Skip to main content

Κύριο Θέμα: Διάλεξη στην Πάτρα γιά τήν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο - Ὁρόσημο ἑνότητας

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀκοῦστε τὴν ὁμιλία ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε.Π

Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων πού ἔγινε τό ἔτος 843 μ.Χ., καί στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού πραγματοποιήθηκε τό ἔτος 787 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Προηγήθηκε μιά εἰκονομαχική περίοδος, κατά τήν ὁποία διεξήχθη μιά ἔντονη συζήτηση γιά τίς εἰκόνες, οἱ ἄνθρωποι χωρίσθηκαν σέ εἰκονομάχους καί εἰκονοφίλους καί ἀκούσθηκαν πολλά ἑκατέρωθεν ἐπιχειρήματα.
 Κύριο Θέμα: Διάλεξη στην Πάτρα γιά τήν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο - Ὁρόσημο ἑνότητας

Τό σημαντικό τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι ἀναμείχθηκαν ἔντονα στήν συζήτηση αὐτή οἱ πολιτικοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αὐτό δέν ἦταν πρωτοφανές ἀφοῦ πάντοτε, δυστυχῶς, συνδέεται ἡ θεολογία μέ τήν πολιτική, γιά νά εἶμαι ἀκριβέστερος θά ἔλεγα ὅτι ἡ πολιτική χρησιμοποιοῦσε καί χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν τήν θεολογία γιά νά ἐφαρμόση τά σχέδιά της. Αὐτό θά φανῆ καί στήν σημερινή ὁμιλία.

Ἐπειδή τό θέμα μου εἶναι «ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὡς ὁρόσημο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», θά προσπαθήσω νά δείξω στό μικρό χρονικό διάστημα μιᾶς ὁμιλίας, ὅτι ὄντως ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι τό ὁρόσημο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἀκριβῶς ἀμέσως μετά ἀπό αὐτήν ἄρχισε ἡ ἐνσυνείδητη διαφοροποίηση τοῦ Δυτικοῦ Τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό Ἀνατολικό Τμῆμα της, καί φυσικά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί θεολογία.

1. Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί Φραγκική Αὐτοκρατορία

Ὅποιος μελετήση τήν Ἱστορία τῶν δογμάτων, θά διαπιστώση μιά ἀλήθεια, ὅτι ἡ θεολογία συνδέεται μέ τήν ἱστορία. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέσα στήν ἱστορία καί ἡ Ἐκκλησία ζῆ καί ἐργάζεται μέσα στήν ἱστορία. Ὅμως, δυστυχῶς, ἡ θεολογία περιπλέχθηκε μέ τήν πολιτική, στήν πραγματικότητα ἡ πολιτική χρησιμοποίησε τήν θεολογία καί στήν περίπτωση αὐτή δημιουργήθηκαν ἔντονες προβληματικές καταστάσεις. Θά δοῦμε ἕνα μέρος αὐτοῦ τοῦ προβληματικοῦ γεγονότος.

Ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο δημιουργήθηκε μιά ἑνιαία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μέ τά δύο Τμήματά της, τό Ἀνατολικό καί τό Δυτικό. Ἡ μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Παλαιά Ρώμη στήν Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀποδέσμευση τοῦ Δυτικοῦ Τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Διάφορα γερμανικά φῦλα κατέβηκαν ἀπό βορρά πρός νότο καί πρός δυσμάς, ὅπως οἱ Βάνδαλοι, οἱ Γότθοι, οἱ Βησιγότθοι, οἱ Ὀστρογότθοι, οἱ Λογγοβάρδοι καί τελικά οἱ Φράγκοι. Οἱ μεγαλύτερες διενέξεις καί ἀνταγωνισμοί ἔγιναν μεταξύ Λογγοβάρδων καί Φράγκων, μέ κέντρο τήν Ἰταλία καί βεβαίως τήν Ρώμη. Ὅλοι αὐτοί προσπαθοῦσαν νά ἀσκήσουν ἐπιρροή στόν ἑκάστοτε Πάπα τῆς Ρώμης. Οἱ κατά καιρούς Ὀρθόδοξοι Πάπες ἀντιδροῦσαν, ἀλλά αὐτό δέν ἦταν πάντα εὔκολο. Κυρίως οἱ Φράγκοι στόχευαν στήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί νά κάνουν δική τους αὐτοκρατορία. Γιά νά ἐπιτύχουν τόν σκοπό τους χρησιμοποίησαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεκλήθη τό ἔτος 787 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καί θεολόγησε πάνω στήν ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Στήν Σύνοδο αὐτή προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος, μαζί μέ τόν ἀντιπρόσωπο τοῦ Ρώμης Ἀδριανοῦ Α΄, ὅπως καί τούς ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί Ἐκκλησιῶν. Στήν Σύνοδο αὐτή διαβάστηκαν διάφορα χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρας γιά τίς ἱερές εἰκόνες, καταδικάστηκε ἡ εἰκονομαχία καί ὁμολογήθηκε συνοδικῶς ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Στήν Συνοδική ἀπόφαση, μεταξύ τῶν ἄλλων, γράφεται ὅτι ἀπονέμουμε «ἀσπασμόν καί τιμητικήν προσκύνησιν» στίς ἱερές εἰκόνες, καί σαφῶς γράφεται «οὐ μήν τήν κατά πίστιν ἡμῶν ἀληθινήν λατρείαν, ἥ πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει». Αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ τιμητικῆς προσκυνήσεως καί ὄχι τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως στίς εἰκόνες, ἀφοῦ ἡ λατρευτική προσκύνηση ἀποδίδεται στόν Θεό, εἶναι σημαντική καί θά δοῦμε παρακάτω τόν λόγο. Ἐπίσης, στήν ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου γίνεται ἀποδεκτή ἡ φράση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία συντονίζεται μέ τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀφοῦ «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» καί ἑπομένως «ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν».

Ὅμως, ἀμέσως μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ Καρλομάγνος, ὁ βασιλιάς τῶν Φράγκων, πού καιροφυλακτοῦσε γιά νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί νά συστήση τήν Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἐπιτύχη τόν στόχο του.

Ἤδη, ἡ δυτική ἱστοριογραφία χαρακτηρίζει τούς αἰῶνες ἀπό τόν 6ο ἕως τόν 11ο ὡς «Σκοτεινούς Χρόνους» (Dark Ages). Εἶναι μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐπικρατεῖ ἀμάθεια στήν Εὐρώπη, χάνονται τά ἔργα τῶν μεγάλων φιλοσόφων καί ποιητῶν, ἐξαφανίζεται ἡ ἑλληνική πολιτιστική παράδοση. Κατά τήν περίοδο τῆς κυριαρχίας τοῦ Καρλομάγνου κατέρρευσε ὁ τελευταῖος διοικητικός θεσμός πού εἶχε ἀπομείνει, ἀφοῦ ὁ Καρλομάγνος στίς ἐπαρχίες πού εἶχε καταλάβει ἐξεδίωκε τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ἤ ἄφηνε κενές τίς Ἐπισκοπές ἤ ἔβαζε λαϊκούς πού τούς ὀνόμαζε ἐπισκόπους. Ἔτσι, τήν περίοδο μεταξύ 670 καί 790 μ.Χ., ὅπως ἔχει γραφῆ, «παρατηρεῖται τεράστιο κενό στίς Ἐπισκοπές. Γιά 150 περίπου χρόνια δέν ὑπάρχει Ἐπίσκοπος σέ πρώην ἀκμάζουσες πόλεις, ὅπως ἡ Μασσαλία, ἡ Νίμ, ἡ Λιμόζ, ἡ Μπορντώ, ἡ Ἀντίμπ, ἡ Γενεύη, ἡ Arles, καί πολλές ἀκόμη». Στήν Εὐρώπη αὐτήν τήν περίοδο ἐπικρατεῖ ἕνας βαρβαρισμός, καί οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νά κτίσουν μιά "Δυτική Εὐρώπη" σέ σύγκρουση μέ τήν Ρωμανία».

