Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μνήμη πού ἀναζωπυρώνει τήν πίστη

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τρεφόμαστε ἀπό τήν ἱστορία καί ὡς ἄτομα καί ὡς κοινωνία. Τήν βιολογική μας ὕπαρξη τήν πήραμε ἀπό τούς γονεῖς μας καί τήν συντηροῦμε μέ ὅποια κατάλληλη τροφή συλλέγουμε ἀπό τό ὑλικό περιβάλλον. Τό νόημα τῆς ζωῆς μας ὅμως καί τήν συγγενῆ μέ αὐτό τροφή τῆς ψυχῆς μας τά παίρνουμε ἀπό τήν πνευματική ἱστορία τῶν προγόνων μας, τήν ἱερά ἱστορία, αὐτήν πού ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὀνομάζουμε ἱερά Παράδοση.

Μέσα σ’ αὐτήν ὑπάρχουν οἱ «νομοτέλειες» πού συγκροτοῦν τήν ἀληθινή ζωή τοῦ κόσμου, εἶναι «ὁ πνευματικός νόμος», τόν ὁποῖο δέν πρέπει νά παραβλέπουμε, μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά συμφωνῆ κάθε λόγος μας, κάθε δράση μας, κάθε τεχνική ἤ διανοητική κατασκευή μας, ἀπό τό χτίσιμο ἑνός Ἱεροῦ Ναοῦ μέχρι τό «χτίσιμο» τῆς ζωῆς μας καί τήν νομοθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ μας βίου, ἄν, ἐννοεῖται, μᾶς ἐνδιαφέρη ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή καί ὁ δρόμος πρός αὐτές, δηλαδή ὁ Χριστός.

Ὅ,τι ἔρχεται σέ ἀντίθεση ἤ ἀγνοεῖ παντελῶς τίς «νομοτέλειες» πού συγκροτοῦν τήν ἀληθινή ζωή μας, δέν μπορεῖ νά γίνη δεκτό ὡς ἄποψη πού βοηθᾶ τήν ζωή τοῦ κόσμου. Στό πνευματικό πεδίο αὐτό χαρακτηρίζεται πλάνη καί στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα τό ὀνομάζουμε αἵρεση, ἡ ὁποία ἐκτρέπει τίς πορεῖες τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας.

Αὐτές οἱ διατυπώσεις ἴσως μοιάζουν δογματικές, ἀταίριαστες μέ τήν σοφία τοῦ σύγχρονου κόσμου, ὁ ὁποῖος λατρεύει τίς ἐπιστημονικά ἀποδεδειγμένες ἀπόψεις. Γιά νά δείξουμε ὅτι οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐκφράζουν τήν φυσική ζωή τοῦ κόσμου, θά παραθέσουμε δύο ἀποσπάσματα ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου: «Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἰδεῶν στή Φυσική», πού ἔγραψε ὁ Ἀϊνστάιν μαζί μέ τόν Πολωνό φυσικό Λεόπολντ Ἴνφελντ. Γράφουν:

«Σέ κάθε φάση πού περνᾶ ἡ ἐπιστήμη, προσπαθεῖ νά βρεῖ λύσεις γιά τά φαινόμενα πού νά μήν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τίς νομοτέλειες πού ἤδη ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ»(σ. 11). Κάθε νέα θεωρία πρέπει νά δέχεται ὡς δεδομένες «τίς νομοτέλειες πού ἤδη ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ». Αὐτή ἡ ἁπλή καί αὐτονόητη ἐπιστημονική ἀρχή, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ὡς ἀποδοχή καί σεβασμός στίς «γνώσεις» πού ἀπέκτησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τίς θεοπτικές τους ἐμπειρίες. Ὁπότε, τά κηρύγματα τῶν Ποιμένων καί οἱ θεολογικές συγγραφές δέν πρέπει νά ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἤδη ἀποθησαυρισμένη καί ἐμπειρικά διακριβωμένη γνώση τῆς θεολογίας, ἄν θέλουν νά κινοῦνται μέσα στόν πραγματικό κόσμο καί ὄχι στόν ἀτεκμηρίωτο κόσμο τῆς φαντασίας. Ὁ Ἀϊνστάιν καί ὁ Ἴνφελντ στήν συνέχεια γράφουν:
«Οἱ θεωρίες πού διατυπώνονται μέ τήν μορφή δοκιμίων καί γίνονται ἀποδεχτές, ἐξηγοῦν πολλά ζητήματα, ἀλλά μέχρι σήμερα δέν ἔχει βρεθεῖ καμμιά λύση γενικῆς ἰσχύος πού νά ἐναρμονίζεται μ’ ὅλες τίς σχέσεις καί νομοτέλειες πού ἔχουν στό παρελθόν ἀνακαλυφτεῖ. Πολύ συχνά μιά θεωρία πού μέ τήν πρώτη ματιά φαίνεται νά ἐναρμονίζεται τέλεια μέ τίς προηγούμενες, στό φῶς μιᾶς δεύτερης ἀνάγνωσης ἀποδεικνύεται ἐλλειματική καί ἀνολοκλήρωτη» (σ. 11). Στό χῶρο τῆς θεολογικῆς παραγωγῆς, εἶναι γεγονός ὅτι ἐμφανίστηκαν τίς τελευταῖες δεκαετίες πολλές θεολογικές ἐργασίες, οἱ ὁποῖες «μέ τήν πρώτη ματιά», ὄχι μόνο φάνηκαν ὅτι ἐναρμονίζονταν μέ τήν ἐμπειρική θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὅτι καί ἀπελευθέρωναν τήν θεολογία ἀπό αἰχμαλωσίες σέ μή ὀρθόδοξες διδασκαλίες, πού κυριάρχησαν στό παρελθόν. Ὅμως, «στό φῶς μιᾶς δεύτερης ἀνάγνωσης» ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ἀντιγραφές ἀπό ἀγωνιώδεις προσπάθειες παπικῶν καί προτεσταντῶν θεολόγων νά ἐκσυγχρονίσουν τήν αἱρετική θεολογία τους.

