Skip to main content

Νικολάου Φούντα: Ἐξαντλοῦμε τήν ἐνεργητικότητά μας στά πάθη καί τίς διχόνοιες

τοῦ Νικολάου Φούντα  Διευθυντή 1ου Δημ. Σχολείου Ναυπάκτου

Λόγος κατά τόν ἐπίσημο ἑορτασμό τῆς 25ης Μαρτίου στήν κεντρική πλατεία τῆς Ναυπάκτου

*

«Σβήνουν δυό νύχτες, καί δυό αὐγές προβάλλουν στόν ἀγέρα.

Δυό λευτεριές πού σμίγουνε μέσα στήν ἴδια μέρα.

Δυό λευτεριές ματόβρεχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,

ἡ λευτεριά τοῦ Ἕλληνα κι ἡ λευτεριά τοῦ ἀνθρώπου»

Σεβασμιώτατε, Κύριε Δήμαρχε,  κύριοι βουλευτές, κύριε Ἐκπρόσωπε τῆς Περιφέρειας Δυτικῆς Ἑλλάδας, κυρίες καί κύριοι, ἀγαπητοί μου μαθητές

Αὐτές τίς δύο λευτεριές πού τόσο ὄμορφα παρουσιάζει ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ἤρθαμε σ’ αὐτή τήν πλατεία νά τιμήσουμε σήμερα γιά μιά ἀκόμα φορά.

Πρῶτα τή λευτεριά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεσμά τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τήν ὑλοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Δημιουργοῦ πώς θά ἔρθει ὁ γιός του νά φέρει τή λύτρωση.

 Ἀφήνεται ἐπιτέλους ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος νά ἀκολουθήσει τό δύσκολο δρόμο τῆς θέωσης καί τῆς ὁμοίωσης μέ τό δημιουργό του. Τό μήνυμα τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ εἶναι τό θαῦμα πού δίνει ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο γιά τήν κατάκτηση τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.

Ταυτόχρονα ὅμως, τήν ἴδια μέρα, γιορτάζουμε τή δεύτερη λευτεριά, τή λευτεριά πού τόσο πολύ τήν εἶχαν ἀνάγκη  καί τήν εἶχαν στερηθεῖ οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας. 

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε σ’ αὐτή τή σύντομη ὁμιλία μου νά μήν ἀσχοληθῶ μέ γεγονότα τῆς ἐπανάστασης, ἀλλά νά σταθῶ στή μεγάλη πληγή πού ταλανίζει τή φυλή μας καί δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή διχόνοια ἡ ὁποία ἔχει ἀρχέγονες ρίζες καί ἦταν ἡ αἰτία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος πού ὁδήγησε στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ πού γιορτάζουμε σήμερα.

 Τή διχόνοια πού κατάφερε νά ἐνσπείρει ὁ διάβολος στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Παράδεισο. Ἡ συγχώρεση τοῦ παραπτώματος εἶναι  ἡ εὐκαιρία πού ἔδωσε καί δίνει ὁ Θεός στό δημιούργημά του. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του καί τή σταυρική του θυσία μετουσιώνεται σέ πράξη ἡ ἀγάπη του γιά μᾶς.

 Ἡ διχόνοια ἦταν καί εἶναι  ἡ αἰτία γιά ὅλα τα δεινά πού βίωσε καί βιώνει ἡ φυλή μας.

Ἐδῶ καί 197 χρόνια γιορτάζουμε τό μεγαλύτερο γεγονός στήν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας. Τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τόν τούρκικο ζυγό. Συγκεντρωνόμαστε σέ ἐκκλησιές καί σέ πλατεῖες, ἐκφωνοῦμε βαρύγδουπους πανηγυρικούς, διθυραμβικές κορῶνες μέ φανταχτερά ἐπίθετα, ἐξυμνοῦμε τά κατορθώματα τῶν προγόνων μας καί ἥσυχοι πιά, θεωρώντας πώς ἔχουμε κάνει τό χρέος μας, ἀποχωροῦμε  γιά νά ἀπολαύσουμε τά καλά τῆς ἐλεύθερης ζωῆς, χωρίς τό φόβο τοῦ κατακτητῆ καί νά ἐπιδοθοῦμε στό ἄθλημα πού τόσο καλά ἔχουμε μάθει τά τελευταῖα δύο χιλιάδες χρόνια. Τό πῶς θά ξεγελάσουμε τήν πολιτεία. Πῶς θά ἀναρριχηθοῦμε χωρίς νά τό ἀξίζουμε σέ βάρος τοῦ διπλανοῦ μας, πού ναί μέν ἔχει ἱκανότητες, ἀλλά δέν ἔχει τίς κατάλληλες γνωριμίες. Πῶς θά δημιουργήσουμε τέτοιες συμμαχίες πού θά καταφέρουμε νά ἐξασφαλίσουμε μιά ἄνετη ζωή γιά πάρτη μας, χωρίς νά μᾶς καίγεται καρφάκι γιά τό διπλανό μας.

