Γράφτηκε στις .

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956) - Μέρος Α'

Φιλοκαλικές Σελίδες

Ὁ «Ἁγιορείτης Δεσπότης» - μέρος Α΄

Ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό "Προοίμιον" τοῦ βιβλίου του, πού συνέθεσε μετά ἀπό προτροπή τοῦ νεαροῦ τότε ἐξαδέλφου του Ἐπισκόπου Εὐρίπου καί μετέπειτα Μητροπολίτου Ἰωαννίνων Ἱεροθέου, «Ἐγχειριδίον Συμβουλευτικόν», γράφει μεταξύ ἂλλων: «Ὢ πόσον εὐτυχεῖς καί χρυσοῖ αἰῶνες ἐστάθησαν ἐκεῖνοι, κατά τούς ὁποίους ἐπολιτεύετο εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν μία ἐξαίρετος καί καλλίστη συνήθεια: τό νά ἐκλέγωνται δηλαδή ἀπό τό σεμνόν τάγμα τῶν Μοναχῶν, ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔμελλον νά ἀναβοῦν εἰς τούς ὑπεροχικούς θρόνους τῆς Ἀρχιερωσύνης, καί νά ἐγχειρισθῶσι προστασίαν ψυχῶν (ἔξω ἀπό ὀλίγους τινάς, οἱ ὁποῖοι διά τό ὑπερβάλλον τῆς ἀρετῆς, ἐκ λαϊκῶν ἀμέσως ἀνέβηκαν εἰς προεδρίαν λαῶν)... Συνήθεια βέβαια ἦτον ἐτούτη, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, νόμος ἁγιώτατος... διά τί ἐκεῖνοι μέ τό μέσον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, καί τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος, πρῶτον ἐκαθαρίζοντο, καί τότε ἄρχιζαν νά καθαρίζουν τούς ἄλλους· πρῶτον ἐφωτίζοντο, καί ὕστερον ἐφώτιζον· πρῶτον ἐτελειοῦντο, καί ὕστερον ἐτελείουν· καί συντόμως εἰπεῖν, πρῶτα ἁγιάζοντο, καί ὕστερον ἁγίαζον».

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956)Ἡ συνήθεια αὐτή βέβαια, τό νά ἐκλέγονται δηλαδή οἱ Ἀρχιερεῖς ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν, ἐννοώντας κατά βάσιν ὂχι τόσον τήν ἐκ μοναχῶν καταγωγή, ἀλλά τήν ἐσωτερική λεπτή ἐργασία ἐπάνω στόν ἑαυτόν τους, ἐλαττώθηκε μέν ἀλλά δέν ἐξέλιπε τελείως ἀπό «τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν». Ἂλλωστε «μοναχοί εἰσίν οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες» κατά τόν Εὐάγριο τόν Ποντικό καί «μοναχική πολιτεία» εἶναι ἡ βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στόν ὓψιστο βαθμό πάντα συνδεδεμένη ἂρρηκτα μέ τήν ὃλη Ἐκκλησία.

Παράλληλα ὃμως μέ τήν «ἁγίαν αὐτήν συνήθειαν», ἴσως καί λόγω τῆς παραμελήσεως αὐτῆς, μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάσθηκε καί μία ἀντίστροφη πορεία, τό νά παραιτοῦνται δηλαδή Ἐπίσκοποι ἀπό τούς θρόνους τους χάριν τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καί ἡσυχίας. Ὑπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα τέτοιων Ἐπισκόπων κυρίως κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας, τῶν ὁποίων συνήθης προορισμός ἦταν τό Ἃγιον Ὂρος τοῦ Ἂθω. Ἴσως ὁ γνωστότερος "ἐφησυχάζων" Ἐπίσκοπος τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν ὁ θαυματουργός «Γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ» ἃγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς. Τό φαινόμενο ἦταν σέ μεγάλη ἒξαρση καί στήν προ-Σοβιετική Ρωσία μέ γνωστότερους τοῦς ἁγίους Ἰγνάτιο Μπριαντσανίνωφ καί Θεοφάνη τόν Ἔγκλειστο.

