Skip to main content

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 6 Αὐγούστου - Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

Ὅταν διαβάζη κανείς, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, διαπιστώνει ὅτι ὑπάρχουν ζωντανοί πνευματικά ὀργανισμοί, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν οἱ μεγάλοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τό μυστήριο τῆς θεώσεως, πού σημαίνει ὅτι μετεῖχαν κατά διαφόρους βαθμούς τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὑπῆρχαν καί ἄλλοι στοχαστές θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά θεολογήσουν μέ φιλοσοφικό τρόπο. Αὐτό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στήν Ἐκκλησία.

Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς εἶναι ὅτι, δυστυχῶς, στήν Ἐκκλησία εἰσερχόταν μέ διαφόρους τρόπους καί ἡ πολιτική, γι’ αὐτό μερικοί αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νά συμβιβάσουν τά πράγματα, νά βροῦν κάποιο τρόπο μέ μερικές φράσεις γιά νά ἑνώσουν τούς Ὀρθοδόξους μέ τούς αἱρετικούς. Γινόταν αὐτό πού θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε ἐκκλησιαστική καί θεολογική διπλωματία.

Μετά τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν ὁποία καταδικάστηκε ὁ Μονοφυσιτισμός, δηλαδή οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού δέν δέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Γ΄ καί Δ΄, καί ἀποτελοῦσαν δικές τους κοινότητες, οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας θέλησαν νά βροῦν ἕναν τρόπο συμβιβασμοῦ, ὥστε νά ἑνωθοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, μέ σκοπό νά ἀνακοπῆ ἡ ἀραβική ἐπέλαση. Δηλαδή, οἱ αὐτοκράτορες πίστευαν ὅτι ἄν συμφιλιώσουν τούς μονοφυσίτες τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας, αὐτοί θά ἀμύνονταν ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων Ἀράβων, ἀντί νά παραδοθοῦν ἀμαχητί ἐξαιτίας τῆς διαφορᾶς πίστης μέ τούς Ὀρθοδόξους.

Ἔτσι, κατ’ ἀρχάς ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος θέλησε νά συμβιβάση τά πράγματα καί συμβουλεύθηκε τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, πού εἶναι ἑνωμένες «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» σέ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἀποφάσισε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά ὅμως προσέθετε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μία θέληση καί ἐνέργεια.

Τότε, τό 638 μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος ἐξέδωσε ἕνα διάταγμα, πού ὀνομάσθηκε «Ἔκθεσις», μέ τό ὁποῖο ἐπέβαλε αὐτήν τήν διδασκαλία ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, μία θέληση, καί συγχρόνως ἀπαγόρευσε κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό.

Σέ αὐτήν τήν αἱρετική διδασκαλία ἀντέδρασαν κατ’ ἀρχάς μέν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Σωφρόνιος, ἔπειτα δέ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία στό θέμα αὐτό εἶναι ὅτι κάθε φύση ἔχει καί τήν ἐνέργεια καί θέλησή της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ἐνῶ ὑπάρχουν δύο φύσεις στόν Χριστό, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία θέληση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τῆς ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὁμιλοῦσε γιά φυσική θέληση καί ὄχι γιά ὑποστατική θέληση. Βέβαια, ἡ θέληση ἐκφράζεται διά τῶν προσώπων, ἀλλά εἶναι φυσική καί ὄχι ὑποστατική.

 Ὁ Αὐτοκράτωρ Κώνστας γιά νά σταματήση τίς ἀντιδράσεις ἐξέδωσε ἄλλο διάταγμα, τό 648 μ.Χ., πού ὀνομάσθηκε «Τύπος» διά τοῦ ὁποίου ἀπαγόρευσε νά γίνεται λόγος γιά μία ἤ δύο θελήσεις στόν Χριστό, καί ἔτσι κατά κάποιο τρόπο ἀκύρωσε τήν «Ἔκθεση» τοῦ Ἡρακλείου, πού ἐπέβαλε τήν μία θέληση καί ἀπαγόρευε καί κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό. Ὅμως, τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα δέν μποροῦσε νά περιορισθῆ μέσα στήν διπλωματία καί στήν σιγή.

Γι’ αὐτό συνῆλθε ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Πωγωνᾶτο, στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 680-681 μ.Χ., στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος καί παρόντες ἦταν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τόν Μονοενεργητισμό ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, καί τόν Μονοθελητισμό ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία θέληση. Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, στόν Χριστό, ὅπως ὑπάρχουν δύο φύσεις ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καί δύο ἐνέργειες καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες δέν ἐναντιώνονται μεταξύ τους, ἀφοῦ ἐνεργοῦν στό ἴδιο πρόσωπο, ἀλλά τό ἀνθρώπινο θέλημα ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στό θεῖο καί πανσθενές θέλημα.

Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι συνέπεια τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις καί κατά συνέπεια ἔχει δύο ἐνέργειες καί θελήσεις. Ἡ ἀνθρωπίνη ἐνέργειά Του εἶναι κτιστή, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶναι κτιστή, καί ἡ θεία ἐνέργειά Του εἶναι ἄκτιστη, ἐπειδή ἡ θεία φύση εἶναι ἄκτιστη. Ἔτσι, στόν Χριστό ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ἀλλά ἕνα εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό θά ἀναλυθῆ ἀκόμη περισσότερο ἀργότερα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τους ὅτι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς φύσεώς Του.

Ἀπό αὐτό τό γεγονός φαίνεται ὅτι τά θεολογικά θέματα εἶναι καρπός πνευματικῆς ἐμπειρίας καί δέν μποροῦν νά ἐγκλωβισθοῦν μέσα στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε στό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀγωνίσθηκαν μέχρι αἵματος, μέ φυλακίσεις καί κακοποιήσεις, γιά νά μήν ἀποδεχθοῦν τήν εἴσοδο τῆς διπλωματίας μέσα στήν Ἐκκλησία καί στήν Ὀρθόδοξη θεολογία.

Τούς χρωστᾶμε πολλά καί τούς εὐγνωμονοῦμε γιά τήν διδασκαλία τους, τό ἔργο τους, καί τίς θυσίες τους.

Τά θεολογικά θέματα πρέπει νά συζητοῦνται ἀπό ἐμπειρικούς Πατέρας καί θεολόγους καί δέν μποροῦν νά ἐπιβάλλονται μέ νόμους, ὅπως ἐπίσης δέν μποροῦν νά παραμένουν μέσα στήν σιωπή.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  • Προβολές: 2486