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Καρλομάγνος ἀμέσως μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀνέθεσε στούς θεολόγους τοῦ περιβάλλοντός του νά μελετήσουν τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τίς ἀποφάσεις της, καί νά τά κρίνουν. Τότε οἱ θεολόγοι τοῦ Καρλομάγνου, κυρίως ὁ Θεοδοῦλφο, συνέταξαν τέσσερα βιβλία, τά λεγόμενα «βιβλία τοῦ Καρόλου» (Libri Carolini), μέ τά ὁποῖα ἔκριναν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, παραποιώντας τίς ἀποφάσεις της. Ἐνῶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἔκανε λόγο γιά «τιμητική προσκύνηση» τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ὄχι γιά λατρευτική προσκύνηση, τά Libri Cαrolini κρίνουν τήν Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο, ὅτι δῆθεν ἀποφάσισε τήν λατρεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Στήν συνέχεια συγκλήθηκε μιά Σύνοδος στήν Φραγκφούρτη τό 794 μ.Χ., στήν ὁποία διαβάστηκαν τά Libri Cαrolini καί καταδικάστηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συνέπεια αὐτῆς τῆς καταδίκης εἶναι νά ὀνομασθοῦν οἱ ἀνατολικοί Ρωμαῖοι ὡς Γραικοί, μέ τήν ἔννοια τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐφ’ ὅσον δῆθεν λατρεύουν τίς εἰκόνες, τά ξύλα καί τά μέταλλα πάνω στά ὁποῖα ζωγραφίζονται οἱ εἰκόνες.

Τότε ὁ Πάπας Ἀδριανός ὑπερασπίσθηκε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν ὁποία παρευρέθηκαν ἀντιπρόσωποί του, καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά. Ὅμως ὁ Καρλομάγνος πού εἶχε πολιτική ἐξουσία καί τήν δύναμη τῶν ὅπλων ἐπέβαλε στήν ἐπικράτειά του τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης τοῦ 794. Ἑπομένως, ἡ Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν πολιτική ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Καρλομάγνος, ἔδωσε ἐντολή νά μή μνημονεύεται στήν λατρεία ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπειδή ἔγινε αἱρετικός. Οἱ ἀνατολικοί Ρωμαῖοι ὀνομάσθηκαν Γραικοί, δηλαδή εἰδωλολάτρες, ἐπειδή δῆθεν προσκυνοῦσαν τίς εἰκόνες. Ὁ Καρλομάγνος τά Χριστούγεννα τοῦ 800 μ.Χ. στέφθηκε ἀπό τόν Πάπα Αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως, καθώς ἐπίσης στήν Σύνοδο τοῦ Ἄαχεν (809) εἰσήγαγε τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τά πράγματα στήν Δύση πῆραν ἄλλη τροπή.

Μιά σημαντική καί τελευταία προσπάθεια νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἑνότητα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου, τό 879-80, στήν ὁποία παρέστησαν καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τούς Φράγκους, χωρίς νά τούς κατονομάση, ἐπειδή εἰσήγαγαν τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά τελικά ἡ Δυτική Εὐρώπη ἀποδεσμεύθηκε καί πολιτικά καί θεολογικά ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί τήν Ὀρθοδοξία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

2. Φραγκολατινική θεολογία ἤ σχολαστικισμός

Μέ τίς ἐνέργειες τῶν Φράγκων καί κυρίως τοῦ Καρλομάγνου, καί στήν συνέχεια τῶν διαδόχων του δημιουργήθηκε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, τήν ὁποία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τήν ἀπεκάλεσε Φραγκολατινική καί αὐτή ἡ ὁρολογία εἶναι κυριολεκτική, γιατί δημιουργήθηκε ἀπό τούς Φράγκους, γιά νά διαφοροποιηθῆ ἀπό τήν πατερική παράδοση καί ὡς ἔκφραση αὐτῆς τῆς διαφοροποίησης ἦταν ὅτι προσέλαβε τήν λατινική γλώσσα, καί χρησιμοποίησε λατινόφωνους Πατέρες, ὅπως τόν ἱερό Αὐγουστῖνο. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι ὀνομάζουν αὐτήν τήν θεολογία ὡς σχολαστική θεολογία, ἀπό τίς Σχολές πού εἶχαν δημιουργηθῆ στά Πανεπιστήμια.

Ἡ βασική μεθοδολογία τῆς Φραγκολατινικῆς ἤ σχολαστικῆς θεολογίας ἦταν ἡ λογική, πού ἦταν ἡ μέθοδος γνώσεως τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν. Ἐνῶ οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν διπλῆ μεθοδολογία, ἤτοι τήν λογική γιά τίς ἐπιστῆμες καί τόν νοῦ γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ σχολαστική θεολογία υἱοθέτησε καί γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ τήν λογική μέθοδο, δηλαδή τήν φιλοσοφία. Ἑπομένως, ἀπό τόν 9ο αἰώνα μέχρι τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. ἀναπτύχθηκε ἡ προσχολαστική θεολογία, καί τόν 11ο μέχρι τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀναπτύχθηκε ἡ κατ’ ἐξοχήν σχολαστική θεολογία. Πατέρας τοῦ σχολαστικισμοῦ θεωρεῖται ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109) καί τό ἀποκοφύφωμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας θεωρεῖται ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης (1224/1225-1274).