Ἡ ἀφορμή γιά "ἐφησυχασμό" δέν ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια. Ἂλλοι ἀπό ἀνάγκη, ἂλλοι διωκόμενοι, ἂλλοι ἐξορισθέντες καί ἂλλοι ἀπό πόθο γιά ἡσυχία καί ἀπερίσπαστο προσευχή ἐγκατέλειπαν τούς Ἐπισκοπικούς τους θρόνους καί ἐνεδύοντο τήν, κατά τόν ἃγιο Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα, «δακρύβρεκτο πορφύρα τῶν ἀσκητῶν». Φυσικά δέν ἒχει τόση σημασία ὁ λόγος τοῦ "ἐφησυχασμοῦ" ὃσο τό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ.

Ἓνας τέτοιος εὐλογημένος Ἐπίσκοπος, συνεχιστής τῆς παραδόσεως αὐτῆς ἦταν καί ὁ κάτωθι ἀδρῶς βιογραφούμενος Ἐπίσκοπος Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος.

Τά στοιχεῖα πού συλλέξαμε προέρχονται ἀπό τίς ἑξῆς πηγές: μον. ΜΩΫΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Μέγα Γεροντικό ἐναρέτων Ἁγιορειτῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος», ἀρχιμ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, «Λαυσαϊκόν τοῦ Ἁγίου Ὂρους» καί «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», τ. 235-236/1956, περιοδικὸν Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, «Ἃγιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμίτης», τ. 56,57 (βλ. καί μον. ΜΩΫΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ὁ Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος, περιοδικόν «Πρωτᾶτον», τ. 30, ἐπιτομή τῶν δύο παραπάνω ἂρθρων), ἀρχιμ. ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ, «Ὁ Γέροντάς μου, Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης», ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΛΑΒΙΝΑ, «Ὁ Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος καί οἱ δραστηριότητές του γιά τό ἐκκλησιαστικό ζήτημα τῆς Ἀλβανίας» καί «Ὁ Συνάδων Χριστοφόρος καί οἱ δραστηριότητές του γιά τό ἐκκλησιαστικό ζήτημα τῆς Ἀλβανίας», μητρ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Ὁ ἀναχωρητὴς πατὴρ Ἀρσένιος, περιοδικόν «Θρακικά» - τ. 10, ἱερομ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, «Ἁγιορεῖτες Πατέρες τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος», ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», τ. 28, Μάϊος 1998, μητρ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ, «Οἶδα ἂνθρωπον ἐν Χριστῷ», ἱερομ. ΙΣΑΑΚ ΚΑΨΑΛΙΩΤΟΥ, «Βίος ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», «Ὁ ἃγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης» καί «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι Δ΄, Οἰκογενιακή ζωή», ἒκδ. Ἱ.Ἡ «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», «Ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική Ἁγιορειτική παράδοση».

Γιά λόγους οἰκονομίας χώρου δέν ὑποσημειώνουμε κάθε παράθεση ξεχωριστά παρά μόνον τήν καταγράφουμε μέ πλάγια γράμματα.

Στό τεῦχος αὐτό θά δημοσιεύσουμε τό πρῶτο μέρος τοῦ ἂρθρου μέ τά κεφάλαια "Α. Σύντομος Βιογραφία" καί "Β. Ἂσκηση καί Ἀρετές" καί σύν Θεῷ στά ἑπόμενα τεύχη θά ἀκολουθήσουν τά κεφάλαια "Γ. Διάφορα περιστατικά" ὁποῦ μνημονεύονται ἀναμνήσεις συγχρόνων ἐπιφανῶν Ἁγιορειτῶν σχετικές μέ τόν Ἱερόθεο, καί "Δ. Οἱ πνευματικοί του πρόγονοι" ὃπου γίνεται ἀναφορά στόν πνευματικό του πατέρα ἱερομόναχο Ἀρσένιο τῆς Σκήτεως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος νήσου Χάλκης, ἀλλά καί τόν "πνευματικό παπποῦ" του ἱερομόναχο Εὐστράτιο, θαυμαστό ἡσυχαστή τῆς αὐτῆς νήσου.

Α΄. ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ὁ Ἐπίσκοπος Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος, κατά κόσμον Ἰωάννης Γιαχόπουλος τοῦ Ἀντωνίου καί τῆς Αἰκατερίνης, γεννήθηκε τό ἔτος 1874, στό χωρίο Τσαρίτσοβο τῆς Πρεμετῆς Β. Ἠπείρου.

