Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν στούς «κυβευτές τῆς θεολογίας»

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Πολλοί ἄνεμοι διδασκαλιῶν, ποικίλων κατευθύνσεων, ραπίζουν τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σέ ὅσους δέν «ἐνηλικιώνονται» «εἰς ἄνδρα τέλειον» κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί (ἴσως ἡ πλειονότητα τῶν ἁπλῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας), κλυδωνίζονται, σύμφωνα μέ τήν σχετική διατύπωση τοῦ ἀπ. Παύλου παρασυρόμενοι «παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», τήν ὁποία διατυπώνουν οἱ κυβευτές τῆς θεολογίας (καί τῆς ἐκκκλησιολογίας), οἱ ὁποῖοι παίζουν, ὅπως μέ τούς κύβους (τά ζάρια), μέ δόγματα, ἱερούς κανόνες, ἐκκλησιαστικές παραδόσεις.

Στίς μέρες μας «κυβευτές τῆς θεολογίας» μπορεῖ νά βρῆ κανείς καί στά δύο ἄκρα τῆς σύγχρονης θεολογικῆς διελκυστίνδας: στούς θιασῶτες τῆς ἑνότητας πού σχετικοποιοῦν τήν σημασία τῶν δογμάτων, ἀλλά καί στούς «ἀκριβεῖς φύλακες τῆς πίστεως», πού ἀπειλοῦν μέ ἐκκλησιαστική αὐτοκτονία (τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν κοινωνία μέ τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας), βλέποντας προδοσίες ἀκόμη καί στούς συνετούς ἀγῶνες γιά τήν ἀποστολική ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως.  

Πάντως, «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» πρέπει μέ κάθε τρόπο νά ξεκαθαρίζουμε τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς, τό δόγμα, τήν λογική λατρεία καί τήν ἀσκητική, ἡ ὁποία μᾶς μυεῖ στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο παραπέμπει τό δόγμα καί μᾶς ἀνοίγει τίς πύλες του ἡ λογική λατρεία.

Δέν ἀγαποῦμε πραγματικά, ἄν δέν «ἀληθεύουμε». Τό νά μή τονίζουμε τήν τραγικότητα τῆς αἵρεσης, τόν πνευματικό θάνατο πού προκαλεῖ, τό νά μιλοῦμε γιά «χαρισματικά ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας, πού δῆθεν εἶναι πολύ εὐρύτερα ἀπό τά «κανονικά ὅριά» της, μέ ἀπώτερο σκοπό νά θεμελιώσουμε «ἐκκλησιαστικότητα» γιά τούς ἑτεροδόξους, εἶναι πράξεις πού δέν βοηθοῦν τίς διάφορες ὁμάδες τῶν Χριστιανῶν νά βροῦν τό πραγματικό θεμέλιο τῆς ἑνότητάς τους. Τραγικότερη ὅμως εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἀποδοθοῦν κλασικές οἰκουμενιστικές ἀπόψεις σέ θεολογικές προσωπικότητες, ὅπως ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ, μέ τήν ἐκμετάλλευση καί μεγένθυση περιθωριακῶν διατυπώσεών τους.

Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές θά ἀναφέρουμε ἕνα σχετικό παράδειγμα ἀπό τό περιοδικό Θεολογία, τεῦχος 1 (2013). Στίς σελ. 117 ἕως 118 διαβάζουμε: «Ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ διέκρινε τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα δὲν συμπίπτουν πάντα». Γιά νά στηρίξη τήν ἄποψή του ὁ ἀρθρογράφος προσκομίζει τό ἀκόλουθο παράθεμα ἀπό κείμενο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ: «διὰ τῶν ἐνεργειῶν της ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νὰ μαρτυρεῖ ὅτι τὸ μυστικό της ἔδαφος ἐκτείνεται καὶ πέραν τοῦ κανονικοῦ κατωφλίου της καὶ ὅτι ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος δὲν ἀρχίζει εὐθὺς ὡς διαβῆ κανεὶς τὸ κατώφλιον τοῦτο. Ὡς μυστικὸς ὀργανισμός, μυστηριακὸν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφῇ καταλλήλως διὰ μόνων τῶν κανονικῶν ὅρων καὶ κατηγοριῶν. Πολλάκις τὰ κανονικὰ ὅρια δεικνύουν ὡσαύτως καὶ τὰ χαρισματικὰ ὅρια. Πολλάκις, ἀλλ’ ὄχι πάντοτε». Γιά τό παράθεμα αὐτό δέν ὑπάρχει παραπομπή, ὑπάρχει μόνον μιά ὑποσημείωση στήν ὁποία γράφεται: «Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὅπ. παρ., σσ. 131 – 132.».  

