Γράφτηκε στις .

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκκλησία, Ἱστορία καί πατερική παράδοση στήν σκέψη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου, Ἀν. Καθηγητή Δογματικῆς ΑΕΑ Βελλᾶς Ἰωαννίνων

Εἰσήγηση στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2019

Θαρρῶ ὅτι μιά σχέση ἀντίστροφης παραλληλίας συνδέει τούς Ζοροβάβελ καί Ἔσδρα τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ μέ τόν νέο Ἔσδρα τῆς ἀκαδημαϊκῆς ὀρθόδοξης θεολογίας: Οἱ μέν ἡγέτες τῶν ἐν αἰχμαλωσίᾳ Ἰουδαίων ἐγκατέλειψαν τήν ξένη γῆ γιά νά ἀνέλθουν στήν ἐπίγεια «Ἱερουσαλήμ καί τό ἱερόν οὗ ὠνομάσθη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπ’αὐτῷ», ὁ δέ Φλωρόφσκι, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἐπέπρωτο νά ἐγκαταλείψει τήν πατρώα ρωσική γῆ, ὥστε ἐν ἐξορία πλέον, νά ἡγηθεῖ πορείας ἐπιστροφῆς στήν πνευματική πατρίδα τῆς πατερικῆς ὀρθοδοξίας, στήν ὁποία προσκυνεῖται «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» ὁ Θεός τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς χάριτος. Δέν ἀστοχῶ, λοιπόν, ἐάν, συγκρίνοντας τόν Φλωρόφσκι μέ τόν Ζοροβάβελ, τόν φαντάζομαι νά φθέγγεται: «καί ἡ ἀλήθεια μεγάλη καί ἰσχυροτέρα παρά πάντα»• οὔτε ἄν, παραβάλλοντάς τον μέ τόν Ἔσδρα, θά τόν περιέγραφα ὡς καινό Ἔσδρα τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς χάριτος: «καί ἐδίδασκεν Ἔσδρας καί διέστελλεν ἐν ἐπιστήμῃ Κυρίου καί συνῆκεν ὁ λαός ἐν τῇ ἀναγνώσει».

Ὁ π. Γεώργιος Βασίλιεβιτς Φλωρόφσκι γεννήθηκε τό 1893 στήν Ὀδησσό, τή ρωσική πόλη τῆς Μαύρης Θάλασσας μέ τό ἔντονο ἑλληνικό χρῶμα, ὡς τό τέταρτο παιδί τοῦ ἱερέως Βασιλείου, ἡ ἀπώτερη καταγωγή τοῦ ὁποίου ἀνάγεται στό Μεγάλο Νόβγκορντ. Λίγο μετά τήν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων ἐγκαταλείπει τή Ρωσία καί, ἔπειτα ἀπό σύντομη παραμονή στή Σόφια, ἐγκαθίσταται στήν Πράγα, (1922-1926) ὅπου διδάσκει φιλοσοφία καί γνωρίζεται μέ διαπρεπεῖς ἐκπροσώπους τῆς ρωσικῆς ἰντελιγκέντσιας. Στή συνέχεια θά προσκληθεῖ νά ἀναλάβει τήν ἕδρα τῆς Πατρολογίας στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, γεγονός πού τόν ἀναγκάζει νά ἐπιδοθεῖ στή μελέτη τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς βυζαντινῆς περιόδου καί νά ἐμβαθύνει στό πνεῦμα τους (Εἶναι ἐδῶ, κατά τήν πεποίθησή μου, πού ὁ Φλωρόφσκι, ἀπαλλαγμένος ἀπό τόν ρωσοκεντρικό ρομαντισμό τῆς «πολεμικῆς ὀρθοδοξίας» τῆς νεότητάς του (φράση τοῦ ἐκδότη Μ. Βίσνιακ) θά θέσει βάσεις γιά αὐτό πού ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε «νεοπατερική σύνθεση».