Εἰσῆλθε παιδιόθεν εἰς τήν ἐν Χάλκῃ Σκήτην τοῦ Ἀρσενίου, ἤτοι τήν Σκήτην ἁγίου Σπυρίδωνος νήσου Χάλκης, τῆς ὁποίας κτίτωρ καί προεστώς ἦτο ὁ σεβαστός τοῖς πᾶσι πατήρ Ἀρσένιος. Ἡ Σκήτη αὕτη πνευματικῶς ἐξέθρεψε πλειάδα ἐπιλέκτων ἀρχιερέων, ὅπως τούς μακαριστούς Κασσανδρείας Εἰρηναῖον, Ξάνθης Πολύκαρπον, Λαρίσσης Ἀρσένιον.

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956)Ὁ Ἱερόθεος εὑρισκόμενος στή νῆσο Χάλκη ἐδιδάχθη ἀρχικῶς παρά τῷ ὁσιωτάτῳ Γέροντι Ἀρσενίῳ τά τῆς μοναχικῆς ἡσυχίας μαθήματα, ἐκάρη μοναχός τό ἔτος 1900 καί ἐν συνεχείᾳ ἐσπούδασε εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Χάλκης. Ἡ πτυχιακή διατριβή πού ὑπέβαλε στή Σχολή ἒφερε τόν τίτλο: «Ἡ κανονική ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ ἱεροῦ Φωτίου».

Ἀποφοιτήσας τῆς Σχολῆς ἐν ἔτει 1907 προσελήφθη εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος καί μετέπειτα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντίνου τοῦ Στ΄. Ὑπηρέτησεν εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, τόν Πόντον, τήν Κορυτσάν, παντοῦ ὅπου τόν ἐκάλεσαν, Πάντοτε πρῶτος, πάντοτε ὑπογραμμός. Ἀναλυτικότερα, ἐργάσθηκε ὡς Ἀρχιερατικός ἐπίτροπος Γευγελῆς, ὡς ἱεροκήρυκας καί διδάσκαλος στίς ἐπαρχίες Γευγελῆς καί Κορυτσᾶς, ὡς ἱερατικός προϊστάμενος στή Χαλκηδόνα καί Ἀρχιερατικός ἐπίτροπος Βάλιας, ἡ ὁποία ὑπαγόταν στή Μητρόπολη Κυζίκου. Στίς 9 Δεκεμβρίου 1913, ὓστερα ἀπό αἲτηση τοῦ Μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου, ἐκλέχτηκε βοηθός Ἐπίσκοπός του μέ τόν τίτλο τῆς ἂλλοτε Ἐπισκοπῆς Μιλητουπόλεως καί ἡ χειροτονία του ἒγινε στίς 12 Ἰανουαρίου 1914 στή Βάλια. Μέχρι τή Μικρασιατική Καταστροφή ἐργάστηκε ὡς ἱερατικός προϊστάμενος Βάλιας καί τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 ἀναγκάσθηκε νά μεταβῆ στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἱερόθεος ἠργάσθη λίαν καρποφόρως ἐν Μ. Ἀσίᾳ. Οἱ ἐν Μουδανίοις Μ. Ἀσίας ὁμογενεῖς μετά πολλῆς συγκινήσεως ἀναπολοῦσι ... τήν στοργικήν αὐτοῦ ποιμαντορίαν καί τό ἅγιον αὐτοῦ παράδειγμα.

