Skip to main content

Φιλοκαλικές Σελίδες: Ἡ «ἁγία» Καψάλα ἱστορικά καί νέες πληροφορίες γιά τήν «Σκήτη Παντοκράτορος»

Φιλοκαλικές Σελίδες

Ἡ «ἁγία» Καψάλα
ἱστορικά καί νέες πληροφορίες γιά τήν «Σκήτη Παντοκράτορος»

Φιλοκαλικές Σελίδες: Ἡ «ἁγία» Καψάλα ἱστορικά καί νέες πληροφορίες γιά τήν «Σκήτη Παντοκράτορος»Τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, τό μακροβιότερο μοναστικό κέντρο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, φιλοξενεῖ στά σπλάγχνα του, γιά πάνω ἀπό μία χιλιετία, ὅλους τούς τρόπους μοναχικῆς ἀσκήσεως πού κατά καιρούς ἐμφανίσθηκαν ἀνά τήν Ὀρθοδοξία. Οἱ τρόποι αὐτοί ἐκφράζονται μέσα ἀπό τέσσερεις βασικούς τύπους• τίς πολυπληθεῖς Κοινοβιακές Μονές πού ἀκολουθοῦν τόν ψαλμωδό τόν λέγοντα· «ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν ἀλλ' ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τῷ αὐτῷ» (Ψλμ. ρλβ΄), τά Κελλιά τά φιλοξενοῦντα συνήθως ἀπό δύο ἕως πέντε μοναχούς, τά ἀκούγοντα τόν Κύριον ὅπου λέγει· «οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄), τά Ἐρημητήρια-Ἀσκητήρια στά ὁποῖα ἀσκεῖται εἷς ἐρημίτης κατά μόνας, συμφώνως πρός τό ψαλμικό· «ἰδού ἐμάκρυνα φυγαδεύων καί ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ψλμ. νε΄) ἀλλά προσέχοντας μετά φόβου καί τό «οὐαί αὐτῷ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καί μή ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν» (Ἐκκλ. δ΄), καί τέλος τίς Σκῆτες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἕνας συνδυασμός ὅλων τῶν παραπάνω τρόπων.

Α΄) Οἱ Σκῆτες

Ἡ ἱστορία τῶν Σκήτεων ἀνάγεται ἤδη στούς πρώτους χρόνους τοῦ μοναχισμοῦ. Ὡς ὀνομασία συναντᾶμε τήν Σκήτη στό «Γεροντικόν» καί εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν μορφή τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου. Πρόκειται γιά «τήν ἔρημον τήν ἐνδοτάτῳ, τήν καλουμένην Σκῆτιν», μία ἐκ τῶν πέντε βασικῶν μοναστικῶν κοινοτήτων τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου μαζί μέ τό Ὄρος τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τήν Θηβαΐδα, τήν Νιτρία καί τά Κελλία. Ἡ φήμη της ἦταν τέτοια, ὥστε, ὅταν ἡ Σκήτη ἐρημώθηκε ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν Μαζίκων, ὁ Μέγας Ἀρσένιος νά πῆ: «ἀπώλεσεν ὁ κόσμος τήν Ρώμην, καί οἱ μοναχοί τήν Σκῆτιν». Πολλοί μελετητές ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ὀνομασία εἶναι παραφθορά τῆς ἑλληνικῆς λέξεως ἀσκητής, κάτι πού εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο. Πιθανότερο εἶναι νά προέρχεται ἀπό τό κοπτικό σιχέτ, πού μεταφράζεται ὡς «τό ζύγισμα τῆς καρδιᾶς», καί στήν συνέχεια νά ἐξελληνίστηκε καί νά ἔγινε συνώνυμο τοῦ ἀσκητισμοῦ, λόγῳ ὁμοηχίας.

