνοδος ἤ "Συνοδικός θεσμός" εἶναι de jure Divino, παρά μόνον ὅταν ἀποτελῆ ἀληθῆ εἰκόνα ἤ φανέρωσιν τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τό σημεῖον αὐτό φαινόμεθα νά ἔχωμεν ἐμπλακῆ εἰς φαῦλον κύκλον. Ἴσως αὐτό εἶναι ἀληθές, ἐάν ἐπιμένωμεν δι' ἐπισήμους ἐγγυήσεις εἰς τά δογματικά ζητήματα. Ἀλλά προφανῶς τοιαῦται "ἐγγυήσεις" δέν ὑφίστανται οὔτε εἶναι δυνατόν νά προσαχθοῦν καί μάλιστα προκαταβολικῶς. Ὡρισμέναι "Σύνοδοι" εἰς τήν πραγματικότητα ὑπῆρξαν ἀποτυχίαι, τίποτε περισσότερον ἀπό conciliabula, πού βεβαίως διέπραξαν λάθη. Δι' αὐτόν δέ τόν λόγον μεταγενεστέρως ἀπεκηρύχθησαν. Πολύ διδακτική ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἡ περίπτωσις τῶν Συνόδων τοῦ τετάρτου αἰῶνος. Αἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐγένοντο δεκταί ἤ ἀπερρίπτοντο ἀπό τάς Ἐκκλησίας ὄχι διά λόγους τυπικούς ἤ "κανονικούς", ἡ δέ ἐτυμηγορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξεν ἄκρως ἐκλεκτική. Ἡ Σύνοδος δέν εὑρίσκεται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἦταν ἡ ἄποψις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας».

2. Ἡ Πεντηκοστή εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί αὐτή δέν εἶναι μία ἑορτή πού πανηγυρίζεται ἐξωτερικά, ἀλλά ἡ μετοχή στήν θέωση, κατά διαφόρους βαθμούς. Τό ὅτι ἐπελέγη ἡ Πεντηκοστή γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει ὅτι οἱ Προκαθήμενοι πιστεύουν ὅτι πρέπει ἡ Σύνοδος αὐτή νά ἐκφράζει τήν ζωή τῆς Πεντηκοστῆς.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι θά συμμετάσχουν στίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά ἔχουν ἀποστολικό καί πατερικό φρόνημα καί ζωή, νά μετέχουν, κατά διαφόρους βαθμούς, στήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοπτικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, νά προσεύχωνται –ὅσο καί ἄν ἀκούγεται αὐτό παράξενα– νά διακατέχωνται ἀπό τήν συνείδηση πού διαπότιζε τούς ἁγίους Πατέρας στίς Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας.

Τά κείμενα πού θά ψηφισθοῦν πρέπει νά εἶναι κείμενα προσευχῆς καί ὄχι κείμενα κοσμικῶν συμβιβασμῶν καί σκοπιμοτήτων∙ πρέπει νά εἶναι κείμενα πού θά συντονίζωνται στήν ὅλη παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ἔχουν ὀργανική σχέση μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί γενικά τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἄν δέν ὑπάρχη ἡ προσωπική πνευματική ἐμπειρία, τοὐλάχιστον νά ὑπάρχη ἡ σαφής συνείδηση πού ἐκφράζει ἡ φράση «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», ὅπως γράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Τελικά, οἱ Σύνοδοι βασίζονται στούς μεγάλους Πατέρες πού παρευρέθηκαν σέ αὐτές, καί ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συνεκρότησαν τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Μιά πρόχειρη ἀνάγνωση τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θά ἀποδείξη ὅτι ἡ βάση καί ἡ ὑποδομή τῶν ἀποφάσεών τους εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν ἐμπειρικῶν Πατέρων, μέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς λέξεως.

Γιά παράδειγμα, στόν «ὅρο πίστεως» τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφεται: «...τήν δέ ἀπλανῆ τῶν Πατέρων ἀνανεωσάμενοι πίστιν...». Ἐπίσης, στά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς συναντᾶμε τήν φράση: «πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ὅροις ἑπόμενοι». Καί στόν «ὅρο πίστεως» τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφεται ὅτι ἡ Σύνοδος ἀκολουθεῖ «τῇ τῶν ἁγίων καί ἐγκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ...».

Ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα παραδείγματα ἀπό τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό τά ὁποῖα συνάγεται ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων προηγεῖται καί ἀκολουθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.

Ὅσοι ἔχουν τήν ἄποψη ὅτι ἡ Σύνοδος ὁμοιάζει μέ ἕνα ἐπιστημονικό Συνέδριο ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων σφάλλουν.