Στίς 31 Ὀκτωβρίου 1922, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόν διόρισε ἔξαρχο εἰς τήν πατρίδα του τήν μαρτυρικήν Β. Ἤπειρον, ἥν καθηγίασεν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Παρέμεινε περί τά 6 χρόνια τό σύνολον, ἀπελαθείς ἐκεῖθεν ὑπό τῆς Ἀλβανικῆς Κυβερνήσεως μέσα σέ ἕναν κυκεῶνα προβλημάτων τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας. Ἡ ἐντολή τῆς Κυβερνήσεως ἀφίχθη τήν 1ην Μαρτίου, ἡμέραν Παρασκευήν καί ἦτο κατηγορηματική: «Νά ἀπομακρυνθῇ ἂνευ ἀναβολῆς ὁ Ἱερόθεος ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί ἐκ τοῦ Κρατικοῦ Ἀλβανικοῦ ἐδάφους δι' οἱουδήποτε τρόπου καί μέσου ἐνδεικνυομένου ὑπό τῶν περιστάσεων». Τοῦ δέ καιροῦ μή ἐπιτρέποντος τήν ἡμέραν ἐκείνην ἓνεκα τῆς πολλῆς χιόνος τήν ἂμεσον ἀναχώρησίν του, ἀνεβλήθη μέχρι τῆς τρίτης (3) τοῦ ἰδίου μηνός, ἡμέραν Κυριακήν τοῦ ἔτους 1929, ἐν μέσῳ τοῦ ἐν συγκινήσει εὑρισκομένου κλήρου καί λαοῦ, τοῦ περικυκλώσαντος τό οἲκημα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί ἐκφράζοντος τήν ἀπογοήτευσιν καί λύπην του διά τήν τοιαύτην ἀξιοθρήνητον λύσιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος. Ἐπιστρέφοντας διέμεινε διά μικρόν χρονικόν διάστημα ἐν Φλωρίνῃ καί Ἀθήναις διαδοχικῶς.

Στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1930 κατέφυγεν εἰς Ἅγιον Ὄρος, ἔνθα ἡ γαλήνη καί ἠρεμία τῆς φύσεως ἁμιλλᾶται μέ τήν τῆς ψυχῆς. Κατέφυγεν εἰς τήν ποθητήν του μοναχικήν ἡσυχίαν, ἥν ἀπό νεότητος εἶχε, διδαχθείς παρά τῷ ὁσιωτάτῳ Γέροντι Ἀρσενίῳ ἐν τῇ νήσῳ Χάλκῃ. Σεβασμῷ ἄκρῳ κατεχόμενος πρός τόν ἀοίδιμον Ἰωακείμ τόν Γ΄, ἐγκατεστάθη τό πρῶτον εἰς "Μυλοπόταμον" καί παρέμεινε δεκάδα περίπου ἐτῶν. Βραδύτερον ἔπηξε τήν ἀσκητικήν αὐτοῦ φωλεάν εἰς τήν ἐν τῇ παραλίᾳ τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐρατεινήν θέσιν Βουλευτήρια ἵνα ᾖ εὐκολοτέρα ἡ μετά τῶν Ἱ. Μονῶν ἐπικοινωνία αὐτοῦ, μή δυνάμενος ... ἐπαρκέσαι εἰς τάς πολλαπλάς ἀνάγκας τοῦ Ὄρους, αὐτός μόνος ἐν αὐτῷ Ἀρχιερεύς ὤν.

Ἡ ἀγάπη καί ὁ θαυμασμός τῶν Ἁγιορειτῶν πρός τόν ἀσκητή-Ἐπίσκοπο ἦταν μεγάλη. Ὁ ὁσιώτατος Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης (†1983), ὁ πρύτανης τῶν ἁγιορειτῶν ἡγουμένων καί μοναχῶν ὃπως τόν ἀποκαλοῦσε ὁ Ἐδέσσης Καλλίνικος, ἔγραφε ἔτι ζῶντος τοῦ Ἱεροθέου στό βιβλίο του «Λαυσαϊκόν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», τό ἔτος 1953:
«Διά τάς ἱεράς ἡμῶν Μονάς καί τάς γειτονικάς Σκήτας καί ἐρημητήρια εἶναι ἡ μεγαλυτέρα πνευματική παρηγορία καί τρέμει κυριολεκτικῶς ἡ ψυχή μας ἐπί τῇ σκέψει τῆς μεταστάσεως ἐκ τῶν τῆδε πρός τήν ποθητήν πατρίδα τήν ἄνω καί διαμένουσαν, τοῦ σεβαστοῦ μας Ἱεράρχου».