Ὁ πρῶτος μοναχός πού ἐγκαθίσταται στήν ἔρημο τῆς Σκήτεως εἶναι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Μέγας. Ὅταν ὁ διακονητής τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου μήνυσε στόν Ὅσιο ὅτι «πᾶσα ἡ κώμη θέλει ἐλθεῖν ὧδε μετά δόξης» γιά νά τόν προσκυνήση ὡς ἅγιο, ὁ ἀββᾶς Μακάριος εἶπε: «ἐγώ δέ ἀκούσας ταῦτα, ἵνα μή θλίψωσί με οἱ ἄνθρωποι, ἀνέστην καί ἔφυγον ὧδε εἰς Σκῆτιν. Αὕτη ἐστίν ἡ ἀρχή τῆς αἰτίας, δι’ ἥν ἦλθον ὧδε». Σύν τῷ χρόνῳ, πέριξ αὐτοῦ συγκεντρώνονται πολλοί ἀσκητές πού προσβλέπουν στίς συμβουλές του καί τήν μεγάλη πνευματική του πείρα. Ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας ὑποτυπώδης σύνδεσμος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν οἱ ὁποῖοι κτίζουν τά κελλιά τους πλησίον τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ἐνῶ κατασκευάζουν Ναό στό μέσον τῆς περιοχῆς στόν ὁποῖον καί συναντῶνται μόνον κατά τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες Ἑορτές γιά νά τελέσουν τήν Θεία Εὐχαριστία καί νά ἐφοδιασθοῦν μέ τά ἄχραντα μυστήρια. Τά κελλία εἶναι «ἀνεξάρτητα ἀλλήλων ἐξωτερικῶς καί οὐσιαστικῶς, εἰς τρόπον ὥστε καί τό κοινοτικόν πνεῦμα νά ὑπάρχη καί ἡ σιωπή νά διακρατῆται. Ἡ σκήτη παρουσιάζει οὕτω τήν ὄψιν ἀπομεμακρυσμένου καί ἡσύχου μοναστικοῦ χωρίου» (ΘΗΕ). Οἱ μοναχοί ὅλη τήν ἑβδομάδα τήν περνοῦν στό ἀπομακρυσμένο κελλί τους, ὅπου συνήθως ζῆ ἕνας ἔμπειρος μοναχός μέ κάποιους μαθητές, καί τίς Κυριακές συναντῶνται στόν Ναό γιά νά τελέσουν τήν «προσφορά» ἤ «σύναξη».

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ λειτουργία μέ τήν ἀραιά κοινωνικότητα καί τήν κοινή Κυριακάτικη λατρεία πού ἐπεκράτησε στήν ἔρημο τῆς Σκήτεως ϙκαί σέ πολλά ἄλλα πρώϊμα ἀσκητικά κέντρα τοῦ μοναχισμοῦϙ κατέληξε νά χαρακτηρίζεται ὡς Σκητιώτικος τρόπος ζωῆς, σέ ἀντίθεση πάντα μέ τόν αὐστηρά Κοινοβιακό ὅπου τα πάντα εἶναι κοινά, ἀπό τήν καθημερινή προσευχή μέχρι τήν τροφή καί τήν ἐνδυμασία.
Παρακάτω θά παραθέσουμε λίγα ἱστορικά στοιχεῖα γιά μία Σκήτη πού φαίνεται πώς ὑπῆρχε στό Ἅγιον Ὄρος μέχρι τίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος, ὑπό τόν τίτλο «Σκήτη Παντοκράτορος», σήμερα δέ εἶναι γνωστή μέ τήν ὀνομασία «Καψάλα».

Β΄)Σκήτη Παντοκράτορος

Ἡ Σκήτη τῶν Εἰσοδίων ἤ τοῦ Παντοκράτορος, ἂν καί μνημονεύεται συχνά σέ κείμενα τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος δέν φαίνεται νά ὑπῆρξε ποτέ ἐπίσημη Σκήτη, μέ Καταστατικό, σφραγίδα ἤ Τυπικό, μέ Δικαῖο ἤ σύναξη Γερόντων.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως σημειώνει ὁ ἐξ Ἰωαννίνων Θεοδώρητος, τὸ 1800 ὑπῆρχαν «σκῆται ἓνδεκα. Ἁγία Ἂννα, καί Καυσοκαλύβιον, ὑπὸ τὴν μεγίστην ἁγίαν Λαύραν. Νέα σκήτη, καὶ Λάκκος, ὑπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἁγίου Παύλου. Ἡ τοῦ Προδρόμου Σκήτη ὑπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς μονῆς τῶν Ἰβήρων. Ἡ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ὑπὸ τὰ ὅρια τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Κουτλουμούση. Ἡ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, καί ἡ τῶν Εἰσοδίων ὑπό τήν ἱεράν μονήν τοῦ Παντοκράτορος. Ἡ τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὑπὸ τὰ ὅρια τῆς μεγίστης μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου. Ἡ τοῦ Ξενοφῶντος, ὑπὸ τὴν ἱερὰν μονὴν τοῦ Ξενοφῶντος. Ἡ ὑπὸ τὴν ἱερὰν μονὴν τοῦ Ζωγράφου σκήτη τῶν ἐκ Ῥωσίας μοναχῶν» (Πηδάλιον). Ἀπὸ ὅλες τὶς παραπάνω ἀναφερόμενες Σκῆτες ἡ μοναδικὴ ἡ ὁποία δὲν ὑφίσταται σήμερα εἶναι ἡ Σκήτη τῶν Εἰσοδίων, γνωστὴ ὡς «Σκήτη Παντοκράτορος». Μέ αὐτήν θά ἀσχοληθοῦμε παρακάτω.