Βασική πηγή τῶν σχολαστικῶν θεολόγων ἦταν ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, τόν ὁποῖο οἱ Φράγκοι ἑρμήνευσαν σύμφωνα μέ τίς δικές τους ἀπόψεις. Ἡ ἄποψη τοῦ Αὐγουστίνου Gredo ut intelligan –«πιστεύω ἵνα καταλάβω»–, ἔγινε τό ἑρμηνευτικό κλειδί τοῦ σχολαστικισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη αὐτή πρῶτα πιστεύει κανείς στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια προσπαθεῖ νά τό καταλάβη μέ τήν λογική ἐπεξεργασία.

Οἱ σχολαστικοί θεολόγοι μποροῦν νά χωρισθοῦν σέ τρεῖς κατηγορίες. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ Πλατωνιστές θεολόγοι (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Ἀβελάρδος, Οὔγος τοῦ ἁγίου Βίκτωρος, Ριχάρδος τοῦ ἁγίου Βίκτωρος, Μποναβεντούρα). Στήν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ Ἀριστοτελικοί φιλόσοφοι, κύριος ἐκπρόσωπος τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Ἀλβέρτος ὁ Μέγας. Καί στήν τρίτη κατηγορία ἀνήκει κατ’ ἐξοχήν ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, ὁ ὁποῖος συνεδύαζε τόν Νεοπλατωνιστή Αὐγουστῖνο μέ τόν Ἀριστοτέλη.

Μεγάλη συζήτηση κατά τήν σχολαστική θεολογική περίοδο ἔγινε γιά τήν διάκριση μεταξύ τῶν «καθ’ ὅλου» καί τῶν «καθ’ ἕκαστον». Αὐτό ἀπετέλεσε τό ἐπίκεντρο τῶν συζητήσεων στούς σχολαστικούς. Ὁ Πλάτων ἔδινε ὀντολογική προτεραιότητα στά «καθ’ ὅλου», ἀφοῦ κατ’ αὐτόν ὑπάρχουν οἱ ἰδέες, βάσει τῶν ὁποίων δημιουργήθηκαν τά ὄντα, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔδινε προτεραιότητα στά «καθ’ ἕκαστον», ἀφοῦ πίστευε ὅτι δέν ὑπάρχουν οἱ ἰδέες αὐθυπόστατες σέ ἕναν νοητό κόσμο, ἀλλά κάθε ὅν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι σύνθεση τοῦ εἴδους (μορφῆς) καί τῆς ὕλης. Αὐτή ἡ διαφορά μεταξύ τῶν «καθ’ ὅλου», δηλαδή τοῦ ρεαλισμοῦ-ἐξεμπλαρισμοῦ, καί τῶν «καθ’ ἕκαστον», δηλαδή τοῦ νομιναλισμοῦ, ἐπηρέασε ὄχι μόνον τήν φιλοσοφία καί τήν θεολογία τῆς Δύσεως, ἀλλά καί τήν κοινωνιολογία.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ρεαλισμοῦ καλλιέργησε τήν ὑποταγή κάθε ἐλεύθερης θέλησης στήν ἐξυπηρέτηση τοῦ καθολικοῦ καί δημιουργήθηκαν τά ἀπολυταρχικά καθεστῶτα, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ νομιναλισμοῦ, τοῦ «καθ’ ἕκαστον», δημιούργησε τίς ἀτομικές ἐλευθερίες πού κατέληξαν στόν φιλελευθερισμό καί τά δημοκρατικά καθεστῶτα.