Νεκρολογώντας δέ γράφει τά ἑξῆς:
«Εἰκοσιπενταετία ὅλη ψυχικῆς ἑνότητος καί ἀρρήκτων πνευματικῶν δεσμῶν, καί δή ἐν ἡμέραις χαλεπαῖς, συνέσφιγξαν τόσον τά αἰσθήματα σεβασμοῦ τῶν ἁγιορειτῶν πρός τόν μακαριστόν Μελιτουπόλεως Ἱερόθεον καί τῆς πατρικῆς ἀγάπης τούτου πρός αὐτούς», ὥστε ἡ γενεά πού τόν ἔζησε δυσκόλως θά προσήρμοζε «τήν κλῆσιν "ὁ Δεσπότης μας" πρός ἄλλον Ἀρχιερέα. Ἀφ' ὅτου ἀπεχώρησεν ἐκ τοῦ Ὄρους ὁ Μέγας Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ διῆλθε πλειάς ὅλη Ἀρχιερέων ἐντεῦθεν, οὐδείς ὅμως ἠγάπησεν αὐτό ὅσον ὁ Μελιτουπόλεως καί οὐδείς ἠγαπήθη ὅσον αὐτός ἀπό τούς ἁγιορείτας Πατέρας. Ἡ ἀνεξάντλητος ἀγάπη πρός ὅλους, ἡ φιλοπτωχεία του, ἡ ἁπλότης καί ἀσκητικότης του θά παραμένουν ἀλησμόνητα εἰς ὅσους ἐγνώρισαν τόν καλοκάγαθον Γέροντα. Οἱ ἁγιορεῖται ἁπαξάπαντες ἀπό ἐτῶν διεκήρυττον "τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς". Ἀρχιερεύς πένης».

Ὁ τότε Διοικητής τοῦ Ἁγίου Ὄρους Κ. Κωνσταντόπουλος λέγει τά παρακάτω στό Μνημόσυνο τοῦ Ἱεροθέου πού τελέσθηκε στόν Ἱ.Ν. τοῦ Πρωτάτου:
«Ὁ Δεσπότης, τόν ὁποῖον ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖται τόν ὠνόμαζον ἰδικόν των, ἀνῆκεν εἰς τήν πατριάν τῶν εὐσεβῶν ἐκείνων τέκνων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ἐσυνήθιζον πάντοτε νά ὑπηρετοῦν».

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερόθεος σέ ἡλικία περίπου 82 ἐτῶν ἀσθενήσας μετέβη εἰς Θεσσαλονίκην κατά τά μέσα τοῦ μηνός Ἰανουαρίου τοῦ ἒτους 1956 πρός νοσηλείαν καί μετ' ὀλίγας ἡμέρας ἀπεβίωσεν, ἢτοι τήν 19ην τοῦ αὐτοῦ μηνός.

Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη εἰς τό Ἱερόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου προεξάρχοντος τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμονος καί συμμετεχόντων τοῦ Μητροπολίτου Νουβίας Ἀνθίμου καί τοῦ Ἐπισκόπου Ἀργυροκάστρου Παντελεήμονος Κοτόκου. Ἡ σορός του κατετέθη εἰς τό κοιμητήριον τῆς Εὐαγγελιστρίας.

Ἐν Καρυαῖς κατά τήν ὣραν τῆς κηδείας ἐκρούοντο πενθίμως οἱ κώδωνες τοῦ ἱστορικοῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου. Ἐκ παραλλήλου ἡ Ἱερά Κοινότης δι' ἐγκυκλίου αὐτῆς γράμμασι ἐγνωστοποίησε τό γεγονός εἰς τάς 20 Ἱεράς Μονάς μέ τήν ἀπόφασιν αὐτῆς πρός τέλεσιν μνημοσύνων ὑπ' αὐτῶν καί ἐγγραφήν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐκλιπόντος ἱεράρχου ἐν τοῖς διπτύχοις αὐτῶν.

Β΄.  ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ

Ὁ καρτερικός καί ἀπέριττος Γέρων ἔζησε πράγματι ὡς μοναχός τόν βίον αὐτοῦ. Τόν διέκριναν οἱ ἀρετές τῆς ὑπομονῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀσκητικότητος καί ἐλεημοσύνης. Ὁ Ἅγιος αὐτός Γέρων, ὑπῆρξεν οὐχί μόνον ἀσκητής, ἀλλ' εἰς ἄκρον ταπεινόφρων καί ἀκτήμων. Αὐτός δέ ὁ ὑπεράνω τῶν γηΐνων γενόμενος, οὐκ ἐπαίνους, μήτε σκώμμασι προσέχων, ἕνα σκοπόν τῆς ζωῆς του ἔθετο, τήν ἀγαθοεργίαν.