Στό Παρίσι θά ἀντεπεξέλθει μέ δριμύτητα, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ συμπατριώτης τοῦ Βλ. Λόσκι, ἐναντίον τῆς «σοφιολογικῆς» διδασκαλίας τοῦ ὀρθοδόξου θεολογοῦντος φιλοσόφου π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ. Εὔχυμος καρπός αὐτῆς τῆς ἀντιπαράθεσης ὑπῆρξε τό βιβλίο του, Δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας. Στό ἔργο αὐτό θά ἐπισκοπήσει μέ ἐμβρίθεια καί θαυμαστή ἄνεση στή χρήση τοῦ ὑλικοῦ του τή ρωσική θεολογία μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα καταδεικνύοντας τήν ὀδυνηρή παγίδευση τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς παιδείας στήν δυτική παράδοση (θά μιλήσει ἐν προκειμένω γιά «βαβυλώνια αἰχμαλωσία», ὅπως ξέρουμε, ἀλλά καί γιά «ψευδομόρφωση»). Ἐπιπλέον θά προβάλλει σέ ἀντιστικτική ἀντήχηση πρός αὐτήν, τήν γνήσια ἁγιοπατερική παράδοση, ὅπως βιώθηκε ἀπό μορφές, ὅπως ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας.

Νά σημειώσω ὅτι τό 1936 ὁ π. Γεώργιος συμμετεῖχε στό Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας πού διεξήχθη στήν Ἀθήνα, ὅπου καί ξεχώρισε χάρη στή ρωμαλέα πατερική σκέψη του καί ἄφησε ἀνεξίτηλο τό ἀποτύπωμά του στήν ἱστορία ἀπευθύνοντας τό περίφημο ἐκεῖνο κάλεσμα ἐπιστροφῆς τῆς ἀκαδημαϊκῆς μας θεολογίας στούς ἁγίους Πατέρες.

Ἀπό τό 1948 ζῆ στίς ΗΠΑ, ὅπου καί ἐργάζεται ὡς καθηγητής καί κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου, ἐνῶ παράλληλα διδάσκει καί στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ἀπό τό 1956 μέχρι τό 1964 θά διδάξει Ἐκκλησιαστική Ἱστορία στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ. Τέλος ἀπό τό 1964 θά διδάξει Σλαβική Ἱστορία στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι θά ἀφήσει τήν τελευταία του πνοή τό 1979 ἔχοντας, δίχως ὑπερβολή, μεταβάλει ἄρδην τό τοπίο τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.

Θεολογική διδασκαλία

Ἡ Πεντηκοστή: Κλείδα καί πηγή τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας

Ἡ θεολογική σκέψη τοῦ π. Γεωργίου στρέφεται γύρω ἀπό τόν παραμόνιμο ἄξονα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως νοουμένης ὡς ζώσας χαρισματικῆς ἀρχῆς τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ ἀενάως ἐν Πνεύματι ἐγκαινιζομένου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Παράλληλα, ὅπως προσφυῶς ἔχει ὑποδείξει ὁ A. Nichols (Light from the East), τό ἐνδιαφέρον τοῦ Φλωρόφσκι ἑλκύεται μονίμως ἀπό τήν ἱστορία, ἀπό τήν ὁποία ἀρνεῖται νά ἀντιδιαστείλει μανιχαϊκά τήν Ἐκκλησία καί τή ζωή της. Γιά τόν Φλωρόφσκι, ὁ Χριστιανισμός εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἱστορική πραγματικότητα, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπορροφᾶται ἀπό τόν κόσμο ἤ συσχηματίζεται μέ τίς ποικίλες μορφές του. Μᾶλλον ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ποιοτικῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τῆς ὁποίας ἀγκαλιάζει καί μεταμορφώνει τόν ἱστορικό χρόνο.