 Καί ἀντί ὅλοι μαζί μονοιασμένοι νά ἐργαζόμαστε γιά τήν εὐημερία ὅλων μέ γνώμονα τό κοινό καλό, τό ἐμεῖς τοῦ Μακρυγιάννη, ἐξαντλοῦμε τήν ἐνεργητικότητά μας στά πάθη καί τίς διχόνοιες, χωρίς στό ἐλάχιστο νά μᾶς γίνονται μαθήματα τά παθήματα τῆς φυλῆς μας.

Οἱ Πέρσες, οἱ Ρωμαῖοι, οἱ Σλάβοι, καί πολύ ἀργότερα οἱ Τοῦρκοι ἔβλεπαν μέ ζήλια αὐτόν τόν ὑπέροχο τόπο καί ἔκαναν τά ἀδύνατα δυνατά  γιά νά τόν κατακτήσουν.

Καί ὅταν οἱ κάτοικοι αὐτοῦ του τόπου ἦταν μονοιασμένοι, εἶχαν ἄξιους καί ἀνιδιοτελεῖς ἡγέτες – τόσο θρησκευτικούς, ὅσο καί πολιτικούς - κατάφερναν καί πετύχαιναν πολύ σημαντικές νίκες καί  ἔγραφαν χρυσές σελίδες στήν ἱστορία τους. Οἱ ἀγῶνες ὑπέρ Βωμῶν καί ἑστιῶν ἦταν πετυχημένοι καί κέρδιζαν τό σεβασμό καί τήν ἀναγνώριση ἐχθρῶν καί φίλων.

Ὅταν ὅμως ἔμπαινε ἀνάμεσά τους τό σαράκι τῆς διχόνοιας, τῶν προσωπικῶν φιλοδοξιῶν, τῶν μικροπολιτικῶν σκοπιμοτήτων, τῆς ἀντιδημοκρατικῆς συμπεριφορᾶς,  τότε πολλές συμφορές ἔβρισκαν τόν ἑλληνικό λαό. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στήν ὁμιλία του σέ μαθητές στήν Πνύκα τό 1838 θά πεῖ:

«Οἱ παλαιοί Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τήν διχόνοια καί ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καί ἔτσι ἔλαβαν καιρό πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τούς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καί ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διά νά ἀλλάξη ὁ λαός τήν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλ' ἐστάθη ἀδύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τό σταυρό του ἔκαμε». Κι ὁ ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός θά πεῖ:

«Ἡ διχόνοια πού βαστάει  ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή καθενός χαμογελάει, πάρ’ το, λέγοντας, καί σύ.

  Κειο τό σκῆπτρο πού σᾶς δείχνει ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά Μήν τό πιάστε, γιατί ρίχνει εἰσέ δάκρυα θλιβερά

Ἀπό στόμα ὁπού φθονάει, παλληκάρια, ἄς μήν ‘πωθῆ, πώς τό χέρι σας κτυπάει τοῦ ἀδελφοῦ τήν κεφαλή».

Θά συνεχίσει ὁ Κολοκοτρώνης: «Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πώς δέν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις» καί πιό κάτω…. «Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα του ἐζύμωνε, τό παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη».

Ὅμως αὐτό δέ βάσταξε γιά πολύ, τό σαράκι τῆς διχόνοιας πού αἰῶνες κατατρώει τίς σάρκες αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ἦταν ἐκεῖ καί ἄλλοτε κρυφά καί ἄλλοτε φανερά φρόντιζε νά γκρεμίζει ὅ,τι μέ αἷμα χτιζόταν καί κατακτιόταν.

Ἔτσι θά μᾶς τό πεῖ ὁ Κολοκοτρώνης: «Ἀπό τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καί ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καί ὁμόνοια. Καί ὅταν ἔλεγες τόν Κώστα νά δώσει χρήματα διά τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἤ νά ὑπάγει εἰς τόν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τόν Γιάννη». 