3. Μετασχολαστική περίοδος

Προηγουμένως τονίσθηκε ὅτι τό ἀποκορύφωμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας θεωρεῖται ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης. Ἀμέσως μετά ἀπό αὐτόν ἀρχίζει μιά ἄλλη περίοδος πού ὀνομάζεται μετασχολαστική περίοδος, ἡ ὁποία εἶναι σημαντική, γιατί καθόρισε τήν ἐν συνεχείᾳ ἐξέλιξη τῆς Εὐρώπης. Στό σημεῖο αὐτό θά ἐξετάσουμε τρεῖς θεολόγους πού ἐπηρέασαν τά μεταγενέστερα πράγματα. Πρόκειται γιά τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, τόν Ντούνς Σκῶτος καί τόν Γουλιέλμο Ὄκκαμ. Κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς χαρακτηρίζει μιά κίνηση φιλοσοφική καί θεολογική, πού φθάνει μέ διάφορους τρόπους μέχρι τίς ἡμέρες μας. Θά γίνη μιά σύντομη ἀνάλυση.

Ὁ Βαρλαάμ (1290-1348) καταγόταν ἀπό τήν Κάτω Ἰταλία καί ἦταν ὀπαδός τῆς Αὐγουστίνειας παράδοσης, δηλαδή ἐξέφραζε μιά προσχολαστική παράδοση καί ἑπομένως ἦταν ἕνας Αὐγουστινιανός μοναχός, δηλαδή ἕνας πλατωνιστής-νεοπλατωνιστής Χριστιανός. Δέν μποροῦσε νά συμφωνήση μέ τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη ὁ ὁποῖος συνέδεε τίς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου μέ τόν Ἀριστοτέλη, γι’ αὐτό καί ἔγραψε πραγματεία ἐναντίον τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη.

Μιά ἀπό τίς βασικές ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ ἦταν ὅτι ὑπερύψωνε τούς φιλοσόφους πάνω ἀπό τούς Προφήτας καί τούς Ἀποστόλους, θεωροῦσε ὅτι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν ἀποκτήσει τελειότερη γνώση ἀπό τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους ἀκριβῶς γιατί, σύμφωνα μέ τήν πλατωνική φιλοσοφία ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ βασική πηγή γνώσεως, ἀφοῦ ἡ ψυχή ἀνῆκε στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Ἔτσι, θεωροῦσε ὅτι τό φῶς πού ἔβλεπαν οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, ἄρα ἦταν δαιμονικό, ἐνῶ οἱ φιλόσοφοι διανοοῦνταν μέ τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς τους, πού εἶναι ἡ λογική.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντέκρουσε καί αὐτήν καί ἄλλες ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ καί στήν συνέχεια ἡ Σύνοδος πού συνεκλήθη τό ἔτος 1341 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη τόν κατεδίκασε μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν Ἀνατολή καί νά ἐπιστρέψη στήν Δύση.

Ὁ Βαρλαάμ μετά τήν καταδίκη του ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέστρεψε στήν Δύση ἔγινε Ρωμαιοκαθολικός «ἐπίσκοπος» τῆς πόλεως Ἱέρακος. Τελικά, ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἕνας αὐγουστινιανός μοναχός, ἕνας οὑμανιστής, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς στωικῆς φιλοσοφίας, καί εἰδικότερα τοῦ Σενέκα. Τό σημαντικό πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαάμ ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Πετράρχη, ἀφοῦ «δίδαξε τήν ἑλληνική γλώσσα καί φιλολογία στόν Πετράρχη καί σέ ἄλλους λογίους τῆς πρώιμης δυτικῆς ἀναγέννησης».

Αὐτό τό γεγονός εἶναι ἄξιο ἰδιαιτέρας παρατηρήσεως. Ὁ Βαρλαάμ καταδικάστηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στήν συνέχεια ἐπανερχόμενος στήν Δύση ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος πού συνετέλεσε στήν δυτική Ἀναγέννηση καί τόν Οὑμανισμό. Ὁ μαθητής του Φραγκίσκος Πετράρχης (1304-1374) θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς Ἀναγέννησης, ὁ ὁποῖος ἐπέκρινε τήν σχολαστική θεολογία-φιλοσοφία καί εἰσηγήθηκε τήν στωική φιλοσοφία ὡς μέσο θεραπείας τῶν παθῶν.

Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ πλατωνιστής-αὐγουστινιανός μοναχός Βαρλαάμ, συνετέλεσε στήν Ἀναγέννηση, τόν Οὑμανισμό, μέ τούς μαθητές του, ὁ κυριότερος τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Φραγκίσκος Πετράρχης.