Πηγαίνοντας, λοιπόν, στίς ὑποδεικνυόμενες σελίδες δέν βρίσκουμε τίποτε γιά χαρισματικά καί κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Τό ὑποκεφάλαιο στό ὁποῖο ἀνήκουν οἱ ἐν λόγῳ σελίδες ἔχει τίτλο: «Ἡ αὐτοκρατορική ἤ οἰκουμενική Σύνοδος». Πραγματεύεται τό θέμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λόγος γιά τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας γίνεται μόνο σέ σχέση μέ τά ὅρια τῆς Πολιτείας. Γράφει: «...ἡ Ἐκκλησία καί ἡ κοινοπολιτεία, δηλαδή ἡ ἐκχριστιανισθεῖσα οἰκουμενική αὐτοκρατορία, εἶχον κοινά ὅρια. Αὐτός ὁ “ἐκχριστιανισμός” τῆς αὐτοκρατορίας κατέστησε τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας πλέον ἔκδηλον παρά ποτέ». Ἐπίσης, στήν σελ. 132 οἱ ἔννοιες «κανονικός» καί «χαρισματικός» δέν ἀναφέρονται στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στόν χαρακτήρα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ὅπως γράφει ὁ Φλωρόφσκυ, «ἀνεγνωρίσθηκαν ἀμέσως ἤ μετά τινα καθυστέρησιν, ὄχι τόσον λόγῳ τῆς ἐπισήμου κανονικῆς των ἁρμοδιότητος, ὅσον ἐξ αἰτίας τοῦ χαρισματικοῦ των χαρακτῆρος· μέ τήν καθοδήγησιν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἐμαρτύρησαν περί τῆς ἀληθείας συμφώνως πρός τήν Ἁγ. Γραφήν, ὅπως αὐτή παρεδόθη εἰς τήν ἀποστολικήν παράδοσιν».

Ἡ ὑποσημείωση, δηλαδή, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ ὅσα ἀναφέρονται μέσα στό κείμενο, τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ἐπιστρατεύθηκε γιά νά ἐνισχύση. Χρειάζεται πολλή καί καθοδηγούμενη φαντασία ἤ πλήρης ἄγνοια τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου γιά νά θεωρήση κανείς ὅτι μιλᾶ γιά τά κανονικά καί τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.

Στό ἴδιο ἄρθρο (περ. Θεολογία, ὅπ. παρ., σελ. 115) διαβάζουμε: «...ὑπάρχει τὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς, ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς κοινότητες ποὺ ὁμολογοῦν πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ μέλη τῶν κοινοτήτων αὐτῶν ἔχουν βαπτισθεῖ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος καὶ φυσικὰ θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς μέλη τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Αὐτὲς οἱ κοινότητες θεωροῦν ἑαυτοὺς ἐκκλησίες, παρόλο ποὺ δὲν ἔχουν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὴν πραγματικὰ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Σεβόμενος αὐτὲς τὶς κοινότητες προσπάθησε νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ βρεῖ μιὰ λύση ὁ Φλωρόφσκυ». Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει ἡ ἀκόλουθη ὑποσημείωση: «Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ π. Γεώργιος: “Μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ θέσω κανέναν ἐκτὸς Ἐκκκλησίας. Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίστηκε γιὰ νὰ προλαμβάνει τὴν κρίση του”. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἀθήνα 1989, σελ. 220».  

Εἶναι χρήσιμο νά δοῦμε τί γράφει ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ στό κείμενο ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται τό παραπάνω παράθεμα. Εἶναι τό τελευταῖο ἄρθρο του στό βιβλίο Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, (ἔχουμε τήν ἔκδοση τοῦ 1973) καί ἔχει τίτλο «INTER-COMMUNIO» Ὁμολογιακή πιστότης ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.

Στήν σελ. 219 γράφει: «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίστηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω γιά πολλούς λόγους: ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τή Γραφή καί ἀπό τήν καθολική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. [...] Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθησι, ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta (“Μία Ἁγία...”)».

Μιλώντας, στό ἴδιο κείμενο, στήν σελ. 220, γιά τήν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, τήν ὁποία ταυτίζει μέ τήν Ὀρθόδοξη, γράφει τά ἑξῆς σημαντικά, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί τό παράθεμα τῆς παραπάνω ὑποσημειώσεως.

