Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος.

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος, Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Ἡ πρώτη Ἰανουαρίου εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία στό γεγονός τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν γέννησή Του δέχθηκε ἀπό ἄκρα ταπείνωση τήν περιτομή τήν ὁποία Αὐτός ὁ Ἴδιος θέσπισε στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅμως, ἡ ἡμέρα αὐτή, πού εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, εἶναι ἀφιερωμένη καί στόν Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε αὐτήν τήν ἡμέρα τό ἔτος 379 μ.Χ. Ἔτσι, θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά στόν μεγάλο αὐτόν Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀκούσει ἀπό τό Σχολεῖο τίς σημαντικές σπουδές πού ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἀθήνα, κατά τίς ὁποῖες ἀπέκτησε ὅλη τήν γνώση καί τήν σοφία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅμως, πρέπει νά μή μένουμε μόνον σέ αὐτές τίς γνώσεις, ἀλλά νά τόν παρακολουθήσουμε στήν μετέπειτα ἐκκλησιαστική του πορεία.

Κατ’ ἀρχάς, ὁ Μέγας Βασίλειος μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Καισάρεια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιατί μέχρι τότε ἦταν κατηχούμενος, καί ἀμέσως ἐπιδόθηκε στήν ἀναζήτηση ἀληθινῶν μοναχῶν πού νά ἐφαρμόζουν τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἔκανε ἕνα κοπιαστικό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικοῦ βίου, μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά νά γνωρίση μοναχούς πού νά ἔχουν πνευματικές ἐμπειρίες. Πῆγε στήν Ἀλεξάνδρεια καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Αἰγύπτου, στήν Παλαιστίνη, στήν Κοίλη Συρία καί ἔφθασε μέχρι τήν Μεσοποταμία. Σέ ὅλα αὐτά τά μέρη ἀναπτύχθηκε καί καλλιεργήθηκε ὁ ἀσκητικός καί ἀναχωρητικός βίος, καί ἐκεῖ συνάντησε πολλούς πνευματικούς ἀδελφούς πού ζοῦσαν ἀσκητικά. Αὐτό τό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικῆς ζωῆς πρέπει νά κράτησε πολλούς μῆνες.

Στήν συνέχεια ἐπανῆλθε στήν Καισάρεια καί ἀποσύρθηκε στόν Πόντο, κοντά στόν Ἴρι ποταμό, ὅπου στήν ἀρχή μόνος του καί ἔπειτα μαζί μέ τόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἔζησε τήν ἐρημική ζωή, τήν ἀπόλυτη ἡσυχία, καί γεύθηκε τούς γλυκεῖς καρπούς τῆς ἐρήμου.

Ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἔστειλε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἀπό ἄλλα κείμενά του φαίνεται ὅτι στήν ἔρημο ἀπέκτησε μεγάλες ἐμπειρίες τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀληθινός ἐμπειρικός θεολόγος.

Μετά ἀπό ἱκανή πνευματική πείρα κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Ἐκκλησία ὡς Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ὡς Μητροπολίτης Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ἀσκητική του ζωή τόν ἔκανε νά εἶναι σοβαρός, πράγμα πού μερικοί τό θεώρησαν ὡς ὑπεροψία. Πάντως, ἡ ποιμαντική του δραστηριότητα μέ τίς ὁμιλίες του, τίς Λειτουργίες, τήν φιλανθρωπική δράση του, τόν ἀνέδειξαν ὡς ἕναν πραγματικό ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τό εὔθραυστον τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν κατάρτιση ἀξίων συνεργατῶν του σέ ὅλη αὐτήν τήν ποιμαντική δραστηριότητα.

Ἀποδείχθηκε ἕνας λαμπρός πνευματικός πατέρας καί ἀληθινός ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας, καταβάλλοντας σημαντικές προσπάθειες γιά τήν ἀνάδειξη καλῶν Ἐπισκόπων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ φίλος του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Ἡ σοβαρή αὐτή προετοιμασία του τόν κατέστησε καί μεγάλο θεολόγο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τήν περίοδο ἐκείνη στήν ὁποία ἦταν Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας γινόταν μεγάλη θεολογική συζήτηση γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε δέ προηγηθῆ ἡ σύγκληση τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ὑπῆρξαν διάφοροι Ἐπίσκοποι πού ἀντιτάχθηκαν στίς ἀποφάσεις της. Ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τήν ἐμπειρική γνώση πού ἀπέκτησε, μέ τά χαρίσματα πού τόν διέκριναν, μέ τά ἡγετικά προσόντα πού διέθετε ἦταν ὁ πνευματικός ἡγέτης, πού ἀναγνωρίσθηκε ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐχθρούς του, καί κατόρθωσε νά ἐπιβάλη τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποφεύγοντας διάφορες ἀκρότητες καί φανατισμούς. Ἔτσι, ἐπιτέλεσε ἕνα μεγάλο οἰκουμενικό ἔργο καί συντόνιζε τόν ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συνεκλήθη δύο χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τό ἔτος 381 μ.Χ. βασίσθηκε στήν δική του θεολογική διδασκαλία, ὅπως καί στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι εἶχε ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ἀπέκτησε μέσα ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή δέν ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος πού παρέμεινε μόνο στήν ἐξωτερική λάμψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ. Ἔπειτα, ἦταν ἕνας ἐμπνευσμένος πνευματικός καθοδηγός, ἕνας ὁλοκληρωμένος ποιμήν στήν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τρέφοντας τό ποίμνιό του μέ τόν προφητικό, εὐαγγελικό, ἀποστολικό καί πατερικό λόγο.

Ἑπομένως, στόν Μέγα Βασίλειο συνδυάζονται στενά καί ἄρρηκτα ἡ ἡσυχαστική παράδοση μέ τήν ποιμαντική δράση καί τήν ἐμπειρική θεολογία. Τά τρία αὐτά γνωρίσματα (ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος) τόν κατέστησαν μεγάλο Οἰκουμενικό Πατέρα, πού δείχνει ποιός εἶναι ἀληθινός ἡσυχαστής, ἐμπνευσμένος ποιμένας καί ἐμπειρικός θεολόγος. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε γι’ αὐτόν: «Βροντή σεῖο λόγος, ἀστραπή δέ βίος», δηλαδή «ὁ λόγος σου ἦταν βροντή καί ἀστραπή ὁ βίος».

Τέτοιους πνευματικούς πατέρας χρειαζόμαστε σήμερα, σέ αὐτήν τήν συγκεχυμένη ἐποχή τοῦ συγκρητισμοῦ, τοῦ μεταμοντερνισμοῦ, τῆς μεταπατερικότητας, πού γίνεται διάσπαση μεταξύ θεσμοῦ καί χαρίσματος, καί ἀκούγονται διάφοροι λόγοι ξένοι καί ἀλλότριοι πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση, κατά τήν ὁποία ἐποχή ἡ ἐκκοσμίκευση ὑπονομεύει τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅλοι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε μιμητές τέτοιων ἁγίων ἀνθρώπων, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὔκλεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