1). Τοποθεσία - Περιβάλλον

Κατ' ἀρχάς ἡ τοποθεσία της Σκήτεως τῶν Εἰσοδίων ταυτίζεται μέ τήν σημερινή Παντοκρατορινή (ἄνω) Καψάλα. «Ἡ ἱστορική, ἀσκητική καί τόσο θελκτική καλυβική καί καβιωτική συνοικία» (Δωρόθεος Βατοπαιδινός), κατά περιγραφή τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «κεῖται βορειοανατολικῶς τῆς πολίχνης τῶν Καρυῶν καί δέν ἀπέχει αὐτῆς ὀλιγώτερον τῆς μιᾶς ὥρας. Ἀπό τοῦ ὕψους τῶν Καρυῶν ἡ Καψάλα φαντάζει ὡς ὅρασις εἰρήνης. Οἱ κυματοειδεῖς λόφοι της πεποικιλμένοι ὑπό τῶν ταπεινῶν Καλυβῶν, τήν ἀπέριττον θέαν καί τήν μεταρσιοῦσαν πνευματικήν προβολήν των, ὡς ἱερῶν σταδίων, ἔνθα χέονται ἀσκητικοί ἱδρῶτες καί θεοφιλῆ δάκρυα, ἕλκουν εἰς ἀγάπην τάς ἁγίας ψυχάς, ἀπεκδεχομένας τήν "ἀνθοποιόν ἀρετήν ἐξ ἐρημαίων λόφων"... Ἡ ὑλομανοῦσα βλάστησις μέ τήν ἁπαλήν πόαν καί χλωρίδα, εἰς ὅλας τάς ἀποχρώσεις τοῦ πρασίνου, τονιζομένη ἀπό τήν φλύαρον ὑμνῳδίαν ἀηδόνων καί στρουθίων, πλησίον τῶν καταρρεόντων ὑδάτων τοῦ "λάκκου Ἄδειν", ἀσκοῦν ἀνέκφραστον γοητείαν ἐπί τοῦ καλαισθητικοῦ αἰσθήματος, ὅλα ἀποπνευματοῦνται, καί ὅλα ἀποκτοῦν διαφάνειαν καί οὐράνιαν τινά γλυκύτητα». Ἡ περιοχή «διαρρέεται ὑπό τοῦ χειμάρρου Λιβαδογένη καί διατέμνεται ὑπό τῆς εἰς τάς Μονάς τοῦ Παντοκράτορος καί τοῦ Σταυρονικήτα ἀγούσης»(Γ. Σμυρνάκης). Κατά τόν π. Θεόκλητο, ἡ Καψάλα εἶναι «ἡ ἡσυχαστικωτέρα καί ἠπιωτέρα μορφολογικῶς περιοχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους» καί «ἡ πλέον κατάλληλος δι' ἄσκησιν καί ἡσυχασμόν καί καλλιέργειαν τῆς μυστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς». Παραλλήλως, «ἔχει καί τό προνόμιον ὅτι εἰς ἕνα ἐρημικόν Κελλίον, ἀνῆκον εἰς τό συγκρότημα τῶν καλυβῶν τῆς Καψάλας, ἠκούσθη ὁ διά πρώτην φοράν εἰς τόν κόσμον ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ψαλείς ὕμνος πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον "Ἄξιόν ἐστιν"... Τό ὑπερφυές γεγονός τοῦτο ἔλαβε χώραν περί τά μέσα τοῦ Ι΄ αἰῶνος καί ὁ διερχόμενος ἐκεῖθεν χείμαρρος, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος, ὠνομάσθη "ὁ λάκκος τοῦ ᾌδειν". Δι' ὅ καί οἱ ἐφιέμενοι τῆς ἐρημικῆς ζωῆς ἀσκηταί τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὐχαρίστως "ἐπόλιζον" ἀπό αἰώνων τήν ἔρημον ταύτην ὡς ἡγιασμένην».