Στήν Ἐκκλησιολογία ὁ Φλωρόφσκι ἐπιμένει στόν κατ’ ἀρχήν χριστολογικό ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, χωρίς νά ὑποβαθμίζει τόν ρόλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν σωτηριώδη οἰκονομία. Ἀκόμα, γνωρίζει καί ἐξαίρει τήν κεντρική θέση τῆς Θείας Εὐχαριστίας στήν ἐκκλησιαστική ζωή• ὅμως δέν τήν «ἰδεολογικοποιεῖ», μέ ἀποτέλεσμα νά προφυλάσσει τή θεολογική διδασκαλία του ἀπό τίς ἀκρότητες στίς ὁποῖες ἔφτασαν οἱ εἰσηγητές τῆς λεγόμενης «εὐχαριστιακῆς θεολογίας». Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὡς «πληρώματος τῆς σαρκώσεως μετά πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων» ὁ Φλωρόφσκι τοποθετεῖ καί τό ἀνθρωπολογικό ἐρώτημα, δηλ. τήν ὀρθόδοξη θέαση τοῦ ἀνθρώπου: Ἡ ἀληθής καί ἀπαραμείωτη πληρότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι φανερώνεται ἐντός τῆς καθολικότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁμοίως, ὁ Φλωρόφσκι γνωρίζει καί ὑπογραμμίζει τόν ἐσχατολογικό χαρακτήρα τοῦ συνηγμένου ἐπί τό αὐτό καί ἐκ παραλλήλου πορευομένου πρός σαββατισμόν αἰώνιον «λαοῦ τοῦ Θεοῦ»• ὅμως δέν ἀντιπαραθέτει μέ ὅρους ἀλληλοαποκλεισμοῦ τά Ἔσχατα πρός τήν Ἱστορία. Ἐν τέλει δέν ἀποσυνδέει τά Ἔσχατα ἀπό τόν Παράκλητο, οὔτε τήν παρουσία τοῦ Παρακλήτου ἀπό τίς ἱστορικές δομές τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο ἐπειδή ὁ Παράκλητος ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς συνεργεῖ μέ τά ἐν ἀσκήσει καί ταπεινώσει ὁμολογοῦντα Χριστόν (καί τοῦτον ἐσταυρωμένον) μέλη τῆς Ἐκκλησίας δωρίζοντάς τους τήν πρόγευση τῆς τελικῆς ἀποκατάστασης ὡς πρώτη ἀνάσταση.

Ὁ π. Γεώργιος ἀφήνει τό δόγμα τῆς Ἁγίας καί προσκυνητῆς Τριάδος -ὅπως ἐξάλλου καί τά ἄλλα δόγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως- ἔξω ἀπό τό πεδίο τῶν θεωρητικῶν στοχασμῶν καί τῆς φιλοσοφικῆς σπέκουλας, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι ἡ διατύπωση, ἡ διδασκαλία καί κυρίως ἡ βίωσή του εἶναι καρπός χαρισματικῆς πείρας. Ἀντιστάθηκε ἔτσι στόν πειρασμό τῆς φιλοσοφικῆς θεολόγησης, στόν ὁποῖο ἐνέδωσαν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς λεγόμενης Ρωσικῆς θεολογίας (Μπουχαριόφ, Σολοβιόφ, Μπουλγκάκοφ, Φλωρένσκι κ.ἄ.), ἀλλά καί οὐκ ὀλίγοι σύγχρονοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἰσηγούμενοι διάφορα μοντέλα "κοινωνικῆς Τριάδος" ἐπιχειροῦν νά ἐνδοσκοπήσουν στό ὑπεράρρητο μυστήριο μεταφέροντας στήν ὀρθόδοξη τριαδολογία τό  μοντέλο τῶν καθ’ ἡμᾶς διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἱστορικός χρόνος καί Ἀποκάλυψη

