Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις;

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μέ ἀφορμή τίς ἀπόψεις πού διατυπώνονται σ’ ἕνα ἄρθρο σχετικό μέ τόν ἐθνομηδενισμό (Ὁ μπαμπούλας τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ, Π. Τατσόπουλου, Τά Νέα, 17-18 Μαρτίου 2018), θά ἀναφερθοῦμε στό πῶς ἡ πλάνη (μέ τήν ποικιλία τῶν μορφῶν της) εἶναι γιά πολλούς ἑλκυστικότερη ἀπό τήν ἀλήθεια καί στό πῶς, στό πλαίσιο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, «τά πνεύματα τῆς πλάνης» ἐπικοινωνοῦν μέ τό διαλυτικό πνεῦμα τῆς ὑπεροπτικῆς νεοελληνικῆς μειονεξίας.

Πολλοί ἄνθρωποι διαχρονικά ἐμφανίζονται ἐπιρρεπεῖς στήν πλάνη. Προσελκύονται ἀπό ὁτιδήποτε φανταστικό, καμμιά φορά καί ἀπό τό ἀσύληπτα τραγικό, τό ὑπερφυσικό, τό τερατῶδες καί καταστροφικό. Ὁρισμένοι ψάχνουν γιά κρυφές ἀλήθειες, γιά σκοτεινά μή προφανῆ νοήματα. Ἄλλοι ὑποψιάζονται πίσω ἀπό ἀγαθά ἔργα πονηρές προθέσεις, ἄνομα συμφέροντα ἤ σκοτεινές δυνάμεις. Ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς, μέ τήν πεποίθηση τοῦ ἀμερόληπτου ἐρευνητῆ τῆς ἱστορίας, στρέφονται μέ κατακριτική ἀμετροέπεια ἐναντίον ὅλων τῶν «ἀντιφρονούντων».

Μέσα σ’  αὐτήν τήν γενική περιγραφή περιλαμβάνουμε τρεῖς καταστάσεις ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας: Πρῶτον, τούς αἰχμαλωτισμένους ἀπό τίς ὀθόνες (TV, ὑπολογιστῶν, κινηματογράφου), ὅταν σ’ αὐτές προβάλλονται ταινίες καταστροφῶν, ἐπιστημονικῆς φαντασίας, ταινίες τρόμου ἤ μυθιστορίες μέ ἔρευνες γιά ἀπόκρυφους κώδικες, μυστικά δισκοπότηρα καί ἄλλα παρόμοια πού ἐρεθίζουν τήν ἀτιθάσευτη φαντασία. Δεύτερον, τούς αἰχμαλωτισμένους ἀπό τήν φαντασία τῆς νεοειδωλολατρίας. Καί τρίτον, κάποιους ἀπό τούς διαφωτισμένους ἀναθεωρητές τῆς ἱστορίας.

Μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ τρίτη «κατάσταση». Οἱ ἄλλες ἀναφέρθηκαν ἀφ’ ἑνός μέν γιατί δείχνουν τήν γενική νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων πού δέν ἀγαποῦν τό φῶς τῆς ἁπλότητας, ἀλλά ἑλκύονται ἀπό τήν φωτιά τῆς καταστροφῆς ἤ τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ἔχουν χαρακτηριστικούς συνδέσμους μέ τήν τρίτη «κατάσταση». Γιά παράδειγμα, σ’ αὐτούς πού αἰχμαλωτίζονται ἀπό τίς ὀθόνες, ὅταν σ’ αὐτές παρουσιάζονται φανταστικά ἱστορήματα ὡς δῆθεν ἱστορίες ἐρευνῶν γιά «κρυμμένα μυστικά», στά ὁποῖα στηρίζουν τήν δύναμή τους πολιτικοί ἤ θρησκευτικοί θεσμοί, στίς συνειδήσεις πολλῶν τό μυθιστόρημα λειτουργεῖ σάν «ἀναθεώρηση τῆς ἱστορίας»· Ὁρισμένοι μάλιστα παίρνουν τόσο σοβαρά τά ἀνυπόστατα παραμύθια, ὥστε φθάνουν ἕως τήν ἀναθεώρηση ἀπόψεών τους, μέ κίνδυνο νά ὁδηγηθοῦν ἀκόμη καί στήν νέκρωση τῆς πίστης τους στόν Θεό πού κληρονόμησαν ἀπό τούς Πατέρες τους. Στίς μέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ Μ. Ἑβδομάδα καί τό Πάσχα, εἶναι συχνό φαινόμενο ἡ προβολή τέτοιων «ἀναθεωρητικῶν ταινιῶν», ὡς δῆθεν συμμετοχή τῶν σταθμῶν πού τίς προβάλλουν στό ἑορταστικό κλίμα τῶν ἡμερῶν.