Ἄλλωστε, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδειξαν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐμπειρία, ὅπως φαίνεται στίς Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος, πού πρωτοστατοῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Ἐλπίζω δέ ὅτι ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή θά διατυπωθῆ γραπτῶς στά κείμενα πού θά ἐκδοθοῦν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν μεγάλων ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, κυρίως τοῦ ἔτους 1351, πού ἔδειξαν ὅτι ἡ πραγματική μεθοδολογία τῶν δογμάτων στίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους εἶναι ἡ νηπτική παράδοση καί ζωή. Ἄν δέν γίνει αὐτό, τότε θά ἀποδειχθῆ περίτρανα ὅτι ἐπιλέγεται ἡ «ἰδεολογοποίηση» τήν ὁποίαν μερικοί ἐπιθυμοῦν νά ἀποφύγουν.

3. Παρατηρώντας τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση διαπιστώνουμε ὅτι κινεῖται μέσα στίς «γεωπολιτικές στρατηγικές», σέ ἐθνικιστικές σκοπιμότητες, στήν «ψυχρή πολεμική» μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ὄντως ὑφίσταται μιά τέτοια πραγματικότητα, ἀφοῦ ἡ θεολογία, δυστυχῶς, ἀπό ἀδιάκριτους καί ἀθεολόγητους Κληρικούς ἐμπλέκεται μέ τήν πολιτική καί τήν διπλωματία. Αὐτό τό ἐπεσήμανα καί σέ ἄλλο κείμενό μου, χρησιμοποιώντας καί ἐνδεικτικό παράδειγμα.

Γιά νά ἀποφευχθῆ αὐτή ἡ ἐκκοσμικευμένη τακτική, θά πρέπει ὅσοι συμμετάσχουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά στηριχθοῦν πάνω στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχουν καθαρό ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Μόνον μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία μποροῦμε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τέτοιες κοσμικές νοοτροπίες. Δέν ἐπαρκοῦν τά σκληρά λόγια καί οἱ ἐπιθετικές ἐπισημάνσεις γιά νά ἀποφευχθῆ αὐτός ὁ ὑπαρκτός κίνδυνος.

Τελικά, εὐθύνονται ὅσοι, μέ τήν κοσμική νοοτροπία τους εἰσάγουν ἤ ἐπιτρέπουν νά εἰσάγεται μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ «γεωπολιτική στρατηγική», νά συνδέεται, δηλαδή, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέ πολιτικές καί ἐθνικιστικές σκοπιμότητες. Πρόκειται γιά κατάπτωση.

4. Ἡ ἀλήθεια ἐπικρατεῖ μέ τήν μέθεξη καί τήν μαρτυρία τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μέ ἐμπνευσμένο λόγο καί θεοειδῆ ἀγάπη, μέ νηφαλιότητα κάι ψυχραιμία, μέ εἰρηνικό καί θεοφιλῆ τρόπο.

Ἀντίθετα, τά ἐπιθετικά συνθήματα, οἱ καλοστημένες «ταμπέλες», ὁ «ξύλινος θεολογικός λόγος», τά δηλητηριώδη ὑπονοούμενα, ὁ στιγματισμός ἐγωϊστικῶν καταστάσεων μέ «παπική» νοοτροπία, ἡ ὑποτίμηση ἄλλων ἀδελφῶν, ἡ καταπολέμηση τοῦ συντηρητισμοῦ μέ ἕναν ἄλλον συντηρητισμό καί φιλελευθερισμό καί πολλά ἄλλα δέν συνιστοῦν ἔκφραση καί συνείδηση ἀληθείας, ἀλλά μᾶλλον ἐκδήλωση πανικοῦ!

Γενικά, ἡ ἀλήθεια γιά νά ἐπικρατήση χρειάζεται τήν πνοή τοῦ Παρακλήτου, τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Πεντηκοστῆς, τό εἰρηναῖο πνεῦμα, τήν ἀπομάκρυνση τῆς πυορροοῦσας πληγῆς τῶν παθῶν. Ἡ ὑποστήριξη τῆς ἀληθείας μέ πάθη, μέ ὑπερηφάνεια καί ἐπιθετικότητα, μέ φανατισμούς καί μισαλλοδοξίες, τήν ἀποδυναμώνει ὁλοκληρωτικά.

Ἐμπαθεῖς Κληρικοί πού δέν ἀπαντοῦν σέ θεολογικές προκλήσεις μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα, ἀλλά μέ ἐπιθετικά «ἰδεολογικά σχήματα» δέν προσφέρουν ἀπολύτως τίποτε στόν θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό διάλογο, τόν ὁποῖον δῆθεν ἐπιδιώκουν καί ὑποστηρίζουν.

Εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ «δαιμόνων θεολογία προδήλως ἡ τῶν ἐπ’ αὐτῇ διά φιλοδοξίαν μέγα φυσώντων δίχα πράξεως γνῶσις», καθώς ἐπίσης εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά «τήν νῦν γλωσσαλγίαν καί τούς αὐθημερινούς σοφούς καί τούς χειροτονητούς (αὐτοδίδακτουςαὐτοχειροτόνητους) θεολόγους».