Ὁ Φλωρόφσκι εἶναι ἐμποτισμένος ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ἱστορικότητας τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μιά ἀρκετά στέρεη παράδοση στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία τῆς πατρίδας του, πού ὑπηρετήθηκε ἀπό θεολόγους τοῦ βεληνεκοῦς ἑνός Ἀλεξάντερ Γκόρσκι, Φιλάρετου Χουμιλέφσκι, Σίλβεστρου Μαλεβάνσκι, ἀλλά καί ἡ συμβολή τοῦ θρησκειοφιλοσοφικοῦ στοχαστῆ Βλ. Σολοβιόφ, εἶχε ἀφυπνίσει τήν αἴσθηση γιά τήν ἱστορική διάσταση τῆς θεολογίας ὡς ἀνθρώπινης ἀπάντησης στήν ἀναλλοίωτη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Φλωρόφσκι πατᾶ στούς κατακτημένους ἀναβαθμούς τῶν πρoεπαναστατικῶν Ρώσων θεολόγων. Μέ τήν ὀξεία ἱστορική αἴσθηση καί τήν βαριά ἐπιστημονική σκευή του ἦταν σέ θέση νά διΐδει τά ὀθνεῖα στοιχεῖα στό ἔργο τῶν παλαιοτέρων καί νά καταγγείλει τήν «ψευδομόρφωση» στήν Ὀρθοδοξία• ἦταν ὅμως ἐξίσου πνευματικά ἕτοιμος καί ἔντιμος νά ἀναγνωρίσει καί τίς ἐπιτεύξεις τους.

Ἔτσι, στά μελετήματά του, πού στεγάζονται στόν τόμο πού σήμερα παρουσιάζουμε, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, ἀνασυνθέτει τήν παρακαταθήκη τῆς ρωσικῆς ἀκαδημαϊκῆς καί θρησκειοφιλοσοφικῆς παράδοσης σέ ἕνα πλαίσιο αὐστηρά ἁγιοπατερικό. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ καταλύτης τῆς φλωρόφσκιας σύνθεσης εἶναι ἡ Παράδοση ὡς ἀδιαλείπτως ζῶσα παρουσία τοῦ Παρακλήτου στήν Ἐκκλησία τοῦ Σαρκωμένου Λόγου, ἡ φωνή τῆς καθολικῆς συνείδησης τῆς Μίας Ἁγίας Ἐκκλησίας, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τούς πνευματοφόρους μάρτυρες τῆς ἀλήθειας, καί φορεῖς τῆς χάρης, τούς Πατέρες καί διδασκάλους της. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ὁ Φλωρόφσκι ἀντιδιαστέλλει τούς Πατέρες ἀπό τήν Γραφή θεωρώντας τους αὐτοδυνάμως ἤ ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτήν• τοὐναντίον: Ἡ σπουδαιότητα τῶν Πατέρων ὡς μαρτύρων τῆς καθολικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται ἀκριβῶς στό γεγονός τῆς μετοχῆς τους στό προφηταποστολικό φρόνημα, τῆς μέχρις αἵματος πιστότητάς τους στήν Παράδοση.

Ὅμως ἡ Παράδοση γιά τόν Φλωρόφσκι δέν ἀποτελεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά γράφει, εἶδος χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας• δέν εἶναι ἐκδοχή ρομαντικῆς ἀναπόλησης ἤ ἀνάμνησης ἑνός παρελθόντος, ἀλλά ζωντανή καί δυναμική παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, πού ἀδιαλείπτως ἀνακαινίζει τό σῶμα τῶν πιστῶν ἐντός τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων μέ κέντρο τήν Θ. Εὐχαριστία.

Γι’ αὐτό καί γράφει τό ἑξῆς ἐκπληκτικό: «Πιστότητα στήν παράδοση σημαίνει ὄχι μόνον συμφωνία μέ τό παρελθόν, ἀλλά κατά μία ἔννοια, ἐλευθερία ἀπό τό παρελθόν ὡσάν ἀπό ἕνα ἐξωτερικό καί τυπικό κριτήριο. Ἡ παράδοση δέν εἶναι μόνον μιά προστατευτική συντηρητική ἀρχή, ἀλλά πρωτίστως εἶναι ἀρχή αὔξησης καί ἀναγέννησης».

