Skip to main content

Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη

Ἀπόσπασμα ἀπό τό Θεατρικό τῶν Χριστουγέννων

Ἀπόσπασμα ἀπό τό θεατρικό ἔργο «Τό λουλούδι τῆς ξενιτειᾶς ἤ τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους» (μέ ὀκτώ σκηνές) πού ἀνέβασε τό Τμῆμα Νεότητος τῆς Μητροπόλεώς μας τά Χριστούγεννα καί ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἐθνικό Εὐεργέτη καί μεγάλο Εὐεργέτη τῆς Ναυπάκτου Δημήτριο Παπαχαραλάμπους.

*

3η Σκηνή.

Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν ΧόμωρηἜξω ἀπό ἕνα σπίτι στήν Χόμωρη, στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, μερικά παιδιά γυρίζουν ἀπό τά κάλαντα καί συζητοῦν μεταξύ τους. Μεταξύ αὐτῶν καί ὁ 10χρονος τότε Δημήτριος Παπαχαραλάμπους.
–Ρέ Μῆτσο! Χαζός εἶσαι; Ἔδωσες τόν μποναμά σου στήν γριά τήν Θανάσαινα;
–Μά ἀφοῦ τά εἶχε ἀνάγκη, δέν τήν βλέπεις τήν ἔρημη πώς ἔχει ἀνάγκη;
–Νά, χαζέ! Σέ κορόϊδεψε ἡ Θανάσαινα.
–Μά ἀφοῦ πέθανε ὁ ἄντρας της καί ἔχει νά μεγαλώση καί τά μικρά πού τῆς ἄφησε ὁ γιός της.
–Ἄντε, βρέ! Καί ἡ μάνα σου μήπως εἶναι πλούσια;
–Ἔ, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε καί πορευόμαστε.
–Ναί, πορεύεσαι ξυπόλητος! Ἄντε, ρέ Μῆτσο, μιά ζωή χαζός θά μείνης.
–Ὅποιος βοηθᾶ τούς ἄλλους δέν εἶναι χαζός.
–Ἄν δέν ἔχη νά φάη καί τά δίνει στούς ἄλλους, χαζός εἶναι.
–Ἔ, δέν ἔχεις δίκαιο. Ἔχω ἀκούσει τόν πατέρα μου νά λέη ὅτι αὐτοί πού δέν ἔχουν νά φᾶνε, αὐτοί βοηθοῦν τούς ἄλλους, ἐνῶ οἱ πλούσιοι εἶναι σπαγγοραμμένοι.
–Σπαγγοραμμένοι! Χά, χά! Τί σημαίνει αὐτό;
–Ὅτι ἔχουν ράψει τίς τσέπες τους καί τά πουγγιά τους μέ σπάγγο καί δέν ἀνοίγουν μέ τίποτε!
–Χά, χά, χά.
¬–Ἔ, μήν τόν δικαιολογεῖτε, καί ἐσεῖς. Μιά ζωή κεφάλας θά εἶναι. Κεφάλα δέν τόν λένε; Κεφάλας θά μείνη.
–Δέν μέ λένε Κεφάλα. Παπαχαραλάμπους μέ λένε!
–Ναί, καλά. Τόν παππού σου Κεφάλα δέν τόν ἐλέγανε;
–Ναί, ἀλλά ἔγινε παπάς καί τώρα μᾶς λένε Παπαχαραλάμπους! Παπαχαραλάμπους μέ λένε καί ἐμένα!
–Τόν παππού σου τόν ἐλέγανε Κεφάλα. Κεφάλας εἶσαι καί σύ.
–Καί ἄν τόν λέγανε Κεφάλα, ὅμως ἦταν ἥρωας τοῦ Μεσολογγίου. Ζηλεύεις; Ἔχεις ἐσύ παππού ἥρωα;
–Κεφάλα, Κεφάλα!
Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη–Σπαγγοραμμένε! Σπαγγοραμμένε!
–Δέν θά κάνης προκοπή στήν ζωή σου, κεφάλα!