2). Ἁγιολογία

Στήν ἁγιολογία τῆς περιοχῆς δεσπόζει φυσικά ἡ θαυμαστή παράδοση τοῦ ὕμνου "Ἄξιόν ἐστιν" ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Μεγάλο προσκύνημα τό ἱστορικό Κελλί τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὅπου εἶναι θαμμένος ἐντός τῆς ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναΐσκου ὁ μυροβλύτης ὅσιος Θεόφιλος (†1548). Στό πίσω μέρος τοῦ Ναοῦ διακρίνονται δύο μεγάλες ὀπές ἀπό τίς ὁποῖες παλαιότερα ἔτρεχε μύρο. Σήμερα ἀνά στιγμές ἀναδύεται ἐλαφρά εὐωδία ἐξ αὐτῶν. Ἱστορικό Κελλί τό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ "Φανερωμένου", μέ τήν θαυματουργό εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τούς Χατζηγεωργιάτες πατέρες. Ἄλλος πολιστής τῆς ἐρήμου, ὁ ἅγιος Γεράσιμος τῆς Κεφαλληνίας (†1579), ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν τοπική παράδοση ἀσκήτευσε στό κελλί ὅπου ἔζησε καί ὁ ὅσιος Θεόφιλος. Ὁ ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1730) πέρασε ἀπό τήν Σκήτη γιά κάποιο χρονικό διάστημα στά πρῶτα ἔτη τῆς ἁγιορειτικῆς βιοτῆς του. Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (†1794) ἐπίσης, ἔζησε ἀρκετά χρόνια στήν Καλύβη "Κηπάρι", τήν ὁποία κάποιοι μελετητές ταυτίζουν μέ τήν Καλύβη τοῦ "Κηπουροῦ" τῆς Καψάλας, ἄλλα καί στά Κελλιά τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἐλένης καί Προφήτου Ἠλιοῦ (τήν ὁποία καί μετέτρεψε σέ Σκήτη), στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἱ.Μ. Παντοκράτορος. Ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Χίος (†1809) ἔγινε ἐδῶ μεγαλόσχημος καί ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ ἄνθρωπον. Ὁ «γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ», ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (†1805), ἀγόρασε τό Κελλίον "τό Κυριακόν" τῆς Σκήτεως, ὅμως δέν πρέπει νά ἔμεινε ἐπί πολύ σέ αὐτό. Πρό τῆς ἀγορᾶς τοῦ "Κυριακοῦ" φαίνεται πώς ἔζησε καί σέ ἄλλη μία Καλύβη τῆς περιοχῆς. Τέλος, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (†1809) πέρασε σχεδόν ὁλόκληρη τήν ἀσκητική του ζωή καί συνέγραψε τά θαυμαστά ἔργα του σέ αὐτόν τόν μυστικό τόπο. Ἐκτός τῶν ἀναγνωρισμένων ἁγίων μποροῦμε νά ἀναφέρουμε δύο ἀκόμα πνευματικούς ἀστέρες τῆς ἐποχῆς πού βρῆκαν καταφύγιο στήν ἔρημο Καψάλα. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Γέρο-Σίλβεστρος ὁ Καισαρεύς, «ὁ ὑψίνους καί πλατύνους», πού ἠσκεῖτο στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἡ σεβασμιώτερη μορφή τῶν λεγομένων "Κολλυβάδων" μαζί μέ τόν παπᾶ Παρθένιο Σκοῦρτο. Ἀπό τόν Γέροντα Σίλβεστρο ὁ ἅγιος Νικόδημος «ἐκαρπώθη ὅλας τάς ἀρετάς τοῦ μονήρους βίου». Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ «κοινός πνευματικός τοῦ Ἁγίου Ὄρους» Ἱερόθεος Γεωργίου (†1814), ὁ "μακάριος Γέρων", ὁ ὁποῖος διέμενε μέ τήν πολυπληθῆ συνοδεία του στό Κελλίον τοῦ ἁγίου Ὀνουφρίου τῆς Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα, «πλησίον τοῦ μύλου».