Ἄν πρέπει νά ἑρμηνεύσω τόν π. Γεώργιο μέ βάση τήν προέκταση τῆς θεολογίας του ἀπό τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη, θά ἔλεγα ὅτι πηγή τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ χαρισματική πείρα τοῦ δοξασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ἡμέρα τῆς ὁποίας ἡ Ἀποκάλυψη ὁλοκληρώθηκε καί δέν ἐπιδέχεται συμπλήρωση μέχρι τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας ἐν δόξῃ ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἔτσι ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά εἶναι προβολή τῆς «ἐξατομικευμένης ἐμπειρίας τῶν πιστῶν», ἔκφραση ἑνός μυστικιστικοῦ ὑποκειμενισμοῦ καί βιωματισμοῦ• εἶναι πολύ περισσότερο ἐκδίπλωση τοῦ καθολικοῦ της ὁράματος ἐντός τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία ἀναγνωρίζεται σέ ὅλο «τόν ἱερό ρεαλισμό της», ὅπως γράφει ὁ Φλωρόφσκι, θυμίζοντας τόν Σολοβιόφ. Σέ αὐτό τό ὅραμα πού σαρκώνεται στό λειτουργικό δράμα τοῦ δόγματος (γιά νά θυμηθῶ τήν παραστατικότατη φράση τοῦ G. Maloney), δηλ. στήν Εὐχαριστιακή λειτουργία τοῦ Σώματος, συμπεριλαμβάνεται καί κατακτιέται μυστικά ὁ χρόνος μεταμορφούμενος σέ «καιρό». Σέ αὐτή τήν καθολική πείρα καί ζωή καλεῖται νά αὐξηθεῖ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι κατεβάζοντας τόν Χριστό στά μέτρα του, ἀλλά αὐξάνοντας διά πίστεως καί ὑπακοῆς πρός τούς μάρτυρες τῆς ἀληθείας «εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Συνεπῶς ὁ Φλωρόφσκι δέν ὑποτάσσει τό ἐκκλησιαστικό γεγονός στήν ἱστορία, δέν προσδένει τήν ἀνακαινιστική δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στά ἄθραυστα δεσμά τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου• τοὐναντίον, ἄν ἐπιμένει μέ δύναμη στόν ἱστορικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς πίστης καί μιλᾶ γιά τόν ἱερό ρεαλισμό τῆς ἱστορίας, αὐτό τό πράττει ἐπειδή ἐκκινεῖ ἀπό τό πρωταρχικό γεγονός τῆς θείας πρωτοβουλίας γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν θεία παντοκρατορική πρόνοια, πού δέν εἶναι μιά ἐκ τοῦ μακρόθεν ἀσκούμενη ἐξουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά φανερώνεται, κορυφώνεται καί τελειοῦται ἐν Πνεύματι στήν Σάρκωση τοῦ Λόγου, στήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἄξονα καί ζωοδότειρα δύναμη τῆς σκέψης τοῦ Φλωρόφσκι. Καί εἶναι ἀκριβῶς τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως καί τῆς μυστικῆς ἐν Πνεύματι προέκτασης τοῦ μυστηρίου τῆς τοῦ «Λόγου ἐνσωματώσεως» (γιά νά χρησιμοποιήσω τά λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου) «μετά πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων», πού ὁ Φλωρόφσκι βλέπει τήν δυνατότητα πρόσληψης καί ἀνακαινιστικῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς ζωντανῆς ὕπαρξης, ἄρα καί τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου μέσα στόν χαρισματικό, λειτουργικό καί μυστηριακό «καιρό» τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία καταφάσκεται ἔτσι καί ἐν ταυτῷ ὑπερβαίνεται. Ἀκριβέστερα, ἐντός της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού εἰκονίζει τήν θεία αἰωνιότητα, παρελθόν, παρόν καί μέλλον ἑνώνονται ἀσυγχύτως στήν πείρα ἑνός πεπλατυσμένου παρόντος ἀνοικτοῦ στά ἔσχατα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐσχατολογική διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς γιά τόν Φλωρόσφκι δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἱστορία. Τά ἔσχατα, χάρη στή Σάρκωση καί τήν σωτηριώδη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν ἤδη εἰσβάλει στούς χρόνους καί τούς χώρους τοῦ ἀνθρώπου• δέν ἔχουν ὅμως ἀκόμα πραγματοποιηθεῖ. Ἐξ’ οὗ καί ὁ Φλωρόφσκι προτιμᾶ νά μιλᾶ ὄχι γιά «πραγματοποιημένη ἐσχατολογία» (κατά τήν εἰσήγηση τοῦ σημαντικοῦ ἀγγλοσάξωνα βιβλικοῦ θεολόγου Dodd), ἀλλά μᾶλλον γιά μιά «ἐγκαινιασθεῖσα ἐσχατολογία».