Προηγουμένως εἴδαμε ὅτι ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης ἦταν τό ἀποκορύφωμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού προσπάθησε νά συνδέση τόν νεοπλατωνικό Αὐγουστῖνο μέ τόν Ἀριστοτέλη. Ἦταν ὑπέρμαχος τοῦ analogia entis, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει μιά ἀναλογία τῶν ὄντων μέ τό ἀνώτατο Ὄν, ἐπειδή ὁ κόσμος εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν, ὁπότε συνέδεσε τήν θεολογία μέ τήν φιλοσοφία. Θεωροῦσε ὅτι μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήση γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἀντέδρασε ὁ Ἰωάννης Δούνς Σκῶτος (1265/66-1308), πού γεννήθηκε στό Μάζτον τῆς περιοχῆς Ρόξεμπουργκ τῆς Βρεττανίας. Ἦταν φραγκισκανός μοναχός καί Κληρικός.

Ὁ Σκῶτος διαφοροποιεῖται ἀπό τόν δομινικανό Θωμᾶ Ἀκινάτη στό θέμα τῆς «ἀναλογίας τοῦ ὄντος», ἄν καί παραμένη στήν μεταφυσική θεολογία. Ἐπίσης, εἶναι ὑπέρμαχος τοῦ βολονταρισμοῦ, δηλαδή τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δέν δέχεται κανέναν ἐξαναγκασμό. Κατ’ αὐτόν ἡ θεία οὐσία ἔχει προτεραιότητα ἔναντι τῶν θείων ἰδεῶν, ὁπότε καί σέ αὐτό διαφοροποιεῖται ἀπό τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη.

Αὐτή ἡ ἄποψη τοῦ Σκῶτος θά ὁδηγήση στήν μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη πού ἐπικράτησε στήν Εὐρώπη, στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ προσώπου, ἡ ὁποία θά καταλήξη στόν Διαφωτισμό μέ τήν θεωρία τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό καί ἀπό ἐκεῖ στήν ρωσική θεολογία μέχρι τίς ἡμέρες μας.

Ἕνας ἄλλος ἐκφραστής τοῦ μετασχολαστικισμοῦ ἦταν ὁ Γουλιέλμος Ὄκκαμ (1288-1348), Ἄγγλος φιλόσοφος πού σπούδασε στήν Ὀξφόρδη καί θεωρεῖται ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τῆς φιλοσοφίας τόν 14ο αἰώνα. Ὁ Ὄκκαμ ἀρνήθηκε τίς ἰδέες τοῦ Πλάτωνα καί πλησίασε περισσότερο στόν Ἀριστοτέλη. Διαφοροποιήθηκε ἀπό τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί ὑπογράμμισε τόν ἀποκλειστικό ρόλο τῆς πίστεως στήν ἀποδοχή τῶν θείων ὑπερφυσικῶν ἀληθειῶν.

Ὁ Ὄκκαμ ἀντέκρουσε τήν θεωρία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη περί τῆς ἀναλογίας τοῦ ὄντος, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει ἀναλογία μεταξύ τῶν ὄντων καί τοῦ ἀνωτάτου Ὄντος, γιατί θεωροῦσε ὅτι αὐτό περιορίζει τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δεχόταν τήν analogia fidei, δηλαδή τήν ἀναλογία πίστεως. Σύμφωνα μέ αὐτόν ὑπάρχει μιά ἀναλογία μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων, ὄχι ὅμως μέσα ἀπό τήν φιλοσοφική μελέτη, ἀλλά ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό Του καί αὐτή ἡ ἀποκάλυψη εἶναι στήν Ἁγία Γραφή.

Στήν πραγματικότητα τό analogia fidei ταυτίζει τήν ἔννοια περί τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἰσχυριζόταν δηλαδή ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, γιατί ἀκριβῶς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μέσα την τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι ἀπό αὐτήν τήν θεωρία ἐπηρεάσθηκε σημαντικά ὁ Λούθηρος καί ἀνέπτυξε τήν θεωρία ὅτι μόνη πηγή τῆς πίστεως εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, στήν ὁποία καταγράφηκε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους, ἀκόμη καί μέ τίς λέξεις, γι' αὐτό καί ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει τήν θεοπνευστία κατά γράμμα.