3). Ἱστορικές μαρτυρίες περί τῆς Σκήτεως Παντοκράτορος

Πότε λειτούργησε τό πρῶτον ὡς, ἔστω καί ἄτυπη, Σκήτη ἡ καλυβική αὐτή συνοικία δέν μᾶς εἶναι γνωστό. Ὁ Δωρόθεος Βατοπαιδινός ἀναφέρει ὅτι «ἱδρύθηκε κατά τόν 15ο αἰώνα», κάτι τέτοιο ὅμως δέν μπορεῖ οὔτε νά ἐπιβεβαιωθῆ οὔτε βέβαια καί νά ἀπορριφθῆ μέ τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα. Σίγουρα στίς ἀρχές τοῦ ΙϚ΄ αἰῶνος ὑπάρχει μία πνευματική κίνηση στήν περιοχή, μέ τήν παρουσία τοῦ περιφήμου κωδικογράφου καί μυροβλύτου ὁσίου Θεοφίλου τοῦ ἐκ Ζίχνης, ὁ ὁποῖος ἀνακαινίζει ἤδη ὑπάρχον Κελλίον, τῇ συνδρομῇ τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφείμ τοῦ θυηπόλου, ἐνῶ ἤδη ἀπό τόν Ι΄ αἰῶνα ὑφίσταται τό ἀρχαῖον Κελλίον "Ἄξιόν ἐστιν", ὅμως δέν φαίνεται πουθενά κάποιος ὀργανικός-λατρευτικός σύνδεσμος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν τῆς περιοχῆς. Μᾶλλον τήν ἐποχή αὐτή τά Κελλιά τοῦ λάκκου ἔχουν επικοινωνία περισσότερο μέ τήν «Σκήτη τοῦ Πρωτάτου».
Τά στοιχεῖα πού ἕως τώρα διαθέτουμε ὁμιλοῦν καθαρώτερα γιά Σκήτη Παντοκράτορος ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος καί ἑξῆς. Ἡ πρώτη χρονολογημένη ἀναφορά στήν Σκήτη βρίσκεται σέ μία χειρόγραφη Θεία Λειτουργία, κτῆμα τοῦ Κελλίου "Ἅγιοι Πάντες" τῆς Καψάλας μέ ἔτος συγγραφῆς τό 1660. Πρόκειται γιά τό χειρόγραφο RAIK 25 – 133 τό ὁποῖο βρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τῆς Ρωσικῆς Ἀκαδημίας Σπουδῶν. Τά κωδικογραφικά σημειώματα ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Ὁ γράψας Μερκούριος μοναχός ἐν ἔτους αχξ΄ [=1660] ἐν μηνί ἰουνίῳ κγ΄ ἡμέρᾳ σαββάτῳ. Καί τήν ἀφιέρωσα αὐτήν τήν ἁγίαν λειτουργίαν εἰς τόν Παντοκράτορα κύριον», «Ὅμως τήν ἀφιέρωσα εἰς τούς Ἁγίους πάντας», «Αὕτη ἡ θεία καί ἱερά λειτουργία ὑπάρχει τῶν Ἁγίων πάντων εἰς τήν σκήτην τήν παντοκρατορινήν εἰς τοῦ πάπα Ματθαίου τό κελλίον... καί τήν ἀφιέρωσεν ὁ Μερκούριος ὁποῦ τήν ἔγραψεν, καί μήν ἔχει τις ὑποψίαν. Ἔτος ζρο΄ [7170=1661 μ.Χ.]».

Ἡ ἐπόμενη χρονολογημένη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Ρῶσο προσκυνητή Βασίλειο Γκρηγκόροβιτς Μπάρσκυ, ὁ ὁποῖος στό δεύτερο προσκύνημά του στόν Ἄθωνα περιγράφει τήν "Παντοκρατορινή Σκήτη": «Στό δάσος, σέ γῆ τῆς μονῆς [Παντοκράτορος], βρίσκονται περίπου εἴκοσι κελλιά καί καλύβες• ὀκτώ εἶναι κοντά στή μονή καί τά ὑπόλοιπα πρός τόν νότο, μία ὥρα μακριά, στήν ὀνομαζόμενη Παντοκρατορινή σκήτη, ὅπου συνήθως ἐγκαταβιοῦν διάφοροι ἂνθρωποι: Ἓλληνες, Ρῶσσοι, Βούλγαροι, πού ἀσχολοῦνται μέ ἐργόχειρα γιά τήν ὑλική καί μέ προσευχές καί νηστεῖες γιά τήν ψυχική τροφή τους. Ἡ σκήτη αὐτή εἶναι μικρή, (...) καί δέν ἔχει οὔτε Δικαῖο, οὔτε κοινό ναό, οὔτε καμιά ἐπικοινωνία, μόνο πυκνά κελλιά».

Μία σίγουρα πρωϊμότερη, ὡστόσο ἀχρονολόγητη, ἀναφορά στήν Σκήτη ἀπό αὐτήν τοῦ Μπάρσκυ, προέρχεται ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐκοιμήθη τό ἔτος 1730. Ἐρχόμενος ἀπό τήν Ζαγορά καί τήν Μονή Σουρβιᾶς στό Ἅγιον Ὄρος, ἀρχικά περιῆλθε διάφορες ἀσκητικές τοποθεσίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τῆς Σκήτεως Παντοκράτορος, καταλήγοντας στά Καυσοκαλύβια. Ἡ μαρτυρία τοῦ βίου του εἷναι σίγουρα προγενεστέρα τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Μπάρσκυ καθώς μᾶς εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Ρῶσος περιηγητής στό πρῶτο ταξίδι του στόν Ἄθω τά ἔτη 1725-26, ἐπισκέφθηκε τόν ὅσιο Ἀκάκιο, στά Καυσοκαλύβια πλέον, καί περιγράφει τήν συνάντησή τους. Γράφει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, παπᾶ Ἰωνᾶς: «Ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἀκάκιος, διατρίψας ἱκανόν καί εἰς τά μέρη τοῦ Διονυσίου, ἀνεχώρησε πάλιν ἐκεῖθεν καί ἦλθεν εἰς τήν σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, ἔνθα εὑρισκόμενος ἦλθε καί ὁ γέροντάς του ἀπό τήν Ζαγοράν χάριν μουσικῆς».