Φοβᾶται ὁ Σολωμός τόν ἀντίκτυπο τῆς φαγωμάρας στήν Εὐρώπη καί γράφει:

«Μήν εἰποῦν στό στοχασμό τους τά ξένα ἔθνη ἀληθινά: Ἐάν μισοῦνται ἀνάμεσό τους δέν τούς πρέπει ἐλευθεριά».

Θύματα  τῆς διχόνοιας πολλά παλικάρια πού ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τό βόλι κάποιου συμπολεμιστή. Μέ πιό βροντερές περιπτώσεις, τοῦ Ἀνδρούτσου πού τόν ἔριξαν ἀπό τήν Ἀκρόπολη καί τόν Καραϊσκάκη,  πού  τό πιό πιθανό, χτυπήθηκε πισώπλατα τήν ὥρα πού ὅρμαγε στή μάχη. Καί βέβαια τό ἀποκορύφωμα τῆς διχόνοιας ἦταν ἡ δολοφονία τό πρώτου κυβερνήτη τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας, τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, τοῦ ἀνθρώπου πού ἔβαλε τίς βάσεις στήν οἰκοδόμηση τοῦ Ἑλβετικοῦ κράτους. Τό σύνταγμα πού ἐμπνεύσθηκε τό υἱοθέτησε ἡ Ἑλβετία καί πρόκοψε, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει. Στό τέλος τῆς ἀποστολῆς του, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1814, γράφει στόν πατέρα του τά ἑξῆς:

«Τά ζητήματα τῆς Ἑλβετίας ὁλοκληρώθηκαν. Ἡ Βουλή ἐπικύρωσε τελικά τό ὁμοσπονδιακό Σύνταγμα […]. Ὁλοκληρώθηκε μιά ἐξαιρετικά πολύπλοκη διαπραγμάτευση, μέ ἀτέλειωτες δυσκολίες καί ταξίδια καί γραπτά καί δοκιμασίες καί συντάγματα καί σχέδια – ἀλλά δέν πειράζει. Αὐτοί οἱ ὑπέροχοι ἄνθρωποι μέ γέμισαν μέ στοργή καί εἰλικρινῆ ἐγκαρδιότητα. Ἡ ἐμπιστοσύνη πού μοῦ ἔδειξαν μέ ἀποζημίωσε σέ μεγάλο βαθμό γιά ὅλες μου τίς προσπάθειες. Ἄν, στό μέλλον, θέλουν νά εἶναι εὐτυχισμένοι καί νά χαίρονται τήν ἀνεξαρτησία τους, ἐκτιμῶ ὅτι δέν θά ἔχω χάσει οὔτε τό χρόνο, οὔτε τόν κόπο μου».

Καί ἀντί νά μείνει στήν Εὐρώπη καί νά δρέψει τούς καρπούς τῶν κόπων του ἔρχεται στήν Ἑλλάδα νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες χωρίς ὁποιαδήποτε ἀμοιβή. Λέγοντας χαρακτηριστικά:

« Ἐφ’ ὅσον τά ἰδιαίτερα εἰσοδήματα μοῦ ἀρκοῦν διά νά ζήσω, ἀρνοῦμαι νά ἐγγίσω μέχρι καί τοῦ ὀβολοῦ τά δημόσια χρήματα, ἐνῶ εὑρισκόμεθα εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν».

Ἐπισκεπτόμενος δέ τό θησαυροφυλάκιο τοῦ Κράτους στήν Αἴγινα, βρῆκε ἐκεῖ μόνο ἕνα νόμισμα καί ἐκεῖνο κάλπικο.

Τό ἀποτέλεσμα βέβαια τῶν προσπαθειῶν του εἶχε ἄδοξο τέλος, ἀφοῦ δολοφονεῖται στό Ναύπλιο ἀπό τούς Μαυρομιχαλαίους ἤ ἀπό συνομωσία τῶν Ἄγγλων.

Καί ὅταν τό 2009 ἐμεῖς ὡς χώρα μπαίναμε γιά μιά ἀκόμα φορά σέ καθεστώς ἐπιτήρησης καί χρεωκοπίας, ἡ Ἑλβετία καί ἡ Ρωσία τιμοῦσαν σέ ἀνώτατο ἐπίπεδο στή Λωζάνη κάνοντας τά ἀποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς του μέ τήν ἐπιγραφή :

«Ὡς ἔνδειξη τιμῆς στόν πρῶτο Ἐπίτιμο Δημότη τῆς πόλης».