Οἱ παραπάνω ἀναφορές μας στά δεδομένα τῆς ἱστορίας, εἰδικά τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, γεννήθηκαν ἀπό τήν πρώτη ἑορταστική ἀναδρομή στό βαθύ παρελθόν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. Φέτος γιά πρώτη φορά ἡ ἐν Ναυπάκτῳ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιόρτασε τέσσερεις Ἐπισκόπους της, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σέ Μεγάλες καί Οἰκουμενικές Συνόδους καί οἱ ὁποῖες ἔπαιξαν καθοριστικό ρόλο στήν διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως· γιόρτασε τόν Μαρτύριο, τόν Καλλικράτη, τόν Εἰρηναῖο καί τόν Ἀντώνιο. Μαζί μέ αὐτούς ἐνέταξε στήν γιορτή καί τόν ἅγιο Δαμασκηνό τόν Στουδίτη, Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἄρτης κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 16ου αἰώνα, λόγιο καί δημοφιλῆ συγγραφέα τῶν χρόνων τῶν Ὀθωμανοκρατίας.

Ἔχουμε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἑορτή αὐτή πού ἐμπνεύστηκε καί καθιέρωσε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, μέ ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, θά ἑδραιωθῆ στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ τῆς Ναυπάκτου, γιατί συνδέει τήν τοπική Ἐκκλησία μέ τίς βαθιές ρίζες τῆς παράδοσής της, τήν διαχρονική σύνδεσή της, μέσω τοῦ ἱεραρχικοῦ καί συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν πίστη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τούς μεγάλους Πατέρες καί τίς κρίσιμες φάσεις τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Δίνει στήν ἱστορία τῆς Ναυπάκτου, μέσω τῆς Ἐκκλησίας, οἰκουμενικές διαστάσεις.

Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ναυπάκτου ἀναζωπυρώνεται ἀπό τήν μνήμη τῶν ἁγίων Ἐπισκόπων της, πού ἔβαλαν τήν ὑπογραφή τους κάτω ἀπό τίς ἀποφάσεις Συνόδων, οἱ ὁποῖες διετράνωσαν τήν πίστη τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τοῦ Μ. Φωτίου, ἀλλά καί ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τά ὁποῖα μετά τῶν Ἀθηνῶν Σάββα ὑπογράφει ὁ Ναυπάκτου Ἀντώνιος, στά ὁποῖα ὁμολογεῖται ἡ πίστη ὅλων τῶν προηγουμένων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σέ αὐτό τό σημεῖο εἶναι ὠφέλιμο νά ἐπιμείνουμε. Τό ἀπαιτοῦν οἱ περίεργοι καιροί μας, στούς ὁποίους πολλοί ζοῦν σάν νά μήν ὑπάρχη παρελθόν χρόνος, κατάφορτος ἀπό γεγονότα, ἡ μελέτη τῶν ὁποίων προσφέρει πείρα γιά τήν διαχείριση τοῦ παρόντος. Ἡ πείρα στίς μέρες μας ἀντιμετωπίζεται ἀπό ὁρισμένους σάν συντηρητική ἔννοια καί ἡ ἀναφορά σ’ αὐτήν περίπου ὡς σκοταδισμός.