Ὅσο γιά τούς αἰχμαλωτισμένους ἀπό τήν νεοειδωλολατρία, ἡ «ἀναθεώρηση τῆς ἱστορίας» ἐκφράζεται μέ ἀφελεῖς ἰσχυρισμούς, ὅτι ὁ Χριστιανισμός (στά Μοναστήρια τοῦ ὁποίου διασώθηκε, ὅ,τι διασώθηκε, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία) κατέστρεψε ἤ ἔκρυψε τήν σοφία ἀρχαίων, τήν ὁποία αὐτοί ψάχνουν καί μελετοῦν. Ὅμως δείχνουν, ἄν καί ἐμφανίζονται ὡς  «ἑλληνολάτρες», ὅτι δέν ἀγαποῦν τήν Ἑλλάδα στήν διαχρονία της, ἀφοῦ, χωρίς νά γνωρίζουν τί λέει ὁ Πλάτωνας ἤ ὁ Ἀριστοτέλης, φυσιώνονται ὡς ἀπόγονοί τους, κατηγορώντας τούς Χριστιανούς αὐτοκράτορες ὡς καταστροφεῖς τῆς λατρείας τοῦ Δωδεκαθέου, ἀγνοώντας ὅτι ὁ Πλάτωνας μιλοῦσε γιά ἕναν ἀγαθό Θεό καί ὅτι ἀπαγόρευε στήν «Πολιτεία» του τήν διδασκαλία τοῦ Ὁμήρου, γιατί μιλοῦσε γιά τά πάθη τῶν εἰδωλολατρικῶν θεοτήτων, δηλαδή μιλοῦσε ἀνάξια γιά τόν Θεό καί διέφθειρε τήν νεολαία.

Ἄς ἔλθουμε ὅμως στήν τρίτη «κατάσταση», δηλαδή στούς «ἀναθεωρητές τῆς ἱστορίας», κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους δέν ἀνήκουν (ὅπως οἱ περισσότεροι κατά τόν Π. Τατσόπουλο) σ’ αὐτούς πού ἔχουν «πλημμελῆ ἤ ἀνύπαρκτη σχέση μέ τά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης», ὁπότε δέν «εἶναι πλήρως ἀνυπεράσπιστοι ἀπέναντι στόν διαδικτυακό κανιβαλισμό». Εἶναι τακτικοί ἀρθρογράφοι, στοχαστές τῆς ἐπικαιρότητας, κριτές τῶν πολιτικῶν ἠθῶν, μέ προτάσεις ἐκσυγχρονισμοῦ τοῦ Κράτους, μέ μεταρρύθμιση τῆς νομοθεσίας του καί ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ ρόλου του.

Εἰδικά τούς ἐνοχλεῖ ἡ σχέση Κρατικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, τήν ὁποία λανθασμένα χαρακτηρίζουν σχέση Πολιτείας καί Ἐκκλησίας. Πηγή αὐτῆς τῆς ἐνοχλητικῆς γι’ αὐτούς σχέσης θεωροῦν ὅτι εἶναι τό Σύνταγμα, τό ὁποῖο θέλουν νά ἐκσυγχρονιστῇ κατά τίς δικές τους ἀπόψεις, δηλαδή νά ἀποβάλῃ κάθε σχέση του μέ τήν Θρησκεία, ὅπως, γιά παράδειγμα, νά ἀποβάλῃ ἀπό τήν προμετωπίδα τήν ἀναφορά στήν Ἁγία Τριάδα, νά ἀλλάξῃ τό ἄρθρο 16, στό ὁποῖο ὁρίζεται ὡς ἀποστολή τοῦ κράτους ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, νά μεταρρυθμιστῆ τό ἄρθρο 3 καί ἴσως καί τό 13.

