Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Χάρη τῶν ἰάσεων δέν βαπτίζει

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Ἡ πρόταση αὐτή μπορεῖ νά ἐκληφθῆ σάν ἕνα σύνθημα, σάν μιά προπαγανδιστική αἰχμή σέ ἰδεολογική μάχη μέ τήν ἀθεΐα, τήν ἑτεροθρησκία ἤ τήν αἵρεση. Πιθανῶς αὐτή ἡ ἀντίληψη νά ἐπικρατῆ στίς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων σημερινῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ γεύση τῆς ἀλήθειας, πού ἐκφράζει αὐτή ἡ πρόταση, ἔχει προϋποθέσεις δυσεύρετες στήν ἐποχή μας.

Δέν ἔχει σημασία, ὅμως, τό πῶς ἐκλαμβάνουν τήν φράση αὐτή οἱ πολλοί, ἀλλά ἡ ἀλήθεια της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου, γιατί εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἕνα καί ἀδιαίρετο Σῶμα, τό ὁποῖο μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ντυμένο μέ τόν ἄρραφο χιτώνα τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ θεολογικοῦ λόγου, «ἀσιγήτως κηρύττει» τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, πυρήνας τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ζωή καί τό νόημα τοῦ κόσμου, ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά νά γίνη ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, τά ζωντανά μέλη τῆς ὁποίας, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦν μέ τό θνητό σῶμα τους, ὁδηγοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» καί τούς δωρίζεται, ὅταν πορεύονται μέσα στό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τό «περισσόν τῆς ζωῆς».

Ὅμως, μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν ἀρκετοί «σοφοί κατά σάρκα», πού ἔσχισαν τόν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ, τήν «ἄρραφη» ἁπλότητα τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, διασπώντας ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πολλά μέλη της, μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες τους, οἱ ὁποῖες ἀκυρώνουν σέ ὅσους τίς δέχονται τήν σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἔτσι, σκόρπισαν (καί σκορπίζουν) τόν πνευματικό θάνατο, ὁδηγώντας ἔξω ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τούς εὐπειθεῖς στήν πλάνη τῶν αἱρέσεων. Δυστυχῶς, λόγῳ τῆς ἀθεΐας, τῆς ἑτεροθρησκίας καί τῆς αἵρεσης δέν μετέχει ὅλος ὁ κόσμος στήν Μία Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή καί τό νόημα τοῦ κόσμου. Ὅλη ἡ οἰκουμένη, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά γευθοῦν τήν νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, πού ἐξαγγέλλει ἡ Ἐκκλησία, θά γευθοῦν τήν ἀνάσταση, ἀλλά ὁ καθένας μέ τήν δική του «δόξα». Ἄλλοι γευόμενοι τόν Θεό ὡς φῶς καί ἄλλοι ὡς πῦρ.

Ἡ σύνδεση τοῦ ἄρραφου χιτώνα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη φαίνεται σέ ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο πού εἶδε ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Πέτρος Ἀλεξανδρείας, σχετικά μέ τόν Ἄρειο καί τίς θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές ἐπιπτώσεις τῆς αἱρέσεώς του. Εἶδε ὁ Ἅγιος τόν Χριστό «ἐν σχήματι παιδίου μικροῦ, τό ὁποῖον ἔλαμπε μέν ὑπέρ ἥλιον, ἦτο δέ ἐνδεδυμένον ἕν ὑποκάμισον ἐσχισμένον ἀπό τήν κεφαλήν ἕως εἰς τούς πόδας» (Συναξαριστής ἁγίου Νικοδήμου). Εἶδε, δηλαδή, τόν Χριστό μέ τόν ἄρραφο χιτώνα του σχισμένος. Σέ αὐτήν τήν κατάσταση ρώτησε τόν Χριστό: «Τίς σου τὸν χιτῶνα Σῶτερ διεῖλεν» καί ὁ Χριστός, σύμφωνα μέ τόν ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀπάντησε: «Ἄρειος [...], ὁ τῆς Τριάδος, τεμὼν τὴν ὁμότιμον, ἀρχὴν εἰς διαιρέσεις». Τόν ἔσχισε ὁ Ἄρειος, πού ἀθέτησε τήν εὐαγγελική διδασκαλία, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος.

Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, κρατᾶ ἀκέραιο τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί ἁγίων Πατέρων, πού εἶναι τό ἔνδυμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ὁ ἄρραφος χιτώνας τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς αὐτήν τήν διδασκαλία δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐνόσω οἱ αἱρετικοί δραστηριοποιοῦνται μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ντύνουν τόν Χριστό μέ ράκη ψεύτικων διδασκαλιῶν, σχίζοντας τόν ἑνιαῖο ἄρραφο χιτώνα Του. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τούς ἀποχωρίζει ἀπό τό Σῶμα της, γιά νά κρατήση τήν ἑνότητα τῆς ὀρθῆς πίστης, ἀκέραιο τό «ἄρραφο» τῆς διδασκαλίας της, τήν ἔνδοξη ἁπλότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, πού ἑνοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία του.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ εὐλογία πού διαχέεται ἀπό αὐτήν σέ ὅλο τόν κόσμο δέν καθιστᾶ τούς πάντες μέλη τῆς Ἐκκλησίας «κατά διαφόρους βαθμούς περιεκτικότητας». Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι σαφέστατη μέσα στούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά καί στό τελετουργικό τῆς Ἐκκλησίας. Θά τήν τεκμηριώσουμε ὅμως, γιά τούς πιστούς, μέ ἁπλό τρόπο, ἀνατρέχοντας στόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ὅπως τόν ἔχει καταγράψει ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης.

Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος τήν ἰαματική χάρη πού τοῦ ἔδινε ὁ Θεός δέν τήν κρατοῦσε μόνον γιά τούς Χριστιανούς. Τήν διοχέτευε καί στούς Μουσουλμάνους. Ἔκανε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς ὀρθόδοξος Ἱερέας, θαύματα καί σέ Μουσουλμάνους. Γράφει ὁ ὅσιος Παΐσιος: «Οἱ Χριστιανοί, ὅταν τά ἔβλεπαν [τά θαύματα], γίνονταν πιό πιστοί, διότι ἔβλεπαν τήν μεγάλη δύναμη τῆς πίστεώς μας. Οἱ δέ Τοῦρκοι, πού τά ἔβλεπαν καί αὐτοί, καί Χριστιανοί νά μή γίνονταν, ἔπαυαν κάπως νά δαγκώνουν τούς Χριστιανούς». Ἡ ἴαση μέ τήν ἰαματική χάρη τοῦ Θεοῦ δέν καθιστοῦσε τούς Μουσουλμάνους, πού θεραπεύονταν, σέ «κάποιο βαθμό περιεκτικότητας» μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν τούς βάπτιζε Χριστιανούς. Προσέρχονταν μέ κάποια δική τους πίστη στόν Ὀρθόδοξο Ἱερέα. Λάμβαναν τήν ἰαματική χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δέν ὁμολογοῦσαν ὅμως (ἐκτός ἐξαιρέσεων) τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί δέν βαπτίζονταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἁπλῶς «ἔπαυαν κάπως νά δαγκώνουν τούς Χριστιανούς».

Παραθέτουμε ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικό θαῦμα τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου: «Εἶχαν φέρει κάποτε ἀπό τούς Τελέληδες μία τυφλή Μουσουλμάνα, ὀνόματι Φάτμα, ἡμέρα Τετάρτη στόν Χατζεφεντῆ (ὅσιο Ἀρσένιο), νά τήν διαβάση νά γίνη καλά. Ἐπειδή ἦταν ἔγκλειστος, ἀφοῦ χτύπησαν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἀρκετά οἱ συνοδοί τῆς τυφλῆς, τήν ἄφησαν ἀπ’ ἔξω καί πῆγαν στό Μεσοχώρι. Ἐκείνη τήν ὥρα μιά Φαρασιώτισσα, πού τῆς εἶχε ἀγκυλωθῆ τό χέρι της, πῆγε στό κελλί τοῦ Χατζεφεντῆ καί πῆρε ἀπό τό κατώφλι τῆς πόρτας του χῶμα, ἄλειψε τό παθεμένο της χέρι καί ἔγινε καλά. (Ἔτσι ἔκαναν ὅλοι οἱ Φαρασιῶτες αὐτές τίς δύο ἡμέρες, πού ἔμενε ἔγκλειστος, καί δέν τόν ἐνοχλοῦσαν). Ὅταν λοιπόν εἶδε τήν τυφλή, τήν ρώτησε γιατί περιμένει καί ἡ τυφλή τῆς εἶπε τήν αἰτία. Τότε ἡ Φαρασιώτισσα τῆς ἀπάντησε:

–Τί κάθεσαι καί χασομερᾶς; Δέν ξέρεις ὅτι ὁ Χατζεφεντῆς τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή δέν ἀνοίγει; Πάρε χῶμα ἀπό τό κατώφλι τῆς πόρτας καί τρίψε τά μάτια σου νά γίνης καλά, ὅπως κάνουμε καί ὅλοι αὐτές τίς ἡμέρες, ὅταν ἀρρωσταίνουμε.