–Μήν κοροϊδεύεις, γιατί θά σοῦ δώσω ἐγώ μιά καί θά σοῦ ἀνοίξω τό δικό σου τό κεφάλι!
–Ἔ, τί μαλώνετε ἐσεῖς ἐκεῖ ἔξω. Σάν τά γατσούλια κάνετε. Κάλαντα λέτε ἤ μοιρολόγια;
–Γιαγιά, γιαγιά μέ κοροϊδεύουν τά παιδιά!
–Δέν τόν κοροϊδεύουμε, παπαδιά, μόνον ξύπνησέ τονε, γιατί ἄν θά μεγαλώση θά πεθάνη ἀπό τήν πείνα, ὁ χαζός.
–Δέν εἶμαι χαζός!
–Κεφάλας εἶσαι!
–Σπαγγοραμμένε!
–Κεφάλα, κεφάλα! Γειά σου Μῆτσο μέ τό ἄδειο τό κεφάλι!
–Ὁ παππούς μου ἦταν ἥρωας! Ἔχετε ἐσεῖς παππού ἥρωα! Ζηλεύετε!
Τά παιδιά φεύγουν πεταχτά, μέ γέλια, φωνάζοντας καί κοροϊδεύοντας.
–Τί ἔγινε, Μῆτσο μου; Γιατί μαλώσατε;
–Νά, γιαγιά, ἔδωσα τόν μποναμά μου στήν Θανάσαινα, τήν καϋμένη, καί αὐτοί μέ κοροϊδεύουν.
–Καί σύ, παιδί μου, γιατί τόν ἔδωσες; Εἶναι ὁ μποναμάς ἀπό τά κάλαντα. Εἶναι δῶρο γιά τά παιδιά αὐτός. Ἀνήκει στά παιδιά. Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι θά φροντίσουμε γιά τούς μεγάλους.
–Ναί, ἀλλά αὐτήν τήν γιαγιά δέν τήν φροντίζει κανείς.
–Ἔ, ὅλο καί κάτι τήν βοηθᾶμε, γιόκα μου. Ἀλλά μήπως καί ἔχουμε; Μήπως εἴμαστε πλούσιοι; Δέν βλέπεις τό χωριουδάκι μας, τίς πεζοῦλες μας; Μόλις μᾶς δίνουν τό ψωμάκι μας.
–Ἐγώ, ὅταν θά μεγαλώσω, θά βγάζω χρήματα καί θά δίνω σέ ὅλο τό χωριό! Θά τό κάνω πλούσιο!
–Ἄ, παιδί μου, νά σέ φιλήσω! Μακάρι νά βγάλης χρήματα. Ἀλλά καί ἄν δέν βγάλης –ποῦ νά τά βρῆς ἄλλωστε– θά σοῦ μείνη ἡ καλή σου καρδιά. Στόν μακαρίτη τόν παππούλη σου μοῦ μοιάζεις.
–Δέν ἦταν ἥρωας ὁ παππούς μου, γιαγιά; Δέν ἦταν ἥρωας;
–Ἦταν ἥρωας, γιόκα μου. Πολέμησε στό Βασιλάδι, στό Μεσολόγγι, καί ἐπέζησε.
–Καί ἐγώ εἶμαι ἐγγονός ἥρωα, ἔτσι δέν εἶναι γιαγιά;
–Ναί, γιόκα μου. Καί σοῦ εὔχομαι νά γίνης καί ἐσύ ἥρωας γιά τήν Πατρίδα μας!
–Ναί, ἄν θά γίνη πόλεμος, θά πάω νά πολεμήσω γιά τήν Πατρίδα. Θά γίνω καί ἐγώ ἥρωας γιά τήν Πατρίδα!
–Μακάρι νά μή γίνη πόλεμος, καί ἄς μή γίνεις ἥρωας!
–Θέλω νά γίνω! Μόνον τά παλιά χρόνια ὑπῆρχαν ἥρωες, γιαγιά; Δέν μποροῦμε νά γίνουμε καί ἐμεῖς;
–Νά γίνετε, παιδί μου, ἥρωες. Ἀλλά χωρίς πόλεμο!
–Χωρίς πόλεμο ἥρωες; Τί ἥρωες θά εἶναι αὐτοί;
–Καί ὅμως. Καί σέ ἐποχή εἰρήνης γίνεται κανείς ἥρωας.
–Πῶς, γιαγιάκα μου;