Ἐκείνη τήν περίοδο φαίνεται πώς στήν ἄτυπη αὐτή Σκήτη δημιουργήθηκε ἕνας ἐκ τῶν "προκολλυβαδικῶν" πυρήνων (ἄν καί κάπως ἀδόκιμος ὁ ὅρος) ὁ ὁποῖος προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τήν φιλοκαλική ἄνθιση πού σημειώθηκε μέ τίς ἐκδόσεις τῶν ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου Νοταρᾶ. Πρόκειται κατ' οὐσίαν γιά τούς Γέροντες τῶν μεγάλων Φιλοκαλικῶν Πατέρων ἀπό τούς ὁποίους παρέλαβαν τήν ἀσκητική πράξη καί θεωρία. Τό πνεῦμα αὐτό φαίνεται πώς τράβηξε καί τόν "προκολλυβά" ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, ὁ ὁποῖος σημειωτέον, ὅπως καταγράφεται στόν βίο του, ἀναλύει χωρία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, πολύ πρίν τήν ἔκδοση τῶν "Εὑρισκομένων" ἀπό τούς ἁγίους Νικόδημο καί Μακάριο (1790).

Αὐτή ἡ πνευματική ἀτμόσφαιρα ἀντικατοπτρίζεται καί στόν βίο τοῦ ὁσίου Νήφωνος τοῦ Χίου, ὁ ὁποῖος «ἀπῆλθεν εἰς τήν σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, ἐν ᾗ οἱ εὐλαβέστεροι τοῦ Ὄρους ἐνησκοῦντο». Τά δέ χαρακτηριστικά «τῶν ἐκεῖσε ἀσκουμένων Πατέρων» εἶναι "κολλυβαδικά": «μεγαλόσχημοι γινόμενοι, μεταλαμβάνοντες ἐν πάσῃ ἀγρυπνίᾳ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ποιοῦντες μετανοίας ὃτε ἐν τῇ ἱερᾷ λειτουργίᾳ ἐλέγετο τό "Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν"• ψάλλοντες τήν δοξολογίαν ἒξω τῶν στασιδίων ἱστάμενοι, ἀσπαζόμενοι ἄνευ κουκουλίου τό ἱερόν Εὐαγγέλιον, ἒτι δέ καί τήν χεῖρα τοῦ κρατοῦντος αὐτό ἱερέως». Σύμφωνα μέ τόν βίο τοῦ Ὁσίου θά πρέπει αὐτός νά φθάνη στήν Σκήτη ἀνάμεσα στό 1750-60.

Περί τό 1777-78 «ἦλθεν ὁ Γερο-Ἀρσένιος ὁ Μωραΐτης καί ἐκατοίκησεν εἰς τό Κυριακόν τῆς Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος». Ἐκεῖ τόν ἀκολούθησε καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης «ἠξεύροντάς τον ἀπό τήν Ναξίαν ἄνδρα εὐλαβῆ καί ἐνάρετον καί εἴδησιν ἒχοντα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐπροσκολλήθη μεταυτόν καί ἔγινεν ὑποτακτικός του. Καί μέ τοῦτον τόν τρόπον ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος τήν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων εἰς τήν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος» (Βίος ἁγίου Νικοδήμου). Φαίνεται πώς, λίγο ἀργότερα, ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου βοήθησε στήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῆς ἄτυπης αὐτῆς Σκήτεως καθώς «αὐτοῦ ὄντας, ἀπό τά μελισταγῆ λόγια τοῦ στόματός του ἐσυνάχθησαν πολλοί ἀδελφοί καί ἐκατοίκησαν εἰς τάς καλύβας ὁπού εὑρίσκονται ἐκεῖ τριγύρω, διά νά τόν βλέπουν καί νά φωτίζωνται ἀπό τάς πνευματικάς του νουθεσίας». Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος στήν ἀπό 29 Ἀπριλίου τοῦ 1786 ἐπιστολή του «πρός Θωμᾶν», ὑπογράφει ὡς ἑξῆς: «ἐξ Ἁγίου Ὄρους, ἐκ τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος. Ὁ σός ἐν Χριστῷ ἀδελφός, Νικόδημος Μοναχός».