Ὁ Λούθηρος (1483-1546) ἦταν γερμανός θεολόγος εἰσηγητής τῆς Μεταρρύθμισης. Στά νεανικά του χρόνια, ἀπό τό 1501 ἕως τό 1505, σπούδασε στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ἔρφουρτ, ὅπου ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τήν θεωρία τοῦ Ὄκκαμ σχετικά μέ τήν «ἀναλογία τῆς πίστεως» καί ἐπηρεάσθηκε πολύ ἀπό αὐτήν. Μετά τήν χειροτονία του σέ Καθολικό ἱερέα τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1507, ὁ Λούθηρος σπούδασε τήν θεολογία στό Πανεπιστήμιο τῆς Βιτεμβέργης, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ ἀπόψεις τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη.

Μετά τά σύντομα αὐτά στοιχεῖα ἄς ἔλθουμε νά συνθέσουμε τό πάζλ, γιά νά δοῦμε τί ἔγινε στόν δυτικό χῶρο ὁ ὁποῖος ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.

Ὁ Πετράρχης, ὁ πατέρας τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ Οὑμανισμοῦ, ἐπηρεάσθηκε, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, τόν ὁποῖον κατατρόπωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί καταδικάστηκε ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1341 στήν Κωνσταντινούπολη. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τί πνεῦμα ἐμφορεῖτο ὁ Βαρλαάμ. Ἔτσι, ξεκίνησε στήν Εὐρώπη μιά ὁλόκληρη κίνηση τοῦ Οὑμανισμοῦ, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.

Ὁ Ἰωάννης Δούνς Σκῶτος διαφοροποιήθηκε ἀπό τόν σχολαστικό θεολόγο Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί ἀνέπτυξε τόν βολονταρισμό, τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, πού διέτρεξε τόν Διαφωτισμό καί ἔφθασε στόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τίς ἀπόψεις τοῦ Κάντ καί κατέληξε στήν ρωσική θεολογία περί τῆς βουλήσεως τοῦ προσώπου, πού ἀνατρέπει τίς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Γουίλλιαμ Ὄκκαμ εἰσήγαγε τήν θεωρία περί τῆς «ἀναλογίας τῆς πίστεως» ἀπό τήν ὁποία ἐπηρεάσθηκε ὁ Λούθηρος καί οἱ Προτεστάντες.

Πέρα ἀπό αὐτά, ἄν δῆ κανείς ὅτι στούς κύκλους τοῦ Οὑμανισμοῦ, μέ τόν τονισμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ἔζησαν οἱ Μεταρυθμιστές-Προτεστάντες· ἄν συγχρόνως σκεφθῆ ὅτι στούς κύκλους τῶν Ἀγγλικανῶν συναναστράφηκε ὁ διαφωτιστής Βολταῖρος, καί ὅτι τελικά οἱ διαφωτιστές ἐπηρεάσθηκαν κατά διαφόρους βαθμούς ἀπό τούς οὑμανιστές καί τούς φιλελεύθερους Μεταρυθμιστές, τότε καταλαβαίνει τό μεγάλο πρόβλημα πού ὑφίσταται στήν Δύση, καί ποῦ κατέληξε ὅλη ἡ κίνηση ἀποδέσμευσης ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση.

Γιά νά συμπληρωθῆ ὅλο αὐτό τό πολιτιστικό καί θεολογικό πάζλ πρέπει νά ἐντοπίση κανείς καί τήν ἀντίδραση τοῦ θωμισμοῦ, δηλαδή τῶν ὁπαδῶν τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, σέ ὅλους αὐτούς πού ἄσκησαν κριτική στόν μεγάλο αὐτόν σχολαστικό θεολόγο, Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Ὁ νεοθωμισμός ἀρχίζει ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα καί ἐκτείνεται στόν 20ό αἰώνα. Ἡ κίνηση αὐτή ἄρχισε μέ μία Ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, πού συντάχθηκε τό 1879, μέ τήν ὁποία συνιστοῦσε νά ἀναστηλωθῆ ἡ σχολαστική θεολογία τοῦ Μεσαίωνος καί νά διαδοθῆ εὑρύτατα. Δημιουργήθηκαν διάφορα κέντρα μέ σκοπό νά γεφυρωθῆ τό χάσμα μεταξύ τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας ὡς πρός τό πρόβλημα τῆς γνώσης. Ἡ συζήτηση πού ἔγινε μέσα στόν Ρωμαιοκαθολικισμό γιά τήν σύγχρονη ἑρμηνεία τοῦ θωμισμοῦ βασίσθηκε σέ πολλούς τομεῖς, ὅπως δόθηκε ἔμφαση στήν ὕπαρξη, στόν ὑπερβατολογικό θωμισμό, καί στήν χριστιανική φιλοσοφία.