5. Εὐχόμαστε πραγματικά, ὅσοι ἀγαποῦμε τήν Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού θά συνέλθη τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, νά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν περιστάσεων. Τά κείμενα τά ὁποῖα τελικά θά καταρτίση καί κυρίως τό μήνυμα πού θά ἐκπέμψη, πρέπει νά εἶναι καθαρά, χωρίς ὑπονοούμενα καί ὑποσημειώσεις, αὐθεντικά, ἀληθινά, ὅπως τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «πνεῦμα ἀληθείας». Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀναδύεται ἀπό αὐτά τά κείμενα ἡ εὐωδία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ἡ συνείδηση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχή τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν ἐρημιτῶν καί τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, μέ ἄλλα λόγια νά εἶναι κείμενα προσευχῆς καί ὀρθοδόξου θεολογίας.

Βέβαια, ὅλοι μας στόν καθημερινό λόγο πίπτουμε σέ θεολογικά λάθη ἤ ἀβλεψίες ἤ ἀκόμη δεχόμαστε ἀθελήτως ἐπιρροές ἀλλότριες, ἀλλά τά Συνοδικά κείμενα πρέπει νά εἶναι καθαρά. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἀποφασίζη Συνοδικῶς δέν φιλοσοφεῖ, δέν φλυαρεῖ, δέν ἐπιτίθεται, δέν διακρίνεται ἀπό βερμπαλισμό, ἀλλά ἐκφράζει μέ καθαρούς ὅρους τήν ἀλήθεια, χωρίς νά κρύπτη διφορούμενες ἔννοιες.

Μέ αὐτήν τήν προοπτική ἔγραψα τό περί ἀντικαταστάσεως τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο» ἀπό τόν ὅρο ἄνθρωπος. Δέν ἔχω πρόβλημα μέ τόν ὅρο πρόσωπο, ὅπως τόν χρησιμοποιεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά μέ τίς παρερμηνεῖες διαφόρων συγχρόνων θεολόγων, πού ἐκφράζουν ἀντορθόδοξες ἀπόψεις.

Ἀπό πολυχρόνια μελέτη διαπίστωσα ὅτι σήμερα ὁ ὅρος πρόσωπο περισσότερο ἐκλαμβάνεται μέ τήν σχολαστική καί ὑπαρξιακή νοοτροπία, μέ τίς ἀπόψεις τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ μέ ἕναν οὑμανιστικό βολονταρισμό, καί γενικά μέ τόν δυτικό περσοναλισμό, ὁ ὁποῖος ὑπονομεύει ὅλη τήν ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ προσώπου στόν Θεό, στόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ συνδέει τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη καί τήν βούληση μέ τό πρόσωπο, ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι αἱρετικοί.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ζήτησα νά γίνη αὐτή ἡ ἀντικατάσταση καί δέν πρέπει νά δίνωνται ἄλλες ἑρμηνεῖες πού ἀδικοῦν τήν λογική ἀρτιότητα αὐτῶν πού τίς ἐκφράζουν.

Γενικά, δέν ἔχω πρόβλημα μέ τήν λέξη πρόσωπο, ἀλλά μέ τίς σύγχρονες φιλοσοφικές καί κοινωνιολογικές ἀναλύσεις περί τοῦ προσώπου, ὅπως δείχνουν οἱ φράσεις «ὀντολογία τοῦ προσώπου», «ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» κλπ., πού διαστρέφουν ὅλη τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.

Γιά νά περατώσω αὐτές τίς σύντομες ἐπισημάνσεις, τονίζω ὅτι ἡ μέλλουσα νά συνέλθη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, στήν ὁποία θά παραστῶ, «ἐκτός ἀπροόπτου», ἐπιθυμῶ νά ἐμπνέεται ἀπό τό Δοξαστικό τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού παραθέτω, τό ὁποῖο  ψάλλουμε μεγαλοπρεπῶς στούς Ἱερούς Ναούς, καί μάλιστα αὐτήν τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, τήν Κυριακή πρό τῆς Πεντηκοστῆς, πού θά συνέλθη ἡ Σύνοδος. Ὅλα ὅσα λέγονται στήν Ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, πρέπει νά ἔχουν ἀντίκρυσμα στά μέλη τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ψάλλουμε στό τροπάριο:

«Τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁ χορός,
ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμών,
Πατρός καί Υἱοῦ καί Πνεύματος Ἁγίου
μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καί φύσιν,
καί τό μυστήριον τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ∙
οὕς εὐφημοῦντες ἐν πίστει μακαρίσωμεν λέγοντες.
Ὦ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται, παρατάξεως Κυρίου∙
ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος∙
τῆς μυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι∙
τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου∙
τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου∙
Νικαίας τό καύχημα∙ οἰκουμένης ἀγλάϊσμα,
ἐκτενῶς πρεσβεύσατε ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ἔτσι ἐπιθυμοῦμε νά εἶναι τά μέλη ἤ τοὐλάχιστον ἡ πλειοψηφία τῶν μελῶν τῆς Συνόδου αὐτῆς.

Ὅποιος ὑπερασπίζεται τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄς καθρεπτισθῆ στό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Δοξαστικοῦ, γιά νά συμμετάσχη στήν δόξα τῶν Πατέρων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. –

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ, ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (2016)

  • Προβολές: 6254