Ὑπῆρξε παράδειγμα ἐλεημοσύνης, ὅπως ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες «ἐν ἑνί στόματι» διακηρύσσουν:
«Ἐκεῖ εἰς τό "Κάθισμα" τοῦ συμπατριώτου του Ἁγίου Ἐλευθερίου λιτότατα ἐνδιαιτώμενος, ἐλευθερίως μεταδίδωσι τοῖς πτωχοῖς ἐρημίταις καί ἀσκηταῖς τά πάντα, εἰ δυνατόν καί αὐτόν τόν ἕνα χιτῶνα... Ἐνταῦθα προσέλαβε "τούς ἐλαχίστους ἐν Χριστῷ" καί αὐτοῖς, "πεινῶσι καί διψῶσι καί γυμνητεύουσι" μεταδίδει ἐκ τοῦ ἀκενώτου θησαυροῦ τῆς καρδίας του.

Εἰς τάς δυσκόλους ἡμέρας τοῦ χειμῶνος τοῦ 1941 πολλάκις ὁ σεβαστός Γέρων ἔμεινε νῆστις, ἵνα στηρίζη λιποψυχοῦντας ἐκ τῆς πείνης λεμβούχους καί διαβατικούς ξένους».

Ἕναν χρόνον πρό τῆς κοιμήσεώς του «μή ἔχων ἄλλο τι νά προσφέρῃ, προσέφερε τό μοναδικόν του ράσον. Ἐν αὐτῷ ἐφηρμόθησαν ὅσα ὁ Παπαρηγόπουλος γράφει διά τόν Μ. Βασίλειον "ἧτο ὁ φίλος τῶν δυστυχισμένων... ἀνεξάντλητος ἐν τῇ ἐλεημοσύνῃ. Αὐτός κατήντησε πένης... δέν εἶχεν, εἰμή ἕνα μόνον χιτῶνα καί δέν ἔζη, εἰμή ἀπό ἄρτου καί λαχάνων εὐτελῶν"».

Κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς πού τό σιτάρι ἔλειψε τελείως ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος «ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερόθεος εἶχε στό Κελλί του μία ποσότητα σιταριοῦ. Τό μοίρασε ὅλο στούς πατέρες καί αὐτός ἔτρωγε γιά δύο μῆνες μόνο πατάτες βραστές».

Ἀκόμη ὑπῆρξε ἀκτήμων ὡς πραγματικός μοναχός, ἀπεχόμενος καί πάλιν ἀπεχόμενος καί πάντοτε ἑαυτόν προσφέρων καί τούς πάντας εὐεργετῶν.
«Εἶχε μισήσει τελείως τά χρήματα καί ἔχων τελείαν ἀκτημοσύνην, ὅταν εἰσέπραττε τό ἀρχιερατικόν ἐπίδομα, διένειμεν αὐτό ἀμέσως εἰς τούς ἐνδεεῖς».

«Ἡ μόνη ὑπ' αὐτοῦ ἐγκαταλειφθεῖσα περιουσία ἦτο ἕν Ἅγιον Δισκοπότηρον, δωρηθέν ὑπό τῶν κληρονόμων του εἰς τόν Ἱ. Ναόν τοῦ Πρωτάτου, μία σκαλιστή εἰκών δωρηθεῖσα καί αὐτή εἰς τό Κυριακόν τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, μία ἑτέρα σκαλιστή εἰκών... καί τρόφιμά τινα διανεμηθέντα εἰς τούς ἀπόρους ἐρημίτας μοναχούς».