–Ὅποιος φυλάσσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα σήμερα πού ζοῦμε τά τελευταῖα χρόνια καί ὁ κόσμος ἔχει χαλάσει. Ὅποιος εὐεργετεῖ τήν Πατρίδα μέ τίς γνώσεις του, ὅποιος δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅποιος ἀγαπάει ὅλο τόν κόσμο, αὐτός γίνεται ἥρωας καί σέ ἐποχή εἰρήνης. Αὐτό σοῦ εὔχομαι, παιδί μου!
–Ἀλλά ἄν θά γίνη πόλεμος, θά γίνω ἥρωας στόν πόλεμο!
–Ἐγώ σοῦ εὔχομαι νά γίνης ἥρωας στήν εἰρήνη!
–Καί ὁ παππούς, τί ἔκανε ὅταν σταμάτησε ὁ πόλεμος;
–Ὁ παππούς σου ἦταν εὐλαβέστατος, ὅπως σοῦ εἶπα. Τόν εἶδε, λοιπόν, ὁ πρωτόπαπας ἀπό τόν Πλάτανο καί τό εἶπε στόν Δεσπότη, καί μιά μέρα τόν ἔκαναν παπά!
–Παπα-Χαράλαμπο!
–Παπα-Χαράλαμπο, παιδί μου. Καί γύριζε ὁ παπάς μου τά ἐκκλησάκια καί λειτουργοῦσε. Λειτουργοῦσε κάτω στήν Παναγία, τήν Καβαδιώτισσα, καί ἔκανε ἁγιασμούς, καί συμβούλευε τούς ἀνθρώπους...
–Γράμματα ἤξερε, γιαγιά;
–Ἀμ, καί πῶς θά διάβαζε, γιόκα μου; Ἤξερε ὅλα τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἀπό τά ἄλλα γράμματα, ἀπό αὐτά πού μᾶς ἔφερε ὁ κυβερνήτης ὁ Καποδίστριας –ὁ Θεός νά ἀναπαύση τήν ψυχή του– καί σπουδάζουν οἱ σοφοί στήν Ἀθήνα. Ἤ καί ἄλλα ἀπό αὐτά πού μαθαίνουν ὅσοι πᾶνε στήν Φραγκιά –μακριά ἀπό μᾶς–, καί ἀπό αὐτά προσπαθοῦσε νά μάθη ὅ,τι ἔφτανε, γιατί ἦταν παπάς καί τόν ἐρωτούσανε οἱ χωρικοί καί δέν ἤθελε νά τόνε πιάνουν ἀδιάβαστο.
–Τί παππού εἶχα! Καί αὐτά τά παλιόπαιδα, οἱ φίλοι μου, μέ κοροϊδεύουν κεφάλα.
–Ἄχ, παιδί μου, ὅλοι εἴμαστε κεφάλες! Ὅλοι ἔχουμε κεφάλι, ἀλλά τό θέμα εἶναι τί ἔχει μέσα τοῦτο τό κεφάλι!
–Καί ἐκτός ἀπό τό κεφάλι, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη καί καρδιά! Ἔτσι δέν λές ὅτι ἔλεγε ὁ παππούς;
–Ἄχ, καλόκαρδε κεφάλα μου ἐσύ!
Τόν ἀσπάζεται στό κεφάλι.
–Γιαγιά, πείνασα!
–Νά φᾶς ἀπό αὐτά πού ἔδωσες στήν Θανάσαινα!
–Ἔλα, γιαγιάκα μου, μή μέ κοροϊδεύσεις καί ἐσύ. Ἀφοῦ πάντα κάτι ἔχεις στό φανάρι!
–Καλά, σύρε νά μοῦ φέρης κανένα λουλούδι –ἄν θά βρῆς τέτοια ἐποχή– νά στολίσουμε τό τραπέζι μας.
–Καί θά ἔχη τό τραπέζι μας ψωμί, γιαγιάκα, ἤ μόνον λουλούδια πού θά φέρω;
–Χά! Χά! (τοῦ μιλᾶ χαϊδευτικά) Κεφάλα μου! Δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός, γιόκα μου. Ἀλλά γιά σένα, Μῆτσο μου, καί στήν ξενιτειά θά πήγαινα ψωμί φρέσκο νά σοῦ 'φερνα.
–Ξενιτειά; Τί εἶναι ξενιτειά, γιαγιά;
–Ἄχ, ἡ ξενιτειά! ... Κλαῖνε οἱ μανάδες τά παιδιά! ... Ἄχ, ἡ ξενιτειά! ...