Ἐδῶ διαφαίνεται καί ἡ ἀντιρρητική ἀντιπαράθεση τοῦ Φλωρόφσκι μέ ἐκεῖνο τό ρεῦμα τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ, πού ἀλλοίωσε τήν χριστιανική ἀποκάλυψη στό μέτρο πού ὑποβάθμισε τά ἱστορικά γεγονότα σέ συντυχιακά συμβάντα καί ἀναζήτησε τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στή σφαίρα ἑνός ἀπρόσωπου αἰώνιου Ἀπολύτου. Στή συνάφεια αὐτή ὁ Φλωρόφσκι θά γράψει ὅτι ἡ Βίβλος δέν μπορεῖ νά μεταφραστεῖ σέ Ἄλγεβρα. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Λόγου Του στήν κτίση καί τήν Ἱστορία (γιά νά βάλω στή συζήτηση καί τόν ἀείμνηστο Ν. Ματσούκα) γίνεται σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, μέσα ἀπό γεγονότα ἀνεπανάληπτης σπουδαιότητας καί δρῶντα πρόσωπα μέ ὄνομα καί προσωπική ἱστορία. Γι’ αὐτό καί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι «θεολογία γεγονότων». Γιά τόν Φλωρόφσκι ἡ «δύσκολη θέση τοῦ Χριστιανοῦ ἱστορικοῦ» -ἔτσι θά τιτλοφορήσει ἕνα ἄρθρο του πού περιλαμβάνεται σέ ἕναν ἀπό τούς τόμους τῶν ἔργων του- ἔγκειται ἀκριβῶς στήν προσπάθεια νά θεωρήσει τήν ἱστορία ταυτόχρονα ὡς τραγωδία (τραγωδία τῆς ἁμαρτίας) καί ὡς μυστήριο (μυστήριο τῆς σωτηρίας).

Εἶναι προφανές ὅτι γιά τόν μεγάλο Ρῶσο θεολόγο τῆς Διασπορᾶς ἡ ἱστορία καταξιώνεται στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία πάλι εἶναι τό Σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καί ὁ οἶκος τοῦ Πατρός, στόν ὁποῖο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μυσταγωγεῖ τήν αὔξηση τῶν πιστῶν «εἰς ναόν ἅγιον Κυρίου» στό μέτρο τῆς δεκτικότητας τοῦ καθενός καί τῆς ἑτοιμότητάς του νά συνεργήσει μέ τόν Παράκλητο δι’ ἀσκήσεως καί μαρτυρίου καθ’ ὁδόν πρός τήν τελείωση, πού ὁ Φλωρόφσκι πατερικῶς κατανοεῖ ὡς θέωση, δηλ. κατά χάρη μέθεξη στήν ἄκτιστη ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό ἡ πληρότητα τῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας, τό καθολικό φρόνημά της δέν ἐξαντλεῖται οὔτε σέ λέξεις, οὔτε σέ φράσεις, οὔτε σέ ἀποφάσεις• δέν ἐξαντλεῖται οὔτε κἄν στήν Γραφή καί τήν προφορική Παράδοση. Ἡ Γραφή εἶναι πλήρης, ἀλλά ὄχι αὐτάρκης• περιέχει ἐν ἐπιτόμῳ τόν κανόνα τῆς πίστεως, ἀλλά δέν τόν ἐξαντλεῖ, ἀφοῦ ἡ μαρτυρία τῆς Γραφῆς ἀποκτᾶ ὑπαρξιακό νόημα γιά τά μέλη τοῦ Σώματος μόνον ἐντός καί διά τῆς Παραδόσεως ὡς τῆς πνοῆς καί φωνῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Παρακλήτου.