Ἡ Φαρασιώτισσα ἔφυγε καί πῆγε στήν δουλειά της. Ἡ Μουσουλμάνα ὅμως εἶχε παραξενευθῆ στήν ἀρχή γι’ αὐτό πού ἄκουσε, ἀλλά μετά ἔψαξε καί βρῆκε τό κατώφλι, πῆρε χῶμα καί ἔτριψε τά μάτια της καί ἀμέσως ἄρχισε νά βλέπη θαμπά. Ἀπό τήν χαρά της τότε πῆρε μιά πέτρα καί χτυποῦσε σάν τρελλή τήν πόρτα τοῦ Πατρός Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε καί, ἐπειδή εἶδε πώς εἶναι Μουσουλμάνα, ἐνῶ δέν μιλοῦσε αὐτήν τήν ἡμέρα, ἔκανε διάκριση καί τήν ρώτησε τί θέλει. Τοῦ εἶπε τόν λόγο καί ὁ Πατήρ πῆρε τό Εὐαγγέλιο καί τήν διάβασε καί ἀμέσως τῆς ἦρθε ὅλο της τό φῶς. Ἐκείνη ἔπεσε στά πόδια του καί τόν προσκυνοῦσε μέ εὐλάβεια, ἀλλ’ ὁ Πατήρ τήν μάλωσε καί τῆς εἶπε:

–Ἐάν θέλεις νά προσκυνήσης, νά προσκυνήσης τόν Χριστό πού σοῦ ἔδωσε τό φῶς, καί ὄχι ἐμένα.
Ἔφυγε μετά χαρούμενη νά βρῆ τούς συνοδούς της καί ἀνεχώρησαν γιά τό χωριό τους».

Ὁ ὅσιος Παΐσιος παρατηρεῖ: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Πατήρ (ὅσιος Ἀρσένιος), ὅπου περνοῦσε καί τοῦ ἔφερναν ἀρρώστους, γιά νά τούς διαβάση, ποτέ δέν ἐξέταζε ἐάν ὁ ἄρρωστος εἶναι Χριστιανός ἤ Τοῦρκος, ἀλλά ἀπό ποιά ἀρρώστια πάσχει, γιά νά βρῆ τήν ἀνάλογη εὐχή».

Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος μπορεῖ ποτέ νά μήν ἐξέταζε ἐάν ὁ ἄρρωστος εἶναι Χριστιανός ἤ Τοῦρκος, ἐξέταζε, ὅμως, μέ ποιούς ἐπικοινωνοῦν οἱ ἐνορίτες του καί σέ ποιούς μεταδίδει τά μυστήρια. Διότι ἄλλο εἶναι ἡ προσευχή γιά τούς πάσχοντες, ἡ ἀγάπη καί ἡ συμπάθεια γιά κάθε κτίσμα πού ὑποφέρει, καί ἄλλο ἡ συνάφεια μέ τούς αἱρετικούς καί ἡ μετοχή στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος πού «ξεφορτώθηκε» ὁ Ἅγιος ἕναν προτεστάντη δάσκαλο, ὅταν ἦρθε στά Φάρασα γιά νά ἀρχίσει δράση. Ὁ τρόπος του δείχνει τήν ἀπόλυτη στάση του ἀπέναντι στήν αἵρεση: «...τό συνάντησε καί τοῦ εἶπε: “Γρήγορα νά φύγης, ὅπως ἔχεις τά πράγματά σου, πρίν τά ξεφορτώσης, γιατί στά Φάρασα ἄλλον προτεστάντη δέν θέλουμε· μᾶς φθάνει ὁ ἕνας πού ἔχουμε, καί ἕνας Τοῦρκος πού εἶναι ἀπό χρόνια”».

Ὅλα τά παραπάνω τά σημειώσαμε γιά δείξουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς Ἐκκλησίας εὐεργετεῖ ὅλο τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή καί τό νόημα τοῦ κόσμου. Ὅλος ὁ κόσμος ὅμως δέν ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, οὔτε ὑπάρχουν βαθμοί ἐκκλησιαστικότητας, πού ἀποδραματοποιοῦν τήν ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας.  

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2633