Σκηνή 4η

–Καταλάβατε, μπόϊς; Τότε ἄκουγε ὁ Μῆτσος, ὁ Παπαχαραλάμπους, ὁ φίλος μου, μάϊ φρέντ, γουέλ, γιά πρώτη φορά τήν λέξη «ξενιτειά».
–Γιά φαντάσου, πῶς φανερώνονται τά γραμμένα στόν ἄνθρωπο.
–Τά γραμμένα; Δέν ὑπάρχουν γραμμένα, φίλε μου. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει.
–Γιά κάθε ἄνθρωπο;
–Γιά κάθε ἄνθρωπο, ναί. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
–Πάντως, μοῦ φαίνεται ὅτι ἦταν καλόκαρδος ἀπό μικρός.
–Γιές, μπόϊ. Καλόκαρδος. Καί ἔξυπνος. Κραββαριτάκι. Ἡ ἐξυπνάδα του φάνηκε μετά ὅταν πῆγε στό Ἀμέρικα.
–Πῆγε στό Ἀμ.... ἔ, στήν Ἀμερική; Πότε, πῶς;
–Ἄ, ἦταν ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὁ νεαρός τότε Παπαχαραλάμπους ... ...

Σκηνή 5η

–Φλάουερς – φρές φλάουερς! Ρόουζ, φάινεστ ρόουζ! Μίστερ, σόρυ, ντού γιού γουώντ φρές φλάουερς;
–Δέν θέλω μικρέ τριαντάφυλλα. Γιά τριαντάφυλλα εἴμαστε τώρα;
–Μήπως θέλει ἡ γυναίκα σας, κύριε; Θά τήν συγκινήσετε πολύ, ἄν τῆς πᾶτε δῶρο ἕνα τριαντάφυλλο.
–Χμ, καλή ἰδέα. Μπάς καί τήν κατευνάσω πού δέν τῆς ἀγόρασα καινούριο φόρεμα. Πόσο τά ἔχεις;
–10 σέντς τό ἕνα κύριε. Καί ἄν πάρετε 10 τριαντάφυλλα, σᾶς τά δίνω στήν μισή τιμή: 50 σέντς ὅλα!
–Φέρε δέκα, μπόϊ, γιατί δέν τά βρίσκω ἀλλοῦ τόσο φθηνά.
–Ὁρίστε, κύριε, καί νά μέ θυμᾶστε: 5η λεωφόρος, 27ος δρόμος. Ἔχω τά πιό φθηνά τριαντάφυλλα τοῦ Μανχάταν!
... ... ...

  • Προβολές: 1936