«Πάνω ἀπό ὅλα ἡ μυστηριακή δομή τοῦ Σώματος ἔχει διατηρηθῆ σῶα καί ἄθικτος. Καί στό σημεῖο τοῦτο πάλι γνωρίζω ὅτι ἡ προσωπική μου αὐτή πεποίθησις εἶναι δυνατό νά ἀπορριφθῆ σάν αὐταπάτη. Ἀλλά γιά μένα ἀποτελεῖ ἀκράδαντη πεποίθησι. Ἄν αὐτό ἤθελε θεωρηθῆ πεισμονή, εἶναι πεισμονή τῆς ἀλήθειας καί τῶν τεκμηρίων. Μπορῶ μόνο νά δῶ αὐτό, πού πράγματι βλέπω. Δέν εἶμαι σέ θέσι νά κάνω τίποτ΄ ἄλλο. Ἀλλά μέ κανένα τρόπο δέν εἶμαι διατεθειμένος νά θέσω κανέναν “ἐκτός Ἐκκλησίας”. Ἡ “κρίσις” ἔχει δοθῆ στόν Υἱό. Κανείς δέν διορίσθηκε γιά νά προλαμβάνη τήν κρίση Του. Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, ἔχει τή δική της ἐξουσία μέσα στήν ἱστορία. Εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἡ ἐξουσία νά κηρύττη καί νά διαφυλάττη τό λόγο τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως καί τάξεως, πού πρέπει νά θεωρεῖται σάν κανόνας. Ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου εἶναι “ἀνωμαλία”».

Ὅταν βλέπη κανείς τό παράθεμα τῆς ὑποσημείωσης μέσα στό κείμενο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ, ἀντιλαμβάνεται σαφέστατα ὅτι δέν ἀναφέρεται σέ κοινότητες «ποὺ δὲν ἔχουν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὴν πραγματικὰ Καθολικὴ Ἐκκλησία», τίς ὁποῖες δέν εἶναι διατεθειμένος νά θέση «ἐκτός Ἐκκλησίας» (τό «ἐκτός Ἐκκλησίας» ὁ Φλωρόφσκυ τό ἔχει σέ εἰσαγωγικά, τά ὁποῖα ἀφαιρέθηκαν στήν ὑποσημείωση). Ὁ Φλωρόφσκυ ἀναφέρεται σέ πιστούς ἑτεροδόξων κοινοτήτων, τούς ὁποίους δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποκλείση ἀπό τήν σωτηρία, (αὐτό τό νόημα ἔχουν τά εἰσαγωγικά στό «ἐκτός Ἐκκλησίας»),  ἄλλωστε εἶναι σαφής ἡ ἀναφορά του στήν μέλλουσα κρίση, στήν ὁποία ὁ Υἱός θά ἀποκαλύψη τούς σεσωσμένους. Καί εἶναι γνωστό ὅτι θά ὑπάρχουν Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι στούς μή σεσωσμένους, ὅπως καί μή Ὀρθόδοξοι στούς σεσωσμένους, oἱ ὁποῖοι θά σωθοῦν ἀπό τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τήν καλλιέργεια τοῦ φυσικοῦ νόμου, ὄχι, ἐννοεῖται, ἀπό τήν δογματική πίστη ἤ τήν λατρεία τῆς κοινότητάς τους.

Κλείνουμε μέ μιά πολύ χαρακτηριστική ἐπισήμανση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ ἀπό τό ἴδιο ἄρθρο (σελ. 216), ἐνδεικτική τῆς θεολογικῆς νοοτροπίας του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνοπτική διδαχή γιά ἀποφυγή τῆς ἱκανοποίησης ἀπό μιά συναισθηματικοῦ ἐπιπέδου ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς θεολογικό θεμέλιο: «Μιά αἰσθηματική χειρονομία ἀδυνατεῖ νά λύση τήν ἀντίθεσι τῶν βαθυτάτων πεποιθήσεων. Ἡ ἑνότητα ἀδελφικῶν αἰσθημάτων δέν εἶναι ἀκόμη καί ἑνότητα πίστεως. Ἐπιτρέπεται μέσα στήν Ἐκκλησία νά αἰσθανόμαστε ἱκανοποιημένοι ἀπό κάτι πού εἶναι λιγότερο ἀπό τήν ἑνότητα τῆς πίστεως;».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