Ἡ γενναία ψυχή τοῦ καλοῦ Γέροντος, ἦτο λίαν φιλακόλουθος καί ἄκρως ἀσκητική. Γράφει ὁ ἀείμνηστος Γέρων Γαβριήλ στό προαναφερθέν ἄρθρο του στό «Λαυσαϊκόν τοῦ Ἁγίου Ὄρους»:
«Ἐγγύς ἤδη τῶν 80 ἐτῶν καταπλήσσει τούς πάντας, πεζῇ ἀνερχόμενος εἰς Καρυάς καί εἰς αὐτήν τήν κορυφήν τοῦ Ἄθω, καί ὡς κίων δωρικός ἱστάμενος ἐν ταῖς πανηγυρικαῖς ἀγρυπνίαις τῶν Μονῶν ἐπί 15 καί πλέον ὥρας».
«Ἄγαν φιλακόλουθος ὤν, παρέμενεν εἰς τάς ἀγρυπνίας ἐν τῷ ἀρχιερατικῷ θρόνῳ ὡς πανύψηλος δρῦς, ἱστάμενος ἐπί 15 καί 18 συνεχεῖς ὥρας. Ἐν αὐτῷ ἔσχον ἐφαρμογήν οἱ λόγοι τοῦ Χρυσοστόμου• "ὁλοκλήρους νύκτας ἀΰπνους διάγων, ὕστερον δέ τῇ συνεχεῖ συνηθείᾳ εἰς φύσιν ἤγαγε τό πράγμα"».

Καί ὁ τότε Διοικητής τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶπε περί αὐτοῦ:
«Ὅλοι τόν ἐνθυμοῦνται. Ἔκαμον ὅλοι μαζί του ἀγρυπνίας καί τόν ἔζησαν καθώς ἀκοίμητος διήρχετο ὁλόκληρον τήν νύκτα εἰς τό πόδι, χωρίς οὔτε στιγμήν νά ἐγκαταλίπῃ τήν θέσιν του. Ὅτι καί νά εἴπῃ τις ὡς πρός τήν καρτερίαν του ὅσον ἀφορᾷ εἰς τόν ὕπνον καί τά φαγητά εἶναι ὀλίγον. Οὐδαμῶς ἠνοχλεῖτο ἀπό ἐπιθυμίας καλοζωΐας. Ἡ ἐγκράτειά του εἶχε μεταβληθῆ εἰς ἀσκητικήν ἀταραξίαν. Ἐάν τόν παρακολουθήσωμεν κατά τάς ἱεράς ἀγρυπνίας, θά ἐλέγομεν ὅτι ἐφαίνετο ὡς νά εἶχε ὑπερνικήσει παντελῶς τήν ἐπιθυμίαν τοῦ ὕπνου».

Οἱ «παννύχεις στάσεις» του μποροῦν νά ὑπολογισθοῦν ἔν τινι μέτρῳ καί ἀπό τό ἀκόλουθο περιστατικό ποῦ διηγεῖτο ὁ ὃσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:
«Ὅταν ἤμουν στό Κοινόβιο (τῆς Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου), εἶχε ἔρθει μιά φορά ἕνας ἅγιος Ἐπίσκοπος, πολύ γέρος, ὀνόματι Ἱερόθεος, πού ἀσκήτευε στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τήν ὥρα πού ἔφευγε, ὅπως πῆγε νά ἀνεβῆ στό ζῶο, τραβήχτηκε τό παντελόνι του καί φάνηκαν τά πρησμένα του πόδια. Οἱ Πατέρες πού πῆγαν νά τόν βοηθήσουν, τά εἶδαν καί τρόμαξαν. Ἐκεῖνος τό κατάλαβε καί τούς εἶπε: "Αὐτά εἶναι τά καλύτερα δῶρα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τόν παρακαλῶ νά μή μοῦ τά πάρη"».

Στά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωής του ὑπέμεινε καρτερικῶς τήν ἀσθένειά του. Ἐνθυμεῖται ὁ τότε Διοικητής τοῦ Ὄρους:
«Ὅτε πρό τριῶν ἑβδομάδων τόν ἐπεσκέφθημεν εἰς τά Βουλευτήρια καί τόν εἴδομεν βαρύτατα ἀσθενῆ ἀπέφυγε νά εἴπῃ τι περί ἑαυτοῦ καί τῆς ὑγείας του. Ὡμιλοῦσε διά τούς ὁραματισμούς καί τάς ἐπιδιώξεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διά τό Ἅγιον Ὄρος, διά τήν Ἐκκλησίαν, διά τήν Πόλιν, διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.