Αὐτή ἡ φωνή τοῦ Παρακλήτου, πού εἶναι ἡ φωνή τοῦ Ἀναστάντος πού ἀποκαλύπτει τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός, δέν ἐκφράζεται μόνον μέσα ἀπό κειμενικούς μάρτυρες οὔτε μόνον μέσα ἀπό ὅ,τι παραδίδεται διά τῆς ἀνθρώπινης φωνῆς• πολύ περισσότερο ψηλαφεῖται μυστικά στή μυστηριακή σιγή, πού ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας βλέπει παραπληρωματικά μέ τόν Λόγο: «ὁ κρατῶν τόν Λόγον τοῦ Ἰησοῦ δύναται καί τῆς ἡσυχίας αὐτοῦ ἀκούειν». Εἶναι ἡ σταυρική κατανόηση τῆς Παράδοσης πού εἰσηγήθηκε ὁ Βλαδίμηρος Λόσκι στηριζόμενος, μεταξύ ἄλλων, στό βαρυσήμαντο αὐτό φθέγμα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου: Τό ρεῦμα τῆς παράδοσης, προφορικῆς καί γραπτῆς, πού ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν τέμνεται σέ κάθε ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπό τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος «τοῦ κυρίου καί ζωοποιοῦ», πού ἀδιαλείπτως ἐπικαλούμαστε σέ κάθε ἐκκλησιαστικό μας ἐνέργημα. Ὁ λόγος συναντᾶται ἀδιαλείπτως μέ τήν σιγή, ὀρθότερα ὁ λόγος παραδίδεται «ἐν μυστηρίῳ», μετέχεται ἐν μυστηρίῳ, μεταμορφώνοντας τά αἰσθητήριά μας ὥστε νά ἀφουγκραστοῦμε τήν «ἡσυχία» τοῦ Ἰησοῦ.

Ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε νά ἑρμηνεύσω δημιουργικά τόν Φλωρόφσκι, θά πάντρευα τίς ἐνοράσεις του μέ αὐτή τήν σταυρική σύλληψη τῆς παράδοσης ἀπό τόν Λόσκι στή βάση τῆς ἀποφατικῆς στάσης τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Σώματός Του: Ἡ ἄρνηση τοῦ Φλωρόφσκι νά ἐξαντλήσει τήν «χαριτοδότρια», ὅπως λέει πείρα τῆς Ἐκκλησίας στήν Γραφή καί τήν προφορική Παράδοση, εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος νά μιλήσουμε γιά αὐτό πού ὁ Λόσκι, ἀκολουθώντας τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, ἀποκάλεσε ἡσυχία τοῦ Ἰησοῦ.

Δέν λέγονται, οὔτε διατυπώνονται ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία (τίς ἱκανός λαλῆσαι τάς δυναστείας σου, ἀκουστάς ποιῆσαι πάσας τάς αἰνέσεις σου; Ρωτᾶ μέ τήν γλώσσα τῶν δαβιτικῶν Ψαλμῶν ὁ Μ. Βασίλειος στήν εὐχή τῆς λειτουργικῆς ἀναφορᾶς πού φέρει τό ὄνομά του). Εἶναι ὅμως ὅλα ἐδῶ, στό μυστικό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος• τό θεῖο μήνυμα εἶναι ἐξ ἀρχῆς κατατεθειμένο στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁδηγήθηκε «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Κι ὅμως στό ἀπαράγραπτο καί ἀναλλοίωτο αὐτό πλαίσιο «ἐκ μέρους γινώσκομεν»• Τοῦτο δέν σημαίνει ἄρνηση τῆς πληρότητας καί τῆς καθολικότητας• πολύ περισσότερο ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωσή της διά τοῦ ἀνοίγματος στά ἔσχατα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Πνεύματος

Θέλω ἐδῶ, δίχως ἴχνος ὑπερβολῆς, νά ἐκφράσω τήν βαθιά χαρά πού αἰσθάνθηκα ὡς θεολόγος, ἀλλά καί ὡς μέλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πληροφορήθηκα τό γεγονός τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου σέ νέα μετάφραση πού παρουσιάζουμε σήμερα καί τοῦ προγράμματος τῶν ἐκδόσεων τῶν ἔργων τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Καί τοῦτο ὄχι πρωτίστως ἐπειδή ἡ φλωροφσκική σκέψη ἔχει σημαδεύσει τήν ὅδευσή μου στόν θεολογικό χῶρο ἐδῶ καί δεκαετίες. Πολύ περισσότερο εἶμαι βαθιά πεπεισμένος ὅτι τό φλωροφσκικό ἔργο εἶναι πιά ἐνσωματωμένο στόν «κανόνα» τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας τῆς Πανορθοδοξίας ὡς τό πλέον πολύτιμο καί λαμπερό κομμάτι του.