Θέλουν κράτος κοσμικό. Κάθε ἀναφορά τῆς θρησκείας μέσα σέ βασικούς νόμους του τήν θεωροῦν σκοταδισμό. Δέν μποροῦν νά καταλάβουν τό βάρος τοῦ «οὐαί» πού λέει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, γι’ αὐτούς πού λένε τό φῶς σκότος καί τό σκότος φῶς.

Κάποια χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς νοοτροπίας τῶν ἀναθεωρητῶν μᾶς δίνει τό ἄρθρο στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν ἀρχή τῶν σχολιασμῶν μας. Ὁ ἀρθρογράφος ἀντιδρᾶ στήν χρήση τοῦ ὅρου ἐθνομηδενισμός καί στόν χαρακτηρισμό ὡς ἐθνομηδενιστῶν ἐρευνητῶν καί ἀκαδημαϊκῶν δασκάλων, πού, (ὅπως γράφει), «ἀναλώνουν τήν ἀκαδημαϊκή τους σταδιοδρομία στήν ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας». Θεωρεῖ ὅτι αὐτοί «δέν προσλαμβάνουν τή ρήση τοῦ Σολωμοῦ “ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές” ὡς ἕνα ἄδειο ρητορικό σχῆμα».

Προφανῶς μέσα στήν ἱστορική διαδρομή κάθε λαοῦ (καί τοῦ δικοῦ μας) διαπράχθηκαν πολλές καί πολυειδεῖς ἁμαρτίες (ἐθνικές, πολιτικές, ἐκκλησιαστικές) καί ἡ ἀπροκατάληπτη ἱστορική διερεύνησή τους εἶναι διδασκαλία γιά τήν ἀποφυγή τους. Ἔχουμε ὅμως καί ἡρωϊσμούς, ἐνάρετες πράξεις, δηλαδή κοντά στούς ἐμπαθεῖς, φίλαυτους καί προδότες, ἔχουμε ἀνιδιοτελεῖς ἥρωες καί ἁγίους. Τό κύριο θέμα δέν εἶναι ἡ ἔρευνα τῆς ἱστορίας, πού πρέπει νά εἶναι ἀπροκατάληπτη, ἐλεύθερη ἀπό ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις. Εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ἱστορίας ὡς ἐκπαιδευτικοῦ μέσου στήν διαδικασία ἀνάπτυξης τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης. Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε ὅτι ἀλλιῶς προσλαμβάνει διδάγματα ἀπό τήν ἱστορία καί ὡριμάζει σταδιακά ἕνα παιδί (χρειάζεται κυρίως καλά πρότυπα) καί ἀλλιῶς βελτιώνει τίς γνώσεις του ἕνας μεγάλος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱκανός νά ἀντέξῃ τήν ἀπομυθοποίηση ἡρώων, πού μυθοποιήθηκαν στήν παιδική του φαντασία, μελετώντας πλέον, μαζί μέ τίς ἀνδραγαθίες τους καί τίς πιθανές σκοτεινές τους πλευρές.

Ἕνα στοιχεῖο τῆς νοοτροπίας τῶν ἀναθεωρητῶν τῆς ἱστορίας εἶναι ὁ ἐξοβελισμός ἀπό τήν ἐκπαίδευση τοῦ ἡρωϊκοῦ στοιχείου, ἡ ἀποβολή τῶν καλῶν προτύπων, χάρη στήν «ἱστορική ἀλήθεια», ἡ ὁποία ὅμως πολλές φορές εἶναι καθοδηγούμενη ἀπό ἰδεολογικές προκαταλήψεις.

Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο ἀφορᾶ στό ποιός ἔχει τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα νά χαρακτηρίζῃ τίς ἀπόψεις, τίς ἰδεολογίες, τίς πίστεις, τίς κοινωνικές συμπεριφορές καί ἄλλα ὅμοια πράγματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γράφει ὁ ἀρθρογράφος σχετικά μέ τόν ἐθνομηδενισμό: «Τό ὀξύμωρο μέ τόν ἐθνομηδενισμό ξεκινάει εὐθύς ἐξαρχῆς ἀπό τόν ὁρισμό του. Καθώς, ὅσο καί ἄν ψάξουμε, ἀποκλείεται νά ἐντοπίσουμε κάποιον πού νά αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἐθνομηδενιστής, ὥστε νά μάθουμε ἀπό πρῶτο χέρι τί ἀκριβῶς πρεσβεύουν αὐτά τά θλιβερά ὑποκείμενα». Καί συνεχίζει χρησιμοποιώντας εἰκόνες τῶν παραμυθιῶν: «ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ ὁρισμός τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ προσομοιάζει μέ τόν ὁρισμό τοῦ μπαμπούλα. Κανένας γονιός δέν μπαίνει στόν κόπο νά ἐξηγήσῃ στό νήπιό του πῶς περίπου εἶναι ὁ μπαμπούλας. Ἀφήνει τό ἴδιο τό νήπιο νά καλύψῃ τό κενό τῆς περιγραφῆς μέ τή δική του δημιουργική φαντασία, νά προσθέσῃ ὅσα νύχια, ὅσες ὁπλές, ὅσες διχαλωτές γλῶσσες ἤ ὅσες φλόγες ἀπό τά ρουθούνια χρειάζονται γιά νά παραλύσῃ ἀπό τόν τρόμο. Ἔτσι καί ὁ ἐθνομηδενιστής μπορεῖ νά εἶναι ὅσο κακός θέλεις ἐσύ νά εἶναι, ἀρκεῖ νά σοῦ προκαλεῖ μιά ἐνστικτώδη, ἀταβιστική ἀποστροφή».

Κατά τόν ἀρθρογράφο γιά νά ὑπάρχῃ ὁρισμός τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ πρέπει νά ὑπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα πού νά αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς ἐθνομηδενιστές, ὥστε ἀπό αὐτούς νά μάθουμε μέ ἐγκυρότητα τί πρεσβεύουν. Δηλαδή, ἄν κάποιος μέσα στό πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποίησης ἀπαξιώνη μεθοδικά, μέ συγγραφές, ἀρθρογραφία καί ἐπηρεασμούς τῶν προγραμμάτων ἐκπαίδευσης, ὅλα τά στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τό ἔθνος (ἱστορία, γλώσσα, ἐκκλησιαστική παράδοση, λαϊκό πολιτισμό) καί ὅλα αὐτά τά κάνει, κατά τόν ἰσχυρισμό του, ἀπό πατριωτικό καθῆκον, καί αὐτοχαρακτηρίζεται πατριώτης, δέν ἔχει δικαίωμα ἄλλος νά τόν χαρακτηρίσῃ ἐθνομηδενιστή;

Γιά νά ἔλθουμε στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν κάποια ὁμάδα Χριστιανῶν ἀλλοιώνη τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ ἤ περί τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, παραχαράσσει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί, παρά ταῦτα, αὐτή ἡ ὁμάδα αὐτοχαρακτηρίζεται Ἐκκλησία, ἐμεῖς μέ βάση τό Σύμβολο τῆς Πίστεως θά δεχθοῦμε τόν αὐτοχαρακτηρισμό της ὡς ἱστορικό δεδομένο; Δέν θά ποῦμε ὅτι δέν ἀνήκει στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀφοῦ δέν ἔχει ἑνότητα πίστεως μέ Αὐτήν;

Αὐτό πού μᾶς λέει στά σοβαρά ὁ ἀρθρογράφος εἶναι τό «εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις» καί ὅ,τι δέν δηλώσεις (αὐτοχαρακτηριζόμενος), δέν εἶσαι.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2942