Ἐμεῖς ὅμως θά πάρουμε γεύση ἀπό τήν πείρα πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἑβδόμη καί τελευταία Πράξη τῆς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Πατέρες τῆς ὁποίας, μαζί τους καί ὁ Ναυπάκτου Ἀντώνιος, ὁμολογοῦν, ὅτι κρατοῦν τό κήρυγμα «τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν ἑπτά Συνόδων ὡς τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός Ἁγίου Πνεύματος ταῖς ἐπιπνοίαις ἰθυνομένων τε καί ἐνεργουμένων» καί ἐπίσης τιμοῦν καί διαφυλάττουν μέ πίστη εἰλικρινέστατη καί ἀκλόνητη «ἀπαρατρώτους τε καί ἀκαπηλεύτους» τούς ἱερούς Κανόνες πού ἐπικύρωσαν οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι, δηλαδή τούς τηροῦν χωρίς νά τούς ἀλλοιώνουν, χωρίς νά τούς νοθεύουν, καί ὡς ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς πιστότητας διακηρύσσουν: «ἀποβαλλόμεθα μέν οὕς ἐξεκκλησίασαν», ὅποιους δηλαδή ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἐμεῖς τούς ἀποκόπτουμε, «στέργομεν δέ καί ἀποδεχόμεθα, οὕς οἷα δή ὁμοδόξους καί τῆς εὐσεβείας καθηγητάς τιμήν καί σέβας ὅσιον ὀφειλομένους ἀπέφηναν». Ἀγαποῦμε, δηλαδή, καί ἀποδεχόμαστε τούς ἀληθινά ὁμόδοξους μέ ἐμᾶςκαθηγητές τῆς εὐσέβειας, γιά τούς ὁποίους διακήρυξαν, οἱ προηγούμενες Σύνοδοι, ὅτι ὀφείλεται ξεχωριστός σεβασμός.

Καί συνεχίζει τό Πρακτικό τῆς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν ὁμολογία «τῆς ἀκραιφνεστάτης τῶν Χριστιανῶν πίστεως», τῆς ὁποίας ὁ ὅρος ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες ἔφθασε μέχρι τούς Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς, τόν ὁποῖο (ὅρο) διακηρύτουν μέ διαπρύσια φωνή πρός ὅλους. Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου εἶναι σημαντική, διότι σαφῶς ἀφορᾶ τήν καταδίκη τοῦ Filioque, πού ἤδη προέβαλαν οἱ Φράγκοι. Γράφει τό Πρακτικό τῆς Συνόδου: «διακηρύσσουμε [τόν ὅρο τῆς πίστεως], οὐδέν ἀφαιροῦντες, οὐδέν προστιθέντες, οὐδέν ἀμείβοντες, οὐδέν κιβδηλεύοντες». Δέν ἀφαιροῦν, οὔτε προσθέτουν (ὅπως οἱ Φράγκοι τό Filioque), οὔτε ἀλλάζουν, οὔτε νοθεύουν τόν ὅρο τῆς πίστεως. Καί ἐξηγοῦν: «Ἡ μέν γάρ ἀφαίρεσις καί ἡ πρόσθεσις, μηδεμιᾶς ὑπό τῶν τοῦ πονηροῦ τεχνασμάτων ἀνακινουμένης αἱρέσεως, κατάγνωσιν εἰσάγει τῶν ἀκαταγνώστων καί ὕβριν πατέρων ἀναπολόγητον». Τό νά ἀφαιρέση ἤ νά προσθέση κανείς κάτι στόν ὅρο τῆς πίστεως δικαιολογεῖται μόνον γιά καλύτερη διασάφησή του, προκειμένου νά πολεμηθῆ αἵρεση πού ἀνακινήθηκε μέ τά τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀνάγκη, τότε κάθε πρόσθεση ἤ ἀφαίρεση εἰσάγει ψευδῆ κατηγορία ἐναντίον τῆς ὀρθῆς πίστεως, γεγονός πού συνιστᾶ ὕβρη ἐναντίον τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία δέν ἔχει καμμιά δικαιολογία. Καί συνεχίζει τό Πρακτικό τῆς Συνόδου σημειώνοντας κάτι πού ἀφορᾶ καί τήν σύγχρονη θεολογική παραγωγή: «...τό δέ κιβδήλως ἀμείβειν ὅρους τῶν πατέρων πολύ τοῦ προτέρου χαλεπώτερον». Τό «κιβδήλως ἀμείβειν» σημαίνει, νά νοθεύης τούς ὅρους ἀλλάζοντας, μέ περίεργες ἑρμηνεῖες, τό σαφές περιεχόμενό τους. Αὐτό εἶναι ἕνα συχνό φαινόμενο στίς μέρες μας, πού παρατηρεῖται σέ ἀδόκιμες «ἐκβαθύνσεις» τῆς «ἀκραιφνεστάτης τῶν Χριστιανῶν πίστεως».

Στήν συνέχεια παρατίθεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως τό διατηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί κατόπιν σημειώνεται:

«Οὕτω φρονοῦμεν· ἐν ταύτῃ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως ἐβαπτίσθημεν· δι’ αὐτῆς πᾶσαν αἵρεσιν θραυομένην τε καί καταλυομένην ὁ τῆς ἀληθείας λόγος ἀπέδειξε». Κάθε τι πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐμπειρικά διακριβωμένη θεολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, θραύεται καί καταλύεται. Ὁ Ναυπάκτου Ἀντώνιος καί οἱ πρό αὐτοῦ Πατέρες αὐτήν τήν πίστη ἐνυπογράφως ὁμολόγησαν καί μᾶς παρέδωσαν.

Καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά πορευόμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 758