Πολλοί νεοθωμιστές δέχθηκαν ἐπιδράσεις ἀπό πολλές ἄλλες φιλοσοφίες, ὅπως τοῦ Χάϊντεγκερ, ὁ ὁποῖος εἶναι φιλόσοφος τοῦ νοήματος τοῦ ὄντος. Ἐπίσης, ἔχει παρουσιασθῆ καί ὁ ὅρος «ὑπαρξιακός θωμισμός» πού «χρησιμοποιεῖται ἀπό αὐτούς πού ὑπογραμμίζουν ἐξίσου τήν πραγματική διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία, στήν ὕπαρξη καί στό ρόλο τῶν αἰσθητῶν στήν πρώτη σύλληψη τοῦ εἶναι ἀπό τόν νοῦ».

Τελικά, «Ὁ νεοθωμισμός ξαναζωντανεύει καί προσαρμόζει στίς νέες ἀνάγκες τό θεολογικό σύστημα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, τό μεσαιωνικό σχολαστικισμό, χωρίς οὐσιαστικές διαφοροποιήσεις».

Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις τῶν σχολαστικῶν περί τοῦ analogia entis καί τῶν μετασχολαστικῶν περί τοῦ analogia fidei καί ὅλων τῶν ἑπομένων ρευμάτων καί τοῦ νεοθωμισμοῦ, πού ὅλα αὐτά στηρίζονται στήν φιλοσοφία, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά τόν Ἄσαρκο καί Σεσαρκωμένο Λόγο, δηλαδή γιά τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Σέ αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία στηριζόταν ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἀντοχείας τοῦ 268 μ. Χ., στήν ὁποία φαίνεται πῶς θεολογοῦσαν ἀκόμη καί οἱ πρίν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὀρθόδοξοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ γίνεται συνεχῶς λόγος γιά τόν Ἄγγελο Κυρίου, καί τόν Λόγο, τήν Σοφία τοῦ Θεοῦ, πού ἐμφανιζόταν στήν Παλαιά Διαθήκη στούς Πατριάρχας, τόν Μωϋσῆ καί τούς Προφήτας, καί τόν Σεσαρκωμένο Λόγο, πού εἶδαν, ἄκουσαν καί ἐψηλάφησαν οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Αὐτήν τήν διδασκαλία ἐκφράζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στό περίφημο ἔργο του «περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου», ἀλλά καί στά ἄλλα κείμενά του μέ τά ὁποῖα ἀντέκρουσε τόν Ἄρειο, πού θεολογοῦσε φιλοσοφικῶς.

Ἑπομένως, ἄλλη εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν καί τῶν μεταγενεστέρων σχολαστικῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν περί τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλη εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν ἐμπειρικῶς.

Ἀπό ὅσα ἀναπτύχθηκαν προηγουμένως μέ συντομία φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ 8ος αἰώνας εἶναι καθοριστικός γιά τήν διαφοροποίηση τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, διότι ἀναπτύχθηκε μιά ἄλλη διαφορετική θεολογία καί πολιτιστική παράδοση, μέ τήν παρέμβαση τῶν Φράγκων. Αὐτοί κατεδίκασαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὀνόμασαν τούς Ὀρθοδόξους Ρωμηούς ὡς Γραικούς-Εἰδωλολάτρας, καί ἀνέπτυξαν μιά ἄλλη θεολογία, τήν λεγομένη σχολαστική θεολογία, ἡ ὁποία δημιούργησε πολλές ἀντιδράσεις καί ἄλλα ποικίλα ρεύματα.

Ἔτσι, ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ τό ὁρόσημο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δέ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ τό κέντρο αὐτῆς τῆς ἑνότητας.

Συνεπῶς, ἡ ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν σύνδεσή της μέ τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, δείχνει πῶς θά ἐπιτευχθῆ ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου. Αὐτό θά γίνη μέ τήν ἀπόρριψη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού εἰσήγαγε τήν αἵρεση τοῦ filioque, τοῦ actus purus καί πολλῶν ἄλλων αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, καί κυρίως μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 3536