Τό ἀσκητικόν πρόσωπόν του ὡς πάντοτε ἤρεμον καί χλωμόν. Ἐδιάβαζε κανείς ἐπάνω εἰς αὐτό χαραγμένην, τρόπον τινά, τήν ἡγεμονίδα τῶν ἀρετῶν, τήν ὑπομονήν. Διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερον ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ἀπό τήν ὑπομονήν εἰς τήν ἀσθένειαν. Πολλά ἡμερονύκτια ἐκάθητο ἐκεῖ εἰς μίαν καρέκλαν χωρίς νά εὑρίσκῃ ὕπνον ὁ καρτερικός Γέρων...».

Ἡ μνήμη τῶν ἀσκητικῶν κατορθωμάτων τοῦ «Ἁγιορείτου Ἐπισκόπου» ἔχει μείνει ζωντανή ἕως καί τίς ἡμέρες μας στό Ἁγιώνυμον Ὄρος, ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ. Γράφεται σέ ἂρθο τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης» τοῦ ἒτους 1998:
«Ἐκεῖ (στό κέρασμα κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας ἐν ἔτει 1998) θυμήθηκαν οἱ μοναχοί καί τόν Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος πεζός πήγαινε σέ ὅλες τίς πανηγυρικές ἀγρυπνίες στό Ἅγιον Ὄρος, χειμώνα καλοκαίρι, καί εἶχε ὡς συνήθεια νά πηγαίνη κατευθείαν στό στασίδι του καί νά μήν κάθεται οὔτε στιγμή καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας».

Ἀκόμη συχνά ἐνεθυμεῖτο ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος τά περί τοῦ Μιλητουπόλεως Ἱεροθέου καί ἰδίως τά περί τῆς ὀρθοστασίας καί τοῦ φιλακόλουθού του.

Ἡ πολυχρόνια ἄσκησή του, ἡ ἐλεήμων καρδία του καί ἡ κατά Θεόν ζωή του τόν ἔκαναν χωρητικό δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εὐωδίαζε καί αἰσθητῶς. Γράφεται στό μνημειῶδες Ἁγιορειτικό βιβλίο «Ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική Ἁγιορειτική παράδοση»:
«Ὁ Ἐπίσκοπος Μηλιτουπόλεως Ἱερόθεος πού σχόλαζε στό Ἅγιον Ὄρος, ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ὅταν τόν πλησίαζε κανείς κατά τήν θεία Λειτουργία, εὐωδίαζε. Πολλοί τόν πλησίαζαν γιά νά ὀσφρανθοῦν αὐτήν τήν εὐωδία• ἰδίως ὁ διάκος πού συλλειτουργοῦσε τό εἶχε διαπιστώσει πολλές φορές».

Ἀκόμη, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τό παρακάτω περιστατικό, εἶχε καί χάρισμα προοράσεως, πράγμα πού σημαίνει, κατά τόν ὅσιο Νικήτα τόν Στηθάτο, ὅτι εἶχε φθάσει καί στήν διπλή ἀπάθεια, ἤτοι τήν νέκρωση τῶν σαρκικῶν παθῶν καί τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν.

«Κάποτε ἔφεραν μπροστά του δύο δοκίμους μοναχούς, γιά νά τούς εὐλογήση. Ὁ Γέροντας τῶν δύο δοκίμων αὐτῶν φέρνει πρῶτα τόν ἕναν, ὀνόματι Παῦλον. Μόλις τόν εἶδε εἶπε: "Ἄφησέ τον νά πάη στόν κόσμο". "Μά, ἅγιε Δέσποτα εἶναι καλός, δέν θέλει, δέν ἀγαπᾶ τόν κόσμο". Κατόπιν ἔφερε τόν ἄλλον. Τότε τόν εὐλόγησε ἀμέσως λέγοντάς του. "Νά εἶσαι εὐλογημένος καί νά εὐαρεστήσης τόν Κύριον στό θυσιαστήριον". Πράγματι, ὅπως προεῖδε ὁ Ἐπίσκοπος, μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα ὁ Παῦλος, ἄν καί εἶχε ζῆλο, γύρισε στόν κόσμο. Ὁ δέ δεύτερος πρόκοψε πολύ, ἔγινε ἱερέας καί εὐαρέστησε τόν Κύριον».-

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