4). Ὀνομασία

Ἀναφέρθηκε καί παραπάνω ὅτι ἡ καλούμενη Σκήτη Παντοκράτορος σήμερα δέν ὑφίσταται. Ἡ τοποθεσία της ταυτίζεται μέ τήν σημερινή Παντοκρατορινή ἄνω Καψάλα, τήν ὁποία εἷς ἐκ τῶν παλαιοτέρων γερόντων πού ὄχι μόνον κατοικοῦσε σέ αὐτήν, ἀλλά ἔδρεπε καί τούς καρπούς τῆς ἡσυχίας της ἀφοῦ «ἡσύχαζε ἐν γνώσει», τήν ὀνόμαζε χαριτολογώντας «ἡ ἁγία μου Καψάλα». Ὁ δέ μοναχός Κοσμᾶς Καψαλιώτης τήν χαρακτήρισε εὐφυῶς ὡς «τόπο ἁγίων καί "ναυαγίων"» (περ. Πρωτᾶτον). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ χαρακτηρισμός εἶναι εὔστοχος. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τά "ναυάγια", ὄχι γιατί ἔχουμε πρόθεση νά ὡραιοποιήσουμε καταστάσεις, ἀλλά διότι πείρα ναυαγίων ὅλοι μας ἔχουμε, αὐτό πού δέν ἔχουμε καί πού χρειαζόμαστε εἶναι μᾶλλον ἡ πείρα τῶν ἁγίων.

Ἐδῶ, κατά τόν γ. Γαβριήλ Διονυσιάτη, ἰδίως εἰς τήν ἐποχήν τοῦ θέρους «δέν ἀπολείπουν κατ' ἔτος αἱ πυρκαϊαί εἰς τήν θαμνώδη καί φρυγανώδη καί κατάξηρον περιοχήν ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία "Καψάλα"» (Λαυσαϊκόν Ἁγίου Ὄρους). «Ἡ λέξις Καψάλα προερχομένη ἐκ τοῦ καίειν ἀπεδόθη εἰς τήν εἰρημένην τοποθεσίαν, διότι πυρποληθείς ὁ πευκών αὐτῆς πρό ἱκανῶν ἐτῶν δυσχερῶς ἢδη αναπτύσσεται» (Γ. Σμυρνάκης). Μέ μία μικρή ἔρευνα σέ λιτά ἔγγραφα τῶν Κελλίων καί Καλυβῶν τῆς περιοχῆς, μέ τήν βοήθεια τῆς "Ἀθωνικῆς Ψηφιακῆς Κιβωτοῦ", ἀνακαλύφθηκε ἡ παλαιότερη, πρός τό παρόν, ἀναφορά στήν περιοχή μέ τήν προσωνυμία Καψάλ(λ)α. Πρόκειται γιά τό ὁμόλογο (=συμβόλαιο παραχώρησης) τοῦ Κελλίου Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (16 Ὀκτωβρίου 1818), τό λεγόμενον "Κυριακόν". Ἐνῶ μέχρι καί τό 1812, ἡ περιοχή φαίνεται ὡς Σκήτη Παντοκράτορος, τό 1818 ἡ τοποθεσία πλέον καλεῖται «Σκήτη Καψάλλα»: «Ἐλθόντες πρός τήν Ἱεράν ἡμῶν Μονήν τοῦ Παντοκράτορος ὁ ὁσιότατος ἐν ἱερομονάχοις Παπᾶ κὺρ Σισώης, μετά τῆς Συνοδίας αὐτοῦ κὺρ Μακάριον καί .... αἰτήσαντες τό ἡμέτερον κελλίον ἤτοι τό Κυριακόν, τό εἰς Καψάλα Σκήτη εὑρισκόμενον, τό τιμώμενον ἐπ' ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου...».

Δύο συμπεράσματα πού μποροῦν νά ἐξαχθοῦν ἀπό τό ὡς ἄνω ἀπόσπασμα: Πρῶτον, ὅτι ἕως καί τό 1818 παραμένει ἡ ἄτυπη σκητιωτική λειτουργία μεταξύ τῶν Κελλίων τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ συνεχίζει νά περιγράφεται ἡ περιοχή ὡς Σκήτη. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο γιά τήν διατήρηση τῆς Σκητιωτικῆς ζωῆς, ἀπό τό ἴδιο ὁμόλογο, εἶναι τό ἑξῆς: «ὁ δέ λωστός, καί ἡ βαρεία, καί τό καντάριον εἶναι τῆς κοινότητος τῆς σκήτεώς μας». Τά ἐργαλεῖα αὐτά ἤδη ἀπό ὁμόλογο τοῦ 1795 τοῦ ἰδίου Κελλίου, εἶναι «κοινά διά τούς ἀδελφούς», τό 1796 «τῆς κοινότητος», τό 1812 «τῆς κοινότητος τῆς σκήτεώς μας».