Ὁ Γιάννης Μακρυγιάννης θά γράψει μέ μεγάλη πίκρα λίγο ἀργότερα:

«Θεέ, συχώρεσε τούς παντίδους, πού θέλουν νά μᾶς πάρουν τόν ἀγέρα πού ἀναπνέομεν καί τήν τιμήν πού μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι πήραμε. Ἐμεῖς τό χρέος, τό κατά δύναμιν, ἐπράξαμεν. Καί αὐτοί βγῆκαν σήμερον νά προκόψουν τήν Πατρίδα. Μᾶς γέμισαν φατρία καί διχόνοιαν. Καί τήν Πατρίδα δέν τήν θέλουν Μητέρα κοινή. Ἀμορόζα εἰς τά κρεβάτια τους τήν θέλουν. Γι’ αὐτό περνοῦν καί ρεθίζουν τόν κόσμον μέ τέχνες καί καμώματα.

Καί καζαντίσαν αὐτοί πουγγιά καί ἀγαθά καί ἀφῆκαν τούς ἀγωνιστές, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά εἰς τήν ἄκρην. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι λύκοι, πού φέραν δυστυχήματα καί κίντυνον εἰς τόν τόπον. Ἄς ὄψονται.»

Γιά λύκους μιλάει καί ὁ Ρήγας Φεραῖος καί δέν ἐννοεῖ τούς Τούρκους :

«Νά σφάξουμε τούς λύκους, πού στόν ζυγόν βαστοῦν, καί Χριστιανούς καί Τούρκους, σκληρά τούς τυραννοῦν. Στεργιᾶς καί τοῦ πελάγου, νά λάμψη ὁ σταυρός, καί στήν δικαιοσύνην, νά σκύψει ὁ ἐχθρός».

Καί βέβαια  παραδίπλα καί τότε καραδοκοῦσαν οἱ μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, σάν τίς ὕαινες πού παραμονεύουν καί περιμένουν τήν εὐκαιρία νά κλέψουν τή λεία τοῦ λιονταριοῦ, νά ὑποθάλπουν καί νά σπέρνουν τή διχόνοια, ρίχνοντας λάδι στή φωτιά,  ἐκμαυλίζοντας συνειδήσεις,  τάζοντας ἀξιώματα, βγάζοντας ἀπό τή μέση ὅποιον τούς ἦταν ἐμπόδιο.

Χρησιμοποιώντας τόν προσφιλῆ τους τρόπο καί τή δοκιμασμένη μέθοδο: «ΤΑ ΔΑΝΕΙΚΑ», πληγή πού αἱμορραγεῖ καί ἐπιμολύνεται τούς δύο αἰῶνες τῆς ἐλεύθερης ὕπαρξής μας. Δανεικά πού δέν χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἀνάπτυξη καί τήν πρόοδο τῆς χώρας, ἀλλά κατασπαταλῶνται ἀπό τούς ἐπιτήδειους καί καλεῖται στή συνέχεια ὁ φτωχός λαός  νά τά ξεπληρώσει, στερούμενος καί τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπιβίωσή του.

Θά κλείσω δανειζόμενος ξανά τό λόγια τοῦ Κολοκοτρώνη:

«Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καί ἐγνώρισα, διά νά ὠφεληθῆτε ἀπό τά ἀπερασμένα καί ἀπό τά κακά ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τήν ὁποίαν νά ἀποστρέφεσθε, καί νά ἔχετε ὁμόνοια….

Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο, ὁπού ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διά νά γίνη τοῦτο, πρέπει νά ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τήν ὁμόνοια, τήν θρησκεία καί τή φρόνιμη ἐλευθερία».

Θά προσέθετα: ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΤΑ ΙΔΙΑ ΛΑΘΗ

Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος μᾶς εἶπε πρίν ἀπό 190 χρόνια πώς:

Θέλει ἀρετή καί τόλμη ἡ Ἐλευθερία, ἄς μου ἐπιτραπεῖ, μέρα πού εἶναι, νά τό ἀλλάξω λίγο καί νά  πῶ:

ΘΕΛΟΥΝ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Η ΟΜΟΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΘΕΟ.

  • Προβολές: 2379