Εἰδικά το βιβλίο Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς τό πιό σύντομο καί ταυτόχρονα περιεκτικό ἐγχειρίδιο ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας. Ἐκτός ἀπό τό ρόλο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Παραδόσεως στό πλαίσιο τῆς ἐπαναποκτημένης συνείδησης ἱστορικότητας, στό βιβλίο θίγεται τό καίριο ζήτημα τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ἡ φύση καί ἀποστολή της, ἀναλύεται τό ζήτημα τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων καί γίνεται εἰδική ἀναφορά στήν παλαμική θεολογία• τέλος σέ εἰδικό μελέτημα ἐξετάζεται τό μεῖζον ἐρώτημα γιά τίς συνθῆκες δυνατότητας τοῦ περί Θεοῦ Λόγου.

Προσωπικά δέν μπορῶ νά θυμηθῶ θεολογικό βιβλίο μέ τόσες ὀξυνούστατες συλλήψεις καί αἴσθηση τοῦ οὐσιώδους μέσα σέ τόσο λίγες σελίδες. Τό βιβλίο μοῦ θυμίζει τίς φοῦγκες τοῦ Μπάχ. Τά πάντα βρίσκονται στή θέση τους μέ ἀπέριττη φυσικότητα• καί εἶναι πάντα τόσα ὅσα ἀκριβῶς χρειάζονται. Θέματα καί ἐρωτήματα πού ἀπαιτοῦν σειρά ὁλόκληρη διδακτορικῶν μελετῶν συμπυκνώνονται καί προσφέρονται στόν ἀναγνώστη μέ μιά ἁπλότητα, ἡ ὁποία δέν ζημιώνει ἐπ’ οὐδενί τήν ἀκρίβεια. Παράλληλα ἡ ὀξύνοια τοῦ Φλωρόφσκι τοῦ ἐπιτρέπει νά «ἐξάγει καινά» δίχως νά παραχαράσσει τά παλαιά: Νά τό πῶ δίχως περιστροφές, ὁ Φλωρόφσκι μπόρεσε νά εἶναι πρωτότυπος μένοντας παραδοσιακός. Τό πῶς τό κατάφερε αὐτό δέν εἶναι ἄσχετο μέ τά ὅσα εἴπαμε γιά τό δυναμισμό τῆς Παράδοσης ὡς χαρισματικῆς ἀρχῆς.

Ἀσφαλῶς σέ πολλά ἐρωτήματα δέν δίνεται ὁριστική καί ἀμετάκλητη ἀπάντηση. Ὅμως πολλές φορές στή θεολογία ὁ τρόπος πού θέτεις ἕνα ἐρώτημα ὑπαινίσσεται ἤδη μιά ἀπάντηση• ὀρθότερα, εἶναι ἐξίσου σημαντικός μέ τήν ἀπάντηση, πού θά φανερωθεῖ στά ἔσχατα. Ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφκσι θά συμφωνοῦσε. Γιατί κατανοεῖ τή θεολογία ὡς τήν ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν πάντοτε προηγούμενη πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέει, «ἡ ἀπάντηση αὐτή δέν εἶναι ποτέ ὁλοκληρωμένη. Ἡ θεολογία εἶναι πάντοτε στή διαδικασία» τῆς διαμόρφωσης. Γι’ αὐτό καί ἔλαβα τό θάρρος νά «διαβάσω» δημιουργικά τόν Φλωρόφσκι προεκτείνοντας τούς δρόμους τῆς σκέψης του, ὥστε νά συναντήσει τοῦ ἀντίστοιχους τῶν Λόσκι, Ρωμανίδη καί Ματσούκα.