Τό δεύτερο συμπέρασμα πού ἐξάγεται εἶναι ὅτι τό ἔτος τῆς καταστρεπτικῆς πυρκαϊᾶς πού ἄλλαξε ὀνομασία στήν περιοχή, δέν μπορεῖ νά ὁριστῆ ἀργότερα τοῦ 1818. Ἔγγραφο ἑτέρας Μονῆς τοῦ ἰδίου μηνός καὶ ἔτους, χαρακτηρίζει τήν περιοχή ὡς «Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος». Πρόκειται γιά ἀναφορά τῆς Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου μέ θέμα τήν διένεξη μέ τήν τοῦ Ξηροποτάμου γιά τό μονύδριο «Ἀναπαυσίας». Τό ἔγγραφο ἀναφέρεται στόν «τότε ἡσυχάζοντα ἐν τῇ σκήτῃ τοῦ Παντοκράτορος διδάσκαλο Νικόδημο τόν Νάξιο» (Actes de Kutlumus). Θά μποροῦσε νά εἶναι καί αὐτό μία ἀπόδειξη τοῦ προσφάτου τῆς πυρκαϊᾶς; Ἐάν ἡ πυρκαϊά εἶχε ξεσπάσει πρό ἱκανῶν ἐτῶν, τό πιθανότερον εἶναι πώς ἡ νέα ὀνομασία της θά εἶχε διαδοθῆ παναγιορειτικῶς. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν «ἐν συνόψει» Βίον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου συγγραφέντος ὑπό τοῦ μον. Ὀνουφρίου Ἰβηρίτου, γράφει: «Ὑποταχθείς οὖν πρός τινα γέροντα Ἀρσένιον Πελοποννήσιον ἐν τῇ Σκήτει τοῦ Παντοκράτορος, ἐδόθη ὅλος εἰς τήν μελέτην τῶν Θείων Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων Πατέρων». Ὁ βίος ἐξεδόθη τό ἔτος 1819 στόν «Συναξαριστή» του. Πιθανόν νά γράφτηκε λίγο νωρίτερα τοῦ 1819.

Ἐνδιαφέρον εἶναι καί τό ἀμέσως ἑπόμενο (ἐκ τῶν ψηφιοποιημένων) ὁμόλογο τοῦ "Κυριακοῦ", ἔτους 1852. Ἐκεῖ ὅσον ἀφορᾶ τά ἐργαλεῖα γράφει ἁπλῶς, «μία δικέλαν καί ἕνα κασμά». Τίποτε γιά τήν κοινή χρήση τους. Φαίνεται πώς ἡ καταστρεπτική πυρκαϊά, σέ συνδυασμό μέ τήν πρόσφατη κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, διέλυσε σιγά-σιγά καί τήν ἄτυπη αὐτή καλυβική κοινωνία τῆς «Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος».

Σέ ὁμόλογα γειτονικῶν Καλυβῶν διαβάζουμε πλέον τά ἑξῆς γιά τήν ὀνομασία τοῦ τόπου: «εἰς τήν Καψάλαν» (Καλύβη "τοῦ Ζηζηλιώτη", 1834), «τήν κειμένην κατά τήν τοποθεσίαν ὀνομαζομένην Καψάλλαν» ("Κόκκινη" Καλύβη, 1841), «κατά τήν Καψάλλαν» (Κελλί Εἰσοδίων, 1852), «τήν ἐν Καψάλᾳ» (Καλύβη τοῦ "Σαμαρᾶ", 1862), «ἐν τῇ Καψάλλᾳ» (τοῦ "Κηπουροῦ", 1894). Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ὀνομασία "Καψάλα" ἐπεκτάθηκε σέ ὁλόκληρη τήν ἐρημική δασώδη περιοχή ἀνάμεσα στίς Καρυές καί τίς Μονές Παντοκράτορος καί Σταυρονικήτα. Ἔτσι, σήμερα ἡ Καψάλα διακρίνεται σέ Παντοκρατορινή ἄνω, κεντρική καί κάτω Καψάλα καί σέ Σταυρονικητιανή. Ἴσως ἡ πυρκαϊά νά ἐπεκτάθηκε σέ ὁλόκληρη τήν περιοχή καί ἔτσι νά ἔλαβε τό κοινό αὐτό ὄνομα ὁλόκληρη ἡ δασική αὐτή ἔκταση. Πάντως ἀπό τό 1818 ἕως καί σήμερα ἡ τοποθεσία τῆς Σκήτεως Παντοκράτορος καλεῖται σταθερά Καψάλα, μία γῆ «ναυαγίων», ἀλλά καί «ἁγίων».-

δ.Π.

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

  • Προβολές: 813